Copyright 2021 The Associated |
Επαφές από Μπάιντεν και Μπλίνκεν με ομολόγους τους στην περιοχή, για «ενδυνάμωση συμμαχιών» με το βλέμμα στην άνοδο της Κίνας |
Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζεν Ψάκι, τόνισε ότι η συνάντηση δείχνει «πόση σημασία δίνουμε στη στενή συνεργασία με τους συμμάχους και εταίρους μας στην περιφέρεια Ινδικού - Ειρηνικού». Μεταξύ άλλων θα συζητηθούν η πανδημία και οι επιπτώσεις της ειδικά στην οικονομία αλλά και η λεγόμενη «κλιματική κρίση».
Μέχρι τώρα οι συναντήσεις του Quad γίνονταν σε επίπεδο ΥΠΕΞ ή χαμηλόβαθμων αξιωματούχων. Τον τελευταίο καιρό η Ουάσιγκτον ωστόσο εντείνει τις προσπάθειες διεύρυνσης των θεμάτων με τα οποία ασχολείται το σχήμα, με φόντο την προσπάθειά της να αντιμετωπίσει τη ραγδαία άνοδο της Κίνας, ενώ διάφοροι περιγράφουν το Quad ως «πρόπλασμα» ενός «ΝΑΤΟ στην Ασία».
Στην περιοχή θα βρεθούν εξάλλου από τη Δευτέρα οι υπουργοί Εξωτερικών και Αμυνας των ΗΠΑ Αντ. Μπλίνκεν και Λόιντ Οστιν, για επίσημες επαφές σε Ιαπωνία και Νότια Κορέα, από 15 έως 18 Μάρτη, με σκοπό όπως αναφέρεται την «επιβεβαίωση της δέσμευσης των ΗΠΑ για ενδυνάμωση των συμμαχιών μας» στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Στην επιστροφή του από αυτήν την περιοδεία όπου επίσης έχει το βλέμμα στην Κίνα, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών θα πραγματοποιήσει συνάντηση με κορυφαίους Κινέζους αξιωματούχους, στις 18 Μάρτη στην Αλάσκα.
Στο μεταξύ, την αποφασιστικότητα της Γερμανίας να ενισχύσει και στρατιωτικά την αυτοτελή της παρουσία εκτός συνόρων, αναδεικνύει η είδηση ότι το καλοκαίρι θα πλεύσει σε Ασία - Ειρηνικό μια φρεγάτα, με φόντο τη στρατηγική για τον Ινδο-Ειρηνικο που ενέκρινε η γερμανική κυβέρνηση το φθινόπωρο (βλέπε και «Ριζοσπάστης», 25/9/20).
Ο κοινοβουλευτικός υφυπουργός στον ομοσπονδιακό υπουργό Αμυνας, Τόμας Σίλμπεχορν, δήλωσε ότι «δεν έχουμε ακόμα αποφασίσει τις λεπτομέρειες, αλλά εξετάζουμε την Ιαπωνία» ως έναν πιθανό προορισμό που θα απευθύνει σχετική πρόσκληση στη Γερμανία. Πρόσθεσε ότι «θέλουμε να βαθύνουμε τους δεσμούς με τους εταίρους μας στο δημοκρατικό στρατόπεδο», ενώ με το βλέμμα στραμμένο στο Πεκίνο σχολίασε ότι τα σχέδια του Βερολίνου «δεν στρέφονται ενάντια σε κανέναν». Ευρωπαϊκά και ασιατικά ΜΜΕ, επικαλούμενα πηγές από τη γερμανική κυβέρνηση, μετέδιδαν ότι η φρεγάτα θα κάνει στάσεις σε Ιαπωνία, Αυστραλία, Νότια Κορέα, ενώ αναμένεται να λάβει μέρος και σε ασκήσεις σε εξωχώριες κτήσεις της Γαλλίας.
Κατά την επιστροφή του, το γερμανικό πλοίο αναμένεται να διασχίσει και τη Νότια Κινεζική Θάλασσα (ΝΚΘ), για πρώτη φορά μετά το 2002 (όταν γερμανικό πλοίο είχε πάρει μέρος σε εκπαιδευτική άσκηση στην περιοχή). Ο Σίλμπερχορν φέρεται να αναφέρθηκε (γενικά) σε δυνάμεις της περιοχής «στις οποίες δεν μπορεί να επιτραπεί να επιβάλουν τη δική τους τάξη πραγμάτων μέσω της ισχύος τους».
Πάντως, Γερμανοί αξιωματούχοι φέρονται να έχουν διευκρινίσει (ανώνυμα) ότι στη ΝΚΘ η φρεγάτα δεν θα περάσει εντός των ορίων των 12 ναυτικών μιλίων, όπως οριοθετούνται οι κινεζικές διεκδικήσεις.
Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαιρέτισε «τη στήριξη της Γερμανίας για μια διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες στον Ινδο-Ειρηνικό».
Αντίθετα, εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ έσπευσε να σχολιάσει ότι οι χώρες απολαμβάνουν ελευθερία ναυσιπλοΐας και υπερπτήσεων στην πλωτή οδό σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αλλά αυτό «δεν μπορούν να το εκλάβουν ως δικαιολογία για να υπονομεύσουν την κυριαρχία και την ασφάλεια των παράκτιων χωρών».
Σημειωτέον ότι η αποστολή της γερμανικής φρεγάτας σχεδιάζεται σε μία περίοδο που το παζάρι της ΕΕ, και ειδικότερα της Γερμανίας, με την Κίνα, για σύσφιξη της συνεργασίας τους φουντώνει. Την ίδια ώρα, οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ - ΕΕ - Γερμανίας για «αναθέρμανση» των σχέσεών τους συνδέονται άμεσα με τη στάση τους απέναντι στην Κίνα, με κοινές «ανησυχίες» από τη ραγδαία άνοδό της, αλλά και με τις αντιθέσεις να μεγαλώνουν στη βάση των διαφορετικών συμφερόντων των αστικών τους τάξεων.
Νέες ενδο-αφγανικές συνομιλίες οργανώνει η Ρωσία στη Μόσχα
Οι ΗΠΑ«εξετάζουν (μεν) την πλήρη απόσυρση των δυνάμεών τους ως την 1η Μαΐου (σ.σ. όπως προέβλεπε τυπικά η περσινή συμφωνία που είχε παρουσιαστεί με τυμπανοκρουσίες για τα επιτεύγματα της "ειρηνευτικής παρέμβασής" τους)», χωρίς όμως να αποκλείουν «άλλες επιλογές». Αυτό σημειώνει επιστολή του Αμερικανού ΥΠΕΞ Αντ. Μπλίνκεν προς την αφγανική ηγεσία, όπου η Ουάσιγκτον υπογραμμίζει τη σημασία επανέναρξης των διαπραγματεύσεων μεταξύ αφγανικής κυβέρνησης και Ταλιμπάν.
Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι η Ουάσιγκτον κατέθεσε πρόταση ο νέος γύρος συνομιλιών να οργανωθεί στην Κωνσταντινούπολη, πρόταση που εκτός των άλλων αναδεικνύει και τη διατήρηση μιας αμερικανο-τουρκικής... συνεννόησης σε διάφορα θέματα.
Στη επιστολή του ο Μπλίνκεν κάνει λόγο για ανάγκη διπλωματικών προσπαθειών «υψηλού επιπέδου» «για να κινηθούν πιο θεμελιακά και γρήγορα» τα μέρη «προς διευθέτηση» της σύγκρουσης και «μόνιμη και πλήρη κατάπαυση του πυρός».
Ενδεικτική είναι και η πρόταση που προωθούν οι ΗΠΑ περί συνάντησης Μπλίνκεν για το Αφγανιστάν με τους ομολόγους του από Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Πακιστάν και Ιράν. Η συγκεκριμένη πρόταση ήδη συζητήθηκε σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε ο Αμερικανός ειδικός απεσταλμένος για το Αφγανιστάν, Ζαλμάι Χαλιλζάντ, με τον Ινδό ΥΠΕΞ Σ. Τζαϊνσάκαρ. Τη Δευτέρα, ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νεντ Πράις δήλωσε ότι ο Χαλιλζάντ το επόμενο διάστημα θα έχει σειρά επαφών στην Ντόχα (όπου έχουν γίνει εντατικές συναντήσεις για το Αφγανιστάν) και πρόσθεσε: «Εμείς έχουμε συνεχίσει την ενθάρρυνση όλων των πλευρών για να συμμετάσχουν εποικοδομητικά στη διαδικασία, αναγνωρίζοντας ότι είναι μια περίοδος κατά την οποία μπορεί να υπάρξει πρόοδος».
Στο μεταξύ, ο πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της αμερικανικής Γερουσίας Μπομπ Μενέντεζ δήλωσε «πολύ ανήσυχος για τη βιωσιμότητα της ειρηνευτικής διαδικασίας στο Αφγανιστάν», υποστηρίζοντας ότι οι Ταλιμπάν δεν τηρούν τις δεσμεύσεις τους και επέμεινε ότι «χρειάζεται επανεξέταση του χρονοδιαγράμματος» (της 1ης Μάη).
Την ίδια ώρα, η Ρωσία προσπαθεί να αναβαθμίσει τον δικό της ρόλο στην «ειρηνευτική διαδικασία», οργανώνοντας νέα συνάντηση για το Αφγανιστάν, στις 18 Μάρτη στη Μόσχα. Σύμφωνα με εκπρόσωπο της αφγανικής κυβέρνησης, η Καμπούλ και οι Ταλιμπάν έχουν ήδη λάβει σχετική πρόσκληση, «όπως και άλλες χώρες». Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αρνήθηκε να επιβεβαιώσει τη συμμετοχή των ΗΠΑ στη συνάντηση.
Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι δήλωσε την Τρίτη ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν σκοπεύει να τροποποιήσει τους περιορισμούς της απέναντι στην Κούβα βραχυπρόθεσμα, προσθέτοντας πως «μια αλλαγή πολιτικής προς την Κούβα δεν είναι επί του παρόντος μεταξύ των κορυφαίων προτεραιοτήτων του Προέδρου Μπάιντεν».
Η κυβέρνηση Μπάιντεν, επιμένοντας στην πολιτική του πολύμορφου εμπορικού και χρηματοπιστωτικού αποκλεισμού κατά της Κούβας, επιχειρεί ωστόσο - όπως έκανε και η κυβέρνηση Ομπάμα - να κάνει κάποια «ανοίγματα» προκειμένου να υπηρετήσει καλύτερα τους στόχους της σε βάρος του κουβανέζικου λαού. Ετσι, ενώ διατηρεί τον αποκλεισμό, δηλώνει για παράδειγμα ότι έχει δεσμευτεί να επανεξετάσει την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ στις 11 Γενάρη να εντάξει την Κούβα στον κατάλογο των χωρών που «υποθάλπουν την τρομοκρατία».
Στο ίδιο πλαίσιο, στις αρχές Μάρτη πολυμελής ομάδα Δημοκρατικών γερουσιαστών έστειλε επιστολή στον Μπάιντεν με την οποία ζήτησαν αλλαγή στους σκληρούς περιορισμούς που επιβάλλουν οι ΗΠΑ κατά της Κούβας, προβάλλοντας «ανθρωπιστικούς» και «οικονομικούς» λόγους. Ουσιαστικά εκφράζουν το τμήμα εκείνο της αστικής τάξης το οποίο θεωρεί ότι η πολιτική του αποκλεισμού δεν είναι η πιο αποτελεσματική για την επίτευξη του στόχου της «μετάβασης της Κούβας στη δημοκρατία», όπως χαρακτηρίζεται η επιδιωκόμενη αντεπανάσταση. Ταυτόχρονα, σύμβουλοι του Μπάιντεν συγκλίνουν στο ότι μια χαλάρωση στο ζήτημα των εμβασμάτων προς το Νησί θα μπορούσε να ενισχύσει τις σχέσεις με το στοιχείο των Κουβανοαμερικανών.
Νέες επιθέσεις εξαπέλυσαν χτες οι δυνάμεις ασφαλείας στη Μιανμάρ, όπου εντείνεται η καταστολή των διαδηλώσεων ενάντια στο πραξικόπημα της 1ης Φλεβάρη.
Αυτήν τη φορά εισέβαλαν σε εργατογειτονιές όπου μένουν πολλοί σιδηροδρομικοί, ο κλάδος των οποίων έχει από τους πρώτους ξεκινήσει κινητοποιήσεις κατά του πραξικοπήματος. Η Ομοσπονδία Ενώσεων Εργαζομένων στους σιδηροδρόμους έχει απευθύνει κάλεσμα για πανεθνική απεργία εδώ και μέρες.
Στο μεταξύ, τα θύματα της καταστολής σε όλη τη χώρα εκτιμάται ότι ξεπερνούν πια τα 60.
Την ίδια στιγμή, συνεχίστηκαν οι συζητήσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για την έκδοση κοινής ανακοίνωσης. Το πρακτορείο «Ρόιτερς» αναφέρει ότι τελικά επιτεύχθηκε συμφωνία με βάση βρετανικό προσχέδιο, αφού πρώτα όμως - μετά από ενστάσεις της Κίνας, της Ρωσίας κ.ά. - αφαιρέθηκαν οι αναφορές στο πραξικόπημα και σε «πιθανά περαιτέρω μέτρα». Σύμφωνα με το πρακτορείο, το κείμενο που καταλήχθηκε «καταδικάζει τη βία ενάντια σε ειρηνικούς διαδηλωτές» και καλεί το στρατό «να επιδείξει απόλυτη αυτοσυγκράτηση», τονίζοντας ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας «παρακολουθεί την κατάσταση στενά».
Βροχή νομοσχεδίων κατακλύζει το αμερικανικό Κογκρέσο, με πολλά από αυτά να ψηφίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη συνέχεια να γίνονται αντικείμενο παζαριών στη Γερουσία, με την Εθνοφρουρά να παραμένει έξω από το Καπιτώλιο τουλάχιστον έως το Μάη, στη βάση σεναρίων και πληροφοριών για πιθανές κινήσεις ακροδεξιών.
Χτες, η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε νομοσχέδιο για την «προστασία των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων» - το οποίο θεωρείται πολύ πιθανό να μπλοκαριστεί στη Γερουσία από τους Ρεπουμπλικανούς - με στόχο τη φιλοτέχνηση ενός δήθεν «φιλεργατικού» προφίλ για την κυβέρνηση Μπάιντεν αλλά και την «αναζωογόνηση» της δυνατότητας του κυβερνητικού - εργοδοτικού συνδικαλισμού να ενσωματώνει πλατύτερες μάζες εργατών, στη φάση της νέας οικονομικής κρίσης και της προσπάθειας διαχείρισής της με εκτεταμένη κρατική παρέμβαση υπέρ του κεφαλαίου, με το περιβόητο «Νέο New Deal». Κι όλα αυτά λίγες μέρες αφότου οι Δημοκρατικοί πέταξαν εκτός του πακέτου «βοήθειας» για την πανδημία, ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων, ακόμα και την πρόβλεψη για αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 15 δολάρια, που και πάλι δεν θα επαρκούσε για τα στοιχειώδη...
Χτες, εξάλλου, διακομματική ομάδα βουλευτών και γερουσιαστών προώθησε για συζήτηση νομοσχέδιο που θα διευκολύνει μεγάλα ΜΜΕ να διαπραγματευτούν συλλογικά με διαδικτυακές πλατφόρμες και μονοπώλια όπως η «Google» και το «Facebook», που εκμεταλλεύονται και κερδοσκοπούν από τη δουλειά χιλιάδων δημοσιογράφων, στερώντας έσοδα από ομίλους ΜΜΕ.