ΝΤΑΝ ΜΠΡΑΟΥΝ: «Κώδικας Ντα Βίντσι» εκδ. Α. Α. Λιβάνη
Ο «Κώδικας Ντα Βίντσι» είναι ένα βιβλίο επιτηδευμένα αφελές στη μορφή, με χαρακτήρες που το βάθος τους ισοδυναμεί με το βάθος ...τραπουλόχαρτου. Βασίζεται σε ένα μεσαιωνικό μύθο της Δυτικής Ευρώπης: Στην αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου («Γκράαλ»), του σκεύους στο οποίο υποτίθεται ότι συνελέγη το αίμα του Χριστού. Το βιβλίο ισχυρίζεται ότι το «Γκράαλ» είναι ...άνθρωπος: Η Μαρία Μαγδαληνή, αρχοντικής καταγωγής, όπως και ο Χριστός, σύμφωνα με το βιβλίο και σύζυγός του. Μετά τη σταύρωση, κατέφυγε έγκυος στη ...Μασσαλία, όπου και γέννησε μία κόρη, τη Σάρα. Οι απόγονοι της Σάρας είναι η πρώτη βασιλική δυναστεία της Γαλλίας, οι Μεροβίγγειοι βασιλείς.
Σύμφωνα πάντα με το βιβλίο, το μυστικό αυτό φυλασσόταν, αρχικά, από τους Ναΐτες ιππότες. Μετά την εξόντωσή τους, το ρόλο αυτό ανέλαβε μία μυστική οργάνωση, το «Κοινό της Σιών». Μία σειρά δολοφονιών, στις οποίες εμπλέκονται η ακραία (και πραγματική) οργάνωση της καθολικής εκκλησίας «Opus dei», ερευνητές της ιστορίας του Γκράαλ, η γαλλική αστυνομία, θα αποκαλύψει τη μέχρι τις μέρες μας ύπαρξη απογόνων του Χριστού και της Μαγδαληνής!
Αυτή η ερμηνεία του συγκεκριμένου μύθου δεν είναι πρωτότυπη. Εχει προηγηθεί, σημειώνοντας τεράστια εκδοτική επιτυχία, ένα πόνημα τριών Αγγλων συγγραφέων, που τιτλοφορείται «Το άγιο αίμα και το άγιο Γκράαλ». Σε αυτό, μέσα από ένα όργιο επιστημονικών αυθαιρεσιών, πιστώνεται στο «Κοινό της Σιών», η πρόθεση να επαναφέρει στη Γαλλία ένα είδος «λαϊκής μοναρχίας», με μονάρχη απόγονο της δυναστείας των Μεροβιγγείων. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι τα αρχεία του «Κοινού της Σιών» έχουν βρεθεί και ότι ανάμεσα στους ιστορικούς ηγέτες του συγκαταλέγονται ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Ισαάκ Νεύτων και ο Βίκτωρ Ουγκό - δύο ορκισμένοι ορθολογιστές και ένας φανατικός αντιμοναρχικός και ουτοπικός σοσιαλιστής!
Ο Νταν Μπράουν ασκεί οξεία κριτική στην καθολική εκκλησία, ισχυριζόμενος ότι σπιλώνει την Μαρία Μαγδαληνή, χαρακτηρίζοντάς την πόρνη, για να απαξιώσει συνολικά το γυναικείο φύλο. Σε αυτήν ακριβώς την επίφαση προοδευτικότητας, κρύβεται η επιτυχία, αλλά και το ιδεολογικά επικίνδυνο του βιβλίου.
Πόσο προοδευτική μπορεί να είναι η κριτική που ασκείται σε οποιοδήποτε ιερατείο από τη σκοπιά της αναβίωσης της «ελέω θεού μοναρχίας»; Ακόμα και αν στο βιβλίο αμφισβητείται η θεϊκή φύση του Χριστού (κάτι που προκάλεσε τη συνασπισμένη αντίδραση των εκκλησιών εναντίον του), ωστόσο παραμένει το γεγονός ότι ανάγει την καταγωγή της γαλλικής μοναρχίας σε πρόσωπα με εντελώς ιδιάζοντα ρόλο στην παγκόσμια ιστορία. Αυτό άραγε την καταξιώνει και την καθιστά θεσμό προοδευτικό και σύγχρονο; Πόσο προοδευτικό μπορεί να είναι ένα βιβλίο όταν εντοπίζει την ιστορική συμβολή του γυναικείου φύλου στο ότι μία συγκεκριμένη γυναίκα κυοφόρησε ένα παιδί βασιλικής ή ακόμα και θεϊκής καταγωγής, αγνοώντας τις υλικές συνθήκες που έχουν οδηγήσει στην καθυπόταξη του γυναικείου φύλου και που συνδέονται άμεσα με τη διαμόρφωση των ταξικών κοινωνικών συστημάτων;
Και τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι προοδευτικό ένα βιβλίο που ανάγει την ιστορική εξέλιξη σε μυστικές συνωμοσίες, που συντελούνται εν κρυπτώ και παραβύστω από ομάδες φωτισμένων ή λιγότερο φωτισμένων προσώπων, μακράν και ερήμην της δράσης των μαζών. Οι επίσημοι μηχανισμοί προπαγάνδας, ανάμεσά τους και το επίσημο κύκλωμα διακίνησης του βιβλίου, διαβλέπουν τη δυνατότητα ενός παρόμοιου πονήματος να γίνει ευπώλητο και ενεργοποιούν όλους τους μηχανισμούς που έχουν στη διάθεσή τους για να το επιτύχουν. Κατορθώνουν έτσι ταυτόχρονα να εντυπώσουν στη συνείδηση των αναγνωστών και μία στρεβλή πρόσληψη της προοδευτικότητας, καθώς και μία άμβλυνση των αισθητικών κριτηρίων σε σχέση τουλάχιστον με τη λογοτεχνία. Ας έχει υπόψη του ο αναγνώστης αυτές τις πλευρές και με καθαρό μυαλό ας προσεγγίσει πονήματα τέτοιου είδους, που πολλαπλασιάζονται στις μέρες μας και, γι' αυτό το λόγο, ίσως, χρειαστεί να επανέλθουμε και σε ορισμένα άλλα από αυτά.
Δώρα Μόσχου
Στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Η πικροδάφνη», η πρωταγωνίστρια ζει και δρα στους πανάρχαιους ρυθμούς της ζωής της υπαίθρου, «μοίρα τραχιά, αλλά αληθινή και περήφανη, σαν του πατέρα Ταΰγετου» με τα λόγια της συγγραφέα.
Και στα τρία διηγήματα πεθαίνει ένα παιδί, με τελείως διαφορετικό τρόπο. Στο πρώτο πεθαίνει και η μάνα, στο δεύτερο αυτοκτονεί, στο τρίτο, όμως, νικάει μέσα της τον ίδιο το θάνατο και ζει. Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου, ετοιμάζεται ένα παιδί να γεννηθεί.
Σε συνειδητότητα οι πρωταγωνίστριες ανεβαίνουν από διήγημα σε διήγημα.
Μέσα από τα γεγονότα η συγγραφέας βάζει κοινωνικά θέματα, τα οποία η πρωταγωνίστρια τα βιώνει σαν από τη μοίρα δεδομένα, τα «τυχερά», στα οποία δεν μπορεί να επεμβαίνει. Το να αντισταθεί στον αμαρτύρητο πόνο της αδικίας θα αποτελούσε ύβρη, μια παραβίαση των αυστηρών άγραφων νόμων της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας. Κι όμως, όταν δεν αντέχει άλλο την υποταγή στη μοίρα, κάνει το μεγάλο βήμα της ανατροπής, της υπέρβασης. Η μάνα γίνεται φόνισσα του ανάπηρου παιδιού της από τη μεγάλη της αγάπη. Η πράξη της εμπεριέχει το απόλυτο αντίθετο με την ίδια τη μάνα να σκοτώνει τη ζωή που γέννησε. Στο τέλος, μετά από χρόνια έρχεται η κάθαρση. Επιστρέφει, συμβολικά, η σκοτωμένη κόρη και πεθαίνει η μητέρα λυτρωμένη.
Στο δεύτερο διήγημα, «Το αμπελάκι», η πρωταγωνίστρια, αν και ακόμα σκλαβωμένη στους αυστηρούς άγραφους κανόνες της ζωής στο χωριό, είναι κάπως πιο προχωρημένη. Πιο συνειδητά επεμβαίνει πηγαίνοντας κόντρα στα καταπιεστικά και τόσο άδικα, ιδιαίτερα για τη γυναίκα, έθιμα και ήθη. Υπάρχουν ακόμα και τα ψήγματα πολιτικής δράσης. Εχει αδερφό εξόριστο, τον οποίο βοηθάει κρυφά. Το θεωρεί αυτονόητο. Το διήγημα είναι γεμάτο ανατροπές. Δεν υποτάσσεται η πρωταγωνίστρια. Με την αυτοχειρία της φροντίζει η ίδια να χτυπούν αναστάσιμα οι καμπάνες, ενώ στις τελευταίες στιγμές της περνάει από μπροστά της σαν οπτασία η πεθαμένη κόρη, στα άσπρα ντυμένη και με κόκκινη παντιέρα εκφράζοντας τον πόθο για ένα καλύτερο αύριο.
Στο τρίτο διήγημα, «Η εκτέλεση», η πρωταγωνίστρια ανεβαίνει ψηλά, πολύ ψηλά. Μέσα από το αποκορύφωμα του πόνου, του ηρωισμού και της απόλυτης υπέρβασης του θανάτου, η μάνα του εκτελεσθέντος γιου περνάει μια σπαρακτική εσωτερική πορεία, συνειδητοποιώντας οδυνηρά την κοινωνική αποστολή της στην υπηρεσία της ανθρωπότητας στα χρόνια της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας. Εδώ, μέσα από το θάνατο, γεννιέται μια ποιοτικά νέα κατάσταση.
Η λέξη «μάναααα...» σαν κραυγή, με την οποία τελειώνουν τα διηγήματα, δίνει μια παγκόσμια διάσταση βγάζοντας το βιβλίο από τον περιορισμό του συγκεκριμένου χρόνου και χώρου, στον οποίο διαδραματίζεται. Είναι μια αρχέγονη φωνή από το βάθος του χρόνου και από «τα σωθικά της γης» με τα λόγια της συγγραφέα, μια πανάρχαια κραυγή από την οποία αρχίζει και στην οποία καταλήγει η ζωή.
Δεν είναι τυχαίο, πιστεύουμε, το τέταρτο μέρος με τίτλο «Και εποίησα Ανθρωπο» να είναι ένας ύμνος στη ζωή, που στην αέναη διαλεκτική κίνηση της φύσης και της κοινωνίας, του αιώνιου γίγνεσθαι, του κύκλου της γέννησης και του θανάτου, βγαίνει πάντα νικήτρια!
Αννεκε Ιωαννάτου