ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Σεπτέμβρη 2006
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΛΑΤΑΝΟΥ

Ο Βασίλης Πλάτανος γεννήθηκε στην Αντισσα της Μυτιλήνης, όπου τέλειωσε το Δημοτικό, ενώ το Γυμνάσιο στη Μυτιλήνη. Πριν υπηρετήσει ναύτης, δούλεψε σε ψαροκάικα κι απόχτησε ναυτικό φυλλάδιο. Σπούδασε στη Σχολή Δημοσιογραφίας Σπύρου Μελά, και στη Δραματική Σχολή Π. Κατσέλη. Αρχισε να δημοσιογραφεί στη Μυτιλήνη (1950). Εργάστηκε και συνεργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες («Βήμα», «Νέα», «Μεσημβρινή», «Αυγή», «Ελευθεροτυπία», «Ριζοσπάστης» κ.ά), σε πολλά περιοδικά και στην ΕΡΑ Αιγαίου. Από νέος ασχολήθηκε με την ποίηση, το διήγημα, τη λαογραφία. Εχει εκδώσει λαογραφικά βιβλία, συλλογές ποιημάτων και διηγημάτων. Ηταν ΕΠΟΝίτης στο νησί του. Είναι μέλος αρκετών φορέων: ΕΣΗΕΑ, Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών, Χορωδίας Μυτιλήνης, Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας κ.ά. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, την Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών και την ΕΡΤ (Η φωτογραφία είναι ένα σκιτσογραφικό πορτρέτο του Β. Πλάτανου, φιλοτεχνημένο σε κεραμικό, από φίλο του).


H Είρηνα

Απλωσα τα πόδια μου στην αύρα, πάνω από τη θάλασσα. Τ' αλάτι μπήκε στο πετσί μου καθώς έγινα ένα με τον ξερόβραχο. Τα κόκαλά μου δεθήκανε με το βράχο, με τα μαχαιρίσια στήθια του. Η σάρκα μου έγινε βράχος κι αλάτι. Κι έγειρε η Είρηνα να λογιάζω τα μάτια της και να διαβάζω τα δάχτυλά της.

Κατεβατό από φιλιά στο χαλκωματένιο φεγγάρι, στην πλατιά θάλασσα. Κι ο φάρος ν' ανοιγοκλείνει το μάτι του...

Βουρκώσανε τα μάτια της, με πίεσε πιο πολύ πάνω στον ξερόβραχο, «ένιωσα πόνο για σένα» μούπε, κι έγινε λουλούδι κατάμεσα στην πέτρα. Είχε φυτρώσει κιόλας ένα φύκι στο βράχο καθώς είχαμε απλώσει τα πόδια μας στη θαλασσινή αύρα κι είχε γευτεί την ομορφιά στα σπλάχνα της...

Σκαριά, κατάρτια, άλμπουρα και μεθυσμένους ναυτικούς δεν έχει τούτ' η θάλασσα. Παρά παιδιάστικες φωνές και κάποια μαύρα μάτια να μαζεύουνε τα κοχύλια κι ένα γαλάζιο πανταλόνι γιομάτο θάλασσα. Πανταλόνι γιομάτο θάλασσα ν' αρμενίζει και τούτα τα μαύρα μάτια πίσ' από τα βράχια, δάκρυα στο κύμα, η προσοδιά γι' αποθαμένοι.

Το κύμα στοργικά ξέπλυνε τα δάκρυα - γι' αποθαμένοι κι η προσοδιά - το χέρι χάιδεψε το κύμα και τα μάτια, εκεί να τρυγά τον πόνο και τη λύπη, πίσ' από τα βράχια, διακριτικά, ευγενικά, το χέρι και τα μαύρα μάτια, τούτα τα μάτια και το χέρι λαβωματιά, δίκοπο μαχαίρι στο σκαρί.

Το γαλάζιο πανταλόνι γιόμισε άμμο και βότσαλα κι αρμένιζε με πανί αυτά τα μαύρα μάτια κι ένα κάτασπρο γλάρο στην τσέπη του. Το γαλάζιο πανταλόνι, πολιορκημένο από τους αποθαμένους και την προσοδιά, αρμένιζε προς τα μαύρα μάτια κι έναν κάτασπρο γλάρο στην τσέπη του.

Κι ήτανε να μετρώ τα βήματά σου που φτάσανε ως την πόρτα μου, και δε χωρούσες να περάσεις, ήσουνα τόσο όμορφη...

Σαν μου πρωτομίλησες ήτανε γαλάζια, πράσινα, κίτρινα, καφετιά, κάτασπρα, κόκκινα κοχύλια κι ένα χαμόγελο θάλασσα κι ήλιος, στις απαλάμες μου βότσαλα από το κατάγιαλο να ξεκαθαρίζουνε στο κύμα και με ρώτησες: «Τι μαζεύεις;». Και σούδειξα τα κοχύλια στις απαλάμες μου. Οι απαλάμες μου στις δικές σου απαλάμες αποθέσανε τα κοχύλια. Μικρά, πιο μικρά, κι ακόμα πιο μικρά μόλις που μπορούσες να τα ξεχωρίζεις και να τα καμαρώνεις στις άκρες, στα δάχτυλά σου, παιχνίδι κι ομορφιά, κι άρχισες να τα νιώθεις. Είναι και τούτο ένας οίστρος, να ψάχνεις και ν' ανακαλύπτεις το Δημιουργό στα βότσαλα, εκεί που σκάει το κύμα κι ο ήλιος, και να τα φτυαρίζουμε για να χτίσουμε τα σπίτια μας.

Τα καμάρωνες, τα θαύμαζες και τα χάιδευες κι ήτανε τρανή η χαρά που τρύπωνες στον κόσμο μου, τα παιδιά, τα κοχύλια, η θάλασσα και τα βότσαλα, στον κόσμο μου να μπαίνεις και να με ρωτάς. Αργά βήματα στο κατάγιαλο, στις απαλάμες βότσαλα να ξεψαχνίζω, το κύμα κι ο ήλιος, και το ιστόρημα για τη θάλασσα. Κι είναι να μην κλαιν οι άντρες; Το πάθιασμα, ο έρωτας με τη θάλασσα, μιαν άλλη ιστορία. Τώρα τα κοχύλια, γι' αυτά θέλω να σου μιλήσω που με ρώτησες.

Η απέραντη αμμουδιά, με τα ποδαρίσια δάχτυλά μου να ψάχνω το βυθό, τα ποδαρίσια δάχτυλα γίνανε χέρια και βγάζανε χάβαρα, πίνες, αχιβάδες. Γιόμισε το κατάγιαλο. Κι ήρθανε κι οι βοσκοί από την Αγρα, που βόσκανε τα πρόβατα στα κλήματα και τους πέρασα χούφτες αχιβάδες, χάβαρα. Και κατεβήκανε τη νύχτα κι οι αλεπούδες από το βουνό και γλείφανε τα όστρακα. Επιασα να σκάβω την άμμο, να κρύβω τούτα τα όστρακα. Και με κεντρίζαν οι σκορπιοί. Κατούραγα τα δάχτυλά μου, κι ένα τσαμπί σταφύλι στο στόμα, κι ο πόνος, με ξυλοφόρτωνε κι η μάνα μου πούπαιζα με τους σκορπιούς, φούντωνε. Τα κοχύλια να τα κρύβω στην άμμο, οι σκορπιοί, γυμνός να μαζεύω θαλασσόκρινα, κρίνα στην αμμουδιά, τα βυζάκια της, πίσ' από τα ρείκια να τα λογιάζω και να λαχταρώ. Η Αντιγόνη. Η Αντιγόνη πούβγαζε νερό από το πηγάδι και με δρόσιζε κι ένα κλωνί βασιλικό στ' αυτί για να μοσκοβολώ σα θα πήγαινα στη μάνα μου.

Τα ξέχων' από την άμμο και της τάδινα. Της αρέσανε και μου χαμογελούσε. Ενα χαμόγελο ίδιο το δικό σου, σαν το νυχτολούλουδο. Κατακόκκινο, δροσερό. Κι ένα μάτσο θαλασσόκρινα, σ' αρμαθιές να πλέκω τα κοχύλια στα βούρλα, κι εκείνη να τα περνά στο λαιμό της, να καμαρώνει και να καμώνεται που τη στόλιζα. Η Αντιγόνη. Μούβαζε και λεμονάνθια στο καλάθι με τις ντομάτες, να μοσχοβολώ σα θα πήγαινα στη μάνα μου.

Ο νουνός μου, Θεός σχωρέστονε, παιδίατρος. Ητανε κείνες οι νύχτες που βγαίνανε φίδια στην καλύβα μας κι έπεφτα σε κατάβαθο πηγάδι. Ούρλιαζα καθώς οι εφιάλτες ξυπνούσανε τον ύπνο μου. Κι η μάνα μου, με το κόνισμα στην αγκαλιά της, στο προσκεφάλι μου να σκουπίζει τον ιδρώτα μου. Ο νουνός μου ο γιατρός συμβούλεψε καραβάκια να σκαρώνω με καλαμόφυλλα και ν' αρμενίζω. Κι έπιασα ν' αρμενίζω μερόνυχτα. Ητανε κι η Αντιγόνη π' αρμενίζανε τα μαλλιά της σαν πέρναγα ξανοιχτά από τον κάβο της. Χαιρετίσματα στα καραβάκια με τα καλαμόφυλλα.

Βουτηχτάδες γυροφέρνουνε στο νησί για σφουγγάρια, γιούσουρα, χταπόδια. Αγκάλιασα το μάρμαρο και για μιας βούτηξα κι έφτασα στο βυθό. Η μάνα μου μούδιασε σαν τόμαθε. Τριάντα οργιές βάθος! Και μαζωχτήκανε ολόγυρα μου στο κατάγιαλο, όλοι από τις καλύβες να δούνε την κοχύλα.

Τώρα τα κοχύλια, γι' αυτά θέλω να σου μιλήσω που με ρώτησες. Οι απαλάμες μου στις δικές σου απαλάμες αποθέσανε τα κοχύλια. Σε παρακαλώ μην το ξεχνάς! Ηρθες κοντά μου, ήρθα κοντά σου. Η γνωριμιά τα κοχύλια. Κι ο Θανασσάκης να πιάνει πεταλούδες και να τις βάζει στη γυμνή πλάτη μου για να με γαργαλάνε με τα πόδια τους, μου ζητά κοχύλια να του δίνω για να στολίζει το παραθυρόσκαλό του και να κοιμάται ξένοιαστα.

Η κοχύλα, την απόθεσα σε μιαν έρημη αμμουδιά, ξάπλωσα γυμνός, τ' αυτί μου στη σπηλιά της, άκουσα το τραγούδι της.

Τραγούδι παράξενο, το νανούρισμα από τη μάνα μου σαν έφευγε ο πατέρας στο μεγάλο πόλεμο, νανούρισμα γλυκό, απαλό, μ' αποκοίμισε στην αμμουδιά. Και με βρήκε η Αντιγόνη κοιμισμένο, μούσταξε θαλασσόνερο στην πλάτη, ξέχωσα τα κοχύλια, τ' άπλωσα στο λαιμό της κι εκείνη, καθώς πάντα, χαμογέλασε. Ιδιο το χαμόγελό σου. Τα βυζάκια της.

Κι ήταν οι ψαράδες από το Παλιόκαστρο και την ΑγιαΒαρβάρα και βολιάζανε τα ψάρια, βάρκες πολλές στο πέλαγο, και να γυροφέρνουνε τις τσιπούρες μέσα στα δίχτυα. Τα δίχτυα, σαν τραβούσανε στην αμμουδιά οι Παλιοκαστρίτες κι οι Αγιαβαρβαριώτες ένας ψαράς πόνεσε, τρύπησε αχινός την πατούσα του. Ετρεξα να βγάλω τον αχινό και μ' ευχαρίστησε με μια πορδή. Τους έδινα σύκα, σταφύλια, όλα τ' αμπέλια κι οι συκιές δικές μου στο κατάγιαλο, και μου δίνανε ψάρια και πέλαγο.

Η κοχύλα να τραγουδά στο μελτέμι και στο στόμα μου, ψάρια πολλά γύρω μας και θηλυκά, η Αντιγόνη, η Μαρία, η Ξενούλα, η Γοργόνα, η κοχύλα να τραγουδά στο μελτέμι και στο στόμα μου, ξετρελάθηκαν οι ψαράδες.

Μπουρούνες όλες τις κοχύλες που πέφτανε στα δίχτυα τους τις κάνανε και ένα πανηγύρι που μεθύσαμε και παθιάσαμε πάνω στο σκοπό τους.

Κι άρχισα να μαζεύω τις φωνές και τα τραγούδια απ' όλα τα κοχύλια, τα μικρά και τα μεγάλα, τ' άσπρα, τα κόκκινα, τα πράσινα, τα κίτρινα, τα καφετιά και να τ' απιθώνω στο πανέρι μου. Είν' ένα πανέρι πούχω απλώσει το στρώμα μου πάνω του και κοιμάμαι. Κι όταν σούδωσα κάποιο κοχύλι κι έναν ιππόκαμπο που μετρούσε τις ώρες στη ζωή μου, τότε πίστεψες πως κοιμάμαι πάνω στο πανέρι.

Κι έπιασα να στήνω φάρους κι όνειρα με τούτα τα κοχύλια, οχτώ χρόνους φάρους κι όνειρα κι ένα βράδυ η Γοργόνα μου τα γκρέμισε.

Να σου μιλήσω για τα κοχύλια με ρώτησες. Μα είναι μια ζωή η κατάντια μου. Κι η βάρκα μου ν' αρμενίζει στη Μετώπη, τα κοχύλια κολλημένα στα κλήματα, πίνουνε κρασί και μεθάνε. Στη Μετώπη, που θέλησες να πιούμε θαλασσόνερο στις λακκούβες της για να ξεδιψάσουμε και να κοιμηθούμε γυμνοί, στον Αγιονικόλα ερημίτες, στον Αγιονικόλα πέδιλα για τ' αγκάθια, κληματόφυλλα για στρώμα μας.

Χτες μάζευα κοχύλια στον κατάγιαλο και τ' απίθωνα στα πόδια σου. Μάζευες ήλιο. Στο κεφαλοπαράθυρό σου θ' ακούς κάποιους σκοπούς, είναι τα κοχύλια μου. Κι ο Θανασσάκης, έτσι γίναμε φίλοι, νάρχεται στ' άπατα, νάρχεται στα όνειρά σου με την πεταλούδα του και να βγάζουμε κοχύλια.

Με τούτα τα κοχύλια με πόνεσες, σε γνώρισα, κι ήταν Ιούλης...

Κι είχες αποκοιμηθεί, αγνή στα θαλασσινά σου όνειρα, πάνω στο πανέρι με τα κοχύλια, δεν το πίστεψες στα κοχύλια ν' αποκοιμηθείς, μ' ένα πανέρι όνειρα...


Του
Βασίλη ΠΛΑΤΑΝΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ