Διαβεβαίωσε επίσης ότι θα προχωρήσουν απρόσκοπτα οι φοροελαφρύνσεις, πρώτα και κύρια για το κεφάλαιο: «Ο πρώτος γύρος μείωσης των φόρων και της φορολογίας για τις επιχειρήσεις και τον ΕΝΦΙΑ θα συμβεί την 1η Ιανουαρίου του 2020. Είμαι βέβαιος ότι έχουμε τον δημοσιονομικό χώρο ώστε να γίνει πράξη στον προϋπολογισμό του 2020», είπε.
Τάχθηκε εξάλλου ξανά υπέρ της ανάπτυξης της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας, μέσα από την προσέλκυση «ιδιωτικών επενδύσεων», με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όπως νέα κίνητρα και επιδοτήσεις.
Εταξε επίσης μια πιο «αποτελεσματική» διαχείριση της - έτσι ή αλλιώς - εχθρικής για το λαό κρατικής μηχανής, «με στοχευμένες προσλήψεις και περιορισμό τους μόνο εκεί όπου χρειάζεται», προαναγγέλλοντας δηλαδή και παραπέρα περικοπές.
Και όλα αυτά με τη σιγουριά ότι μπορεί να το πράξει, επιχαίροντας για την «πολύ ισχυρή εντολή» που έλαβε στις εκλογές, θεωρώντας ότι το εκλογικό αποτέλεσμα του λύνει τα χέρια να εφαρμόσει τα σχέδιά του.
Εκφράζοντας δε τους στόχους της ντόπιας αστικής τάξης για γεωστρατηγική της αναβάθμιση στον διεθνή περίγυρο, είπε ότι το 2021, στα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, θέλει η Ελλάδα να αποπνέει «δυναμισμό και αισιοδοξία, με μία ισχυρή ομογένεια που θα στηρίζει τη χώρα». Επίσης, «να είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στις προκλήσεις ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου και να πάψει να θεωρείται φορέας των προβλημάτων που χαρακτηρίζουν την Ευρώπη».
Ανοίγει μέρα με τη μέρα περισσότερο η συζήτηση για τον «μετασχηματισμό» του ΣΥΡΙΖΑ, τις οργανωτικές και άλλες αλλαγές που υπαγορεύουν ο νέος του ρόλος στο αστικό πολιτικό σύστημα, ως ο «εδραιωμένος» πόλος της σοσιαλδημοκρατίας, και η ανάγκη να ανταποκριθεί αποτελεσματικότερα στην προσπάθεια χειραγώγησης του λαού. Ο τρόπος που αυτό θα επιτευχθεί βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων στα κομματικά όργανα: Μια πρώτη συζήτηση έγινε την Τετάρτη στην Πολιτική Γραμματεία, ενώ αύριο συνεδριάζει η Κεντρική Επιτροπή για την αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος.
Με ορίζοντα το τακτικό συνέδριο, που τοποθετείται χρονικά στα τέλη Νοέμβρη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να έχουν καταληχθεί και σε ένα βαθμό προχωρήσει στην πράξη οι επιδιωκόμενες αλλαγές, με τον Αλ. Τσίπρα να ζητά από την ΠΓ «καμπάνια εγγραφών» το αμέσως επόμενο διάστημα, άνοιγμα ουσιαστικά των οργανώσεων του κόμματος, για να κλείσει η ψαλίδα ανάμεσα στις οργανωμένες του δυνάμεις και στους ψηφοφόρους του.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας οι σχέσεις με το ΚΙΝΑΛ βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, καθώς πολλοί παραδέχονται ότι καμία οργανωτική αλλαγή δεν θα λύσει αυτόματα το πρόβλημα της απουσίας ερεισμάτων σε πεδία όπως η Τοπική Διοίκηση και το συνδικαλιστικό κίνημα, όπου ακόμα το ΚΙΝΑΛ διατηρεί θέσεις τις οποίες εποφθαλμιά η Κουμουνδούρου.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο γραμματέας του κόμματος Π. Σκουρλέτης ενθάρρυνε σε χτεσινές του δηλώσεις φωνές στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ όπως αυτή του προσφάτως παραιτηθέντα Στ. Μαλέλη, λέγοντας: «Θεωρώ ότι είναι θετικές αυτές οι φωνές, οι οποίες θέτουν πραγματικά το ζήτημα όπως πρέπει να είναι, δηλαδή να υπάρχει ένας ανοιχτός διάλογος σε προγραμματική βάση ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ, την πλατιά αριστερή δημοκρατική παράταξη - διότι αυτό εκφράζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ - με το ΚΙΝΑΛ. Να υπάρχει ένας διάλογος και όχι σχέσεις πολεμικής...». Ενώ, δείχνοντας και το πώς η «προγραμματική» αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ - με βάση πάντα το πρόγραμμα του κεφαλαίου - θα αξιοποιηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, ο Σκουρλέτης συμπλήρωσε πως «όντας και οι δύο δυνάμεις στην αντιπολίτευση και έχοντας μια ακραία νεοσυντηρητική - νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση απέναντί μας, θεωρώ ότι είναι προς όφελος του ελληνικού λαού να μπορέσουμε να συντονίσουμε τα βήματά μας, για να κάνουμε πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση (...) Θεωρώ αναγκαία και μόνιμη την απεύθυνσή μας, σχηματικά πάντοτε μιλώντας, και προς τα αριστερά και προς την κεντροαριστερά».
Στο ίδιο πνεύμα και ο βουλευτής του κόμματος Κ. Ζαχαριάδης, σε συνέντευξή του στον ρ/σ του ΑΠΕ - ΜΠΕ, επεσήμανε την καθυστέρηση, λέγοντας: «Αυτό το οποίο δεν κάναμε από το 2012 μέχρι το 2019 πρέπει να το κάνουμε τώρα (...) Ολα τα κόμματα στην ιστορική τους διαδρομή μετεξελίσσονται, αλλάζουν. Κανένα κόμμα δεν είναι σταθερό, υπάρχουν κάθε μέρα μικρές αλλαγές, μικρές μετατοπίσεις, που σε ένα βάθος χρόνου δημιουργούν νέα δεδομένα (...) Ολα αυτά τα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να οργανώσει και να αντιστοιχήσει την εκλογική και την πολιτική του επιρροή σε οργανωτικές δομές και υποδομές και σε δυνατότητα επικοινωνίας με την κοινωνία».
Υποστήριξε δε ως αναγκαία τη συνεργασία με το ΚΙΝΑΛ: «Νομίζω ότι χρειάζεται και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη μία επανίδρυση του πολιτικού και κοινωνικού χώρου που εδράζεται στο ιστορικό παρελθόν της αριστεράς, της οικολογίας και της σοσιαλδημοκρατίας. Η προοδευτική παράταξη, αν θέλει να γίνει ξανά πλειοψηφική, πρέπει να ενωθεί, να αποκτήσει κοινούς πολιτικούς τόπους και στόχους και να δημιουργήσει τις πολιτικές και προγραμματικές προϋποθέσεις μιας συνολικής ανάκαμψης και αντεπίθεσης με ορίζοντα το 2020, το 2025 και το 2030, το 2050».
Την «αυτονομία» του ΚΙΝΑΛ απέναντι σε ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίστηκε ξανά χτες μιλώντας στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΚΙΝΑΛ η Φ. Γεννηματά, κόντρα σε άλλες φωνές στο εσωτερικό του κόμματός της, διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι «συνομιλεί» και με τους δύο στη γραμμή της «εθνικής συνεννόησης», για την κερδοφορία του κεφαλαίου και τη σταθερότητα της εξουσίας του.
Η Φ. Γεννηματά κατηγόρησε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ότι είχαν κοινό στόχο «να λεηλατήσουν αμφίπλευρα» το κόμμα της, το οποίο «μέσα σε δύσκολες συνθήκες» κατάφερε να «σταθεί όρθιο», αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι «δεν συντελέστηκε η επιδιωκόμενη ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών» και ότι «σειρά πρωτοβουλιών για την ενότητα, τη διεύρυνση και την ανασύνθεση του πολιτικού μας χώρου (...) δεν απέδωσε όλα όσα προσδοκούσαμε».
Με σαφείς αιχμές προς το εσωτερικό του κόμματος απέδωσε την εξέλιξη αυτή στο ότι «δεν πίστεψαν όλοι δυστυχώς σε αυτήν την προσπάθεια» και κάλεσε «ιδιαίτερα οι κρυπτόμενοι στον αγώνα, που αρχίζουν τώρα, με κίνητρο τις προσωπικές τους φιλοδοξίες να εμφανίζονται» να αναρωτηθούν «αν θα υπήρχαμε καν σήμερα αν δεν είχε προηγηθεί αυτή η προσπάθεια. Μιλάω γι' αυτούς που και το 2015 έλεγαν να διαλυθεί το ΠΑΣΟΚ, να γίνει "Επινέ" (σ.σ. συνέδριο του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπου είχαν ληφθεί τέτοιες αποφάσεις) με διαδικασίες μακριά από τη βάση της παράταξης».
Σπόντα που ερμηνεύεται ότι στοχεύει και τον ευρωβουλευτή του ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκη, ο οποίος μιλώντας προηγουμένως στον ρ/σ «News 24/7», τόνιζε ότι «το εκλογικό αποτέλεσμα δεν συμβαδίζει με τις προσδοκίες του κόμματός μας. Οφείλουμε να συζητήσουμε τα αίτια και να δούμε συντεταγμένα τις επόμενες κινήσεις». Ερωτηθείς, μάλιστα, αν τίθεται θέμα ηγεσίας, απάντησε ότι «στα όργανά μας συζητάμε για όλα», παραπέμποντας στις συνεδριάσεις του Πολιτικού Συμβουλίου χτες και της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΚΙΝΑΛ σήμερα.
Η, δε, Γεννηματά, πιθανόν για να φρενάρει τέτοιες εξελίξεις, πρότεινε, προκειμένου να μελετηθούν τα στοιχεία των πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων «και συνολικά η πολιτική και εκλογική πορεία της παράταξής μας από την αρχή της κρίσης», «να συγκροτηθεί ειδική επιτροπή από πρόσωπα κύρους και ευρύτερης αποδοχής, με χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης του έργου της τον Οκτώβρη» και το πόρισμά της να παρουσιαστεί και να συζητηθεί στην ΚΠΕ.
Επίσης, φωτογραφίζοντας τον Μιχ. Χρυσοχοΐδη, στηλίτευσε «την προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη να συνεχίσει τις απαράδεκτες πρακτικές του κ. Τσίπρα για την αναζήτηση και εξαγορά "πρόθυμων"», συμπληρώνοντας ότι «κάποιοι όχι μόνο δεν είχαν τα κότσια να δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο, τις υπόγειες συναλλαγές τους, αλλά έμειναν μέσα, ως δούρειοι ίπποι για να υπονομεύσουν».
Να καταγραφεί, βέβαια, εδώ, η τοποθέτηση του Γ. Καμίνη, στο ρ/σ «News 24/7», ότι «στα θετικά της γαλάζιας κυβέρνησης είναι ορισμένα στελέχη του, όπως ο Μ. Χρυσοχοΐδης». Πάντως, ασπάστηκε τη γραμμή της ηγεσίας, ότι «το τρίτο κόμμα έχει δική του αυτόνομη πολιτική» και ζήτησε να μη γίνεται δραματοποίηση, με φόντο το εκλογικό αποτέλεσμα, το οποίο χαρακτήρισε «ποσοστό αφετηρίας».
Σε κάθε περίπτωση, η Φ. Γεννηματά διαβεβαίωνε, ξανά χτες, ότι το ΚΙΝΑΛ θα είναι «αντιπολίτευση, υπεύθυνη και προγραμματική» και «σταθερή στην εθνική συνεννόηση» για τα μεγάλα «εθνικά» θέματα που απασχολούν το κεφάλαιο, όπως αυτά για τα πλεονάσματα και τη συνταγματική αναθεώρηση, όπως επίσης και ότι «από θέσεις ιδεολογικοπολιτικής αυτονομίας», όπως «ασκεί την κριτική του και στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, μπορεί να συνομιλεί και με τη ΝΔ και με τον ΣΥΡΙΖΑ». Οτι «η κριτική του είναι διμέτωπη, αλλά και η δυνατότητα διαλόγου είναι αμφίπλευρη».
«Και επειδή», συνέχισε, «κάποιοι αρχίζουν το βιολί της ουράς του δήθεν προοδευτικού πόλου του ΣΥΡΙΖΑ, επαναλαμβάνω: Είμαστε ένα κόμμα τελείως διαφορετικό από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τις σύγχρονες σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις», επιχείρησε να ξεκόψει απόψεις όπως του Δ. Κρεμαστινού που, ήδη από προχτές, επέμεινε ξανά για «διάλογο» με τον ΣΥΡΙΖΑ.