Associated Press |
Από τις κινητοποιήσεις των Τσιγγάνων στη Σλοβακία |
Ξεκινώντας από τα βασικά, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης σχεδόν δέκα χρόνια μετά την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων βρίσκονται σε χειρότερη θέση από ότι ήταν πριν. Η συρρίκνωση των οικονομιών της Ανατολικής Ευρώπης μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού είναι χωρίς προηγούμενο και μπορεί να συγκριθεί, όπως γράφει και η βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν», μόνο με τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του '30! Οι πιο «τυχερές» χώρες, όπως η Ουγγαρία, έχουν χάσει από το 1989 «μόνο» το 20% του εθνικού εισοδήματός τους, ενώ άλλες (όπως οι χώρες της Βαλτικής) συρρικνώθηκαν έως και 40%. Ενδεικτικά, το κατά κεφαλή ΑΕΠ στην Πολωνία είναι 8.000 ευρώ, στην Τσεχία 12.700 ευρώ, στην ουραγό Λετονία περίπου 7.300 ευρώ. Την ίδια ώρα ο κοινοτικός μέσος όρος είναι πάνω από τις 20.000 ευρώ.
Associated Press |
Πολωνός εργάτης στη Γερμανία. Αυτή πρέπει να είναι η «μεταναστευτική απειλή»... |
Και ενώ η φτώχεια και η ανεργία αυξάνονται, οι αστικές δυνάμεις και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης συνεχίζουν την επέλασή τους. Στόχος είναι να δημιουργηθεί ένας πραγματικός καπιταλιστικός «παράδεισος» στον οποίο θα βρει καταφύγιο το δυτικοευρωπαϊκό μεγάλο κεφάλαιο (πολύ περισσότερο στις σημερινές συνθήκες ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας). Στη Σλοβακία φέτος η κυβέρνηση καθιέρωσε ενιαίο φορολογικό συντελεστή ύψους 19% (ίδιο για εταιρίες, πολυεκατομμυριούχους και εργάτες), στην Πολωνία το 19% είναι το φορολογικό όριο για τις επιχειρήσεις, στην Τσεχία οι φόροι για τις επιχειρήσεις θα μειωθούν στο 24% μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, στην Ουγγαρία ο συντελεστής είναι κάτω από το 20%, ενώ στη Λετονία υπάρχουν «ζώνες ανάπτυξης» στις οποίες τα κέρδη των επιχειρήσεων δε φορολογούνται σχεδόν καθόλου.
Παράλληλα, πέρυσι και φέτος, οι περισσότερες από αυτές τις χώρες γνώρισαν πρωτοφανή προγράμματα λιτότητας, προκειμένου να περιοριστούν όσο γίνεται τα δημόσια ελλείμματα (ελλείμματα που φυσικά παραμένουν πάνω από το «επιθυμητό» 3%, εξαιτίας της ανυπαρξίας φορολογικής πολιτικής), με βασικά «θύματα» τις συντάξεις, τα επιδόματα, τους μισθούς και λοιπά κρατικά έξοδα. Στη Σλοβακία το πρόγραμμα λιτότητας προκάλεσε το Μάρτη την εξέγερση των Τσιγγάνων, που είδαν τα μηδαμινά επιδόματα που λάμβαναν να εξαφανίζονται. Στην Τσεχία σημειώθηκαν μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις, ενώ η κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών (CSSD), που δεν έχει την πλειοψηφία, κινδύνευσε με κατάρρευση και ακόμα και τώρα η θέση της παραμένει επισφαλής. Στην Πολωνία το πρόγραμμα λιτότητας προκάλεσε την έκρηξη των εργαζομένων (κινητοποιήσεις ανθρακωρύχων), ενώ και εδώ η κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών, του SLD, παραπαίει. Μόλις σήμερα ανέλαβε ο νέος πρωθυπουργός Μάρεκ Μπέλκα ενώ το SLD κινδυνεύει με πολιτικό αφανισμό. Εξαιρετικά αδύναμη είναι και η συντηρητική κυβέρνηση της Σλοβακίας, όπως και αυτή των Σοσιαλιστών της Ουγγαρίας (MSZP).
Είναι προφανές ότι οι εξαιρετικές θυσίες που επιβάλλουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις στους εργαζομένους έχουν και ανάλογο πολιτικό κόστος. Ωστόσο την ίδια ώρα, με τη σύμπραξη της ΕΕ, όλες οι εναλλακτικές πολιτικές φωνές φιμώνονται. Σχεδόν σε όλες τις χώρες τα κομμουνιστικά κόμματα είναι παράνομα, ενώ οι κομμουνιστές και όσοι αγωνίζονται για τα εργατικά δικαιώματα διώκονται άγρια.
Επιπλέον αποκαλυπτική της υποκρισίας, αλλά κυρίως των προθέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι και η διαβόητη απαγόρευση της μετανάστευσης των εργαζομένων από τις ανατολικές χώρες. Την ίδια ώρα που τα κεφάλαια έχουν ήδη αρχίσει να «μεταναστεύουν» (εκμεταλλευόμενα τους χαμηλούς μισθούς, το ευνοϊκό «επενδυτικό καθεστώς» και το άρτια καταρτισμένο εργατικό δυναμικό), οι εργαζόμενοι θα πρέπει να περιμένουν 7 χρόνια. Στο μεταξύ στη Δύση καλλιεργείται εντέχνως ένα εκπληκτικό κλίμα ρατσισμού και ξενοφοβίας, με τις αστικές εφημερίδες να κάνουν λόγο για το «μεταναστευτικό πρόβλημα» ή για την «εισβολή των μεταναστών».
Πρέπει ακόμη να γίνει σαφές ότι οι κοινοτικές επιδοτήσεις που «εξασφαλίστηκαν» για τις νέες χώρες είναι πραγματικά ψίχουλα. Σε απόλυτους αριθμούς τα έξοδα της ΕΕ για τη χρηματοδότηση της διεύρυνσης από το 1990 μέχρι το 2006 φτάνουν τα 69 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό το ποσό μεταφράζεται σε λιγότερο από 1% του συνολικού ακαθάριστου ευρωπαϊκού προϊόντος, με τιμές του 1999. Σε ετήσια βάση πρόκειται για το 0,05% του ακαθάριστου ευρωπαϊκού προϊόντος! Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι νέες χώρες - μέλη θα πρέπει να πληρώσουν τη συνδρομή τους στον προϋπολογισμό της ΕΕ, δηλαδή περίπου 15 δισεκατομμύρια δολάρια για τη διετία 2004-2006...
Η διεύρυνση (αλλά και ολόκληρη η διαδικασία που προηγήθηκε αυτής) σίγουρα δε γίνεται για το καλό των εργαζομένων των νέων χωρών. Αντιθέτως, στόχος είναι να δημιουργηθεί ένας χώρος περίπου 70 εκατομμυρίων ανθρώπων (από τη Βαλτική μέχρι τη Σλοβενία), στον οποίο τα κέρδη του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου θα είναι τεράστια και ο οποίος -στην ουσία- θα χρησιμοποιηθεί ως αντίβαρο για την επιβολή ανάλογων συνθηκών και στις υπόλοιπες χώρες (κυρίως) της ευρωπαϊκής περιφέρειας.