Η έλλειψη προσωπικού στην Περιφερειακή Διεύθυνση Θεσσαλίας του πρώην ΟΓΑ οδηγεί σε μεγάλες καθυστερήσεις στην επεξεργασία των αιτήσεων
Απελπιστική είναι η κατάσταση για τους αγρότες που περιμένουν να βγάλουν σύνταξη |
Αυτή η μεγάλη καθυστέρηση έχει ως αποτέλεσμα πολλοί αγρότες και κτηνοτρόφοι της Θεσσαλίας να μην πάρουν την σύνταξη γήρατος εντός του 2017 (η καταβολή της για όσους γεννήθηκαν το 1950 έπρεπε ν' αρχίσει τον περασμένο Ιούλη), όπως δικαιούνται και περίμεναν, αλλά ...από του χρόνου, παρά το γεγονός ότι κατέθεσαν εμπρόθεσμα και κανονικά τις αιτήσεις τους!
Στις ερωτήσεις των δικαιούχων προς τους αρμοδίους της Περιφερειακής Διεύθυνσης Θεσσαλίας για το πού οφείλεται αυτή η μεγάλη καθυστέρηση, η απάντηση που δίνεται είναι ότι φταίει η μεγάλη έλλειψη προσωπικού που αντιμετωπίζουν οι υπηρεσίες του πρώην ΟΓΑ στην περιοχή, σε συνδυασμό με τις γραφειοκρατικές και άλλες δυσκολίες στον καθορισμό και την απονομή των συντάξεων που προέκυψαν λόγω της ένταξης του ΟΓΑ στον ΕΦΚΑ.
Οπως αναφέρεται, στην υπηρεσία που ασχολείται με τις συντάξεις γήρατος των αγροτών μέχρι πριν λίγο καιρό υπήρχε μόνο ένας υπάλληλος. Το τελευταίο διάστημα προστέθηκαν στην Περιφερειακή Διεύθυνση τέσσερις νέοι υπάλληλοι, που πήγαν εκεί με μετάταξη από το ΙΚΑ. Και πάλι όμως οι ελλείψεις είναι μεγάλες, αφού στην Περιφερειακή Διεύθυνση απασχολούνται συνολικά επτά εργαζόμενοι, που καλούνται να φέρουν σε πέρας έναν τεράστιο όγκο εργασίας. Υπολογίζεται ότι σε κάθε υπάλληλο αναλογούν πάνω από 6.000 ασφαλισμένοι αγρότες.
Αποτελεί λοιπόν άμεση ανάγκη η κάλυψη των κενών που υπάρχουν, καθώς και η εκπαίδευση και εξειδίκευση του προσωπικού, ιδιαίτερα μετά την ένταξη του ΟΓΑ στον ΕΦΚΑ, που κάνει πιο σύνθετη τη διαδικασία έκδοσης των συντάξεων.
Πρόβλημα υπάρχει και με την ενημέρωση των αγροτών σχετικά με την πορεία των αιτήσεών τους για σύνταξη γήρατος, αλλά και για άλλες αιτήσεις, που αφορούν συντάξεις χηρείας, αναπηρίας, προνοιακά επιδόματα, επιδόματα κηδείας κ.ά., καθώς οι τοπικοί ανταποκριτές του πρώην ΟΓΑ δηλώνουν άγνοια και αδυναμία να ενημερώσουν, παραπέμποντας στην Περιφερειακή Διεύθυνση, με την οποία όμως η τηλεφωνική επικοινωνία είναι πολύ δύσκολη έως ακατόρθωτη, ενώ η μετακίνηση από τα μακρινά χωριά των θεσσαλικών νομών προς την πόλη της Λάρισας, απαιτεί χρηματικά έξοδα που για πολλούς δεν υπάρχουν.
Η κύρια ευθύνη γι' αυτή την κατάσταση, που ταλαιπωρεί και βασανίζει εκατοντάδες φτωχούς ανθρώπους της θεσσαλικής υπαίθρου, ανήκει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, η οποία, βαδίζοντας στον «ντορό» των προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και προκειμένου να εξασφαλίζει τα «ματωμένα πλεονάσματα» που ζητούν οι «θεσμοί», αφήνει χωρίς το απαραίτητο και αναγκαίο προσωπικό τις υπηρεσίες του πρώην ΟΓΑ, όπως και γενικότερα στον δημόσιο τομέα.
Και, βεβαίως, καθόλου δεν ενδιαφέρει την κατά τ' άλλα «ευαίσθητη για τη φτωχολογιά» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στα χωριά που περιμένουν πώς και πώς να πάρουν αυτή την πενιχρή σύνταξη του ΟΓΑ, για να εξασφαλίσουν το καθημερινό φαΐ, όχι μόνο το δικό τους, αλλά πολλές φορές και των παιδιών και των εγγονιών τους...
Η προώθηση του νομοσχεδίου που διαλύει το ωράριο των νοσοκομειακών γιατρών και υπονομεύει παραπέρα τις παρεχόμενες υπηρεσίες Υγείας για τους ασθενείς είναι ενδεικτική των αποστολών που αναλαμβάνει η κυβέρνηση για λογαριασμό του κεφαλαίου. Τυχόν εφαρμογή του θα οδηγήσει σε παραπέρα επιδείνωση της άθλιας κατάστασης που επικρατεί στις κρατικές δομές Υγείας, με το ελλιπές και εξουθενωμένο προσωπικό, θα συντελέσει καθοριστικά στην παραπέρα αποδιοργάνωση της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής των γιατρών, με τη φθορά που αυτό συνεπάγεται για τη σωματική και ψυχική τους υγεία, όπως και για τη φροντίδα των ασθενών.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση πατάει στα συντρίμμια που αφήνει πίσω της η αντιλαϊκή πολιτική, η δική της και των προηγούμενων, με στόχο να νομιμοποιήσει και να επεκτείνει τους άθλιους όρους με τους οποίους εργάζονται χιλιάδες γιατροί στα κρατικά νοσοκομεία όλης της χώρας.
Συγκεκριμένα, με το νομοσχέδιο καταργείται και τυπικά ο σταθερός ημερήσιος και εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας των γιατρών και επί της ουσίας ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία η αντεργατική Οδηγία της ΕΕ 2003/88/ΕΚ, μια εμβληματική για το κεφάλαιο Οδηγία. Οι 48 ώρες εργασίας που προβλέπει το νομοσχέδιο ως μέσο εβδομαδιαίο χρόνο, με περίοδο αναφοράς το 4μηνο, μαζί με την καθιέρωση της περίφημης «ρήτρας εξαίρεσης» (opt out), δίνουν τη δυνατότητα για αύξηση του χρόνου εργασίας των γιατρών μέχρι και στις 60 ώρες τη βδομάδα. Μάλιστα, η κυβέρνηση πλασάρει τη συγκεκριμένη ρύθμιση με το μανδύα της «εθελοντικής» συναίνεσης του γιατρού, όταν είναι γνωστό ότι διαθέτει όλα τα μέσα, ακόμα και τον εκβιασμό, για να την επιβάλει σε γενικευμένο βαθμό, με δεδομένες μάλιστα τις ελλείψεις στα νοσοκομεία.
Ταυτόχρονα, το νομοσχέδιο προετοιμάζει το έδαφος για την εφαρμογή του «ενεργού» και «ανενεργού» χρόνου εργασίας (Εκθεση Σέρκας), καθώς οι «εφημερίες ετοιμότητας» των γιατρών, αν και θα πρέπει να είναι διαθέσιμοι να παράσχουν τις υπηρεσίες τους ανά πάσα στιγμή, δεν θα προσμετρούνται ούτε στις 48, ούτε στις 60 ώρες του «διευθετημένου» χρόνου εργασίας τους!
Στάχτη στα μάτια αποδεικνύεται και η πρόβλεψη ότι σε περίπτωση μείωσης ή απώλειας της εβδομαδιαίας ανάπαυσης του γιατρού, εξαιτίας υπερεργασίας, θα δίνεται αντισταθμιστικός χρόνος ανάπαυσης μέσα στις επόμενες 14 μέρες. Πέρα από την αναντικατάστατη φθορά της υγείας που προκαλεί η υπερεργασία, η πραγματικότητα των νοσοκομείων, με τη μόνιμη υποστελέχωση και την έλλειψη προσωπικού, κάνει ανεφάρμοστη ακόμα κι αυτή τη ρύθμιση. Αλλωστε, τα εκατοντάδες ρεπό που οφείλονται στους γιατρούς και έχουν γίνει πλέον καθεστώς, είναι απόδειξη ότι η σχετική πρόβλεψη είναι χωρίς αντίκρισμα.
Οι ισχυρισμοί, εξάλλου, των αρμόδιων υπουργών, ότι με το νομοσχέδιο αντιμετωπίζεται το πρόβλημα των εξουθενωτικών ωραρίων των γιατρών και προστατεύονται τάχα τα εργασιακά τους δικαιώματα, είναι τουλάχιστον προκλητικοί. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Με το νομοσχέδιο νομιμοποιούνται όλες οι αυθαιρεσίες σε βάρος των εργαζομένων στην Υγεία. Τώρα, τα εξαντλητικά ωράρια, ακόμα και τα 60ωρα, θα εφαρμόζονται με τη βούλα του νόμου και θα δημιουργείται το υπόστρωμα για το επόμενο βήμα, την παραπέρα ελαστικοποίηση των σχέσεων και του χρόνου εργασίας, την εντατικοποίηση της δουλειάς.
Αυτό που επιχειρεί να επιβάλει η κυβέρνηση για το ωράριο των νοσοκομειακών γιατρών είναι ένας ακόμη κρίκος σε μια σειρά παρεμβάσεων στο πλαίσιο της «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας και των γνωστών ευρωενωσιακών Οδηγιών, από την εποχή του 1990, όταν εντάθηκε το ξήλωμα του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας, πολύ πριν την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης.
Στην Ελλάδα, παρεμβάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν οι νόμοι 1892/1990, 2639/1998, 2874/2000 και 3385/2005. Με τον τελευταίο, μάλιστα, νομοθετήθηκαν οι απλήρωτες υπερωρίες (μέχρι 10 ώρες τη μέρα) και η «διευθέτηση» του χρόνου ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας κατά την κρίση και τη βούληση του εργοδότη, με την προσφυγή στις στημένες «επιτροπές διευθέτησης».
Αυτές είναι οι «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ, που έχει κάνει σημαία ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στην πράξη επιβάλλει στους νοσοκομειακούς γιατρούς το έκτρωμα της αντεργατικής Οδηγίας 2003/88 και προσθέτει στοιχεία της Εκθεσης Σέρκας. Υπενθυμίζεται ότι με αυτά τα κείμενα, η «περίοδος αναφοράς» μπορεί να επεκταθεί με νόμο στους έξι μήνες και δεν περιορίζεται μόνο στους εργαζόμενους στα νοσοκομεία, αλλά μπορεί να επιβληθεί και σε άλλους κλάδους, όπως οι μεταφορές, τα ποντοπόρα αλιευτικά πλοία, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, ο τουρισμός, η γεωργία κ.λπ.
Ακόμα πιο πέρα, ο χρόνος αναφοράς για τη «διευθέτηση» μπορεί να αυξηθεί και στον έναν χρόνο (!) με Συλλογική Σύμβαση, που σημαίνει απεριόριστες δυνατότητες για τον εργοδότη να διαμορφώσει το ωράριο των εργαζομένων σύμφωνα με τις ανάγκες και τα σκαμπανεβάσματα της παραγωγής, εξαντλώντας τους ένα μεγάλο διάστημα και αφήνοντάς τους άπραγους ένα άλλο.
Η αύξηση της υπερωριακής απασχόλησης, που είναι ο πυρήνας της «διευθέτησης», δεν κάνει μόνο πιο φθηνό τον εργαζόμενο, αλλά πρωτίστως επιφέρει σοβαρές συνέπειες στην υγεία του, στην ανάγκη που υπάρχει να ξεκουράζεται μέσα στη διάρκεια του 24ώρου, να ασκεί κι άλλες δραστηριότητες πέρα από τη δουλειά. Ειδικά στην περίπτωση των γιατρών, η νομοθέτηση της εργασιακής εξουθένωσης σημαίνει ότι αυξάνονται όλοι οι κίνδυνοι που μπορούν να τροφοδοτήσουν κάποιο «ιατρικό λάθος».
Τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ εργασίας και ανάπαυσης, το «σπάσιμο» του βιολογικού ρολογιού μέσα από το σπάσιμο του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας, σωρευτικά επιδρούν αρνητικά και στην υγεία των εργαζομένων, αυξάνουν το εργασιακό στρες, τους καθιστούν ακόμα πιο ευάλωτους σε ασθένειες. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν αφορά αποκλειστικά τους γιατρούς, αλλά ανοίγει επικίνδυνους δρόμους για το σύνολο της εργατικής τάξης. Γι' αυτό χρειάζεται η απόρριψή του να είναι κατηγορηματική, καθολική.