Για την απαλλοτρίωση του κοινωνικού, επιστημονικού και τεχνολογικού πλούτου
Με την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της επιστήμης, που είναι κοινωνικό αγαθό, το χάσμα ανάμεσα στον πλούτο και στη φτώχεια, στην εξουσία και στη δημοκρατία διευρύνεται, τα τείχη γίνονται ψηλότερα |
Η κρατικομονοπωλιακή οργάνωση του ελέγχου της έρευνας γίνεται εμφανέστερη και αποκτά δομικά χαρακτηριστικά αφού δεν περιορίζεται στη συγκρότηση κοινοπραξιών μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων για την εκπόνηση ερευνητικών έργων, είτε παροχή υπηρεσιών σε επιχειρήσεις ή την έμμεση παρέμβαση του κεφαλαίου στις κατευθύνσεις της έρευνας μέσω συμμετοχής των εκπροσώπων του σε βραχύβιες επιτροπές.
Οι νέες δομές σύμφυσης κεφαλαίου και κράτους στη διαμόρφωση της πολιτικής και στον έλεγχο της έρευνας αρχίζουν από την αποκλειστική συμμετοχή του ΣΕΒ στην επιλογή των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Τεχνολογίας, όπου το 1/3 των μελών του θα προέρχεται από το χώρο των επιχειρήσεων, ενώ δε συμμετέχει κανένας εκπρόσωπος άλλου επιστημονικού ή συνδικαλιστικού φορέα. Πέραν τούτου, ο βασικός κορμός του ν/σ διαπερνάται από την ποικίλη συμμετοχή των επιχειρήσεων στη διαμόρφωση και στην υλοποίηση της ερευνητικής πολιτικής με συμπράξεις στην ίδρυση και διοίκηση των ερευνητικών ινστιτούτων και κοινών επιχειρήσεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μέχρι και την ανάθεση σε επιχειρήσεις της σύνταξης μελετών για τη χάραξη της ερευνητικής πολιτικής. Η κυβέρνηση, ακολουθώντας κατά γράμμα τις κατευθύνσεις της ΕΕ, ουσιαστικά αναθέτει απευθείας και ανοιχτά στο κεφάλαιο τη χάραξη της ερευνητικής πολιτικής.
Στην εισηγητική έκθεση αναφέρεται ότι «η αναβάθμιση της έρευνας στην Ελλάδα κρίνεται στο χρονικό αυτό σημείο πρωταρχική προτεραιότητα, προκειμένου να καταστεί η χώρα ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο». Στο ν/σ προβλέπεται η ένταξη των ερευνητικών κέντρων σε διεθνή δίκτυα, αλλοδαπά κέντρα και προσέλκυση ερευνητών από τρίτες χώρες. Είναι σαφής η πρόθεση της συμβολής στη βελτίωση της θέσης του ελληνικού κεφαλαίου στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με επικέντρωση της επιδρομής στα Βαλκάνια.
Στην εποχή της ωρίμανσης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, η υποκατάσταση της ζωντανής από την αντικειμενοποιημένη στα μέσα παραγωγής εργασία διευρύνεται με πρωτοφανείς ρυθμούς. Το κεφάλαιο μέσω της κρατικής ή υπερκρατικής επιχορήγησης ιδιοποιείται την κατεξοχήν κοινωνικοποιημένη εργασία, που είναι η επιστήμη, για να τη μετατρέψει σε νέα μέσα παραγωγής και οργάνωσης της οικονομίας συνολικά. Με τις δομικές αλλαγές του ν/σ περνάνε άμεσα ο έλεγχος και οι κατευθύνσεις της έρευνας στο κεφάλαιο, πέραν των δημόσιων εθνικών και ευρωπαϊκών δαπανών.
Οι θεσμικές αλλαγές που γίνονται στη χώρα μας ακολουθούν, με βάση και τις ελληνικές ιδιομορφίες, τις αντίστοιχες αλλαγές στα τρία ιμπεριαλιστικά κέντρα που θεωρούν την έρευνα βασικό πυλώνα για την αντιστροφή της τάσης πτώσης του ποσοστού του κέρδους. Η μαζική και οργανωμένη παράδοση του επιστημονικού και τεχνολογικού πλούτου που ανήκει στην κοινωνία στοχεύει στην εκμετάλλευση της γενικής κοινωνικής εργασίας, που είναι «όλη η επιστημονική εργασία, όλες οι ανακαλύψεις, όλες οι εφευρέσεις, και προϋπόθεσή της αποτελεί εν μέρει η συνεργασία με ζώντες και εν μέρει η χρησιμοποίηση των εργασιών των προγόνων», όπως διαπίστωνε ο Μαρξ πριν δυόμισι αιώνες. Οι θεσμικές αλλαγές για την ανώτερη οργάνωση της εκμετάλλευσης της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας που προωθούνται παγκόσμια δείχνουν τη ζωτική σημασία της για την άμβλυνση της κρίσης του συστήματος.
Για τη στρατηγική της Λισαβόνας η έρευνα θεωρείται «κάτι περισσότερο από ακρογωνιαίος λίθος». Σκοπό έχουν να κινητοποιήσουν τη γενική, κοινωνικά συνδυασμένη εργασία ώστε να αυξηθεί η ταχύτητα περιστροφής του κεφαλαίου, αφού «το κύριο μέσο για τη συντόμευση του χρόνου παραγωγής είναι το ανέβασμα της παραγωγικότητας της εργασίας». Οι περιορισμοί της έκτασης ενός άρθρου δεν επιτρέπουν την εκτενή ανάπτυξη του σοβαρού αυτού θέματος. Ομως, πρέπει να τονιστεί ότι τα ιδεολογήματα περί κοινωνίας της γνώσης στοχεύουν στην αποσύνδεση του κοινωνικού πλούτου της γνώσης από την εκμετάλλευση της γενικής κοινωνικής εργασίας, της συνδυασμένης εργασίας, κατά τον Μαρξ.
Το ν/σ δε στοχεύει στρατηγικά στην αφαίρεση της έρευνας από τα πανεπιστήμια αλλά στην ολοκληρωτική ένταξη της επιστημονικής έρευνας και των πανεπιστημίων στο σύστημα του επιχειρηματικού ελέγχου και εκμετάλλευσης των αποτελεσμάτων. Η αντίθεση στην εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της επιστήμης δε σημαίνει ότι οι ερευνητές πρέπει να ζουν στο χρυσελεφάντινο πύργο της «καθαρής» επιστήμης και να ασχολούνται αποκλειστικά με τη βασική έρευνα, παρά τη σημασία της για την πρόοδο της γενικής κοινωνικής γνώσης. Η βασική και εφαρμοσμένη επιστημονική έρευνα είναι βασικός μοχλός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και συμβάλλει στον πολιτισμό και στην πρόοδο της κοινωνίας. Ομως, αποδεικνύεται ότι η συγκέντρωση και ο μονοπωλιακός έλεγχος της επιστήμης είναι αντίθετος με την ελεύθερη εξέλιξη των επιστημών και την ακαδημαϊκή ελευθερία και, το σημαντικότερο, αποκλείει την τεράστια πλειοψηφία της ανθρωπότητας από τα αγαθά των επιστημονικών ανακαλύψεων ή, ακόμη χειρότερα, χρησιμοποιείται η επιστήμη εναντίον της.