Τα βασικά χαρακτηριστικά της μεταρρύθμισης στο Θιβέτ από το 1959 μέχρι σήμερα
Το παλάτι του Ποτάλα στην πρωτεύουσα του Θιβέτ, που χρησίμευε σαν χειμερινό ανάκτορο του Δαλάι Λάμα |
Ορισμένα παραδείγματα: Στην Κίνα ισχύει νόμος που δεν επιτρέπει σε μια οικογένεια να αποκτήσει περισσότερα από ένα παιδιά. Σε διαφορετική περίπτωση, η οικογένεια επιβαρύνεται με βαριά φορολογία. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται προσπάθεια να ελεγχθεί ο πληθυσμός της Κίνας, ο οποίος, όπως ισχυρίζονται αξιωματούχοι του κράτους, θα είχε ξεπεράσει σήμερα τα 1,6 δισ., αν δεν υπήρχε ο παραπάνω νόμος.
Αποψη της Λάσα |
Επίσης, στο Θιβέτ, με απόφαση της τοπικής κυβέρνησης, έχει καθιερωθεί το 7ωρο-5ήμερο-30ωρο, σε αντιδιαστολή με το 8ωρο-5ήμερο-40ωρο που ισχύει στην υπόλοιπη Κίνα, ακριβώς επειδή η έλλειψη οξυγόνου δυσκολεύει την εργασία.
Προνομιακό καθεστώς απολαμβάνει το Θιβέτ και σε ό,τι αφορά τα κίνητρα που δίνει η κεντρική κυβέρνηση σε ιδιώτες επιχειρηματίες να επενδύσουν σε επιχειρήσεις «ήπιας ανάπτυξης», αλλά και στους ντόπιους κατοίκους για να χτίσουν σπίτια, να ανοίξουν μια δική τους μικρή επιχείρηση, να καλλιεργήσουν τη γη.
Ο τρόπος με τον οποίο η κεντρική και η τοπική κυβέρνηση προωθούν σήμερα την ανάπτυξη του Θιβέτ είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη συζήτηση για την Αυτόνομη αυτή Περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πλευρές αυτής της στρατηγικής απέναντι στο Θιβέτ, που εν πολλοίς χαρακτηρίζει το σύνολο της κινέζικης οικονομίας, θα δούμε παρακάτω.
Αξίζει ωστόσο σ' αυτό το σημείο να καταγραφεί το εξής στοιχείο: Στο Θιβέτ δραστηριοποιούνται σήμερα, σε διάφορους τομείς, 4.700 ιδιωτικές επιχειρήσεις, το 80% εκ των οποίων ανήκουν σε ντόπιους κατοίκους. Ακόμα 80.000 κάτοικοι του Θιβέτ είναι αυτοαπασχολούμενοι σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις.
Υπαίθρια αγορά στη Λάσα |
Είναι και αυτό μια σοβαρή ένδειξη για το έδαφος πάνω στο οποίο οικοδομείται σήμερα η οικονομία του Θιβέτ και του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνονται οι σχέσεις ανάμεσα στη Λαϊκή Δημοκρατία και την Αυτόνομη Περιοχή.
Ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας αποτελεί την κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη του Θιβέτ. Μια ανάπτυξη την οποία η κυβέρνηση, κεντρική και τοπική, περιγράφει με ιδιαίτερα αισιόδοξα νούμερα και στοιχεία της στατιστικής, όλα δοσμένα κάτω από την ομπρέλα της «σοσιαλιστικής ανάπτυξης με κινέζικα χαρακτηριστικά».
Στην πραγματικότητα, αυτό που βιώνει το Θιβέτ και οι κάτοικοί του μετά το 1959 είναι ένας μεγάλος αστικοδημοκρατικός εκσυγχρονισμός, σε μια εδαφική επικράτεια που χαρακτηριζόταν παραδοσιακά από φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής.
Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι στο πλαίσιο αυτό, πολλά έχουν αλλάξει, με την ουσιαστική υλική βοήθεια και το σχεδιασμό από την πλευρά της κυβέρνησης της Κίνας. Από εκεί και ύστερα, όμως, είναι φανερό πως αυτή η τεράστια αλλαγή δεν έχει σαν βάση την οικοδόμηση σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, όπως διατείνεται η ΛΔ της Κίνας.
Ναός Βουδιστών στη Λάσα |
Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Τόσο η αρμόδια για τον Τύπο εκπρόσωπος της τοπικής κυβέρνησης, όσο και οι αρμόδιοι από το τοπικό κέντρο για την ανάπτυξη και τη μεταρρύθμιση του Θιβέτ, ξεκαθάρισαν στη δημοσιογραφική αποστολή ότι άμεσος στόχος στον τομέα της οικονομίας είναι να αυξηθούν οι επενδύσεις από ξένους ομίλους, αφού η πλειοψηφία των σημερινών επιχειρήσεων στηρίζεται σε ντόπια κεφάλαια.
Ενώ σε ερώτηση για το αν στα σχέδιά τους είναι η συνένωση των μικρών αγροτικών νοικοκυριών σε μεγαλύτερες και πιο αποδοτικές παραγωγικές μονάδες, η απάντηση ήταν πως οι αγρότες είναι ικανοποιημένοι με την εκμετάλλευση του κλήρου που τους έχει παραχωρηθεί και πως αυτό δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να αλλάξει. Κάτι που δείχνει πως η απόρριψη της πολύτιμης σοβιετικής εμπειρίας στον τομέα της αγροτικής οικονομίας, που ακολούθησε η ΛΔ της Κίνας από πολύ νωρίς, όχι μόνον εξακολουθεί να ισχύει, αλλά αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο ενίσχυσης των αγροτικών ιδιωτικών επιχειρήσεων (στα πλαίσια της καπιταλιστικής αγροτικής οικονομίας), όπως θα δούμε παρακάτω.
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας κατοχύρωσε πλήρως τα θρησκευτικά, γλωσσικά, εκπαιδευτικά δικαιώματα όλων των εθνοτήτων που ζουν στην περιοχή του Θιβέτ. Πάνω από το 75% των τοπικών διοικητικών αξιωματούχων είναι Θιβετιανοί, όπως και το 78% των δημοσίων υπαλλήλων.
Η θιβετιανή γλώσσα έχει προτεραιότητα στις διοικητικές και άλλες υπηρεσίες και διδάσκεται στο σχολείο μαζί με άλλες γλώσσες μειονοτήτων της περιοχής. Εξίσου αναγνωρισμένο και επίσημα προστατευόμενο είναι και το δικαίωμα των Θιβετιανών στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.
Τα μοναστήρια και οι ναοί αποτελούν ισχυρό πόλο έλξης για χιλιάδες τουρίστες που αφήνουν πολύτιμο συνάλλαγμα στην περιοχή. Η κινεζική κυβέρνηση διατείνεται ότι, από τη δεκαετία του '80 μέχρι σήμερα, έχει δαπανήσει πάνω από 70 εκατ. ευρώ και τεράστιες ποσότητες χρυσού για να συντηρήσει τα λατρευτικά μνημεία της περιοχής.
Οι Θιβετιανοί μοναχοί δείχνουν να είναι αρκετά ικανοποιημένοι από τη φροντίδα που απολαμβάνουν, αν κρίνουμε από τις εικόνες που αντικρίσαμε στις επισκέψεις μας σε βουδιστικούς ναούς και μοναστήρια. Στον κεντρικότερο ναό της Λάσα και σε έναν από τους ιερότερους τόπους του Θιβέτ, στο Ναό Τζοκχνγκ, ο μοναχός που μας ξενάγησε μας συστήθηκε σαν «αναπληρωτής μάνατζερ» του ναού. Ενώ στην είσοδο, σε κοινή θέα, τρεις ακόμα μοναχοί μετρούσαν με ηλεκτρονικό καταμετρητή τα χρήματα από τα εισιτήρια και τα έκαναν δεσμίδες των 10.000 γουάν (1.000 ευρώ περίπου).
Η ίδια η κυβέρνηση της Κίνας εκτιμά ότι ολοένα και περισσότεροι μοναχοί του Θιβέτ και ντόπιοι κάτοικοι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να διαχειριστούν καλύτερα το «τουριστικό κεφάλαιο» που κρατάνε στα χέρια τους. Γι' αυτό και αναλαμβάνει να τους εκπαιδεύσει σε τέτοιου είδους ζητήματα, με προτεραιότητα στην καλύτερη γνώση της Ιστορίας.
Εξω από Ναό Τζοκχνγκ είναι εγκατεστημένη η μεγαλύτερη υπαίθρια αγορά της Λάσα. Εκεί μπορεί κανείς να βρει ό,τι έχει σχέση με τη θρησκευτική και λαογραφική παράδοση του Θιβέτ, σε τιμές που σηκώνουν πολλά παζάρια. Σε όλη την επικράτεια της Λάσα, είναι εμφανής η θρησκεία του Βουδισμού σαν δέλεαρ για τους τουρίστες και σαν προϊόν προς οικονομική αξιοποίηση.
Φαίνεται, μάλιστα, πως για τα μεγάλα τουλάχιστον μοναστήρια και τους ναούς είναι και μια επικερδέστατη επιχείρηση, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα κέρδη τους δε φορολογούνται, παρά το γεγονός ότι η επίσημη νομοθεσία του κινέζικου κράτους προβλέπει το αντίθετο.
Οι αντιθέσεις στην περιοχή του Θιβέτ είναι εμφανείς ακόμα και στη διάρκεια μιας απλής περιήγησης στο κέντρο της πόλης, τα προάστια, μέχρι τα αγροτικά χωριά σε μικρή ακτίνα από την πρωτεύουσα. Τα φτωχόσπιτα αυξάνουν, η ανέχεια γίνεται ευκολότερα αντιληπτή όσο ο επισκέπτης απομακρύνεται από το τουριστικό κέντρο της Λάσα.
Η επίσημη στατιστική κατεβάζει τους καταγεγραμμένους φτωχούς του Θιβέτ στο 10% του συνολικού πληθυσμού. Βασικό κριτήριο στην καταγραφή είναι το αν έχουν τη δυνατότητα και τα μέσα να αγοράσουν ρούχα και να τραφούν.
Η καπιταλιστική «οικονομία της αγοράς», που κυριαρχεί στο Θιβέτ, έχει την αντανάκλασή της στην αγροτική παραγωγή, στο εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης χιλιάδων αγροτικών νοικοκυριών. Οι αγρότες και κτηνοτρόφοι του Θιβέτ αποτελούν το 61,7% του συνολικού πληθυσμού. Σαν αποτέλεσμα της «δημοκρατικής μεταρρύθμισης» του 1959 καλλιεργούν το δικό τους κομμάτι γης, έχουν πλέον το δικό τους κλήρο.
Η γη, σύμφωνα με το Σύνταγμα της ΛΔ της Κίνας, αποτελεί κοινωνική ιδιοκτησία. Παραχωρείται όμως προς εκμετάλλευση στους κατοίκους της υπαίθρου με «παραχωρητήρια» δεκαετιών. Σε περίπτωση θανάτου, η γη δεν κληρονομείται, δεν πουλιέται. Επιστρέφει στο κράτος και αυτό αναλαμβάνει να την αναδιανείμει.
Ενας αγρότης, ωστόσο, έχει το δικαίωμα να νοικιάζει τη γη του σε άλλον. Μ' αυτόν τον τρόπο, αγρότες που - σύμφωνα με εκπροσώπους των τοπικών αρχών - «κατέχουν την τεχνογνωσία», αυξάνουν τις δουλειές τους, επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους σε μεγαλύτερα τμήματα γης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 20% των αγροτικών νοικοκυριών έχει σήμερα στην κατοχή του, ύστερα από αγορά, ένα τρακτέρ ή κάποιο άλλο μηχανικό αγροτικό εργαλείο.
Ολα τα αγροτικά προϊόντα πουλιούνται σε τιμές αγοράς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, από τη μια τις τεράστιες δυσκολίες, με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι οικογένειες των λαϊκών στρωμάτων για να ικανοποιήσουν τις στοιχειώδεις διατροφικές ανάγκες τους, κι από την άλλη να δημιουργούνται διάφορες κατηγορίες αγροτονοικοκυριών.
Την οικονομική και κοινωνική διαφοροποίησή τους την αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς από τα σπίτια. Στη θιβετιανή ύπαιθρο υπάρχουν μονώροφες μικρές αγροτοκατοικίες, μεσαία σπίτια, πιο ευρύχωρα και βέβαια μεγάλα, διώροφα σπίτια, με μεγάλες αυλές και πιο σύγχρονες υποδομές.
Σε ό,τι αφορά την πολιτική για την κατοικία, οι κάτοικοι της υπαίθρου επιδοτούνται από το κράτος για την κατασκευή σπιτιών, τα οποία χτίζονται σε οικόπεδα που παραχωρούνται από το κράτος για διάρκεια περίπου 70 χρόνων, με συμβόλαια που ανανεώνονται. Το σπίτι μπορεί να πουληθεί από τον ιδιοκτήτη του σε κάποιον άλλον.
Η κατασκευή του δεν είναι εύκολη υπόθεση για ένα χωρικό, καθώς απαιτεί και ίδια κεφάλαια. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι επίδοξοι ιδιοκτήτες προσφεύγουν στις τράπεζες που αφειδώς και με μικρά συγκριτικά επιτόκια δανείζουν για την κατασκευή κατοικίας. Πάνω από ένα εκατομμύριο Θιβετιανοί ζουν σήμερα σε καινούρια σπίτια, όταν, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, πριν το 1951 το 90% δεν είχε δικό του σπίτι.
Η κεντρική και τοπική κυβέρνηση δίνουν μεγάλο βάρος στην ανάπτυξη υποδομών που θα προσελκύσουν επενδυτικά κεφάλαια, προωθώντας παράλληλα το ραγδαίο εκσυγχρονισμό της περιοχής. Ακόμα και οι φωτογραφίες προηγούμενων εποχών στις προθήκες των ξενοδοχείων επιβεβαιώνουν τις τεράστιες αλλαγές που δέχτηκε η οικονομική βάση του Θιβέτ, με άμεση αντανάκλαση στις υποδομές και στον τρόπο ζωής των κατοίκων.
Ο σχολικός πληθυσμός ξεπερνάει τους 320.500 μαθητές. Στις 73 διοικητικές περιοχές του Θιβέτ το σύνολο των παιδιών παρακολουθεί την 6χρονη βασική εκπαίδευση. Σαν αποτέλεσμα της βαθιάς μεταρρύθμισης στο χώρο της εκπαίδευσης, ο αναλφαβητισμός σήμερα μειώθηκε στο 2,4% του συνολικού πληθυσμού.
Στη βαθμίδα της Ανώτατης Εκπαίδευσης λειτουργούν έξι σχολές. Χιλιάδες φοιτητές από πανεπιστήμια άλλων περιοχών της Κίνας επισκέπτονται κάθε χρόνο το Θιβέτ, ενώ και οι Θιβετιανοί υποψήφιοι φοιτητές έχουν επιπλέον μοριοδότηση για την εισαγωγή τους στα πανεπιστήμια εκτός Θιβέτ. Οπως και στην υπόλοιπη Κίνα μόνο τα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών είναι δωρεάν, ενώ επί πληρωμή (περίπου 600 ευρώ το χρόνο) είναι οι μεταπτυχιακές σπουδές.
Ανάλογα βήματα έγιναν και στον τομέα της Υγείας. Το Θιβέτ είναι η μοναδική επαρχία της Κίνας όπου οι παροχές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας για τους κατοίκους είναι δωρεάν, αφού στην υπόλοιπη Κίνα αυτή η κοινωνική κατάκτηση έχει αναιρεθεί στα πλαίσια της επιλογής της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τα τρία νοσοκομεία που υπήρχαν πριν το 1951, έγιναν σήμερα περίπου 1.300, συμπεριλαμβανομένων των μικρών τοπικών μονάδων Υγείας και των κλινικών. Σαν συνέπεια, μειώθηκαν αισθητά οι δείκτες θνησιμότητας και παιδικής θνησιμότητας, ενώ το προσδόκιμο της ζωής άγγιξε τα 67 χρόνια, από τα 35,5 που ήταν πριν το 1951.
Ενδιαφέροντα τα όσα προέκυψαν από τις συναντήσεις με κυβερνητικούς αξιωματούχους, κομματικά στελέχη και επιχειρηματίες στην περιοχή του Θιβέτ.
Το 1978 ήταν μια χρονιά σταθμός για την Κίνα, καθώς ξεκίνησε το άνοιγμα «στον έξω κόσμο», σύμφωνα πάντα με την ορολογία που καθιέρωσε το ΚΚ Κίνας. Η νέα στρατηγική δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο το Θιβέτ. Το αντίθετο μάλιστα. Η οικονομική ανάπτυξη της παρθένας αυτής επαρχίας της Κίνας πολλαπλασίασε τους ρυθμούς της, στηριζόμενη κατά κύριο λόγο σε κεφάλαια ντόπιων επενδυτών και στην τεράστια οικονομική βοήθεια του κινέζικου κράτους.
Σήμερα, το μέσο κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα για τους κατοίκους των αστικών κέντρων είναι περίπου 1.250 ευρώ. Για τον αγροτικό πληθυσμό, που είναι και συντριπτική πλειοψηφία, δεν ξεπερνάει τα 320 ευρώ το χρόνο. Η στατιστική έχει βέβαια το δικό της τρόπο να αμβλύνει τις γωνίες και να εξισώνει ως προς το εισόδημα αυτούς που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στην περιοχή και αυτούς που βγάζουν το μεροκάματο στο «Ελ Ντοραντο» της Κίνας.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η κατάσταση στο Θιβέτ, αξίζει να καταγραφούν ορισμένα από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιογραφική αποστολή ένας από τους πλέον επιτυχημένους επιχειρηματίες της επαρχίας. Πρόκειται για τον πρόεδρο μιας μεγάλης εταιρείας παραγωγής λαδιού. Το 1983 εγκατέλειψε τη δουλειά του σαν δάσκαλος, αγόρασε ένα φορτηγό και πήρε ένα δάνειο, βάζοντας τις βάσεις για το κινέζικο καπιταλιστικό «όνειρο». Οπως ο ίδιος είπε, «ήταν η εποχή που η κυβέρνηση έσπρωχνε τους ανθρώπους να γίνουν πλούσιοι».
Με απίστευτα προνόμια και διευκολύνσεις από το κράτος, κατάφερε σήμερα να είναι ο επικεφαλής της μεγαλύτερης μετοχικής εταιρείας που δραστηριοποιείται στο Θιβέτ και η οποία αποτελεί θυγατρική ομίλου επιχειρήσεων. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που η συγκεκριμένη επιχείρηση συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα των επισκέψεων στο Θιβέτ.
Στις εγκαταστάσεις της εταιρείας απασχολούνται πάνω από 150 εργάτες και υπάλληλοι, ενώ 11.000 αγροτονοικοκυριά παράγουν πρώτη ύλη αποκλειστικά για την επιχείρηση. Πάνω από μισό εκατομμύριο αγρότες στο Θιβέτ εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στις δραστηριότητες της επιχείρησης, η οποία συνεργάζεται με επιλεγμένα εμπορικά καταστήματα της ενδοχώρας για να προωθήσει τα προϊόντα της.
Η λειτουργία της επιχείρησης ξεκίνησε το 2004. Για να στηθεί το εργοστάσιο και να αναπτυχθεί το δίκτυο των πρώτων υλών, ο επιχειρηματίας επιδοτήθηκε από το κινέζικο κράτος και πήρε μεγάλα δάνεια από τις κρατικές τράπεζες της Κίνας με προνομιακό επιτόκιο 1,08%, πέντε φορές κάτω από το κανονικό.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Η νομοθεσία της Κίνας προβλέπει για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ότι πρέπει να καταβάλλουν στους αντίστοιχους δημόσιους οργανισμούς τις ασφαλιστικές εισφορές για τη σύνταξη, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την προστασία από την ανεργία, για κάθε έναν από τους εργαζόμενους που απασχολούν. Προκειμένου, όμως, να «σταθεί στα πόδια της», η συγκεκριμένη εταιρεία ζήτησε και πήρε από το κράτος πίστωση χρόνου για να συμμορφωθεί με τις στοιχειώδεις τυπικές της υποχρεώσεις απέναντι στην εργατική νομοθεσία.
Ετσι, πέντε σχεδόν χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας της, η επιχείρηση έχει μόλις ολοκληρώσει την καθολική καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων μόνο για το κομμάτι της σύνταξης, ενώ εκκρεμούν ακόμα οι εισφορές για την περίθαλψη και την ανεργία!
Κι ενώ η κερδοφορία των μονοπωλίων είναι εμφανής, κι από αυτήν πλουτίζει μια χούφτα καπιταλιστών, την ίδια ώρα ο μισθός για έναν εργάτη της εταιρείας δεν ξεπερνάει τα 120 ευρώ, ενώ το εισόδημα των αγροτών είναι υποπολλαπλάσιο!
Για να γίνει κατανοητή η αγοραστική αξία ενός τέτοιου μισθού, παραθέτουμε ορισμένες ενδεικτικές τιμές πώλησης βασικών προϊόντων καθημερινής κατανάλωσης. Τα στοιχεία αφορούν σε μέσους όρους τιμών πώλησης σε 50 πόλεις και προέρχονται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας.
Σύμφωνα με την τελευταία διαθέσιμη καταγραφή, ένα κιλό ρύζι κόστιζε 0,39 ευρώ, ένα κιλό αλεύρι 0,38 ευρώ, πέντε λίτρα φυστικέλαιο 9,86 ευρώ, ένα κιλό χοιρινό κρέας 1,78 ευρώ, ένα κιλό μοσχαρίσιο κρέας 3,40 ευρώ, ένα κιλό κατεψυγμένο κοτόπουλο 1,42 ευρώ και νωπό 1,73 ευρώ, η πάπια το κιλό 1,40 ευρώ, τα μήλα 0,98 ευρώ το κιλό, οι μπανάνες 0,56 το κιλό και το συσκευασμένο γάλα 0,35 ευρώ τα 500 ml.
Ολοι οι εργάτες της συγκεκριμένης εταιρείας απολαμβάνουν το νόμο για το 35ωρο, ενώ σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία της ΛΔ Κίνας, άνδρες και γυναίκες εργατοϋπάλληλοι δικαιούνται σύνταξη στα 60 χρόνια ή μετά από 30 χρόνια δουλειάς.
Η συγκεκριμένη εταιρεία, βάσει των κρατικών κινήτρων για την οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή, δεν καταβάλλει φόρο επί των κερδών της, αλλά μόνο το 6% του φόρου προστιθέμενης αξίας που αφορά στις εμπορικές συναλλαγές της. Κάπως έτσι, η εν λόγω επιχείρηση, μια από τις 4.700 ιδιωτικές που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, καταγράφει ετήσια ρυθμούς μεγέθυνσης που κυμαίνονται από 35% μέχρι 50%.
Για την κεντρική και την τοπική κυβέρνηση, το παράδειγμα της συγκεκριμένης εταιρείας είναι ενθαρρυντικό, αλλά όχι αρκετό. Κι αυτό επειδή πάνω από το 80% των πόρων που κατευθύνονται σε επενδύσεις στην περιοχή του Θιβέτ προέρχονται από τον προϋπολογισμό της κεντρικής κυβέρνησης.
Από το ίδιο ταμείο πληρώνεται και το 90% των εξόδων που έχει η Αυτόνομη Περιοχή του Θιβέτ, η οποία θεωρείται μια από τις λιγότερο αναπτυγμένες επαρχίες της Κίνας. Κατά συνέπεια, ο στόχος που βάζουν η κεντρική και η τοπική κυβέρνηση είναι να προσελκύσουν νέα ιδιωτικά κεφάλαια στην περιοχή.
Το επιστέγασμα για όλα τα παραπάνω είναι τα όσα είπε ο επικεφαλής του Κέντρου Θιβετολογίας, που υποδέχτηκε την αποστολή κατά τη δεύτερη μέρα της παραμονής της στο Πεκίνο. Πρόκειται για ένα κρατικό επιστημονικό ερευνητικό Ινστιτούτο που ιδρύθηκε το 1986. Μελετά τη θρησκεία, τη γλώσσα, τα ήθη των Θιβετιανών, καταρτίζει και υποβάλλει στην κεντρική και τοπική κυβέρνηση σχέδια και προτάσεις για την ανάπτυξη της περιοχής.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τη μελλοντική πορεία του Θιβέτ στον τομέα της οικονομίας, είπε: «Τώρα γίνεται επανάσταση στο μυαλό των Θιβετιανών. Ολοι επικεντρώνουν στην οικονομική ανάπτυξη και η αγορά έρχεται να παίξει σοβαρό ρόλο, να λύσει προβλήματα. Ολοένα και περισσότερος κόσμος μετακομίζει στην πόλη. Στην οικονομία της αγοράς είναι αδύνατο να μην αγοράσεις, αλλά για να αγοράσεις, πρέπει να πουλήσεις για να έχεις εισόδημα».
Είναι αυτονόητο βέβαια ότι για όποιον δεν γίνει επιχειρηματίας ή αυτοαπασχολούμενος στην πόλη, το μόνο εμπόρευμα που έχει να πουλήσει, για να έχει εισόδημα, είναι η εργατική του δύναμη. Για τους όρους πώλησης αυτού του μοναδικού εμπορεύματος στο Θιβέτ, μας μίλησε λίγες μέρες αργότερα ο πρόεδρος της μεγαλύτερης ιδιωτικής εταιρείας στην περιοχή, όπως καταγράφηκε πιο πάνω.
Ορισμένα ακόμα στοιχεία που έχουν ενδιαφέρον είναι και τα εξής: Η ιδιωτική εταιρεία που δέχτηκε την αποστολή στη Λάσα μας εξήγησε ότι έχει υπογράψει μια εμπορική συμφωνία με την Ιαπωνία για να εξάγει κάποια από τα εμπορεύματά της. Το εξαγωγικό εμπόριο δε βρίσκεται δηλαδή κάτω από τον κεντρικό κοινωνικό κρατικό έλεγχο, αλλά είναι υπόθεση της κάθε εταιρείας να συνάψει εμπορικές συμφωνίες και συμμαχίες εκτός της χώρας.
Δεύτερο στοιχείο: Η καταγεγραμμένη ανεργία στο Θιβέτ υπολογίζεται στο 4% περίπου. Τι γίνεται όμως με αυτούς που δεν έχουν δουλειά; Σύμφωνα με όσα μας είπαν αξιωματούχοι από την Επιτροπή για την Ανάπτυξη και Μεταρρύθμιση της Αυτόνομης Περιοχής του Θιβέτ, οι πολιτικές που ακολουθούνται για τους ανέργους είναι ίδιες όπως και στην υπόλοιπη χώρα και ταυτίζονται απόλυτα με το μοντέλο των «ενεργητικών πολιτικών για την απασχόληση» που έχει υιοθετήσει η πλειοψηφία των κυβερνήσεων παγκόσμια.
Δηλαδή, επιδοτούμενη κατάρτιση των εργαζομένων, επιδότηση για την έναρξη νέων επιχειρήσεων, προσωρινή εργασία και, βέβαια, προώθηση των ανέργων στον τομέα της «κοινωνικής οικονομίας», που δείχνει να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς στην Κίνα.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα, ωστόσο, όπως η Σαγκάη, οι ενεργητικές πολιτικές για την απασχόληση συνδυάζονται και με την παροχή ενός ελάχιστα εγγυημένου επιδόματος, το οποίο ισούται με 96 περίπου ευρώ το μήνα, όσο και ο κατώτερος μισθός. Για να έχει πάντως κάποιος το μέτρο σύγκρισης, το ενοίκιο για ένα απλό δωμάτιο στη μεγαλούπολη αυτή της Κίνας είναι ίσο με 150 περίπου ευρώ το μήνα. Δηλαδή ακριβότερα κι από ό,τι ο μισθός που παίρνει ο εργάτης, στην επιχείρηση που επισκεφτήκαμε!
Συμπερασματικά, λοιπόν, εκείνο που είναι ανησυχητικό για τους εργαζόμενους στην Κίνα δεν είναι η λεγόμενη «εθνική καταπίεση», που προβάλλουν οι ιμπεριαλιστές και οι οργανισμοί τους, με στόχο το διαμελισμό της τεράστιας αυτής χώρας σε μικρότερα τμήματα, αλλά η ενίσχυση του καπιταλισμού, που παρουσιάζεται με το «πρόσωπο» των εθνικών κι ιστορικών «ιδιαιτεροτήτων» και του λεγόμενου «σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά», που αποκτά για τον άνθρωπο της δουλειάς τα αποκρουστικά χαρακτηριστικά που έχει και ο καπιταλισμός στον υπόλοιπο κόσμο.