Αποκαλυπτικά στοιχεία για το μέγεθος της ληστείας των τραπεζών
Σε δύο εκατομμύρια περίπου ανέρχεται ο αριθμός των δανειοληπτών οι οποίοι έχουν έρθει αντιμέτωποι με τα ληστρικά «πανωτόκια» που επιβάλλουν οι τράπεζες. Αυτό κατήγγειλαν χτες κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου οι εκπρόσωποι της ΓΣΕΒΕΕ, των Επαγγελματικών και Βιοτεχνικών Επιμελητηρίων της Αθήνας και του Πειραιά, της ειδικής επιτροπής Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων και της Εθνικής Ομοσπονδίας Προστασίας Πολιτών Καταναλωτών Δανειοληπτών.
Οπως ανέφερε ο εκπρόσωπος της Εθνικής Ομοσπονδίας Προστασίας Πολιτών Καταναλωτών Δανειοληπτών Ευ. Κρητικός, υπολογίζεται ότι τα θύματα της τοκογλυφικής πρακτικής των τραπεζών με τα πανωτόκια είναι περίπου:
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, όπου παρευρέθηκε και ο βουλευτής του ΚΚΕ Ν. Γκατζής, ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), Γ. Κανελλόπουλος, τόνισε ότι οι φορείς που κατέληξαν σε κοινό υπόμνημα για τη ρύθμιση των πανωτοκίων είναι εναντίον οποιασδήποτε μορφής ανατοκισμού και κατήγγειλε ότι είναι ληστρική και τοκογλυφική η τακτική των τραπεζών να αναγκάζουν τους δανειολήπτες, να πληρώνουν πάνω από τους νόμιμους τόκους. Ο ίδιος σχολιάζοντας την προχτεσινή αναβολή της κατάθεσης της τροπολογίας από την κυβέρνηση την απέδωσε στις αντιδράσεις που παρουσιάστηκαν από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και στο ενδεχόμενο, όπως είπε, να μην ψηφιστεί κατά πλειοψηφία, καθώς και στις έντονες αντιδράσεις των φορέων.
Για καθ' υπόδειξη από τις τράπεζες ρύθμιση έκανε λόγο ο πρόεδρος της ΕΟΠ Πολιτών καταναλωτών Δανειοληπτών κ. Θανόπουλος , ενώ εκ μέρους του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Πειραιά ο Γ. Δρίκος κατήγγειλε την κυβέρνηση για τριγλωσσία συμπληρώνοντας ότι την ώρα που οι τράπεζες μετρούν τα κέρδη τους οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν κατά χιλιάδες.
Οι εκπρόσωποι των παραπάνω φορέων καταγγέλλουν ότι η ρύθμιση για τα πανωτόκια που προωθεί η κυβέρνηση νομιμοποιεί την ως τώρα τοκογλυφική πρακτική των τραπεζών με τα πανωτόκια και τις καταχρηστικές και αυθαίρετες χρεώσεις. Επίσης, ότι αφορά μικρό αριθμό δανειοληπτών δεδομένου ότι εξαιρεί όσους εξαναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε συμβάσεις ρύθμισης, προκειμένου να ανασταλεί η λήψη αναγκαστικών μέτρων και να μην εγγραφούν στη μαύρη λίστα των τραπεζών. Επιπλέον, καταγγέλλουν ότι νομιμοποιεί και δεν επιτρέπει να αναζητηθούν όσα παράνομα ή καταχρηστικά επιβλήθηκαν και εισπράχθηκαν από τις τράπεζες από τους δανειολήπτες ως τώρα, καθώς και όλες τις πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης.
Στο υπόμνημα που καταθέτουν στη Βουλή ζητούν την αναθεώρηση όλων των εκκρεμών υποθέσεων για όλους τους δανειολήπτες χωρίς εξαίρεση και τον εξαρχής υπολογισμό των επιβαρύνσεων με βάση το αρχικό κεφάλαιο δανείου μεταξύ άλλων με τον όρο, το τελικό ποσό οφειλής για δάνεια μέχρι το 1989 να μην μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το διπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου. Το ίδιο για δάνεια από 1.1.1990 μέχρι 15.4.1998 να μην μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το διπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου, ενώ για δάνεια μετά τις 15.4.1998 το ποσό επιβάρυνσης να μην μπορεί να ξεπερνά το 100% του αρχικού κεφαλαίου. Επίσης, μεταξύ των όρων που ζητούν είναι τα ποσά που έχουν καταβληθεί με οποιονδήποτε τρόπο να αφαιρούνται από το τελικό ποσό οφειλής και να επιστρέφονται όσα αχρεωστήτως καταβλήθηκαν, καθώς και να ρυθμίζεται η καταβολή των οφειλών που υπολείπονται με ισόποσες μηνιαίες δόσεις από 60 μέχρι 120, ανάλογα με το ύψος της οφειλής. Τέλος, να διαγράφονται τα ονόματα οφειλετών από καταχρηστικές χρεώσεις από τα αρχεία της ΑΕ Τραπεζικές Εργασίες «Τειρεσίας».
Χτες, οι εκπρόσωποι των παραπάνω φορέων συναντήθηκαν με τον πρόεδρο της ΝΔ Κ. Καραμανλή, ο οποίος μετά τη συνάντηση έκανε λόγο για ανάγκη ταχύτατης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης του θέματος.
Μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δόθηκε συγκεκριμένο παράδειγμα από το οποίο αποκαλύπτεται η τοκογλυφική πρακτική των τραπεζών. Συγκεκριμένα, για δάνειο ύψους 1.200.000 που συνάφθηκε το 1982 ο δανειολήπτης μέχρι το τέλος του 1986 κατέβαλε στην τράπεζα 20 εκατ. δρχ. με τους συμβατικούς τόκους, ΕΦΤΕ, και άλλες επιβαρύνσεις. Η τράπεζα το 1992 απαιτούσε από το δανειολήπτη να της καταβάλει 110 εκατ. δρχ. Ο δανειολήπτης προσφεύγει στο δικαστήριο και βγαίνει απόφαση να πληρώσει συνολικά για κεφάλαιο, τόκους, υπερημερίες και άλλες επιβαρύνσεις 80 εκατ. δρχ. Πηγαίνοντας όμως στην τράπεζα να πληρώσει τα 80 εκατ. η τράπεζα αρνείται και απαιτεί 120 εκατ. δρχ. και στη συνέχεια επισπεύδει πρόγραμμα πλειστηριασμού κατά της ακίνητης περιουσίας του δανειολήπτη.
«Δε θα υπάρξει νέα ρύθμιση». Με αυτή τη δήλωση, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας προσπάθησε χτες να προσγειώσει όσους, για δικούς του λόγους ο καθένας, επιχειρούν να δημιουργήσουν ψευδαισθήσεις ότι δήθεν η κυβέρνηση, μετά την αναβολή της κατάθεσης της τροπολογίας για τα «πανωτόκια», θα επιφέρει αλλαγές στη ρύθμιση - πρόκληση που προωθεί. Η δήλωση αυτή, που, στην πραγματικότητα, αποδεικνύει ότι η προχτεσινή μη κατάθεση της σχετικής τροπολογίας στη Βουλή απέβλεπε αποκλειστικά σε λόγους εντυπωσιασμού, έρχεται να επιβεβαιώσει την πλήρη άρνηση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε λύσεις στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες που έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη.
Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα αξιοποίησης της τροπολογίας από ενδιαφερόμενους, που υπό τις απειλές των τραπεζιτών έχουν ήδη προχωρήσει σε ρύθμιση των χρεών τους - κάτι, που, ως γνωστόν απαγορεύει η προτεινόμενη από την κυβέρνηση τροπολογία - ο Γ. Παπαντωνίου, επίσης, δεν άφησε κανένα περιθώριο προσδοκιών. Οπως δήλωσε χαρακτηριστικά, «νομοθετικά δεν μπορεί να γίνει αυτό», ισχυριζόμενος ότι «τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, διότι ανοίγει πλέον όλο το σύστημα των συμφωνιών των τραπεζών και μπορεί να υπάρξουν πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις στο Χρηματιστήριο»! Στο πνεύμα αυτό, τόνισε ότι «αυτό μπορεί να γίνει από τις ίδιες τις τράπεζες. Να υπαγάγουν, δηλαδή, παλαιότερες ρυθμίσεις στη νέα ρύθμιση». Κινδυνολογώντας σε σχέση μ' αυτό, υποστήριξε ότι «αν νομοθετικά παρεμβαίναμε στο ζήτημα αυτό, πλέον όλες οι συμφωνίες και ρυθμίσεις του παρελθόντος μεταξύ δανειοληπτών και τραπεζών θα έμπαιναν σε αμφισβήτηση».
Την ίδια στιγμή, υποστήριξε ότι ειδική αντιμετώπιση μπορεί να έχουν τα αγροτικά χρέη, διευκρινίζοντας ότι εξετάζεται να υπαχθούν νομοθετικά στην τροπολογία οι παλαιότερες ρυθμίσεις αγροτικών χρεών. Το επιχείρημα που πρόβαλε για τη διαφορετική αυτή αντιμετώπιση είναι ότι «η Αγροτική Τράπεζα δεν είναι ακόμα στο Χρηματιστήριο, άρα υπάρχουν εκεί περιθώρια χειρισμού». Στα πλαίσια αυτά, τόνισε ότι θα εξεταστεί ποιο είναι το κόστος ακριβώς για την τράπεζα και πώς θα καλυφθεί. Πρόσθεσε ακόμη ότι «η διαφορά της Αγροτικής Τράπεζας με τις άλλες είναι ότι στις άλλες τράπεζες το κόστος αυτό εμφανίζεται σε αλλαγή ισολογισμών και επηρεάζει το Χρηματιστήριο, ενώ στην Αγροτική Τράπεζα υπάρχει μια άμεση σχέση με το δημόσιο, γι' αυτό με την ΑΤΕ μπορούμε να κάνουμε ρυθμίσεις». Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι η Αγροτική Τράπεζα είναι μία τράπεζα «υποψήφια» προς μετοχοποίηση, πράγμα που σημαίνει ότι η με οποιονδήποτε τρόπο κάλυψη του κόστους, που θα προκύψει από τη ρύθμιση των αγροτικών δανείων για την ΑΤΕ, θα αποτελεί μιας μορφής «προίκα» για τους υποψήφιους μελλοντικούς μνηστήρες της τράπεζας.
Στο ίδιο μήκος κύματος με αυτές του καθ' ύλην αρμόδιου υπουργού, κινήθηκαν και οι δηλώσεις, στις οποίες προέβη χθες για το θέμα των πανωτοκίων και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δ. Ρέππας, ο οποίος ανέφερε σχετικά με τις παλαιότερες ρυθμίσεις ότι «είναι θέμα το οποίο πρέπει να εξετάσουν οι ίδιες οι τράπεζες και αυτό θα ζητηθεί από τα τραπεζικά ιδρύματα», εξαιρώντας από αυτό το πλαίσιο τα αγροτικά δάνεια.
Η προτεινόμενη από την κυβέρνηση τροπολογία - πρόκληση, το περιεχόμενο της οποίας, όπως δηλώνεται κατηγορηματικά από τους αρμοδίους, δεν πρόκειται να αλλάξει, μεταξύ άλλων, προβλέπει:
Πέραν των παραπάνω, η ρύθμιση προβλέπει ότι «η συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση (...) δε δύναται να υπερβεί το πιο κάτω αναφερόμενο πολλαπλάσιο της απαίτησης, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης ή (...) από τότε που η απαίτηση κατέστη εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη» και το οποίο είναι:
Ανάμεσα στα άλλα, η σχετική συμφωνία προβλέπει ακόμα ότι, μέχρι και τις 30 Απρίλη του 2000, οι τράπεζες δε θα λογίζουν τόκους για τη συνολική οφειλή, που θα προκύψει από τη ρύθμιση, ενώ μέχρι τις 31/10/2000 θα σταματήσουν οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης ( πλειστηριασμοί). Οι τράπεζες απελευθερώνονται από τις δεσμεύσεις αυτές από 1/11/2000.
Την ένταξη όλων των αγροτικών δανείων, είτε έχουν ρυθμιστεί στο παρελθόν είτε όχι, προωθεί η κυβέρνηση στη νέα ρύθμιση, σαν χειρονομία... καλής θέλησης και ευσπλαχνίας προς τον αγροτικό κόσμο της χώρας.
Δεν έχει περάσει, όμως, ούτε ένας χρόνος από το Φλεβάρη του 1999, όταν και πάλι η σημερινή κυβέρνηση, εν μέσω κινητοποιήσεων, είχε ανακοινώσει με διθυράμβους, την προώθηση από την ΑΤΕ γενικής και οριστικής - από ό,τι έλεγαν - ρύθμισης των αγροτικών χρεών. Τι έγινε, τελικά, με τη ρύθμιση εκείνη; Γιατί κανείς δε μιλά σήμερα γι' αυτή;
Προφανώς, απέτυχε. Και επειδή απέτυχε, μιλούν σήμερα για ένταξη των καθυστερούμενων αγροτικών δανείων στη νέα ρύθμιση. Για καλό ή για κακό; Γιατί να ζητούν από τους αγρότες να ενταχθούν σε μία ρύθμιση, η οποία έχει καταγγελθεί σαν απροκάλυπτα φιλοτραπεζική, κάτι το οποίο, βέβαια, είναι καλό για τις τράπεζες, όχι, όμως, και για τους αγρότες;