Λογική εβδομάδα! Πέντε οι νέες ταινίες. Υποφερτό, για την τσέπη μας, νούμερο. Στις πέντε κυριαρχεί η ουγγρική ταινία «Dealer», του Μπένεντεκ Φλιγκάουφ. Ενας κινηματογραφικός Κάφκα! Ενας Ντοστογιέφσκι. Από εκεί και κάτω αρχίζουν οι... συμβιβασμοί. Κάπως καλύτερη η ταινία «Cronicas», του Σεμπαστιάν Κορντέρο, από το Εκουαδόρ. Ακολουθεί η ταινία «Dark horse», του Νταγκούρ Καρί, από την Ισλανδία. Μετά «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας», του Τιμ Μπάρτον. Και τέλος, η ταινία του Κώστα Χαραλάμπους, «Αγάπη στα 16».
Και μια παρατήρηση. Κυρίως για να καταλάβουμε ποιοι αγαπάνε και ποιοι κατευθύνουν τον κινηματογράφο. Δεν έχω τίποτα με τις αίθουσες «Αλφαβίλ» και «Τιτάνια». Αντίθετα, μάλιστα! Ομως, είναι κρίμα που ο «Dealer» βγαίνει σε πρώτη προβολή, μόνον σε αυτές! Η ταινία «τραβάει» και καλύτερες και περισσότερες πιάτσες! Οι καλύτερες πιάτσες, όμως, ελέγχονται από τις πολυεθνικές! Και οι πολυεθνικές έχουν τις δικές τους λογικές. Ας το λάβουμε υπόψη!
Φελισινιάν Κερεσζτές |
Μια πόλη - φάντασμα. Με ανθρώπους φαντάσματα. Ανθρώπους, που ο ηθικός ξεπεσμός τους, δε γιατρεύεται, πια, από οποιαδήποτε ηρωίνη. Από οποιαδήποτε δόση. Ο θάνατος είναι δεδομένος. Και είναι αργός και βασανιστικός. Και δεν αφορά μόνο στο σώμα. Το σωματικό θάνατο, κουτσά στραβά, τον διαχειρίζεσαι! Το σάπισμα, όμως, του μυαλού και της σκέψης, της γνώσης και της ηθικής, του ανθρώπινου πολιτισμού γενικά, το σάπισμα δηλαδή του συνόλου των ανθρώπινων αξιών, όπως αυτές κατακτήθηκαν με τους αιώνες της ιστορίας, δεν παίρνει γιατρειά! Πονάει και μυρίζει ανυπόφορα.
Στο Dealer, λοιπόν, βλέπουμε το βάθος του προβλήματος! Δε στεκόμαστε στα εξωτερικά στοιχεία του ναρκομανή. Στην αντίληψη ότι μπορεί και να ξεφύγουμε. Μπορεί και να μας «πιάσει» η μεθαδόνη! Οτι, τελικά, τα κόκαλα πονάνε και όχι το σύνολο της ύπαρξής μας. Στο Dealer δεν υπάρχουν πέπλα! Εδώ η αλήθεια λέγεται ολόκληρη. Χωρίς καμία διάθεση κολακείας, για κανέναν. Ο κόσμος οδηγείται στα ναρκωτικά, γιατί πρώτα (αφού πρώτα), έχει αποδεχτεί την ήττα του! Και, επίσης, δεν είναι τα άτομα που οδηγούνται στα ναρκωτικά, αλλά το σύνολο των ατόμων, οι ανθρώπινες κοινωνίες. Οι οποίες παρασύρουν (οδηγούν), όπως είναι φυσικό, και τα μεμονωμένα άτομα. Τα πιο αδύνατα, έστω!
Στο Dealer βλέπουμε μια πόλη ηττημένη! Στους δρόμους της, στα σπίτια της, στα πάρκα της, δε συναντάς, πια, ανθρώπους κανονικούς. Συναντάς σκιές και φαντάσματα. Φαντάσματα που τρικλίζουν. Που τρυπιούνται. Που πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο. Ανάμεσα σε αυτά τα φαντάσματα, φάντασμα και αυτός, κυκλοφορεί ο προμηθευτής! Με μικρά φακελάκια «σκόνης» στις τσέπες του. Με τις απαραίτητες και προκαθορισμένες «δόσεις», για τους πελάτες, τα μελλοντικά θύματα.
Σε αντίθεση με άλλες σχετικές ταινίες, στο Dealer, ο «προμηθευτής» δεν αποτελεί εξαίρεση! Είναι και αυτός μέχρι το μεδούλι σαπισμένος. Δεν είναι ο «εξυπνάκιας» που τα «πιάνει», είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη, που κάποια στιγμή, θα γυρίσει και θα βρεθεί και αυτός με μια σύριγγα στη φλέβα. Μια σύριγγα θανατηφόρα. Γιατί και ο ίδιος έγινε προμηθευτής, αφού πρώτα (γιατί πρώτα), αποδέχτηκε την ήττα του. Είχε ήδη σαπίσει...
Ετσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα. Δεν είναι πλακίτσες, ούτε στιγμιαίες αδυναμίες τα ναρκωτικά. Είναι ένας κοινωνικός ξεπεσμός! Μια ηττοπαθής άποψη για τη ζωή. Μια σήψη που φθείρει θανατηφόρα τόσο τη σωματική όσο και την πνευματική (κυρίως αυτή) υπόσταση των ανθρώπων. Είναι ένα μόλις στάδιο πριν από την εξαφάνιση του πολιτισμού. Γιατί καταρρακώνει στο σύνολό του τον άνθρωπο. Γιατί εξαφανίζει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, από τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Ομως, το Dealer, δεν παραδίδει μόνον μαθήματα κοινωνιολογίας! Παραδίδει και μαθήματα κινηματογράφου. Προπαντός αυτά! Σε καθηλώνει στην καρέκλα. Χωρίς να κάνει καμία, μα καμία, υποχώρηση στις κινηματογραφικές συνήθειές σου. Στο «γρήγορο» και «περιπετειώδη» κινηματογράφο, που έχεις μάθει να βλέπεις. Δε σε προσεγγίζει κάνοντας υποχωρήσεις. Δε δείχνει να έχει διάθεση να σε εκμεταλλευτεί! Σου λέει αυτό που έχει να σου πει με το δικό του (καταδικό του) τρόπο. Με ένα συνεχές αργό περιστροφικό «τράβελινγκ», με μια συνεχή αργή, βασανιστική, περιστροφική κίνηση της μηχανής. Μια κίνηση, που υπογραμμίζει τη «δίνη», μέσα στην οποία βρίσκεται ο κόσμος των ναρκωτικών. Ο κόσμος της ήττας!
Το Dealer είναι από τις ελάχιστες ταινίες, που το συνολικό αποτέλεσμα είναι αποτέλεσμα που έχει (προ)σχεδιαστεί και δεν προέκυψε από διάφορες «ευκαιριακές» συνεισφορές και αυτοσχεδιασμούς. Η φωτογραφία, τα ψυχρά χρώματα, τα «νεκρά» ντεκόρ, το ηλεκτρονικό μουσικό «χαλί», που ακούγεται σχεδόν σε όλο το «μάκρος» της ταινίας, το μοντάζ, τα πρόσωπα, η υποκριτική, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν ένα κινηματογραφικό έργο, οι χρόνοι, το ύφος, η ατμόσφαιρα γενικά, υπακούνε και υπηρετούν τη σκηνοθεσία! Μιλάμε για μια σύλληψη από την αρχή μέχρι το τέλος. Μια σύλληψη με μοναδική ομοιογένεια. Με μεγάλη προσοχή στη «λεπτομέρεια».
Το Dealer, βέβαια, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση για το θεατή. Δε φτάνει να βγάλεις ένα εισιτήριο και να πιάσεις μια πολυθρόνα απέναντι από την οθόνη! Το Dealer απαιτεί τη συνειδητή και απόλυτη συμμετοχή σου! Σου ζητάει να είσαι εκεί! Σου ζητάει να ενεργοποιήσεις το σύνολο των πνευματικών δυνατοτήτων σου. Το Dealer ξέρει πως ένα έργο τέχνης, για να είναι τέτοιο, προϋποθέτει τη συμμετοχή του θεατή. Χωρίς αυτόν δεν υπάρχει έργο!
Πηγαίνετε, λοιπόν! Πηγαίνετε οπλισμένοι με υπομονή, με ανοιχτές όλες τις κεραίες σας, κόντρα στις συνήθειές σας! Πηγαίνετε με τη διάθεση να βοηθήσετε να ολοκληρωθεί καλλιτεχνικά η κινηματογραφική προσπάθεια του μόλις τριαντάχρονου Ούγγρου σκηνοθέτη, Μπένεντεκ Φλιγκάουφ! Χωρίς τις καυτές ανάσες των συνειδητών -και πονηρεμένων- θεατών οι κινηματογραφικές οθόνες δε σχηματίζουν ολοκληρωμένες καλλιτεχνικές εικόνες. Σχηματίζουν ορνιθοσκαλίσματα, που χάνονται αμέσως μόλις ανάψουν τα φώτα.
Η ταινία έχει συμμετάσχει σε μεγάλα φεστιβάλ και έχει αποσπάσει πολλά και σημαντικά βραβεία (Βερολίνο, Ουγγαρία, Αργεντινή, Ιταλία). Επίσης, έχει βραβευτεί από τη Διεθνή Ενωση Κριτικών.
Παίζουν: Φελισινιάν Κερεσζτές, Μπάρμπαρα Θούζο, Ανίκο Σζίγκετι, Εντίνα Βάλογκ, Λάγιος Σχζάκατς.
Τζον Λεγκουιζάμο και Λέονορ Ουότλινγκ |
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, λασπωμένο και απελπισμένο, όπου οι άνθρωποι δε ζούνε σαν άνθρωποι, έρχεται να προστεθεί (πού αλλού θα πήγαινε;) η αναλγησία των ΜΜΕ! Το κυνήγι των αριθμών. Η θεαματικότητα. Οι διαφημίσεις, σε τελευταία ανάλυση! Το κέρδος, πάλι σε τελευταία ανάλυση!
Οι δημιουργοί μιας τηλεοπτικής εκπομπής με μεγάλη ακροαματικότητα, η Νικολούλη, ο Τριανταφυλλόπουλος, ας πούμε, φτάνουν σε μια άθλια περιοχή του Εκουαδόρ, αναζητώντας τα ίχνη ενός «τέρατος», που βιάζει και σκοτώνει μικρά παιδιά. Ενα «θέμα», δηλαδή, που «σπάει κόκαλα». Που γεμίζει τα ταμεία! Το «τέρας» γνωρίζει τη δύναμη των ΜΜΕ. Επίσης γνωρίζει και την επιθυμία τους για τους «αριθμούς» και τις ακροαματικότητες. Η συνδιαλλαγή γίνεται στα άψε - σβήσε! Αυτός θα προσφέρει πληροφορίες, πληροφορίες αποκλειστικές, που θα αυξήσουν τις διαφημίσεις και εκείνα, σαν αντάλλαγμα, θα του «φτιάξουν» ένα αθωωτικό πορτρέτο.
Χωρίς να παραβλέπει κανείς την αξία μιας τέτοιας ιστορίας, η οποία διαθέτει κάποια ίντριγκα και κάποιο σασπένς, αλλά και κάποια διάθεση να καταγγείλει το ρόλο των ΜΜΕ, η ταινία δε θα προσέφερε σχεδόν τίποτα στην υπόθεση του κινηματογράφου, εάν δεν υπήρχε το «ντεκόρ»! Δεν πιστεύεις στα μάτια με τις εικόνες που βλέπεις. Δεν μπορείς να δεχτείς, πως μπορεί να ζούνε άνθρωποι μέσα σε τέτοιες συνθήκες. Πως μπορεί να υπάρχουν τέτοιες φυλακές. Τόση φτώχεια. Τέτοια απαξία για τον άνθρωπο.
Το «Cronicas», λοιπόν, ακριβώς χάρη στα «ντεκόρ», μέσα στα οποία κινείται, αποχτάει άλλες διαστάσεις. Γίνεται μια τραγική λαϊκή όπερα. Μια λαϊκή όπερα, που έχει όλους τους «γνωστούς» χαρακτήρες. Εχει τους τίμιους, τους φτωχοδιάβολους, τους μικροαπατεώνες, τους τυχοδιώκτες. Αλλους ικανοποιητικά δικαιολογημένα και άλλους κάπως σχηματικούς.
Ο θεατής δε θα «πάθει» με την ταινία. Δε θα φύγει, όμως, και τελείως απογοητευμένος. Υπάρχουν αρκετές καλές στιγμές. Οχι τόσο στην κινηματογράφηση όσο στις ερμηνείες. Κυρίως, από τους δεύτερους ρόλους. Από τα «άβαφα» πρόσωπα των «κομπάρσων».
Παίζουν: Τζον Λεγκουιζάμο, Ντέμιαν Αλκαζάρ, Λέονορ Ουότλινγκ, Αλφρεντ Μολίνα.
Η ταινία του Νταγκούρ Καρί, «Dark horse», είναι ας πούμε μια «αναρχική» ταινία! Αναρχική με την έννοια πως δεν ακολουθεί γνωστούς κινηματογραφικούς κανόνες, τόσο στην υπόθεση όσο και στην αφήγηση. Προπαντός στην αφήγηση! Ομως, δεν μπορείς να πειστείς, πως αυτό γίνεται από συνειδητή επιλογή. Από συνειδητή διάθεση να αναποδογυρίσει ο κόσμος, για να έρθει στα ίσα του, όπως έλεγε ο Μαγιακόφσκι! Μάλλον κλείνεις προς την άποψη ότι η ανωριμότητα του δημιουργού είναι αυτή που προκαλεί την αναστάτωση, που συμβαίνει στην οθόνη, παρά η ασπρόμαυρη καταγγελία του, για τις παγιωμένες αισθητικές θέσεις μας! Το μικροαστισμό μας!
Ο ήρωας, πάντως, ένας νεαρός που ασχολείται με την τέχνη του graffiti, δεν είναι τελείως «άδειος», παρότι δείχνει πως μόνο με το «χαβαλέ» τη «βρίσκει»! Παρότι δείχνει πως ικανοποιείται με το να σπαταλάει το χρόνο του κάνοντας πλάκες. Το κάνει και αυτό, όμως, την ίδια στιγμή, βγάζει και κάτι κραυγές, που είναι όλες δικές του!
Οι κραυγές αυτές, λοιπόν, τα γυναικεία ονόματα, δηλαδή, που γράφει στους τοίχους, κάποια στιγμή φέρνουν τους καρπούς τους. Επιτέλους τον ακούει μια νεαρή απελπισμένη. Η Φρανκ! Η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος. Το ίδιο τρελή και παλαβή και αυτή! Με την ίδια αγωνία, όμως, να ερωτευτεί! Τα δυο παιδιά, λοιπόν, γίνονται «ένα». Αγαπιούνται!
Ο έρωτας, όμως, τους «χαλάει». Τους κάνει «σοβαρούς»! Πάνε οι πλάκες και η έξω καρδιά! Οταν τα graffiti γίνονται ζωή αποχτάνε άλλη διάσταση. Δημιουργούν υποχρεώσεις. Φέρνουν συμβιβασμούς. Απαιτούν άλλης ποιότητας ανθρώπους. Και άλλης ποιότητας σχέσεις! Πιστεύω πως όταν ο νεαρός Ισλανδός σκηνοθέτης ερωτευτεί πραγματικά τον κινηματογράφο, όταν κόψει τις «πλάκες» και το «χαβαλέ», όταν ωριμάσει και αυτός κινηματογραφικά, όπως ωρίμασαν σαν άνθρωποι οι ήρωές του, δε θα κουνάει τη μηχανή χωρίς λόγο, ακανόνιστα. Θα την κουνάει όταν θα θέλει με την κίνηση κάτι να υποδηλώσει. Κάτι σημαντικό!
Παίζουν: Γιακούμπ Σεντεργκέν, Νίκολας Μπρο, Τίλι Σκοτ.
Αν ο κινηματογράφος ήταν στατιστική ή απαρίθμηση τεχνολογικών επιτεύξεων τότε «Ο Τσάρλι...», ίσως έπαιρνε οκτώ, με άριστα το δέκα! Ομως, ο κινηματογράφος, ακόμα, είναι συναίσθημα! Το οποίο, ευτυχώς ή δυστυχώς, δε γεννιέται από τα σχεδιαστήρια και τα εργαστήρια.
«Ο Τσάρλι...», λοιπόν, θα καταγραφεί από τους ιστορικούς σαν ένα «τεχνητό» κινηματογραφικό έργο. Το οποίο, ακριβώς γιατί είναι «τεχνητό», δεν προκαλεί συναισθήματα! Ο καλοπροαίρετος θεατής το παρακολουθεί με ενδιαφέρον, όμως, δεν «πάσχει». Σε καμία στιγμή δε νιώθει να σφίγγεται ή να αγαλλιά η «ψυχή» του! Τα «βλέπει» όλα, τα «χαίρεται» όλα, και αυτό ήταν. Βγαίνει από την αίθουσα όπως, ακριβώς, μπήκε. Ούτε καλύτερος, ούτε χειρότερος.
Και ωστόσο, για να είμαστε δίκαιοι, οι δημιουργοί της ταινίας είναι με το μέρος του ανθρώπου! Ειδικά των παιδιών, στα οποία, άλλωστε, κυρίως απευθύνεται! Σε καμία στιγμή δεν καταφεύγει σε βαρβαρότητες, αγριότητες, πράγματα στα οποία καταφεύγουν πολλά εμπορικά κινηματογραφικά έργα. Ξεπεσμός που βλάπτει τα μυαλά των παιδιών.
«Ο Τσάρλι...», είναι διδακτικός! Πέντε παιδιά που κέρδισαν ένα «λαχείο», πέντε διαφορετικοί χαρακτήρες, φτάνουν σε μια σοκαλατοποιία. Στο τελικό τεστ, για τον τελικό νικητή, τα παιδιά μας αποκαλύπτουν, το καθένα ξεχωριστά, το χαρακτήρα του. Τα τέσσερα από αυτά είναι άλλος εγωιστής, άλλος άπληστος, άλλος νευρωτικός, άλλος φαταούλας. Νικητής θα βγει ο λιγότερο κακός. Ο πιο ανθρώπινος! Ετσι, απλά!
Ετσι απλά, έστω και σχηματικά, η ταινία λέει τον καλό της λόγο. Το κακό είναι πως τον λέει στεγνά! Σα να βγαίνει από κομπιούτερ. Με αποτέλεσμα να είναι αναποτελεσματική. Ακόμα και το γέλιο, που κάποιες στιγμές προσφέρει, είναι και αυτό αποστεωμένο. Κρίμα, γιατί οι προθέσεις είναι καλές!
Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Φρέντι Χάιμορ, Ντέιβιντ Κέλι, Κρίστοφερ Λι, Τζέιμς Φοξ, Νόα Τέιλορ κ.ά.
Οταν πλησιάζεις «κριτικά» μια ελληνική ταινία, θέλεις δε θέλεις, στο νου σου έρχονται τόσα πολλά! Η έλλειψη κινηματογραφικής παιδείας, η ανυπαρξία υποδομής στην παραγωγή και στη διανομή, η αγωνία του δημιουργού να πείσει για την αξία του. Τόσα πολλά, αλήθεια!
Ομως, η κριτική, ο θεατής, ο κινηματογράφος, δηλαδή, δε νοιάζεται γι' αυτά! Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η ίδια η ταινία. Η ποιότητα της ταινίας. Το περιεχόμενο και η φόρμα της. Αν, τελικά, λέει σωστά αυτό που λέει. Και αν αυτό που λέει έχει αξία να ειπωθεί!
Στην περίπτωση του Κώστα Χαραλάμπους τα πράγματα είναι και θετικά και αρνητικά. Ο 37χρονος σκηνοθέτης, ο οποίος στο περσινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου, δεν είναι άμοιρος ταλέντου. Κατορθώνει να αποσπάσει την προσοχή του θεατή, παρότι το θέμα του στέκεται στην επιφάνεια, δε χώνεται στα βαθιά, δεν ολοκληρώνεται.
«Η αγάπη στα 16» είναι τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα δυο νεαρών παιδιών. Δυο εφήβων. Του Γιώργου και της Αντιγόνης. Οταν η ταινία επικεντρώνεται σ' αυτή τη σχέση, αποχτάει μια γλύκα, μια ομορφιά. Οταν, όμως, απλώνεται και στην υπόλοιπη παρέα, γίνεται σχηματική και σε αρκετές περιπτώσεις αποκρουστική. Οι «σκανδαλιές», που όλοι μας κάναμε όταν ήμασταν έφηβοι, δε μετουσιώνονται, σώνει και καλά, και σε έργα τέχνης. Και μάλιστα με ωμό ρεαλισμό, χωρίς αφαίρεση και ποίηση! Το μπανιστήρι, ο αυνανισμός, οι αισχρολογίες, η «τσόντα», όταν είναι σε μεγάλες δόσεις, δεν είναι, πια, «αστεία» και εφηβικές «ανησυχίες», «χαριτωμενιές» δηλαδή. Είναι αρρώστια.
Οι ικανότητες του Χαραλάμπους στη σκηνοθεσία, στην τοποθέτηση της κάμερας, στην κινηματογραφική αφήγηση, δεν τον έσωσαν από την πεπατημένη. Οι ήρωές του ήταν σχηματικοί. Και η διδασκαλία τους, επίσης! Πολλοί καλοί ηθοποιοί, όπως ο Βασίλης Ανδρεόπουλος, η Μπέττυ Βαλάση, η Ντενίζ Μπαλτσαβιά, παρουσιάστηκαν σαν κινηματογραφικές φιγούρες από ταινίες του '60! Και όχι από δική τους ευθύνη!
Παίζουν: Μπέττυ Βαλάση, Βασίλης Ανδρεόπουλος, Ντίνα Μιχαηλίδου, Αντώνης Λουδάρος, Πέτρος Ξεκούκης, Ντενίζ Μπαλτσαβιά, Μαρκέλα Παππά, Γιώργος Γεροντιδάκης κ.ά.