Στα σκαριά μια νέα κυβέρνηση, για να ηγηθεί της νέας αντιλαϊκής επίθεσης
ANSA |
Ο εντολοδόχος πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε |
Η πρόοδος στις συνομιλίες «Κινήματος 5 Αστέρων» (M5S) και «Λέγκας» για τη διαμόρφωση προγράμματος μιας λεγόμενης «κυβέρνησης της αλλαγής» και η πρόταση για να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Τζουζέπε Κόντε (που εμφανίζεται ως καθηγητής Νομικής με πειραγμένο όμως βιογραφικό), οι προσκλήσεις για να δοθεί προτεραιότητα στο «Made in Italy» (την ανταγωνιστικότητα της ιταλικής οικονομίας), αναδεικνύουν ότι η ιταλική αστική τάξη μελετά και αξιολογεί τις συμμαχίες της, αναζητώντας όσο το δυνατόν περισσότερα πλεονεκτήματα για τη νέα κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης που σχεδιάζει, αλλά και για την ορμητικότερη αναμέτρηση με τους ανταγωνιστές της, δεδομένων και των μεγάλων απωλειών που έχει υποστεί, ειδικά μετά την εκδήλωση της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης του 2008.
Σύμφωνα με τα όσα είχαν διαρρεύσει έως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, στο πρόγραμμα που είχαν διαπραγματευτεί M5S και «Λέγκα» διακηρύσσεται η παραμονή σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, αλλά διεκδικώντας νέους όρους. Είναι ενδεικτικό ότι επισημαίνεται πως χρειάζεται «ένα άνοιγμα προς τη Ρωσία, βλέποντάς την όχι ως απειλή, αλλά ως εμπορικό και οικονομικό εταίρο» και «ως στρατηγικό συνομιλητή με στόχο την επίλυση των περιφερειακών κρίσεων». Ακόμα, κρίνεται «απαραίτητη η εκ νέου συζήτηση των Συνθηκών της ΕΕ και του βασικού νομοθετικού πλαισίου», κατοχύρωση της δυνατότητας «στα κράτη - μέλη να αποσυρθούν από τη νομισματική ένωση (ευρώ) και άρα να επαναφέρουν τη νομισματική τους κυριαρχία». Επιπλέον, ορισμένα δημοσιεύματα υποστήριζαν ότι μια κυβέρνηση M5S - «Λέγκας» θα θέσει θέμα «κουρέματος» του δημόσιου χρέους, αναζωπυρώνοντας επικρίσεις προς τη Ρώμη αλλά και όλους όσοι ζητούν χαλαρότερη αντιμετώπιση σε θέματα δημοσιονομικής πειθαρχίας. Πάντως, πηγές των δύο κομμάτων διέψευσαν «σενάρια» περί κίνησης διαδικασιών για την έξοδο της Ιταλίας από την Ευρωζώνη.
Την Τετάρτη, ο πρόεδρος της Ενωσης των Ιταλών βιομηχάνων Confindustria Βιντσέντζο Μπότσια δήλωσε πως «χρειαζόμαστε μια πολιτική που θα εγγυηθεί την κλιμακούμενη μείωση του δημόσιου χρέους ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη». Ταυτόχρονα, ο Μπότσια ανέφερε ότι «δεν είναι ακόμα σαφές» αν μια κυβέρνηση M5S - «Λέγκας» θα βρει όλους τους πόρους που χρειάζεται για να καλύψει τους στόχους που έχει βάλει, επισημαίνοντας ότι η χώρα έχει ανάγκη από «ευρωπαϊσμό», δηλαδή επισημαίνοντας ουσιαστικά ότι η παραμονή στην ΕΕ παραμένει συμφέρουσα για το ιταλικό κεφάλαιο.
Ζητούμενο βέβαια είναι πώς καλύτερα θα θωρακιστούν τα ιταλικά μονοπώλια σε ένα διεθνές φόντο διαρκούς όξυνσης του ανταγωνισμού. «Θα μπορούσαμε να γίνουμε μια από τις ηγετικές βιομηχανικές δυνάμεις στον κόσμο (...) αν μπορούσαμε να λύσουμε κάποια από τα προβλήματά μας», σημείωνε ο Μπότσια στη φετινή ετήσια συνέλευση της Confindustria. Εκεί, παρουσίασε εξάλλου και τις προτάσεις της Ενωσης για όσα πρέπει να προτάξει η κυβέρνηση, ξεκινώντας από τη μείωση κατά 20 μονάδες της αναλογίας του δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ (που σήμερα είναι 130%), αύξηση του ΑΕΠ κατά 12 μονάδες, μέσα από μια αποφασιστική ενίσχυση των εξαγωγών.
Μεταξύ άλλων, ο Μπότσια υπογράμμισε ότι η Confindustria «εργάζεται για να δυναμώσουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (σ.σ. που βέβαια για τα μεγέθη της Ιταλίας αφορά εταιρείες με εκατοντάδες εργαζόμενους)», ώστε να μπορέσουν να επεκταθούν και να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Συμπλήρωσε χαρακτηριστικά ότι «το μικρό δεν μας φαίνεται πια όμορφο... Πρέπει να κινηθούμε και να επεκταθούμε, διότι οι διεθνείς αγορές είναι εξειδικευμένες αγορές και οι εξειδικευμένες αγορές είναι αγορές για Ιταλούς και Ευρωπαίους...». Επίσης, ο πρόεδρος των μεγαλοβιομηχάνων είχε καλέσει όλα τα κόμματα να αξιολογήσουν τα σχέδιά τους για την «αληθινή οικονομία, αντί να ασχολούνται με ιδεολογικά ζητήματα». Τέλος, είχε επιστήσει την προσοχή στην ανάγκη στενότερης συνεργασίας με άλλα τμήματα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, για να ανακοπεί η «επέλαση» άλλων μονοπωλίων. Χρειάζεται να «αντιδράσουμε στον κινεζικό "Δρόμο του Μεταξιού", στη βιομηχανική πολιτική της Κίνας και στην επιθετική οικονομική πολιτική των ΗΠΑ...», τόνιζε.
Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδιος για το ευρώ, Βάλντις Ντομπρόβσκις, είπε πως «είναι σημαντικό η νέα ιταλική κυβέρνηση να διατηρήσει σταθερή την πορεία και να ακολουθήσει μια λογική δημοσιονομική πολιτική», συμπληρώνοντας ότι η Ιταλία - που είναι η τέταρτη οικονομία στην ΕΕ - «είχε το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη μετά την Ελλάδα», αλλά και ότι «δεν μπορούμε παρά να συστήσουμε διατήρηση σταθερής πορείας σε θέματα οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής, προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω μεταρρυθμίσεων και διατήρηση του ελλείμματος υπό έλεγχο». Την Τετάρτη, η Κομισιόν έκρινε σκόπιμο να σημειώσει ότι το ιταλικό σχέδιο προϋπολογισμού για το 2018 φαίνεται «ακατάλληλο για να διασφαλίσει την αξιοπιστία με τη διαδρομή προσαρμογής προς το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο».
Η Γαλλίδα υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Ναταλί Λουαζό, δήλωσε ότι «τα πεπρωμένα μας είναι αλληλένδετα. Και δεν είναι ούτε δυνατό ούτε επιθυμητό να πορευτούμε αυτόνομα στην Ευρώπη», προειδοποιώντας την Ιταλία για κινδύνους που μπορεί να έχει ένας «μοναχικός δρόμος».
Τέλος, ο Γερμανός ευρωβουλευτής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Ελμαρ Μπροκ υποστήριξε ότι «προμηνύεται καταιγίδα», αν εφαρμοστούν πολλά από όσα προβλέπει το πρόγραμμα των δύο εταίρων στην Ιταλία.
Ενώ το ΑΚΡ υπόσχεται σύσφιξη των σχέσεών του με ΕΕ, ΗΠΑ αλλά και Ρωσία
Ο πρόεδρος του ΑΚΡ και ξανά υποψήφιος για την Προεδρία της Τουρκίας στις 24 Ιούνη, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρουσίασε την Πέμπτη το 340σέλιδο «εκλογικό μανιφέστο» του κόμματός του, υποστηρίζοντας ότι «θα μετατρέψουμε την Τουρκία σε μια χώρα με παγκόσμια φωνή» και αναδεικνύοντας την ετοιμότητα της ντόπιας πλουτοκρατίας να εμπλακεί σε σκληρά παζάρια με ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Σε αυτήν τη βάση, ο Τούρκος Πρόεδρος μεταξύ άλλων είπε ότι «θα δυναμώσουμε τις οικονομικές και πολιτικές μας σχέσεις με διάφορες οργανώσεις της περιοχής, ειδικά την ΕΕ». Επίσης, αναφερόμενος στις σχέσεις Τουρκίας - ΗΠΑ τόνισε ότι η διατήρηση στενής διμερούς συνεργασίας είναι «ουσιαστικής σημασίας», ενώ υποστήριξε ότι «θα ξεπεράσουμε τα προβλήματα με τις ΗΠΑ και θα θεμελιώσουμε μια σχέση βασισμένη σε ένα πνεύμα συμμαχίας». Επίσης, τονίζεται η ανάγκη πιο στενών σχέσεων με τη Ρωσία. Μεταξύ άλλων, επίσης, ξεχωρίζουν οι στόχοι για την «ανάπτυξη στενότερων δεσμών με τις βαλκανικές χώρες», η «υποστήριξη της "Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου"» (όπως προκλητικά αποκαλείται το ψευδοκράτος), αλλά και μια σειρά από αναφορές για συνέχιση «πρωτοβουλιών» σε Παλαιστινιακό, Συρία, Ιράκ κ.τ.λ., στόχοι στους οποίους καθρεφτίζεται η ευρύτερη όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή, στο πλαίσιο των οποίων κλιμακώνεται και η επιθετικότητα της καπιταλιστικής Τουρκίας με επιδίωξη να κατοχυρώσει τα συμφέροντά της.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και ένα μόλις μήνα πριν στηθούν οι διπλές κάλπες των πρόωρων εκλογών, υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης αλλά και ο ίδιος ο Ερντογάν - από το Σαράγεβο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης όπου οργάνωσε κεντρική προεκλογική συγκέντρωση με οπαδούς του από όλη την Ευρώπη - κατήγγειλαν ανοιχτά σχέδια ανατροπής του ΑΚΡ και του ηγέτη του. Για παράδειγμα, ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης, Μπεκίρ Μποζντάγ, δήλωσε ότι «κύκλοι που δεν αισθάνονται άνετα με έναν τόσο μεγάλο ηγέτη... θέλουν να τον ξεφορτωθούν». Να σημειωθεί ότι τις τελευταίες μέρες αυξήθηκαν πάλι οι συλλήψεις και καταδίκες ατόμων που θεωρούνται πως ανήκουν στη FETO.
Την ίδια στιγμή, πολλά είναι τα ερωτήματα για την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, καθώς η ισοτιμία της λίρας εξακολουθεί να μειώνεται έναντι του δολαρίου. Την Τετάρτη, η Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε αύξηση των επιτοκίων δανεισμού (από 13,5% στο 16,5%), κίνηση κατά πολλούς «ασυνήθιστη», με βάση τις επιλογές που μέχρι σήμερα έκανε η κυβέρνηση του ΑΚΡ.
Πάντως, στελέχη της κυβέρνησης του ΑΚΡ επιμένουν να χαρακτηρίζουν μεθοδευμένη την πτώση της λίρας, «κερδοσκοπική και μη φυσιολογική».
Ο ίδιος ο Ερντογάν δήλωσε πως «η Τουρκία είναι μια χώρα που εφαρμόζει τους κανόνες της οικονομίας του ελεύθερου εμπορίου με όλους της τους νόμους και τους θεσμούς. Θα συνεχίσουμε να τηρούμε τις αρχές της παγκόσμιας διακυβέρνησης στις νομισματικές πολιτικές και με το νέο σύστημα διακυβέρνησης».
Πάντως, πολλές αναλύσεις περιγράφουν μια πολύ πιο άσχημη κατάσταση. Δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας «Βελτ» κάνει λόγο για κατάσταση που οδεύει προς «μία καταστροφή για τη χώρα η οποία θα μπορούσε να κοστίσει ακόμα και την επανεκλογή του Ερντογάν». Μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι η συνεχής πτώση της λίρας επηρεάζει όχι μόνο τον πληθωρισμό αλλά «υπονομεύει και την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας. Διότι το τουρκικό κράτος και οι τουρκικές εταιρείες είναι χρεωμένες σε μεγάλο βαθμό σε δολάρια. Με κάθε πτώση της λίρας, οι υποχρεώσεις αυξάνονται αυτόματα και καταστρέφουν την οικονομία. Πολλές εταιρείες ήδη, τώρα, δεν είναι πλέον σε θέση να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Ειδικοί φοβούνται ότι η Τουρκία δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να καλέσει το ΔΝΤ». Το ίδιο δημοσίευμα επικαλείται στοιχεία διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, σύμφωνα με τα οποία οι τουρκικές τράπεζες έχουν χρέη σχεδόν 600 δισ. δολαρίων στα βιβλία τους και δείχνουν «συγκρατημένες» στη χορήγηση νέων δανείων ενισχύοντας την «πιστωτική κρίση» (δηλαδή τη δυσκολία δανεισμού) πολλών εταιρειών.
Ακόμα, συνυπολογίζεται ότι «τα υψηλότερα επιτόκια στις ΗΠΑ και το αυξανόμενο δολάριο καθιστούν τους παγκόσμιους επενδυτές πιο επικριτικούς στις αναδυόμενες αγορές. Πολλοί επενδυτές αποσύρουν τα χρήματά τους από τις αναδυόμενες αγορές επειδή κερδίζουν τώρα αξιοπρεπή απόδοση στη Wall Street». Μεταξύ άλλων μεταφέρονται εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων ότι «ο Ερντογάν θα καταφύγει σε ριζοσπαστικά μέσα και θα εισαγάγει ελέγχους κεφαλαίων. Με ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να σταματήσει την φυγή κεφαλαίων». Ωστόσο, ειδικοί επισημαίνουν πως «ο Ερντογάν δεν μπορεί να αντέξει τέτοιους ελέγχους κεφαλαίων. Επειδή η χώρα εισάγει σημαντικά περισσότερα από όσα εξάγει» και επειδή «κανένας επενδυτής δεν θα επενδύσει εθελοντικά χρήματα στην Τουρκία εάν φοβάται ότι θα εγκλωβιστεί εκεί. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν ήδη μειωθεί στο ένα τρίτο των προηγούμενων επιπέδων».