Είκοσι πέντε χρόνια από το θάνατο του Μάνου Λοΐζου
Από συναυλία Λοΐζου -Μικρούτσικου -Λεοντή |
Ο Μάνος της Επανάστασης, της Ανθρωπιάς, της Αμφισβήτησης, της Καταγγελίας, του Ερωτα, της Μελωδίας είναι εδώ. Το έργο του παραμένει πάντα ζωντανό, επίκαιρο... Σ' αυτό το πολύπλευρο έργο και στην προσωπικότητα του συνθέτη είχαν αναφερθεί ο Φώντας Λάδης, συγγραφέας, στιχουργός, δημοσιογράφος, στενός συνεργάτης και φίλος του Μ. Λοΐζου και ο Λάμπρος Λιάβας, καθηγητής Εθνομουσικολογίας στην ημερίδα που διοργάνωσε για τον Μάνο Λοΐζο η «Πολιτιστική Παρέμβαση», στο πλαίσιο του αφιερώματος «Τίποτα δεν πάει χαμένο», τον περασμένο Μάη. Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από τις ομιλίες τους.
Με την Μάρω και την μικρή Μυρσίνη |
«Στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού ο Μάνος Λοΐζος είναι μια προσωπικότητα απόλυτα ξεχωριστή κι η απόσταση των είκοσι πέντε πλέον χρόνων από το θάνατό του έρχεται να το επιβεβαιώσει. Είκοσι πέντε χρόνια απουσίας για μια παρουσία ιδιαίτερη, «μοναδική» (όσο κι αν έχει φθαρεί ο όρος), όχι με την έννοια ότι άνοιξε καινούριους δρόμους και προοπτικές, αλλά, κυρίως, γιατί ακολούθησε με σπάνιο ήθος και συνέπεια μια συνειδητή πορεία, εκφράζοντας μιαν εποχή ταραγμένη και μεταβατική, που την τραγούδησε ουσιαστικά και ανεπιτήδευτα.
Ο Λοΐζος «έφυγε» νωρίς, μόλις στα 45 του χρόνια, ήρθε όμως έγκαιρα και στην κατάλληλη στιγμή για ν' αποδείξει ότι τίποτα στη μουσική δεν είναι τυχαίο, αρκεί να εξασκηθείς στη λεπτή τέχνη τού να μάθεις ν' αφουγκράζεσαι τους παλμούς, τις δονήσεις που σε περιβάλλουν, να πιάσεις το νήμα που τις φέρνει ως εσένα και να βγεις να πεις - απλά, έντιμα - τι ένιωσες. Στάθηκε γνήσιο τέκνο της εποχής του, της πολιτικής και πολιτιστικής κοσμογονίας που έφερε η γενιά του '60, συμπυκνώνοντας στα τραγούδια του μνήμη, εμπειρία και γνώση. Ομως, αυτό που τον χαρακτηρίζει πάνω απ' όλα είναι ότι υπήρξε ένα πνεύμα συνειδητά ανεξάρτητο, απαλλαγμένος από το «σύμπλεγμα των επιγόνων», την αμηχανία προσανατολισμού και τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν πολλούς από τους συνθέτες της γενιάς του, που ανδρώθηκαν μουσικά στη σκιά των δύο «μεγάλων», Χατζιδάκι και Θεοδωράκη...
Ο Λοΐζος συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή την προνομιακή θέση, στην οποία βρισκόταν η γενιά του. «Είμαστε πια συνειδητοί, γνωρίζουμε...», τόνιζε στις αρχές της δεκαετίας του '60, ανακεφαλαιώνοντας τα τρία βασικά στοιχεία που τον οδήγησαν στη γνώση: α) την παράδοση του δημοτικού και του ρεμπέτικου τραγουδιού, β) την κοινωνική διάσταση που προσέδωσαν οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης και γ) τη λεπτή σχέση και ισορροπία ανάμεσα στο λόγο (την ποίηση) και τη μουσική που γεννήθηκε στα χρόνια εκείνα μέσα από τα θεατρικά τραγούδια στα έργα του Λόρκα ή του Καμπανέλλη, για να περάσει στη συνέχεια στη μελοποιημένη ποίηση με το έργο - σταθμό για το έντεχνο ελληνικό τραγούδι, τον «Επιτάφιο» των Γιάννη Ρίτσου και Μίκη Θεοδωράκη. Ολη αυτή η μουσική κοσμογονία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την πολιτική δράση της εποχής, που επεκτείνει τη λειτουργία του τραγουδιού από μορφή έκφρασης σε τρόπο επικοινωνίας, για να καταλήξει σε πρόταση πολιτικής πράξης και παρέμβασης. Σ' αυτήν την ευαίσθητη και συχνά επικίνδυνη διαδικασία, ο Λοΐζος διακρίθηκε ως ένας από τους πιο συνειδητοποιημένους - και γι' αυτό από τους αξιοπρεπέστερους - αντιπροσώπους του πολιτικού τραγουδιού...
Δεν είναι τυχαίο ότι τα τραγούδια του, τόσα χρόνια μετά το θάνατό του, εξακολουθούν όχι μόνο ν' ακούγονται, αλλά - το κυριότερο - να τραγουδιούνται, παρ' όλο που ουδέποτε επιζήτησε (όπως άλλοι) το επικό, το μνημειακό, το εντυπωσιακό και μεγαλειώδες. Μυστικό του είναι η μελωδική απλότητα που αφήνεται να κυλήσει αβίαστα πάνω στις καμπύλες του λόγου, χωρίς περιττές «φιοριτούρες» κι αδικαιολόγητες εξάρσεις. Είναι απλός χωρίς να γίνεται απλοϊκός, λαϊκός κι όχι λαϊκιστής, ερωτικός κι όχι ερωτιάρης, λυρικός αλλά όχι μελιστάλαχτος, μελαγχολικός αλλά όχι μελοδραματικός, πολιτικός όχι πολιτικάντης, στρατευμένος αλλά όχι στρατιωτάκι, ρυθμικός κι όχι κουρδισμένος, έντονος αλλά όχι ντοπαρισμένος, σαρκαστικός αλλά όχι γελωτοποιός...
Ο Μάνος Λοΐζος εξέφρασε τη γενιά και την εποχή του γιατί είχε αγωγή «παλαιοελλαδική», δεν είχε ενοχές απέναντι στην κληρονομιά του, δεν είχε συμπλέγματα απέναντι σ' αυτούς που προηγήθηκαν κι έβλεπε τη ζωή και την τέχνη σαν ένα παραμύθι, απ' αυτά που παρηγορούν και προσφέρουν διεξόδους. «Στη μέση ενός σκοτεινού δρόμου - έγραφε - έπεσα ξαφνικά σ' ένα κοπάδι πυγολαμπίδες. Μήπως έτσι δεν είναι και με τα τραγούδια; Νιώθω πολύ συχνά πικραμένος, εξουθενωμένος και το σκοτάδι σκοτάδι, αλλά ένα κοπάδι πυγολαμπίδες στη μέση του δρόμου δεν είναι και λίγο πράγμα!..». «Εφυγε» πριν από 25 χρόνια, στις 17 Σεπτέμβρη του 1982, Σοφίας, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης, μαρτύρων, έγραφε συμβολικά το ημερολόγιο. Λίγες μέρες αργότερα το προσκύνημα, το κατευόδιο, ο σεβασμός όχι μόνο φίλων και συναδέλφων, αλλά ενός ολόκληρου λαού, επιβεβαίωσε πως «τίποτα δεν πάει χαμένο». Τα όνειρα και τα «γιατί» του Μάνου Λοΐζου παραμένουν και φωτίζουν το σκοτάδι μέσα στο τέλμα που βρίσκεται στις μέρες μας το ελληνικό τραγούδι. Κι «ένα κοπάδι πυγολαμπίδες στη μέση του δρόμου δεν είναι και λίγο πράγμα!».
«Ο Μάνος Λοΐζος ήταν ένας αντιπροσωπευτικός διανοούμενος, που πάσχισε και κατάφερε, περισσότερο απ' όλα με το έργο του, να μείνει μ' εκείνους με τους οποίους ξεκίνησε, με τους πολλούς. Σύνθετος, αλλά και απλός στη ζωή του, διαφανής στα προτερήματα και τα ελαττώματα... Η πολιτική πλευρά του Μάνου Λοΐζου, που εξάγεται αβίαστα από το έργο του, την καθημερινή του δραστηριότητα και από τις μαρτυρίες όλων όσοι τον ήξεραν, επιδιώκεται να υποβαθμιστεί εδώ και αρκετά χρόνια.
Ακόμα και αν οι εποχές έχουν ριζικά μεταβληθεί και αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει χρεία πολιτικών τραγουδιών σήμερα, ακόμα και αν όλοι μας σήμερα είχαμε αλλάξει, καθώς αλλάζουν οι εποχές και τα δεδομένα, θα ήταν λάθος απέναντι στην αλήθεια να μη βρίσκονται τρόποι να κρατάμε φωτεινή, να μη φωτίζουμε αυτήν την πλευρά του Μάνου Λοΐζου. Πρώτα απ' όλα, δε θα το ήθελε εκείνος. Αυτή η προσπάθεια - ή η ασυνείδητη, αν θέλετε, στάση - να υπερτονίζεται το ερωτικό, το νοσταλγικό ή το απλώς ψυχαγωγικό μέρος της δουλιάς του, αυτή η ανάδειξη του τρυφερού και παρεΐστικου προφίλ του δημιουργού, που μας καλεί, λες, σε μια διαρκή ξενοιασιά, θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επόμενες γενιές φωτίζουν τα γεγονότα της Ιστορίας, ρίχνοντας σκιά σε άλλες πλευρές και αντλώντας κατά προτίμηση. Η Ιστορία, όμως, έχει και κάποια ελάχιστα υλικά αντικειμενικής σύστασης.
Μπορεί, ασφαλώς, να λέγονται και να ακούγονται, κατά περίπτωση και σε αρκετό βαθμό, κάποια μεμονωμένα πολιτικά τραγούδια του Μάνου Λοΐζου, αλλά μερικοί επιδιώκουν το άθροισμα αυτής της πλευράς μέσα στο γενικό σύνολο και ποσοτικά και ποιοτικά να το υποβαθμίσουν. Ρίξτε μια ματιά σε ορισμένες συναυλίες - αφιερώματα που έχουν γίνει, ακούστε πιο προσεκτικά κάποιους ραδιοφωνικούς σταθμούς, όταν μεταδίδουν Λοΐζο, και θα βγάλετε συμπέρασμα.
Ισως πάλι αυτή η μονομέρεια να είναι μια αυτόματη, αντανακλαστική αντίδραση στο ότι ο πολιτικός Μάνος Λοΐζος αναδεικνύεται συνεχώς σε άλλους χώρους, ανοιχτούς και πιο μαζικούς, εκεί όπου τα τραγούδια αυτά επί τριάντα πέντε και παραπάνω χρόνια λέγονται και τραγουδιούνται λες και γράφτηκαν χτες, από τους νέους όσο και από τους παλιούς.
Ο Δρόμος, το Ακορντεόν, ο Γ' Παγκόσμιος, Τα Νέγρικα, ο Τσε Γκεβάρα, κάποια τραγούδια που έγραψε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο στη διάρκεια της δικτατορίας, το Δέντρο, η Τσιμινιέρα, το Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη, το Τίποτα δεν πάει χαμένο, τα Γράμματα στην αγαπημένη, σε ποίηση Χικμέτ και τόσα άλλα είναι ο πολιτικός Λοΐζος. Τα πρώτα του τραγούδια, που πολλοί δεν ξέρουν, όπως η Πρωτομαγιά, η συμμετοχή του μέρα με τη μέρα στους πολιτικούς αγώνες της δεκαετίας του '60, όπως και η συμμετοχή του σε συναυλίες, όπου νέοι ποιητές απάγγελναν πολιτικά ποιήματα, οι συνάξεις στο σπίτι του στα Σεπόλια τους πρώτους μήνες της δικτατορίας, η σύντομη αυτοεξορία του στη Ρώμη και το Λονδίνο, οι ενοχλήσεις και η κράτησή του στην Ασφάλεια, η ένθερμη συμμετοχή του, κατά τη μεταπολίτευση, στα Φεστιβάλ των πολιτικών νεολαιών, είναι επίσης ο πολιτικός Λοΐζος. Η έντονη συνδικαλιστική του δράση, ως πρόεδρος της ΕΜΣΕ, είναι επίσης ο πολιτικός Λοΐζος.
Δε θα συμφωνήσω με τη θέση κάποιων φίλων, ότι αν ζούσε ο Μάνος Λοΐζος η κατάσταση στο ελληνικό τραγούδι θα ήταν διαφορετική. Αν ζούσε, θα ήταν κι αυτός απογοητευμένος για την κατάληξη του αγώνα - στον οποίο ήταν πρωτοστάτης - για μαχητική συνδικαλιστική παρουσία των δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού και για αυτοδιαχείριση των πνευματικών τους δικαιωμάτων. Και όσον αφορά την κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό τραγούδι, με τα πλήγματα που έχει υποστεί από την τηλεόραση, τις δισκογραφικές εταιρείες και τα μεγάλα κυκλώματα της νυχτερινής ψυχαγωγίας, θα ήταν κι αυτός ακροβολισμένος μαζί μας σε κάποιο μετερίζι, οπωσδήποτε, όμως, σε θέση άμυνας.
Σίγουρα, από την άλλη μεριά, θα ήταν ευχαριστημένος, ίσως και ενθουσιασμένος, που θα έβλεπε τη νέα γενιά να αποκτά συνείδηση του εαυτού της και της δύναμής της μέσα από τους αγώνες για καλύτερες συνθήκες ζωής και παιδείας, παρόλη την απαξίωση με την οποία θέλει να την περιβάλλει η κουρασμένη και αμήχανη κοινωνία μας. Πολύ περισσότερο, που θα έβλεπε ότι σε αυτούς τους αγώνες, αλλά και στις στιγμές της σχόλης και παντού, τα τραγούδια του, σαν ενιαίο σύνολο, είναι πάντα - και απ' ό,τι φαίνεται θα είναι - στα στόματα των νέων...».