Associated Press |
Η απόλυτη εξαθλίωση και ο θάνατος που καραδοκεί προκάλεσε το ξέσπασμα της λαϊκής οργής |
«Είμαστε μία χώρα δίχως Σύνταγμα.. Μία χώρα με συνδικαλιστές, εργαζόμενους και αντιφρονούντες που φυλακίζονται, βασανίζονται ή τρομοκρατούνται. Που καταπατιούνται τα στοιχειώδη δικαιώματα της γυναίκας, οι ελευθερίες του Τύπου... Και όταν κάνουμε τις διαδηλώσεις μας, ο πρωθυπουργός διατάζει την αστυνομία να χτυπήσει, άνευ αφορμής, τον κόσμο στους δρόμους... για εκφοβισμό! Ομως, αυτή την άνοιξη, κάναμε απεργίες μαζικές. Παρά την αστυνομοκρατία, πάνω από 80.000 εργαζόμενοι βγήκαμε στους δρόμους. Διαμαρτυρηθήκαμε για το στυγνό χαρακτήρα διακυβέρνησης της χώρας, την ανομία, την ασέβεια σε Δικαιοσύνη και θεσμούς. Διαμαρτυρηθήκαμε για το βασιλιά που δαπανά υπέρογκα ποσά για προσωπικές δαπάνες, όπως για αγορά καινούριου αεροσκάφους τζετ κόστους 720.000.000 δολαρίων, ενώ κάθε οικογένεια της Σουαζιλάνδης ζει στο πετσί της την έλλειψη επαρκούς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Ενώ το 34% του πληθυσμού είναι φορείς του ιού HIV που προκαλεί το AIDS...».
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια της Σίφι Λόπε, όταν τη συναντήσαμε πρόσφατα στην Αθήνα, στο πλαίσιο διεθνούς συνάντησης για τη δημοκρατία και τα δικαιώματα του ανθρώπου στο Νότο της Αφρικής. Η Σίφι Λόπε έδωσε το «παρών» προσκεκλημένη με την ιδιότητα της εκπροσώπου της Ενωσης Δημοσίων Υπαλλήλων της χώρας της. Αφού, βεβαίως, υπερπήδησε αρκετά γραφειοκρατικά εμπόδια, όπως τους αρμόδιους υπαλλήλους κρατικής υπηρεσίας που προκειμένου να της δώσουν διαβατήριο απαιτούσαν (εκτός των άλλων τυπικών εγγράφων...) γραπτή μαρτυρία και «εξηγήσεις» για τους λόγους του ταξιδιού της στην Αθήνα.
Ομως, όπως αποδεικνύεται στην πράξη, τέτοιου είδους γραφειοκρατικά προβλήματα είναι τα λιγότερα και τα πιο ανώδυνα σε σχέση μ' αυτά που αντιμετωπίζει εδώ και δεκαετίες ο πληθυσμός αυτού του μικρού αφρικανικού βασιλείου που περιτριγυρίζεται απ' το γίγαντα που λέγεται Νότια Αφρική και γειτονεύει ανατολικά με τη Μοζαμβίκη... Η χώρα του Νέλσονα Μαντέλα, πρώτου Προέδρου της ελεύθερης Νότιας Αφρικής, με τη Σουαζιλάνδη της Σίφι Λόπε δεν έχουν σήμερα πάρα πολλά κοινά. Ισως κυρίως το γεγονός πως οι ρίζες των ταξικών και σεξιστικών διακρίσεων που μαστίζουν έως σήμερα το λαό της Ζουαζιλάνδης - εκπορευόμενες από το τυραννικό καθεστώς του μονάρχη Μσουάτι Γ'... - μοιάζουν να αλληλοπλέκονται αδρά με εκείνες του παρελθόντος ρατσιστικού καθεστώτος Απαρτχάιντ...
Η Σουαζιλάνδη, άλλωστε, είναι μία χώρα που από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία γίνεται γνωστή ως επί το πλείστον εξαιτίας της σκανδαλώδους ζωής του βασιλιά της και λιγότερο για την ασφυκτική πάταξη των εργασιακών δικαιωμάτων, την κατάπνιξη κάθε προοδευτικής φωνής, κάθε στοιχειώδους δημοκρατικού δικαιώματος και πολιτικής ελευθερίας.
Η σχετικώς σύντομη ιστορία της «ξεκινά» (στα κιτάπια των αποικιοκρατών) από το 1903, οπότε έγινε βρετανικό προτεκτοράτο, ενώ στα 1968 τυπικώς (και όχι ουσιαστικώς) κηρύσσεται ανεξάρτητη... Από το '68 έως σήμερα, η ιστορία της Σουαζιλάνδης γράφεται με το αίμα πολλών χιλιάδων αγωνιστών που φυλακίστηκαν και φυλακίζονται, βασανίζονται, σκοτώνονται ή τρομοκρατούνται από τις κυβερνήσεις του πρώην μονάρχη Μακχοσετίβε και τις επόμενες που σχηματίστηκαν από τον γιο του, Μακχοσετίβε, που στέφθηκε βασιλιάς με το όνομα, Μσουάτι Γ', το 1986...Οσοι πίστεψαν πως ο Μσουάτι θα ήταν «καλύτερη» εκδοχή από εκείνη του πατέρα του, γελάστηκαν... Το 1992 αρνείται να άρει την απαγόρευση της δράσης των πολιτικών κομμάτων. Το 1993 διεξάγονται εκλογές με ένα υποτιθέμενο νέο εκλογικό σύστημα. Το 1996 σημειώνονται αιματηρές διαδηλώσεις με μοναδικό αίτημα τη δημοκρατία. Το 1998 το κατ' όνομα «εκλογικό σώμα» μποϊκοτάρει τις «σημαδεμένες» κάλπες που στήνονται για τις εκλογές του φθινοπώρου. Τη φετινή άνοιξη, νέες διαδηλώσεις και απεργίες εκδηλώνονται με βασικά αιτήματα τη νομιμοποίηση των πολιτικών κομμάτων, το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι και της δημοκρατίας...
«Το Βασιλικό Διάταγμα του 1973 ήρε το Σύνταγμα και ο βασιλιάς απαγόρευσε κόμματα, νόμους, και βασικές αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επειδή, λοιπόν, τα κόμματα είναι απαγορευμένα, αυτή τη στιγμή μόνον οι συνδικαλιστές και οι εργαζόμενοι πιέζουν για αλλαγές. Κυρίως γιατί κάποια σωματεία δε θεωρούνται πλέον παράνομα και αυτό λόγω διεθνών πιέσεων και διαμαρτυριών που εκφράζονται ως επί το πλείστον από τη Ν. Αφρική. Ομως, παρ' όλα αυτά, υπάρχουν συλλήψεις, ανακρίσεις, φυλακίσεις εργαζομένων και προοδευτικών ακτιβιστών. «Δε θέλουν να συγκεντρωνόμαστε, να πολιτικοποιούμαστε» απαντά η Σίφι Λόπε σε ερώτησή μας για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στη χώρα της. Η ίδια δεν παραλείπει, όμως, σε κάθε αφορμή, να εκφράζει την αγανάκτηση ενός σημαντικού μέρους του λαού που, όπως σημειώνει, «δεν μπορεί πλέον να ανέχεται να μας κυβερνά μία διεφθαρμένη μοναρχία». Πολλοί είναι πλέον αυτοί που αντιδρούν αλλά λιγότεροι (λόγω της βίας του καθεστώτος) που διαμαρτύρονται στους δρόμους. Ομως κάθε τόσο γίνονται περισσότεροι, γιατί δεν ανέχονται πλέον ένα διεφθαρμένο μονάρχη και την υποχείρια κυβέρνησή του που «δεν αγγίζονται από το νόμο ή τις αποφάσεις των δικαστηρίων, γιατί θεωρούν εαυτούς υπεράνω... της νομιμότητας!»
Το ήμισυ του πληθυσμού (περίπου ενός εκατομμυρίου ανθρώπων) ζει κάτω από΄τα όρια της φτώχειας. Το ένα τέταρτο του πληθυσμού ηλικίας μεταξύ 15 και 49 ετών είναι φορείς του AIDS. Και όμως, μιλάμε για μία χώρα με μηδενικά κοιτάσματα πετρελαίου αλλά σημαντικό ορυκτό πλούτο σε διαμάντια, χρυσό, αμίαντο, κασσίτερο, σίδηρο...
Γιατί; Η απάντηση μοιάζει προφανής, ενώ στα ήδη μυριάδες προβλήματα, προστίθενται τα τελευταία χρόνια και τα δεινά της ιδιωτικοποίησης αγαθών και ζωτικών υπηρεσιών. Οπως επισημαίνει η Σ. Λόπε: «Ιδιωτικοποίηση με απλά λόγια σημαίνει για το λαό μας περισσότερη ανεργία, εργαζόμενοι ανασφαλείς, δίχως επιδόματα και δικαιώματα». Η ίδια υπογραμμίζει πως στη μέγκενη των ιδιωτικοποιήσεων έχει τεθεί το άλλοτε δημόσιο δίκτυο υδροδότησης, ηλεκτροδότησης και τηλεπικοινωνιών. «Ιδιωτικοποίησαν έως την παροχή φαρμάκων στα νοσοκομεία... Σήμερα, πολλοί περισσότεροι δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης» σημείωσε η Σίφι Λόπε.
«Πώς μπορεί να γίνει καλύτερο το μέλλον στη χώρα σας;» τη ρωτήσαμε. Η απάντηση ήρθε με πείσμα: «Μπορεί να μην υπάρχουν νόμιμα πολιτικά κόμματα, όμως οι εργαζόμενοι και οι διάφορες προοδευτικές δυνάμεις που υπάρχουν στη Σουαζιλάνδη συσπειρώνονται γύρω από τη δράση συνδικαλιστικών οργανώσεων και σωματείων... Αυτά είναι τώρα ένας μοχλός πίεσης. Μπορεί να γίνει αποτελεσματικότερος με περισσότερο αγώνα αλλά και περισσότερες διεθνείς πιέσεις έναντι του μονάρχη Μσουέτι Γ'»...
Associated Press |
Από διαδήλωση εργαζομένων στο Πόρτο ενάντια στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης |
Ηδη η ανεργία σημείωσε άνοδο και βρίσκεται στο 6,7% από 4,3% για το 2002 (!), αν και τα συνδικάτα υποστηρίζουν ότι ο πραγματικός αριθμός φτάνει το 7.6%. Παράλληλα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το εργατικό δυναμικό αυξήθηκε κατά 700.000 ανθρώπους το 2002, γεγονός που σε συνθήκες κρίσης μόνο περισσότερη μιζέρια μπορεί να σημάνει για τους εργαζόμενους. Ανάμεσα σε αυτούς που επηρεάζονται περισσότερο από την αύξηση της ανεργίας είναι και οι πτυχιούχοι. Το 2001 υπήρχαν 24.000 άνεργοι πτυχιούχοι, ενώ τώρα υπάρχουν περίπου 30.000.
Επιπλέον, στην Πορτογαλία τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα, αφού η σταδιακή μείωση των επιτοκίων, μετά την ένταξη στο ευρώ, οδήγησε σε μια πιστωτική φούσκα που για κάποια χρόνια οι κυβερνώντες ονόμαζαν οικονομική ανάπτυξη που θα έφερνε την πολυπόθητη σύγκλιση. Η Πορτογαλία, άλλωστε, ήταν από τους ενθουσιώδεις υποστηρικτές του κοινού νομίσματος και μάλιστα κατάφερε να ενταχθεί στο κοινό νόμισμα με το πρώτο κύμα χωρών, υπό την κυβέρνηση των Σοσιαλιστών του Αντόνιο Γκουτιέρες.
Ωστόσο, το «σκάσιμο» της πιστωτικής φούσκας, σε συνδυασμό με την κάθοδο του οικονομικού κύκλου που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, δημιουργεί στη χώρα μια απελπιστική κατάσταση. Υπολογίζεται ότι το 2002 περίπου 2 επιχειρήσεις κάθε μήνα έκλειναν, για να μετακομίσουν στην Ανατολική Ευρώπη. Είναι σαφές ότι η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης μόνο άσχημες εξελίξεις μπορεί να σημάνει για την πορτογαλική οικονομία, αλλά και για τις άλλες μικρές οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (σαν την ελληνική) που για χρόνια πίστευαν ότι τα φθηνά εργατικά χέρια θα αποτελέσουν πόλο έλξης για τα ξένα κεφάλαια. Παράλληλα, η Πορτογαλική αγροτική παραγωγή θα συνεχίσει να συρρικνώνεται, εξαιτίας των αλλαγών στο σύστημα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων.
Πολλοί πίστεψαν ότι μια άλλη αστική κυβέρνηση θα άλλαζε τα πράγματα. Ετσι το 2001, μετά την ταπεινωτική ήττα των Σοσιαλιστών στις τοπικές εκλογές, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός παραιτήθηκε, για να αντικατασταθεί από έναν συντηρητικό συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών (χριστιανοδημοκράτες) και Λαϊκού Κόμματος (συντηρητική δεξιά) υπό τον Χοσέ Μανουέλ Ντουράο Μπαρόσο.
Η κυβέρνηση Μπαρόσο, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, ανακοίνωσε σκληρό πρόγραμμα λιτότητας, προκειμένου να μειωθεί το έλλειμμα της χώρας. Παράλληλα, ανακοίνωσε μέτρα για την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, αύξηση κατά δύο μονάδες του ΦΠΑ, περιορισμό των δημοσίων εξόδων σε όλους τους τομείς και πρόσφατα μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα για να «αυξηθεί η παραγωγικότητα» των δημοσίων υπαλλήλων.
Ακολούθησαν το 2002 οι μεγάλες κινητοποιήσεις του εργατικού συνδικάτου CGTP-Intersyndical, ενάντια στους νέους εργασιακούς νόμους. Τελικά, όμως, ως είθισται στις αστικές δημοκρατίες, η κυβέρνηση με τη βοήθεια των Σοσιαλιστών και του «κεντρώου» συνδικάτου UGT άλλαξε με μερικές παραχωρήσεις το εργασιακό καθεστώς. Επόμενος στόχος είναι πλέον οι συντάξεις.
Οπως δηλώνει ο πρωθυπουργός Μπαρόσο (και φυσικά θα συμφωνούσαν οι ανά την Ευρώπη «κεντρο-αριστεροί» και «κεντρο-δεξιοί») «το ουσιαστικό πρόβλημα της πορτογαλικής - αλλά και της ευρωπαϊκής - οικονομίας είναι η ύπαρξη κινήτρων για τις μεταρρυθμίσεις». Δηλαδή, σύμφωνα με τη λογική του, η μόνη λύση στα προβλήματα της οικονομίας είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές, όπως περικοπή συντάξεων και αύξηση των ορίων ηλικίας, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, ακόμα περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, καθιέρωση νέων μορφών εργασίας και φυσικά φορολογικές και άλλες διευκολύνσεις στο κεφάλαιο για να συνεχίσει να επενδύει. Το μέλλον, λοιπόν, για τους Πορτογάλους εργαζόμενους είναι δυσοίωνο.
Η κρατούσα τάση στα νότια, τουλάχιστον, Βαλκάνια είναι ο τεμαχισμός τους σε μικρά αδύναμα προτεκτοράτα, κυρίως, των ΗΠΑ. Προς εκμετάλλευση αυτού του φαινομενικού γεγονότος, παρουσιάζεται η τελούσα υπό διεθνή ανοχή Αλβανία που, χωρίς να εκδηλώνεται ως συγκροτημένο κράτος, καλλιεργεί την άκρως επικίνδυνη ιδέα της μεγάλης «ενωμένης» χώρας ως τη νέα υπό ανάδυση δύναμη της περιοχής.
Είναι η βάση της αλβανικής πολιτικής στο Κοσσυφοπέδιο κι η ασκούμενη πολιτική του εποικισμού στη βόρεια κατεχόμενη Κύπρο. Η άλλη πλευρά είναι η εμπέδωση φανατικού φιλο-αμερικανισμού και φιλονατοϊσμού σε μαχητικά τμήματα Αλβανών. Εδώ, ακριβώς, βρίσκεται το σημείο επικοινωνίας τους με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Φιλοδοξεί να γίνει ο κύριος εκφραστής κι επιτηρητής των αμερικανικών συμφερόντων. Εδώ βρίσκεται και το σημείο κινδύνου πολεμικής εμπλοκής της περιοχής.
Αλλωστε, αυτός είναι ο κύριος λόγος της ελληνικής κυβερνητικής πολιτικής που χώνεται όλο και πιο βαθιά στα ιμπεριαλιστικά κελεύσματα ως ένας κατά φαντασία ισότιμος εταίρος που θα αποφύγει επικίνδυνες συμμαχικές επιβαρύνσεις.
Φαίνεται να αγνοεί για «τον άντρα της μυλωνούς...». Εάν γίνεται λόγος για την Αλβανία δεν είναι γιατί αποτελεί, μέχρι στιγμής, αξιόλογη δύναμη. Είναι γιατί γίνεται προσπάθεια τα τελευταία δέκα χρόνια να γίνει τέτοια.