Η τοποθέτηση της Λαγκάρντ ήρθε ως απάντηση σε κοινή επιστολή οικονομολόγων που ζήτησαν διαγραφή μέρους του χρέους που έχει στα κιτάπια της η ΕΚΤ, ώστε να απελευθερωθούν πόροι για επενδύσεις, οι οποίοι αλλιώς πρέπει να πάνε στην αναχρηματοδότηση των δανείων αυτών.
Παρά την προσπάθεια δυνάμεων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, να παρουσιάσουν την αντιπαράθεση αυτή ως περίπου τη μάχη του «φωτός» με το «σκοτάδι» και απόδειξη των «εμμονών» των «νεοφιλελεύθερων» επιτελείων, πρόκειται πραγματικά για μια αντιπαράθεση στο γήπεδο του κεφαλαίου, όπου όλες οι πλευρές παίζουν «μονότερμα» τους λαούς και τις ανάγκες τους.
Γιατί, βέβαια, η Λαγκάρντ λέει εκείνο που ο κόσμος έχει «τούμπανο» και τα αστικά επιτελεία κρυφό καμάρι: Πως δηλαδή το «φούσκωμα» των κρατικών χρεών που γίνεται αυτές τις μέρες, εξαιτίας της προσπάθειας όλων των κυβερνήσεων να θωρακίσουν τους επιχειρηματικούς ομίλους από τη νέα καπιταλιστική κρίση, στον αμέσως «επόμενο τόνο» θα φορτωθεί με νέα σκληρά μέτρα και περικοπές στις πλάτες των λαών.
Το γεγονός αυτό δεν το αλλάζουν ούτε «κατά μία τρίχα» προτάσεις όπως αυτές των οικονομολόγων που λένε πως «χρωστάμε στους εαυτούς μας το 25% του χρέους μας κι αν αποπληρώσουμε το ποσό αυτό, θα πρέπει να το βρούμε αλλού, είτε δανειζόμενοι για να το αναχρηματοδοτούμε αντί να επενδύουμε, είτε αυξάνοντας τους φόρους, ή μειώνοντας τις δαπάνες». Επί της ουσίας, δηλαδή, ζητάνε οι λαοί να πληρώσουν «από την άλλη τσέπη» τα δανεικά κι αγύριστα για τη στήριξη των επενδύσεων του κεφαλαίου, ώστε να μη στερηθεί με νέους φόρους και χαράτσια και άλλο «οξυγόνο» από τη ζήτηση.
Με βάση και αυτό το γεγονός, η συζήτηση αυτή προσπαθεί να κρύψει ότι και τα «δανεικά» που από τον έναν ή άλλον δρόμο θα πληρώσουν οι λαοί, δεν πάνε για να καλυφτούν οι λαϊκές ανάγκες, αλλά για να θωρακιστεί η καπιταλιστική κερδοφορία που τις υπονομεύει.
Κάθε άλλο, δηλαδή, πρόκειται για «ταξικά ουδέτερα» μέτρα από τα οποία όλοι κερδίζουν και το ζήτημα είναι να «μοιραστούν δίκαια και τα βάρη», όπως λένε η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα.
Χαρακτηριστικά είναι π.χ. τα μέτρα που εμφανίζονται με τον φερετζέ της προστασίας των «θέσεων εργασίας» όπως τα μέτρα που εφαρμόζει η κυβέρνηση της ΝΔ με το πρόγραμμα «Συν-Εργασία», τα οποία λειτουργούν σαν επιπλέον «πολιορκητικός κριός» για μισθούς, χρόνο εργασίας, Συλλογικές Συμβάσεις κ.ο.κ.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και σε ό,τι αφορά τους αυτοαπασχολούμενους και επαγγελματίες, εκεί όπου «το μπαλάκι» των χρεών κ.τ.λ. πετιέται παρακάτω, ενώ πλέον στο όνομά του ότι «υπάρχουν περιορισμένες δυνατότητες για απεριόριστες ανάγκες», όπως έλεγε τις προάλλες ο υπουργός Οικονομικών, ήδη σχεδιάζονται μέτρα ακόμα πιο στοχευμένα στις «βιώσιμες» επιχειρήσεις, σφίγγοντας παραπέρα τη θηλιά στους καταχρεωμένους επαγγελματίες.
Οντως, αυτό το «καθήκον», για να βρουν νέες κερδοφόρες διεξόδους τα συσσωρευμένα κεφάλαια, όπως και όσα συνδέονται με αυτό το καθήκον, οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που επιταχύνονται, είναι το «ουσιώδες» για το κεφάλαιο και τους διαχειριστές τού σήμερα.
Κι αν αυτό το στοιχείο «βγαίνει από τη συζήτηση» και την αντιπαράθεση, είναι γιατί ακριβώς σε αυτό όλες οι μερίδες του κεφαλαίου και οι διάφορες «εκδοχές» της αστικής διαχείρισης τα «βρίσκουν».
Αυτό, άλλωστε, στα «καθ' ημάς» δείχνουν και το «σχέδιο Πισσαρίδη» και το σχετικό πρόγραμμα που καταρτίζει η κυβέρνηση της ΝΔ, όσο και τα «σχέδια αντι-Πισσαρίδη» του ΣΥΡΙΖΑ και των υπολοίπων, που κυριολεκτικά μοιάζουν «σαν δυο σταγόνες νερό».
Μερικούς, μόλις, μήνες απ' όταν τα αστικά επιτελεία «πανηγύριζαν» για τον συμβιβασμό γύρω από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα βήματα στην «ολοκλήρωση» της ΕΕ που αυτό σηματοδοτεί, η σημερινή συζήτηση για το πώς τα νέα βάρη θα φορτωθούν στις πλάτες των λαών δείχνει πως κάθε βήμα προς την «ολοκλήρωση» και ενοποίηση της ΕΕ είναι βήμα προς αντιδραστική κατεύθυνση, ενώ κάθε άλλο παρά αναιρεί τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής ένωσης που πληρώνουν οι λαοί.
Με τη συζήτηση και την αντιπαράθεση να βρίσκονται κατά βάση «μπροστά», αφού μπροστά είναι και οι βαριές συνέπειες της νέας καπιταλιστικής κρίσης, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα χρειάζεται καθαρά να δουν ότι ο αγώνας για να πάρουν «ανάσες» ανακούφισης, για να μην πληρώσουν και τη νέα κρίση του κεφαλαίου, είναι αγώνας απέναντι σε όλες τις «εκδοχές» της αστικής διαχείρισης, με τη σημαία των δικών τους σύγχρονων αναγκών.
«Οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας παραμένουν άνισες μεταξύ των κρατών - μελών και η ταχύτητα της ανάκαμψης επίσης προβλέπεται να ποικίλλει σημαντικά». Αυτό επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση με τις Χειμερινές Προβλέψεις 2021, προχωρώντας σε νέο χαμήλωμα του πήχη της όποιας αναμενόμενης για τη φετινή χρονιά ανάκαμψης, τόσο στην Ευρωζώνη όσο και συνολικά στην ΕΕ.
Μάλιστα, παρά την όποια επιτάχυνση και τη βελτίωση των προβλέψεων μετά το β΄ εξάμηνο της φετινής χρονιάς, η Κομισιόν χαρακτηριστικά αναφέρει: «Υπάρχει επίσης κίνδυνος η κρίση να αφήσει βαθύτερα πλήγματα στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της ΕΕ, ειδικότερα με εκτεταμένες πτωχεύσεις και απώλειες θέσεων εργασίας. Αυτό θα έπληττε επίσης τον χρηματοπιστωτικό τομέα και θα οδηγούσε σε αύξηση της μακροχρόνιας ανεργίας και σε επιδείνωση των ανισοτήτων».
Σε επίπεδο Ευρωζώνης η εκτίμηση για το ρυθμό βύθισης του ΑΕΠ στη διάρκεια του 2020 φτάνει στο -6,8%, ενώ οι ρυθμοί ανάκαμψης προβλέπονται για το 2021 στο 3,8% (από 4,2% στην προηγούμενη έκθεση με τις Φθινοπωρινές Προβλέψεις) και το 2022 επίσης στο 3,8% (από 3%).
Αντίστοιχα, για την ΕΕ προβλέπεται κατρακύλα 6,3% για το 2020, ανάκαμψη 3,7% φέτος και 3,9% το 2022.
Μεταξύ άλλων οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάκαμψης του ΑΕΠ για το 2021 και το 2022 διαμορφώνονται ως εξής:
Γερμανία: 3,2%, 3,1% (από -5% το 2020)
Γαλλία: 5,5%, 4,4% (από -8,3%)
Ιταλία: 3,4%, 3,5% (από -8,8%)
Ισπανία: 5,6%, 5,3% (από -11%)
Πορτογαλία: 4,1%, 4,3% (από -7,6%).
Σύμφωνα με την Κομισιόν, ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ισχυρότερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη, καθώς για την ώρα οι εν λόγω χρηματοδοτήσεις προς τους επιχειρηματικούς ομίλους δεν έχουν ενσωματωθεί στις παραπάνω προβλέψεις.
Από την άλλη πλευρά, τονίζεται ότι η πανδημία θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να αποδειχθεί πιο επίμονη ή πιο σοβαρή σε σχέση με την παραδοχή της παρούσας πρόβλεψης ή να σημειωθούν καθυστερήσεις στην υλοποίηση των προγραμμάτων εμβολιασμού. Οπως λένε, μια τέτοια εξέλιξη θα επηρέαζε το χρονοδιάγραμμα και τους ρυθμούς της αναμενόμενης ανάκαμψης.
Σε αυτό το πλαίσιο ο επίτροπος Οικονομικών της ΕΕ, Π. Τζεντιλόνι, υπογράμμισε ότι «η οικονομία της ΕΕ προβλέπεται να επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα του ΑΕΠ το 2022, νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν - αν και η απώλεια παραγωγής του 2020 δεν θα αντισταθμιστεί τόσο γρήγορα ούτε με τον ίδιο ρυθμό σε ολόκληρη την Ενωση». Επιπλέον, όπως είπε, οι προβλέψεις αυτές υπόκεινται σε πολλαπλούς κινδύνους, που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τις νέες μεταλλάξεις της COVID-19 και με την παγκόσμια επιδημιολογική κατάσταση.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, η εκτιμώμενη βύθιση του ΑΕΠ για το 2020 αναμένεται σε 10%, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση στη λίστα με τη μεγαλύτερη κατρακύλα, μετά την Ισπανία (11%).
Για το 2021 και το 2022 προβλέπονται ρυθμοί μερικής ανάκαμψης 3,5% (από 5% προηγουμένως) και 5% (από 3,5%) αντίστοιχα, ενώ η επάνοδος της οικονομικής δραστηριότητας στα επίπεδα του 2019 παραπέμπεται για το 2023!
Παράλληλα, λόγω και του ειδικού βάρους που έχει ο τουρισμός στην οικονομική δραστηριότητα, η Κομισιόν υπογραμμίζει χαρακτηριστικά: «Η πρόβλεψη παραμένει υπό μεγάλη αβεβαιότητα. Οι εξελίξεις σχετικά με την παγκόσμια κρίση στην υγεία και την εφαρμογή εμβολιασμού θα είναι κρίσιμες για την ανάκαμψη του τουρισμού και την ταχύτητα ανάκαμψης στον ιδιωτικό τομέα μετά τη λήξη των κυβερνητικών μέτρων στήριξης». Επιπλέον, όπως επισημαίνεται, «οι γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή και η μεταναστευτική κρίση προσθέτουν αβεβαιότητα στις προβλέψεις».