Κυριακή 9 Νοέμβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Του Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ

Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει στον τοπικό Τύπο. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με διάφορα περιοδικά, κυρίως με κλαδικά έντυπα, όπως «Η φωνή της ΓΣΕΕ», όπου είχε τη στήλη του χρονογραφήματος και «Η φωνή των φαρμακοϋπαλλήλων», που υπηρέτησε ανιδιοτελώς δεκαετίες, καθότι φαρμακοϋπάλληλος.

Οταν έγινε συνταξιούχος πια, έκανε την παρουσία του στα Γράμματα με δέκα έως τώρα βιβλία, κάποια εκ των οποίων έχουν βραβευτεί.

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΕΣΗΕΠ και άλλων πνευματικών Ενώσεων.

Τα κακόμοιρα

Παπαγεωργίου Βασίλης

Κυριακάτικο απόβροχο και ο δρόμος δεν έχει στεγνώσει ακόμα. Κάποια σπουργίτια πάνω σ' ένα δεντρί που γλίτωσε από τη μανία των εργολάβων και δυο παιδιά, αγόρι και κορίτσι, κάτι σκαλίζουν κάτω από ένα από τα πολλά αυτοκίνητα που σαν αλυσίδα σφίγγουν το οικοδομικό τετράγωνο και ψιλοκαυγαδίζουν με κουβέντες σχεδόν ακατάληπτες. Οι ενορίτες της Αγίας Αναστασίας που επιστρέφουν από τη λειτουργία ούτε καν τους προσέχουν επηρεασμένοι προφανώς ακόμη από το θείο κήρυγμα, δεν τους κίνησε την περιέργεια ούτε ο άναρθρος τρόπος ομιλίας τους ούτε το καχεκτικό σουλούπι τους και οι σπασμωδικές τους χειρονομίες. Αν τα πλησίαζαν οι ανύποπτοι ηλικιωμένοι διαβάτες θ' αντίκριζαν ένα νεαρό ζευγαράκι αλλιώτικο από τ' άλλα χωρίς τίποτα το νεανικό πάνω τους. Μάτια κόκκινα και θαμπά κάπως πρησμένα, μαλλιά άχυρα, πρόσωπο κίτρινο και κινήσεις ασύμμετρες με την ομιλία, που πάθαινε διαλείψεις. Μια κυρία που βγήκε στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας που άνοιξε ν' αεριστεί το δωμάτιο και πρόσεξε τα παιδιά κάτω από το αυτοκίνητο, αρχικά φοβήθηκε ότι πρόκειται για κλεφτρόνια ή «βομβιστές» - βρε τους νεαρούς Νέρωνες θα σκέφτηκε - και τους έβαλε τη φωνή να φύγουν, όμως εκείνα ούτε που της έδωσαν σημασία. Τότε κατέβηκε ο σύζυγος και ιδιοκτήτης του ΙΧ να δει τι ακριβώς συμβαίνει με αυτά τα «παλιόπαιδα».

-- Τι γυρεύετε βρε εδώ από κάτω; τους είπε αυστηρά και όταν καλοπρόσεξε το παρουσιαστικό τους και τη δυσκολία τους να απαντήσουν, ο θυμός του μετατράπηκε σε έντονη απορία. Μαλάκωσε τη φωνή του και τα ρώτησε αν τους έπεσε κάτι και ήθελαν να μετακινήσει το αυτοκίνητο για να διευκολυνθεί η έρευνά τους. Εκείνα αλληλοκοιτάχτηκαν αφηρημένα και κούνησαν το κεφάλι καταφατικά ελπίζοντας πως θα βρουν το χαμένο τους θησαυρό.

-- Τι ατυχία, είπαν και τα δύο μαζί ψευδίζοντας, όταν διαπίστωσαν ότι τα χάπια που τους πέσανε είχανε γίνει αλοιφή στην επαφή τους με την υγρή άσφαλτο. Το «κακό» συνέβη καθώς το αναιμικό αγόρι με τρεμάμενα χέρια άνοιξε το φιαλίδιο για να βγάλει τα δύο τελευταία δισκία κι εκείνα κύλησαν στο δρόμο, κάτω από το ΙΧ.

Ο άνθρωπος που τα παρακολουθούσε έχασε τη μιλιά του, δεν ήξερε τι να πει, τα πράγματα μιλούσαν μόνα τους. Με έντονα τα σημάδια της πίκρας στο πρόσωπό του, κατέβαλε προσπάθεια ν' αποτρέψει τους ναρκομανείς να πάρουν με το δάκτυλο τη δόση τους από τη λιωμένη ναρκωτική ουσία στο δρόμο. Και όταν εκείνοι μυξόκλαιγαν, γιατί η επιθυμία τους ήταν ισχυρότερη από τη θέλησή τους, έβγαλε και τους έδωσε κάποια χρήματα πιστεύοντας ότι το φάρμακο αυτό βοηθά την απεξάρτησή τους από τα ναρκωτικά, από τα οποία θέλουν ν' απαλλαγούν, όπως δήλωσαν. Του φίλησαν μάλιστα το χέρι, λες και ήταν παπάς και στην ερώτησή του, ποια είναι η ονομασία του, του δείξανε το άδειο κουτί που έλεγε ότι είναι για την αϋπνία. Μα αυτά δεν είχαν ανάγκη από ύπνο, αλλά από εγρήγορση.

-- Τα καημένα, κλαψούρισε η γυναίκα από το μπαλκόνι, μοιάζουν με λούλουδα που μαραίνονται πριν ακόμα ανοίξουν τα πέταλά τους. Ανάθεμα στους κακούργους που πλανεύουν αθώα πλάσματα. Παραπεταμένα άνθη κηδείας στο ρείθρο της κοινωνίας φαντάζουν τα κακόμοιρα, απόσωσε, αναστενάζοντας και η πίκρα της ήταν ανάμειχτη με οργή.

Τραυλίζοντας και τρεκλίζοντας σε σημείο να σκέπτεσαι ότι ένας δυνατός αέρας θα μπορούσε να τα σωριάσει καταγής, τ' ανήλικα που είπαν ότι είναι αρραβωνιασμένα, τράβηξαν κατά το κοντινότερο εφημερεύον φαρμακείο για να εξασφαλίσουν τη δόση τους. Τυχερά στάθηκαν στην ατυχία τους να βρεθεί στο διάβα τους αυτός ο καλός άνθρωπος... που αναπτέρωσε πρόσκαιρα το ηθικό τους με την απλοχεριά του.

Πόσο άλλαξαν τα πράγματα! Οι πρεζάκηδες του παλιού καιρού ήταν κυρίως άτομα που η ζωή τούς είχε δείξει το πιο σκληρό της πρόσωπο, είχαν κάποια ηλικία, επάγγελμα παρακατιανό και πολλά συνήθως βάσανα. Ο αριθμός τους, άλλωστε, ήταν περιορισμένος, χωρούσαν και περίσσευαν στο περιθώριο της κοινωνίας. Τώρα έχουν μπει βαθιά μέσα της και απειλούν τα πιο τρυφερά της βλαστάρια ανεξαρτήτως τάξεων. Τα ναρκωτικά εξαπλώνονται συνεχώς και προσβάλλουν την άνοιξη της ζωής, την ανυποψίαστη νιότη, στερώντας της τον μπούσουλα, την ελπίδα, το μέλλον και την καθιστούν ανίκανη ν' αντιδράσει σε ό,τι στραβό και ανάποδο συμβαίνει ολόγυρα. Είναι γεγονός ότι οι χοντρέμποροι των θανατηφόρων ουσιών χτίσουν σπίτια μέγαρα και απολαμβάνουν όλα της ψυχής τους τ' αγαθά συχνά ατιμώρητα, μιας ψυχής που δε θα δεχόταν ούτε ο διάολος στο σκοτεινό βασίλειό του. Κυριακής απόβροχο και ο ήλιος πίσω από τα συννεφάκια που ταξιδεύουν ψηλά, στρέφει τις πύρινες ματιές του κατά τη μεριά των καχεκτικών παιδιών προσπαθώντας, λες, να τους φτιάξει το χρώμα. Κάποτε θαρρείς πως τους υπενθυμίζει ότι η ζωή είναι γλυκιά και ανεπανάληπτη και τη φαρμακώνουν βλακωδώς.

Ομως, εκείνα κόντευαν να κοιμηθούν όρθια, όπως κοιμάται η κοινωνική πρόνοια, από την οποία περιμένουν μάταια βοήθεια χιλιάδες και χιλιάδες χτυπημένοι από τα ναρκωτικά για ν' απεξαρτηθούν, από αυτή τη χολέρα. Στο δρόμο προς το φαρμακείο, παραμόνευε το «βαποράκι» που παρακολουθεί συχνά τα βήματά τους και υπόσχεται με την πραμάτεια του, να τους μεταφέρει μακριά σε ονειρικά μέρη! Στον... άλλο κόσμο, δηλαδή...

Το πάρε - δώσε έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη μπροστά στα μάτια των ενοριτών στο προαύλιο της εκκλησίας, χωρίς καμιά προφύλαξη... «Καθαρός» ουρανός αστραπή δε φοβάται!!! Οι άλλοι - απλοί θεατές - σταυροκοπήθηκαν. Ο θεός να βάλει το χέρι του είπαν και ξεκίνησαν για το σπίτι να πάρουν το πρωινό τους.

Οπως πάει, το «πράμα», δεν αποκλείεται σε λίγο να κυκλοφορεί ελευθέρα και διατιμημένο.


Του
Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ