Οι εκθέσεις της ΕΕ, του ΟΟΣΑ, του ΔΝΤ που, τώρα, συνιστούν «αναπτυξιακή λιτότητα» για τους εργαζόμενους, αποτελούν στήριγμα στην κυβέρνηση, για την εφαρμογή νέων αντιλαϊκών μέτρων
Την περασμένη βδομάδα, είδαν το φως της δημοσιότητας δύο ντοκουμέντα- της ΕΕ και του ΟΟΣΑ- τα οποία αποτελούν προάγγελο για την απόφαση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο, να συνεχίσει αλλά και να σκληρύνει (εμπλουτίζοντάς τη με νέα μέτρα) την αντιλαϊκή πολιτική μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Πρόκειται για το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (διάβαζε νέο 4ετές πρόγραμμα λιτότητας που εγκρίθηκε τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες από το αρμόδιο Συμβούλιο υπουργών Οικονομίας της ΕΕ) και την έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία, που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Τρίτη στο Παρίσι.
Και τα δύο αυτά ντοκουμέντα περιλαμβάνουν μια σειρά υποδείξεις και συνταγές από τα διευθυντήρια των Βρυξελλών και των Παρισίων σε ύφος που- σε κανονικές συνθήκες- θα έπρεπε να κάνουν την κυβέρνηση Σημίτη και το οικονομικό της επιτελείου να κρύβονται από την ντροπή τους. Ομως, οι καιροί, που έβγαιναν οι κυβερνώντες και διαχώριζαν- έστω στα λόγια- τη θέση τους από τα μέτρα και τις πολιτικές που συνιστούσαν οι διεθνείς λέσχες κεφαλαιοκρατών, φαίνεται ότι πέρασαν ανεπιστρεπτί. Οι δηλώσεις του στιλ «η ελληνική κυβέρνηση έχει τη δική της πολιτική, που χαράσσεται και αποφασίζεται στην Ελλάδα και δε χρειάζεται τις συνταγές των ξένων», που γίνονταν στη δεκαετία του 1980 ακόμη και την πρώτη διετία της δεκαετίας 1990, αποτελούν στις μέρες μας «όνειρο θερινής νυκτός»!
Στις μέρες μας αυτοί που κυβερνούν την Ελλάδα δηλώνουν δημόσια πως δεν μπορούν να εφαρμόσουν διαφορετική πολιτική από αυτή που τους υπαγορεύει η Ευρωπαϊκή Ενωση. Και δικαιολογούν τη στάση τους με το επιχείρημα πως αν εφαρμόσουν διαφορετική πολιτική από αυτή που αποφάσισε το διευθυντήριο των Βρυξελλών θα τιμωρηθούν! Στα πλαίσια αυτά, αρνούνται να στηρίξουν οικονομικά κλάδους και τομείς της οικονομίας ή τις επιχειρήσεις και φορείς που ασκούν κοινωνική πολιτική, με το επιχείρημα «δεν επιτρέπεται από την κοινοτική νομοθεσία»...
Στην πραγματικότητα, η στάση της κυβέρνησης απέναντι στους ισχυρούς της Γης και τη νέα τάξη πραγμάτων, επιβεβαιώνει ένα και μόνο πράγμα. Την πλήρη εναρμόνιση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ (που σήμερα κυβερνά τη χώρα) αλλά και της ΝΔ (που από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σφυρίζει αδιάφορα και το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να αναλάβει αυτή τη διακυβέρνηση της χώρας), στη λογική του «σφάξε με αγά μου ν ' αγιάσω» και του «κάνουμε ό,τι μας ζητούν τα αφεντικά»! Στα πλαίσια αυτά, καταρτίζουν προγράμματα με δέσμες και δεσμίδες αντιλαϊκών μέτρων, που είναι πλήρως προσαρμοσμένα στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και γι' αυτό υιοθετούνται χωρίς καμιά ουσιαστική τροποποίηση από εκείνους που έχουν το πάνω χέρι στην ΕΕ, τον ΟΟΣΑ ή το ΔΝΤ. Μάλιστα, στην πλειοψηφία τους τα ντοκουμέντα των παραπάνω διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών με τις συστάσεις για τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν στην Ελλάδα, αποτελούν στην ουσία θέσεις και προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης ή στη χειρότερη των περιπτώσεων θέσεις και προτάσσεις της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ, με τις οποίες συμφωνούν και οι εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης.
Ετσι, αν πριν ορισμένα χρόνια, η ηγεσία της ΝΔ κατηγορούσε το ΠΑΣΟΚ ότι αντιγράφει τη νεοφιλελεύθερη πολιτικής της αλλά την εφαρμόζει με «κακό τρόπο», σήμερα αποτελεί κοινό μυστικό ότι το οικονομικό επιτελείο του κυβερνώντος κόμματος αποφεύγει να ανακοινώσει ή εξαγγείλει κάποιο μέτρο ή δέσμη μέτρων οικονομικής πολιτικής, αν προηγουμένως δεν είναι σίγουρο ότι θα αποσπάσει την έγκριση του διευθυντηρίου των Βρυξελλών. Σε αρκετές, μάλιστα, περιπτώσεις, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης του νέου ΠΑΣΟΚ, έχει αποδείξει ότι είναι «βασιλικότερο του βασιλέως» στην επεξεργασία και εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που αποτελούν το «ευαγγέλιο» του διευθυντηρίου της Ουάσιγκτον (ΔΝΤ και Παγκόσμιας Τράπεζας), των Βρυξελλών (ΕΕ) και του Παρισιού (ΟΟΣΑ). Στην ουσία, δηλαδή, η κυβέρνηση στηρίζει τις νεοφιλελεύθερες αντιλαϊκές πολιτικές που επεξεργάζονται τα επιτελεία των πολυεθνικών με έδρα την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες και το Παρίσι, για να έχει την πολιτική και οικονομική στήριξη αυτών των κέντρων (ΔΝΤ, ΕΕ, ΟΟΣΑ) και των παράκεντρών τους στην Ελλάδα (ΣΕΒ, ΙΟΒΕ, ΕΒΕΑ, Ενωση Ελληνικών Τραπεζών, κλπ).
Με απλά λόγια, όπως λέει και ο λαός μας, «το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο».
Υποτίθεται ότι από φέτος η Ελλάδα εντάχθηκε - ...«με το σπαθί της» - στην ΟΝΕ. Οσοι πίστεψαν τις δημόσιες δηλώσεις των κυβερνώντων ότι δηλαδή όταν επιτευχθεί η ένταξη στην ΟΝΕ, τερματίζεται η λιτότητα και ο λαός θα αρχίσει να απολαμβάνει τους καρπούς των μακροχρόνιων θυσιών του, μάλλον διέθεταν μεγάλη φαντασία. Ομως από αυτό που ο καθένας μπορεί να φαντάζεται, μέχρι αυτό που γίνεται στην πράξη, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Γι' αυτό και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, σχεδόν αμέσως μετά τις εκλογές, φρόντισε - έστω με μισόλογα στην αρχή - να κάνει σαφές ότι θα αθετήσει την υπόσχεσή της για τερματισμό της λιτότητας. Ετσι, παραμονές της ένταξης στην ΟΝΕ, άρχισαν να πυκνώνουν οι δηλώσεις των αρμοδίων ότι «πρέπει» να παραταθούν οι... προσπάθειες, με στόχους, αυτή τη φορά, την περιβόητη ...«διατηρησιμότητα» των όσων επιτεύχθηκαν, την ανάγκη ενίσχυσης της «ανταγωνιστικότητας» στις νέες συνθήκες «παγκοσμιοποίησης» κλπ.
Παράλληλα με τις δηλώσεις, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης άρχισε, από πέρσι το φθινόπωρο, να επεξεργάζεται σενάρια νέων αντιλαϊκών μέτρων και πολιτικών, τα οποία ενσωματώθηκαν στον κρατικό προϋπολογισμό του 2001 (ψηφίστηκε από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ τον περασμένο Δεκέμβρη) και στο σχέδιο του 4ετούς Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης (υποβλήθηκε και εγκρίθηκε από το Διευθυντήριο των Βρυξελλών στη συνεδρίαση του ΕΚΟΦΙΝ της περασμένης Δευτέρας). Αναπόσπαστο τμήμα αυτών των πολιτικών αποτελούν, επίσης, τα σενάρια μέτρων που έχουν ενσωματωθεί στα σχέδια νόμου και νομοσχέδια για τη δημόσια υγεία, τις εργασιακές σχέσεις, το συνταξιοδοτικό και άλλες αλλαγές στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, που βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της επεξεργασίας ή του «παζαριού» με τους εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου.
Η σύμπλευση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και τις διάφορες λέσχες κεφαλαιοκρατών - αφού η πολιτική της απέναντι στα Διευθυντήρια των Βρυξελλών - Ουάσιγκτον - Παρισίων κινείται στον αστερισμό της λογικής «εφαρμόζουμε κατά γράμμα τις πολιτικές που εσείς μας υποδείχνετε γιατί συμφωνούμε» - επιβεβαιώνεται και από τα εξής:
Πρώτον, το γεγονός ότι πριν κατατεθεί στη Βουλή των Ελλήνων οποιοδήποτε νομοσχέδιο ή πριν παρθεί κάποια κυβερνητική απόφαση, ζητείται προηγουμένως η έγκριση των αρμόδιων οργάνων της ΕΕ. Δεν είναι μυστικό, εξάλλου, το γεγονός ότι όλοι οι κυβερνώντες δίνουν ρητή εντολή στους συντάκτες των νομοσχεδίων ότι τα όποια μέτρα προωθούνται, θα πρέπει να μην παραβιάζουν το καθεστώς, τους κανόνες και τις βασικές αρχές της ΕΕ, καθώς η κοινοτική νομοθεσία υπερισχύσει της ελληνικής.
Δεύτερον, οι εκθέσεις της ΕΕ, του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ καταρτίζονται με βάση τα στοιχεία που τους δίνει η ελληνική κυβέρνηση ή στις επαφές που έχουν οι εκπρόσωποι των παραπάνω διεθνών Οργανισμών με παράγοντες διαφόρων υπουργείων και άλλων φορέων (Τράπεζα της Ελλάδας, ΣΕΒ, ΓΣΕΕ, κλπ.). Και, το κυριότερο, πριν τη δημοσιοποίηση αυτών των εκθέσεων, προηγούνται πολιτικές διαβουλεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση, ώστε οι τελικές εκτιμήσεις για την κατάσταση της οικονομίας και κυρίως οι υποδείξεις για νέα μέτρα να διευκολύνουν την ελληνική κυβέρνηση να τα εφαρμόσει.
Τρίτον, από το γεγονός ότι κάθε φορά που δημοσιοποιείται η έκθεση κάποιου από τους παραπάνω διεθνείς οργανισμούς και περιλαμβάνει ευνοϊκά σχόλια για την ελληνική οικονομία και την κυβέρνηση, ακολουθούν δηλώσεις του πρωθυπουργού ή των αρμόδιων οικονομικών υπουργών, που επαίρονται για τα εύσημα που απέσπασαν από το ΔΝΤ, τον ΟΟΣΑ ή την ΕΕ, αλλά «κάνουν την πάπια» όταν στις εκθέσεις αυτές υπάρχουν δυσμενή σχόλια.
Τέταρτον, η ελληνική κυβέρνηση - ακολουθώντας πιστά τις εντολές των ιμπεριαλιστικών κέντρων και οργανισμών - δεν κρύβει την πρόθεσή της να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για τη μεγιστοποίηση των κερδών και υπερκερδών των μεγαλοεπιχειρηματιών. Στα πλαίσια αυτά, έχει εξαγγείλει την απόφασή της να προωθήσει νέα αντιλαϊκά μέτρα, όπως η πλήρης ανατροπή των εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών κατακτήσεων (με τα νομοσχέδια για τις εργασιακές σχέσεις, το «μάξι ασφαλιστικό» κλπ.), την επιβολή «λιγότερου κράτους» και περισσότερης ιδιωτικής πρωτοβουλίας με εκποίηση της δημόσιας περιουσίας (ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που δημιουργήθηκαν με το υστέρημα του εργαζόμενου ελληνικού λαού) κλπ.
Ενδεικτικά από αυτή την άποψη είναι το περιεχόμενο του 4ετούς προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης για την Ελλάδα (εγκρίθηκε τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες), καθώς επίσης και τα σχόλια των Κοινοτικών και οι σχετικές δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Παπαντωνίου στις Βρυξέλλες (τη Δευτέρα) και στην Αθήνα (την Τρίτη).
Σχολιάζοντας την ουσία και το περιεχόμενου του ελληνικού Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών των «15», αφού σημειώνει τη «γνώμη» που εκφέρει, με γραπτή ανακοίνωσή του σημειώνει πως «το πρόγραμμα σταθερότητας της Ελλάδας είναι συνεπές με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών». Και βάζοντας «πλάτες» στην κυβέρνηση Σημίτη, για τη συνέχιση και σκλήρυνση της αντιλαϊκης πολιτικής, την καλεί, χωρίς προσχήματα, να προχωρήσει:
Παροτρύνοντας την κυβέρνηση να προχωρήσει «εδώ και τώρα» στο ξήλωμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών κατακτήσεων, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και την ενίσχυση της κερδοσκοπικής ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου, το ΕΚΟΦΙΝ διατυπώνει την άποψη ότι τα μέτρα αυτά «απαιτούν μια πιο αποφασιστική μεταρρυθμιστική προσέγγιση». Και χωρίς περιστροφές, συνιστά στην κυβέρνηση:
Αρπάζοντας την ευκαιρία που πρόσφερε στην ελληνική κυβέρνηση το Διευθυντήριο των Βρυξελλών για νέα επίθεση στις εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου δήλωσε αμέσως μετά τη συνεδρίαση του ΕΚΟΦΙΝ: «Αν το Πρόγραμμα Σταθερότητας επιτύχει, η Ελλάδα θα εξελιχθεί στην πιο δυναμική και ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία της ΕΕ». Και αφού ομολόγησε δημόσια ότι ο ίδιος προσυπέγραψε τις θέσεις του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, στη συνέχεια αποκάλυψε - ίσως άθελά του - πως οι θέσεις του ΕΚΟΦΙΝ «ενισχύουν την κυβέρνηση στην αντιμετώπιση των εσωτερικών αντιδράσεων από αντιτιθέμενα συμφέροντα ή συντεχνίες που "ξεβολεύονται" με τις μεταρρυθμίσεις».
Εκφράζοντας μάλιστα την πρόθεση - απόφαση της κυβέρνησης να ξεμπερδέψει μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2001, με τις ιδιωτικοποιήσεις, την «απελευθέρωση» των αγορών, την ολοκλήρωση του «κοινωνικού διαλόγου» για την κοινωνική ασφάλιση, και το άνοιγμα των λεγόμενων «κλειστών επαγγελμάτων», ο υπουργός ανακοίνωσε πως θα επισκεφτεί το Λονδίνο στις 6 Μάρτη, προκειμένου να πάρει και ο ίδιος μαθήματα εφαρμογής της θατσερικής πολιτικής, όπως πράττει το «αδελφό για το ΠΑΣΟΚ» Εργατικό Κόμμα Αγγλίας υπό τον... σοσιαλιστή πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ.