Associated Press |
Με τη διεθνή επικράτηση του καπιταλισμού, η ταξική αντιπαράθεση εντάθηκε και με δεδομένη τη διεθνοποίηση της οικονομίας επεκτείνεται, πέρα από τα όρια των επιμέρους κρατών, σε παγκόσμιο επίπεδο(στη φωτογραφία,αριστερά, από το συλλαλητήριο της Γένοβας), η φτώχεια μεγαλώνει και οι πολεμικές συγκρούσεις δημιουργούν συνεχώς νέα καραβάνια προσφύγων |
(Β' μέρος)
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την είσοδο της ανθρωπότητας στην πυρηνική εποχή άρχισε να υποστηρίζεται πλατιά η άποψη ότι τα πυρηνικά όπλα έχουν κάνει πια τον «ολοκληρωτικό πόλεμο» αδύνατο ως ορθολογική πράξη πολιτικής. Ετσι, φάνηκε να ανατρέπεται στην ουσία η άποψη του Κλάουζεβιτς ότι ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, αφού καμιά ορθολογική πολιτική δε θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί από έναν τύπο πολέμου που θα συνεπαγόταν την αυτοκαταστροφή των εμπολέμων. Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες στόχος πια της πολιτικής δεν μπορούσε να είναι η προετοιμασία του πολέμου, μα η αποτροπή του. Η πολιτική φάνηκε να διαχωρίζεται πια από τον πόλεμο και να παίρνει οριστικά τη θέση του.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως το ενδεχόμενο της αυτοκαταστροφής σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να ήταν ασυμβίβαστο ως πολιτική επιλογή με τις δυτικές περί πολέμου θεωρίες, δεν ήταν όμως έτσι και για τη μαρξιστική θεωρία. Ηδη ο Μαρξ στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» πριν από ενάμιση αιώνα είχε γράψει πως καταπιεστές και καταπιεζόμενοι στην ιστορία των ταξικών αγώνων βρίσκονται σε παντοτινή αντίθεση μεταξύ τους, σ' έναν αγώνα χωρίς τελειωμό, έναν αγώνα που μπορεί να τελειώσει μ' έναν επαναστατικό μετασχηματισμό όλης της κοινωνίας, αλλά και με την κοινή καταστροφή και των δύο τάξεων που εμπλέκονται σ' αυτόν31.Με αυτές λοιπόν τις απόψεις και τη δεδομένη αμοιβαία καχυποψία στα δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα ο «ψυχρός πόλεμος» ή μάλλον η «ψυχρή ειρήνη» στο τελευταίο μισό του αιώνα που έφυγε δεν άφηνε περιθώρια για διατήρηση του αρχικού κλίματος αισιοδοξίας.
Η κατάσταση φάνηκε πάλι να αλλάζει όταν δέκα χρόνια πριν φύγει ο εικοστός αιώνας συντελέστηκε χωρίς πόλεμο και σχεδόν αναίμακτα η καθεστωτική μεταβολή στις κομμουνιστικές χώρες της Ευρώπης και στη Σοβιετική Ενωση. Η αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων έληξε, ο κίνδυνος ολοκληρωτικού πυρηνικού πολέμου φάνηκε τώρα να απομακρύνεται οριστικά. Μερικοί έσπευσαν να υποστηρίξουν πως με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την αναίμακτη επικράτηση του καπιταλισμού έληξε και η ιδεολογική αντιπαράθεση των δύο κόσμων και επήλθε το τέλος της Ιστορίας. Και, ακόμα, πως εφόσον στην παγκόσμια σκηνή παρέμεινε μία μόνο υπερδύναμη, αυτή μπορεί πια να επιβάλλει τη διεθνή ειρήνη, όπως ακριβώς η αστυνομία έχει ως χρέος να επιβάλλει την κοινή ειρήνη στο εσωτερικό μιας χώρας.
Και αυτές οι αισιόδοξες υπέρ της ειρήνης προβλέψεις αποδείχτηκαν βιαστικές και μάλλον ανεδαφικές. Η αντιπαράθεση των δύο (τότε) υπερδυνάμεων μπορεί να έληξε, το χάσμα όμως ανάμεσα σε καταπιεζόμενους και καταπιεστές, σε πλούσιους και φτωχούς, σε αναπτυγμένους και υπανάπτυκτους όχι μόνο δεν εξέλιπε, μα διευρύνθηκε. Η ταξική αντιπαράθεση - παρά τη διεθνή επικράτηση του καπιταλισμού - εντάθηκε και με δεδομένη τη διεθνοποίηση της οικονομίας επεκτείνεται, πέρα από τα όρια των επιμέρους κρατών, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ιστορία όχι μόνο δεν τελείωσε, αλλά εισέρχεται σε δραματική περίοδο. Εξάλλου, με τη λήξη της αντιπαράθεσης των δύο υπερδυνάμεων ξεπήδησαν εθνότητες, που καλύπτονταν ως τότε για λόγους ασφαλείας κάτω από την ομπρέλα του ισχυρού, και διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους. Νέοι τοπικοί πόλεμοι ξέσπασαν ανάμεσά τους, οι εθνικιστικές ιδέες και το απαραίτητο μίσος που τις συνοδεύει φούντωσαν και, το χειρότερο, προστέθηκε στην αντιπαράθεση και ο θρησκευτικός φανατισμός με το αντίστοιχο μίσος για τον αλλόθρησκο ή αλλόδοξο. Η μοναδική υπερδύναμη αποδείχτηκε πως δεν μπορεί να επιβάλει την τάξη, αφού χρησιμοποίησε τη δύναμη της - πολιτική και στρατιωτική - όχι για την εδραίωση μιας διεθνούς δικαιοσύνης, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, για την ικανοποίηση αποκλειστικά των δικών της οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, επιλογή η οποία συντηρεί την αδικία και το μίσος μεταξύ των λαών και διευρύνει το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Οι κατατρεγμένοι, όταν γίνονται απελπισμένοι, μπορούν να προκαλέσουν όχι μόνο εμφύλιους πολέμους με την κλασική μορφή της εξέγερσης ή επανάστασης (η ιδέα του παντοδύναμου στο εσωτερικό του κράτους έχει προ πολλού αποδειχθεί μύθος), αλλά και τοπικούς πολέμους με συμβατικά μέσα, που τώρα έχουν περισσότερες πιθανότητες να συμβούν παρά στην εποχή του «ψυχρού πολέμου».
Εξάλλου, ένα νέο είδος πολέμου εμφανίζεται ήδη στον ορίζοντα: αιφνίδια επίθεση στα εσωτερικά των κρατών από εκπαιδευμένους «καμικάζι» ή «κομάντος» ή και τρομοκράτες τυπικά άγνωστης προέλευσης, χωρίς επίσημη κήρυξη εχθροπραξιών, χωρίς οποιαδήποτε δέσμευση από τους εθιμικά καθιερωμένους, στοιχειώδεις έστω, κανόνες του πολέμου και με θύματα ανύποπτους και άμαχους πολίτες. Ενόψει μάλιστα του εφιαλτικού ενδεχομένου να διαρρεύσουν πυρηνικά υλικά από τις χώρες του άλλοτε σοβιετικού συνασπισμού και να περιέλθουν στην κατοχή τέτοιων ομάδων, η μορφή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος με μια συντονισμένη γενικευμένη επίθεση σε διάφορες χώρες - που θα έχει τα αποτελέσματα ενός ολοκληρωτικού πυρηνικού πολέμου - δεν μπορεί να αποκλειστεί. Το ίδιο ισχύει και για τα χημικά και βιολογικά όπλα. Από την άλλη πλευρά, οι πολεμικές επιχειρήσεις για την επιβολή της «διεθνούς νομιμότητας» από τη μοναδική υπερδύναμη και τους συμμάχους της αποτελούν κι αυτές ένα νέο είδος, «μονόπλευρου» θα έλεγε κανείς, πολέμου με στρατιώτες που «πατούν κουμπιά» και θύματα τον άμαχο πληθυσμό.
Η τεχνολογική πρόοδος δημιούργησε νέες πολεμικές μορφές με κύρια χαρακτηριστικά: α) Τη μετατόπιση των απωλειών σε ανθρώπινες ζωές από το χώρο των ένοπλων σωμάτων στον άμαχο πληθυσμό, β) τη σύντμηση του χρόνου των πολεμικών επιχειρήσεων, με συνέπεια η ταχύτητα στη διεξαγωγή μιας επίθεσης να παίζει πρωταρχικό επιχειρησιακό, αλλά και ψυχολογικό ρόλο, γ) τη βαθμιαία μείωση της σημασίας του ανθρώπινου παράγοντα ως μαχόμενου στρατιώτη, αφού με ελάχιστο αριθμό εκπαιδευμένων ατόμων μπορεί να προκληθούν ζημιές και θύματα σε τεράστια έκταση και με πολύ περιορισμένες απώλειες στον επιτιθέμενο, δ) την αντικατάσταση της έννοιας της μάχης στην κλασική της μορφή από την έννοια της «πολεμικής επιχείρησης», που μπορεί να γίνεται «μονόπλευρα» χωρίς ταυτόχρονη αντιπαράθεση των αντιπάλων και ε) την αναγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων σε υπόθεση όλου του πληθυσμού, αφού δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό ποια είναι τα υποψήφια θύματά τους. Στην κλασική μορφή πολέμου οι μητέρες αποχαιρετούσαν τους γιους τους που έφευγαν για το μέτωπο με την ευχή να γυρίσουν «σώοι και νικητές». Φοβούμαι πως έρχεται η εποχή που ο καθένας μας θα αποχαιρετά τους δικούς του πηγαίνοντας το πρωί στη δουλιά του με την ευχή να ξαναβρεθούν το μεσημέρι στο σπίτι ζωντανοί και αρτιμελείς.
Ο πόλεμος, λοιπόν, όχι μόνο δεν τελείωσε για την ανθρωπότητα, αλλά εμφανίζεται με νέες μορφές, πεισματικά επιμένοντας στην εφιαλτική παρουσία του. Οπως απέδειξε η Ιστορία, ούτε η πολιτική, ούτε η ειρήνη - ως μεσοδιάστημα πολεμικής προετοιμασίας ή έστω ως παθητική απλώς κατάσταση «μη πολέμου», μπορούν να αντιπαρατεθούν στο πολεμικό φαινόμενο. Γιατί, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η πολιτική, αλλά και η ίδια η ειρήνη δεν αποτελούν το διαλεκτικά «αντίθετο» του πολέμου, αυτό δηλαδή που συγκρούεται υπαρξιακά μαζί του και που μπορεί να τον αναιρέσει. Το στοιχείο αυτό, όπως θα έγινε ίσως αντιληπτό από την ανάλυση που προηγήθηκε, είναι η δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη με το ουσιαστικό, βέβαια, και όχι με το τυπικό περιεχόμενο που δίνεται συνήθως στον όρο.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Ελληνας φιλόσοφος Εμπεδοκλής είχε συλλάβει τη διαλεκτική δομή του κόσμου, δεχόμενος ότι η πάλη των αντιθέτων, που κινεί τη φύση και την Ιστορία γίνεται ανάμεσα στο «νείκος» και τη «φιλότητα»32.«Νείκος» και «φιλότης» αποτελούν, κατά τον Εμπεδοκλή, τις αντίπαλες δυνάμεις του κόσμου, μέσα από την πάλη των οποίων προχωρεί η εξέλιξή του. Με τη «φιλότητα» τα στοιχεία που τον αποτελούν ενώνονται, ενώ με το «νείκος» διασπώνται και διασκορπίζονται: «Αλλοτε μεν Φιλότητι συνερχόμεν εις εν άπαντα, άλλοτε δ' αν διχ' έκαστα φορεύμενα Νείκεος έχθει». Ανατρέχοντας στην ερμηνεία των όρων «νείκος» και «φιλότης», βλέπουμε πως οι αρχαίοι με τον όρο «νείκος» εννοούσαν τη φιλονικία, τη λογομαχία, την ύβρη, τη μάχη, τη συμπλοκή, το δικαστικό αγώνα, την εχθρότητα μεταξύ εθνών, τον πόλεμο, ενώ με τον όρο «φιλότης», τη φιλία, την αγάπη, την αδερφοσύνη μεταξύ των ανθρώπων και των λαών. Ως κοινωνικές δομικές δυνάμεις το «νείκος» τείνει στη διάσπαση, στην αποσύνθεση και στη διάλυση των κοινωνικών σχηματισμών και συνεπάγεται τον αφανισμό και τον όλεθρο, ενώ η «φιλότης», αντίθετα, ενώνει τους ανθρώπους, συσφίγγει τις σχέσεις τους και τους οδηγεί στη ζωή και στην ευτυχία. Οσο διεθνοποιείται η ανθρώπινη ιστορία - και αυτή είναι η σαφής εξελικτική της πορεία - η «φιλότης» και το «νείκος» δεν αποτελούν πια μόνο τις αντίρροπες τάσεις των επιμέρους κοινωνικών σχηματισμών, αλλά συνιστούν τις κινητήριες δυνάμεις στην παγκόσμια κοινωνία.
Ο πόλεμος δεν αναιρείται, λοιπόν, με την πολιτική, ως δήθεν αντίθετό του, όταν αυτή παραμένει (όπως δυστυχώς συμβαίνει) πολιτική ισχύος, επιβολής ανθρώπων και κρατών πάνω σε άλλους ανθρώπους και λαούς και εκμετάλλευσης των τελευταίων από τους πρώτους. Η πολιτική ισχύος όχι μόνο δεν αναιρεί, αλλά προετοιμάζει και τροφοδοτεί τον πόλεμο. Αλλά και η ειρήνη, όταν δεν έχει το στοιχείο της «φιλότητας», της αδελφοσύνης ανάμεσα σε λαούς και ανθρώπους, συνιστά μια παθητική απλώς κατάσταση «μη πολέμου», μια μικρή παύση που δίνει τη δυνατότητα στις δυνάμεις του μίσους - μέσα από την πολιτική ισχύος - να προετοιμάσουν το επόμενο χτύπημα33.
Ποιο είναι όμως το ουσιαστικό περιεχόμενο, η φύση της φιλίας μεταξύ ανθρώπων και λαών και ποια είναι η κοινωνική εκείνη δύναμη που θα μπορούσε να το επιβάλει; Και πάλι η αρχαία ελληνική σκέψη επιγραμματικά το προσδιορίζει. Στην πρώτη ερώτηση με την παροιμία «ισότης φιλότητα απεργάζεται» (η ισότητα φέρνει τη φιλία, η φιλία είναι ισότητα). Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της στους Νόμους του Πλάτωνα: «Δούλοι γαρ αν και δεσπόται ουκ αν πότε γένοιντο φίλοι... παλαιός γαρ λόγος αληθής ων, ως ισότης φιλότητα απεργάζεται»34. Που σημαίνει όχι βέβαια το αυτονόητο ότι οι δούλοι δεν μπορεί να γίνουν φίλοι με τους δεσπότες, γιατί δεν είναι ίσοι μ' αυτούς, αλλά ότι όσο υπάρχουν δούλοι και δεσπότες, δηλαδή ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων, η φιλία δεν έχει θέση. Και κατά τον Αριστοτέλη35 η ισότητα φαίνεται ότι είναι χαρακτηριστικό της φιλίας: «τα των φίλων κοινά» και ότι συγχρόνως με την ανάπτυξη της φιλίας δυναμώνει και το δίκαιο, αφού και τα δύο αυτά περιστρέφονται στα πρόσωπα και εφαρμόζονται εξίσου. «Δίκαιον» λοιπόν είναι το «ίσον». Και η δύναμη εκείνη που επιβάλλει το δίκαιο - δηλαδή η δικαιοσύνη - έχει ως ουσιαστικό της περιεχόμενο να αποκαταστήσει την ισότητα και κατ' επέκταση τη φιλότητα μεταξύ των ανθρώπων, καταλύοντας την ανισότητα (δηλαδή την αδικία) που τροφοδοτεί το μίσος και την ανάμεσά τους εχθρότητα.
Λέγεται συνήθως ότι δικαιοσύνη είναι η δύναμη που επιβάλλει την εφαρμογή των νόμων. Αυτή είναι μια εντελώς τυπική έννοια της δικαιοσύνης, που εφευρέθηκε από τους νομοθέτες. Διότι αν ο ουσιαστικός προορισμός της δικαιοσύνης ήταν απλά και μόνο να επιβάλλει τους νόμους (και ως δίκαιος χαρακτηριζόταν αυτός που εφαρμόζει απλώς τους νόμους), τότε η δικαιοσύνη εκείνη που θα επέβαλλε την εφαρμογή κακών νόμων, οι οποίοι θεσπίστηκαν για το συμφέρον μόνο των κυβερνώντων, δε θα ήταν βέβαια αρετή, αλλά συνέργεια στη φαυλότητα. Το ίδιο, δε θα ήταν δίκαιος μα φαύλος αυτός που θα εφάρμοζε τέτοιους νόμους. Δικαιοσύνη είναι λοιπόν η δύναμη εκείνη, που, αποκαθιστώντας την ισότητα ανάμεσα σε ανθρώπους και λαούς, αναιρεί τα στοιχεία του μίσους και της εχθρότητας και θεμελιώνει τη φιλία και την αδελφοσύνη. Αυτή η δύναμη είναι που υπαρξιακά αντιπαρατίθεται διαλεκτικά στον πόλεμο και σε ό,τι οι αρχαίοι Ελληνες αποκαλούσαν «νείκος», καταργώντας τη φιλονικία και θέτοντας τέρμα στους δικαστικούς αγώνες και τις αντιπαραθέσεις ανθρώπων και λαών και, ιδίως, καταλύοντας την αλαζονεία και την ύβρη και αποκαθιστώντας την ισότητα ανάμεσά τους.
Είναι φανερό πως τέτοια ουσιαστική δικαιοσύνη δεν μπορεί, βέβαια, να είναι η «δικαιοσύνη» των ισχυρών, που επικαλούνται μονόπλευρα ως «δίκαιο» τη θεσπισμένη αδικία, ούτε εξάλλου η «δικαιοσύνη» των νικητών μετά από μια πολεμική σύγκρουση, που συνιστά κατά κανόνα εκδίκηση υπό την επίκληση απλώς του δικαίου. Η δικαιοσύνη δεν είναι εκδίκηση. Διαφορετικά, θα ήταν πόλεμος με παραλλαγμένη απλώς μορφή και όνομα. Η ανταποδοτική «δικαιοσύνη» του «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», όταν επιβάλλεται, ικανοποιεί προσωρινά αυτόν που την επικαλέστηκε, διαιωνίζει ωστόσο το μίσος και την εχθρότητα συντηρώντας το φαύλο κύκλο της βίας. Η αληθινή δικαιοσύνη της ισότητας και της αδελφοσύνης είναι πράγματι η κρατίστη των αρετών36. («Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάσα αρετή εστιν»). Γι' αυτό, πριν επιβληθεί κοινωνικά, θα πρέπει να κατακτηθεί ατομικά από τον κάθε άνθρωπο. Κανείς μας δεν μπορεί να την επικαλείται ή να την περιμένει από τον ουρανό, αν δεν την έχει καλλιεργήσει μέσα του με τις όποιες θυσίες συνεπάγεται αυτό για τα υλικά του συμφέροντα. Οσοι μαθαίνουν να μισούν στο όνομα μιας «ανταποδοτικής δικαιοσύνης», αλλά και όσοι θεωρούν αδικία να τους προσβάλλουν τα δικά τους αγαθά, ενώ οι ίδιοι αδικούν ή ανέχονται την αδικία σε άλλους ανθρώπους, ψευδώς επικαλούνται τη δικαιοσύνη. Η «δικαιοσύνη» τους είναι κάλπικη. Και την αληθινή ειρήνη δεν πρόκειται ποτέ να την απολαύσουν: ούτε μέσα τους ούτε στον κοινωνικό τους χώρο.
Πριν εφευρεθούν τα όπλα ολοκληρωτικής καταστροφής ίσχυε το ψυχροπολεμικό δόγμα: «Αν θέλεις την ειρήνη προετοίμαζε πόλεμο». Οταν δημιουργήθηκαν αυτά τα όπλα το δόγμα τροποποιήθηκε: «Αν θέλεις την ειρήνη επεδίωκε την πολιτική λύση που αποτρέπει τον πόλεμο». Νομίζω πως το μόνο δόγμα για την ειρήνη και τον πόλεμο θα πρέπει να είναι: «Αν θέλεις την ειρήνη καλλιέργησε και θεράπευε την αληθινή, την ουσιαστική δικαιοσύνη». Αυτή είναι η μόνη που μπορεί να αναιρέσει - ως το διαλεκτικά αντίθετο στοιχείο - τον πόλεμο. Κι αυτή είναι που κάνει τον άνθρωπο να μην είναι λύκος για το συνάνθρωπό του, αλλά θεός37.
Σημειώσεις
30. Πρβλ. S. Hoffmann. «The state of war», N.Y., 1965.
31. Μαρξ - Ενγκελς. Το «Κομμουνιστικό μανιφέστο», ελλην. μετ. Γ. Κορδάτου, Αθήνα, 1963, σ. 52-53.
32. Εμπεδοκλής. Περί φύσεως, 8(=17 D-K) 7-8, 20(=26 D-K) 5-8. Βλ. και Διογένη Λαέρτιο, VIII, β. 76.
33. Πρβλ. Κονδύλη, ό.π., σ. 279, αναφορά στον Λένιν.
34. Πλάτωνος, Νόμοι, ΣΤ, V, 757 α.
35. Ηθικά Νικομάχεια, Θ, 7, 1157 και Θ, 8, 1158 b.
38. Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, Ε, 3, 1129 b.
37. Πρβλ. F. Bacon. «De augmentis scientiarum», VΙ, 3: «Jiustitiae debetur quοd homo homini sit deus, non lupus».