Eurokinissi |
Σε αυτό το πλαίσιο, με ξεκάθαρο τρόπο, αναδείχνονται οι συγκλίσεις και ταυτίσεις της «αριστερής» κυβέρνησης με τις βλέψεις των ισχυρών εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων, στην προοπτική της ανάκαμψης που φαίνεται ρηχή και αβέβαιη. Αυτή, με τη σειρά της, έχει ως όρο και προϋπόθεση την παγιοποίηση των αντιλαϊκών μέτρων «επαναλαμβανόμενης απόδοσης» και τη συμπλήρωσή τους με ένα μπαράζ αναδιαρθρώσεων, με στόχο την «εμπέδωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης» και για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, στο έδαφος βεβαίως των επιχειρηματικών συμπράξεων και συμφωνιών με το εγχώριο κεφάλαιο.
Ο στρατηγικός στόχος δόθηκε εδώ και πάνω από ένα χρόνο από την πλευρά του ΣΕΒ, σύμφωνα με τον οποίο «για να εξισορροπήσουμε την τεράστια αποεπένδυση που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, απαιτούνται επιπλέον επενδύσεις, πέραν όσων πραγματοποιούνται ετησίως, τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ μέχρι το 2022». Σε αυτό το πλαίσιο, οι βιομήχανοι αντιλαμβάνονται ότι η αποκατάσταση της παραγωγικής ικανότητας του κεφαλαίου στα επίπεδα που υπήρχαν πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, θα απαιτήσει σειρά νέων αντιλαϊκών παρεμβάσεων, «μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση ενθάρρυνσης των επενδύσεων», «προσέλκυση ξένων επενδύσεων», η οποία θα πρέπει βέβαια να «στοχεύει στην οριζόντια ενθάρρυνση των οικονομικά αποδοτικών επενδύσεων», αυτών δηλαδή που υπόσχονται την ανάκαμψη και διεύρυνση της μάζας των επιχειρηματικών κερδών, την ανάπτυξη τομέων της οικονομίας με μεγάλη προστιθέμενη αξία, όπως λένε, μεγάλη παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια, δηλαδή δυνατότητα εξαγωγών. Εδώ εστιάζονται, για παράδειγμα, και οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για παραγωγική ανασυγκρότηση.
Αλλά οι απαιτήσεις των επιχειρηματικών ομίλων δεν σταματούν εδώ. Τις προάλλες, ο ΣΕΒ επανέλαβε ότι «η βελτίωση των κανόνων της αγοράς εργασίας δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει μαζικά νέες θέσεις εργασίας και να αυξήσει με διατηρήσιμο τρόπο τα εισοδήματα. Αυτό που ακόμη παραμένει ζητούμενο είναι η απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα και θα έδινε στην οικονομία την αναπτυξιακή ώθηση», και όπως χαρακτηριστικά τονίζει «είναι ανεδαφικό να επιδιώκουμε την επαναφορά στο προ του 2009 ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας».
«Συμφωνώ απόλυτα με τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, ότι η κατάσταση την οποία βιώνουμε ως οικονομία και ως κοινωνία δεν είναι βιώσιμη. "Ολα τα λεφτά" είναι στο να αγοράζει η ΕΚΤ τα ελληνικά ομόλογα. Τότε μια επιχείρηση, όπως η δικιά μας, θα μπορεί να αντλεί δανειακά κεφάλαια με 2% και τότε θα φανεί η πραγματική δυναμική της».
Αυτό τόνισε ο επικεφαλής και μεγαλομέτοχος του επιχειρηματικού «Ομίλου Μυτιληναίου», Ευ. Μυτιληναίος, στο πλαίσιο πρόσφατης εκδήλωσης της «Ενωσης Θεσμικών Επενδυτών», επιβεβαιώνοντας πεντακάθαρα ότι τα παζάρια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με το κουαρτέτο γίνονται για λογαριασμό του εγχώριου κεφαλαίου. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ευ. Μυτιληναίος, επαναλαμβάνοντας αντίστοιχη επισήμανση που είχε κάνει στο Βιομηχανικό Συνέδριο του ΣΕΒ, τόνισε ότι βλέπει στη σημερινή κυβέρνηση μια «στροφή προς το ρεαλισμό, γιατί κατάλαβαν ότι ο μόνος τρόπος να φύγεις από τα μνημόνια είναι να τα εφαρμόσεις τρέχοντας».
Επιπλέον, αναφερόμενος στα ζητήματα που «καίνε» το εγχώριο κεφάλαιο - διαχείριση κρατικού χρέους, «ποσοτική χαλάρωση» κ.ά. - πρόσθεσε ότι η ελληνική πλευρά «ζητάει λίγο φως»...
Και βέβαια δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ μερίμνησε για την τεράστια συμπίεση των τιμολογίων τής υπό κρατικό έλεγχο ΔΕΗ προς την «ενεργοβόρο» βιομηχανία «Αλουμίνιον της Ελλάδος» (θυγατρική του «Ομίλου Μυτιληναίου»), εξέλιξη που την κατατάσσει στις τρεις αντίστοιχες βιομηχανίες παγκοσμίως με το χαμηλότερο κόστος παραγωγής.
Τη ίδια ώρα, και ενώ προχωράει το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργεια με την είσοδο σε αυτήν και νέων «παικτών», για το προσεχές διάστημα, δρομολογείται και το άνοιγμα της αγοράς του φυσικού αερίου, αυτήν τη φορά, από την υπό κρατικό έλεγχο ΔΕΣΦΑ.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ευ. Μυτιληναίος έδωσε τα εύσημα στην κυβέρνηση, λέγοντας ότι «έχουμε μια νέα καλύτερη κυβέρνηση», μια «κυβέρνηση ρεαλισμού», «που προσπαθεί περισσότερο από την προηγούμενη να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα (...) Προσπαθούν να τηρήσουν τους νέους νόμους, τους κανονισμούς και τα συμφωνηθέντα με τους πιστωτές μας».
Στην ανάπτυξη επιχειρηματικών συμπράξεων και συμπλεγμάτων με άξονα τους ισχυρούς και ανταγωνιστικούς ομίλους του τουριστικού κλάδου εστίασε, από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος της συγκυβέρνησης, Γ. Δραγασάκης, μιλώντας σε πρόσφατο συνέδριο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ).
«Η ιδέα εδώ είναι ότι ο τουρισμός μαζί με το αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα και μαζί με τις τεχνολογίες επικοινωνιών και ψηφιακής οικονομίας, μπορεί να παίξει το ρόλο που διαδραμάτισε στο παρελθόν η οικοδομή», υπογράμμισε χαρακτηριστικά. Αναφερόμενος στο «νέο παραγωγικό μοντέλο» που σχεδιάζουν από κοινού κυβέρνηση και κεφάλαιο, τόνισε ότι «πρέπει να περάσουμε από μία εσωστρεφή και κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα σε μία εξωστρεφή και καινοτόμα (...) σε μια επιχειρηματικότητα που επανεπενδύει τα κέρδη της ή μεγάλο μέρος από αυτά».
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Α. Ανδρεάδης, στην ίδια κατεύθυνση με τη συγκυβέρνηση, εστίασε στη «στρατηγική η οποία θα μεγιστοποιήσει τη διασύνδεση του τουρισμού με τους υπόλοιπους τομείς της ελληνικής οικονομίας».
Από την πλευρά του, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Στουρνάρας, μιλώντας στην προχτεσινή Ευρωαραβική Σύνοδο στην Αθήνα υπογράμμισε πως η «Ελλάδα ετοιμάζεται να επανέλθει στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα και να εφαρμόσει ένα νέο υπόδειγμα εξωστρεφούς και διατηρήσιμης ανάπτυξης, που θα βασίζεται στους τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών». Οπως είπε, «πέρα από τις πρόσφατες αλλαγές πολιτικής, η Ελλάδα προσφέρει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες λόγω της γεωγραφικής της θέσης στη ΝΑ Ευρώπη και της εγγύτητάς της με τη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο. Υπάρχουν δυνητικά οφέλη στους τομείς του εμπορίου, των logistics, των μεταφορών και της ενέργειας, καθώς η Ελλάδα φιλοδοξεί να γίνει διαμετακομιστικός και ενεργειακός κόμβος τα προσεχή έτη, πράγμα το οποίο συνεπάγεται σημαντικές ανάγκες επενδύσεων για υποδομές, δίκτυα κ.λπ».
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕ Αθήνας, Κ. Μίχαλος, έδωσε έμφαση στην ανάγκη του εγχώριου κεφαλαίου για την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων και συνεργασιών ανάμεσα στα αστικά πολιτικά κόμματα, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Για να μπορεί να ανθίσει η ιδιωτική πρωτοβουλία, χρειάζεται υπευθυνότητα από κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενους. Χρειάζεται συναίνεση και συνεργασία. Αυτό προϋποθέτει αποφασιστικότητα, τόλμη και σχεδιασμό με γνώμονα όχι τις επόμενες εκλογές, αλλά τις επόμενες γενιές»...
«Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η μακρά περίοδος ύφεσης μπορεί και πρέπει να αποτελεί παρελθόν για τη χώρα», σημείωσε και ο υπουργός Οικονομίας Γ. Σταθάκης, στην Ευρωαραβική Σύνοδο, επισημαίνοντας ότι η «βελτίωση του μακροοικονομικού κλίματος εξαρτάται απόλυτα από τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η οποία συνιστά βασικό στόχο του τρέχοντος προγράμματος 2015 - 2018».
Σε ό,τι αφορά τις κυβερνητικές προτεραιότητες της ανάκαμψης, ο Γ. Σταθάκης εστίασε στην «ανάγκη στροφής της οικονομίας σε νέους παραγωγικούς κλάδους στους οποίους η χώρα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως στον αγροδιατροφικό τομέα, τις νέες τεχνολογίες, την ενέργεια, τα logistics, τις κατασκευές και επιλεγμένους κλάδους της μεταποίησης».
Στο σημερινό 4σέλιδο ένθετο ««ΔΙΕΘΝΗ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» φιλοξενούμε τα εξής θέματα:
-- ΑΝΤΙΛΑΪΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ: Εκδηλώνεται με εφαλτήριο τα μνημόνια διαρκείας και στο έδαφος του ενιαίου στρατηγικού σχεδιασμού.
-- ΕΛΛΗΝΟΡΩΣΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ: Διευρυμένη ατζέντα σε εύφλεκτο τοπίο.
-- ΓΑΛΛΟΙ ΚΑΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ: Οξύνεται η «κόντρα» για το προβάδισμα στην τεράστια κινεζική αγορά, αλλά και τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
-- ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Η διαπάλη τμημάτων της αστικής τάξης αναδείχτηκε και με αφορμή την έκθεση των 5 «σοφών» (οικονομικών συμβούλων) που προβλέπουν νέα αντιλαϊκά μέτρα.
Eurokinissi |
Ετσι δεν είναι τυχαίο που ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σ. Λαβρόφ, παρέπεμψε στις Βρυξέλλες το μέλλον του νέου ρώσικου αγωγού, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη χώρα μας, λέγοντας ευθέως ότι ο αγωγός που έχει λάβει την ονομασία «Turkish Stream» θα επεκταθεί στην Ευρώπη μόνο εάν λάβει το «πράσινο φως» της Κομισιόν. Οπως φαίνεται, η Ρωσία έπειτα από την ακύρωση του προηγούμενου σχεδιασμού της για τον «South Stream» κατόπιν ευρωπαϊκών - αλλά και έμμεσων αμερικανικών - παρεμβάσεων είναι αποφασισμένη να προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδίου της μόνο εάν λάβει τις απαιτούμενες εγγυήσεις από τους κυρίαρχους κύκλους της ΕΕ.
Η σαφής αυτή δήλωση του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών έρχεται σε μία περίοδο, κατά την οποία πληθαίνουν οι φωνές στο εσωτερικό της ΕΕ εκείνων που επιθυμούν την ομαλοποίηση των ευρω-ρωσικών σχέσεων, με δεδομένες τις ζημιές στους ευρωενωσιακούς επιχειρηματικούς ομίλους από τις συνεχιζόμενες κυρώσεις λόγω του Ουκρανικού.
Κατά το προηγούμενο διάστημα, η Ρωσία, σχετικά με τον «turkish stream», έχει εξασφαλίσει τις απαιτούμενες άδειες από το τουρκικό κράτος για την υλοποίησή του. Στις 10 Οκτώβρη, κατά τη διάρκεια του 23ου Παγκόσμιου Ενεργειακού Συμβουλίου στην Κωνσταντινούπολη, επίσημες κυβερνητικές αντιπροσωπείες των δύο χωρών προχώρησαν στην υπογραφή της τελικής συμφωνίας για την κατασκευή δύο γραμμών του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου, που θα διασχίζει τη Μαύρη Θάλασσα για 660 χλμ. Ενώ ακόμη 250 χλμ. θα είναι το χερσαίο τμήμα του μέχρι τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
«Εξαιρετικά σημαντική» είχε χαρακτηρίσει την υπογραφή της συμφωνίας ο πρόεδρος της «Gazprom», Al. Miller, αφού όπως είπε «ο εξαιρετικά ταχύς ρυθμός με τον οποίο ετοιμάστηκαν τα απαιτούμενα έγγραφα δείχνουν την αποφασιστικότητα και των δύο πλευρών - Ρωσίας και Τουρκίας - να προχωρήσουν στην κατασκευή ενός αγωγού που θα ενισχύσει την αξιόπιστη προμήθεια φυσικού αερίου στην Τουρκία, αλλά και στην Νότια Ευρώπη».
Σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια, ο νέος αγωγός θα έχει δυναμικότητα μεταφοράς 63 δισ. κ.μ. (bcm) φυσικού αερίου, από τα οποία τα 15,75 bcm θα παραδίδονται στην τουρκική αγορά και τα υπόλοιπα 47,25 bcm θα κατευθύνονται στην ευρωπαϊκή αγορά, μέσω της Ελλάδας. Για να γίνει κατανοητή η τάξη μεγέθους του παραπάνω αγωγού, αναφέρουμε ότι ο αγωγός ΤΑP, που θα φέρνει το αζέρικο αέριο στην Ευρώπη, θα έχει αρχική χωρητικότητα 10 bcm, με δυνατότητα μελλοντικής επέκτασης στα 20 bcm. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το φυσικό αέριο του Αζερμπαϊτζάν, με τα σημερινά δεδομένα, δεν επαρκεί για να καλύψει την ευρωπαϊκή ζήτηση.
Οπως γίνεται εμφανές από την επιμονή της Ρωσίας για τη δημιουργία νότιας διόδου φυσικού της αερίου, παρά τα εμπόδια που υψώνουν μέχρι σήμερα οι κυρίαρχες δυνάμεις εντός του ευρωατλαντικού μπλοκ, προσπαθεί να συγκρατήσει τις θέσεις της στα ενεργειακά πράγματα της Ευρώπης. Μάλιστα, πολύ πρόσφατα έχει παρουσιαστεί και εναλλακτικό σενάριο σχετικά με τον νέο αυτόν αγωγό, που παραμένει ως σκέψη εντός της Ρωσίας, να χωριστεί ο αγωγός σε δύο τμήματα. Να φτάσει δηλαδή διά μέσου της Μαύρης Θάλασσας μέχρι τα θαλάσσια σύνορα Βουλγαρίας και Τουρκίας και από εκεί να χωριστεί σε δύο διαδρομές προς Βουλγαρία και Τουρκία.
Ρώσοι αναλυτές υποστηρίζουν πως εάν το σύνολο των ποσοτήτων φυσικού αερίου του νότιου διαδρόμου περνούν μέσα από την Τουρκία, αυτό ενισχύει τη θέση της στον ενεργειακό γεωπολιτικό χάρτη. Αλλά αυτό δεν θα το επιθυμούσαν τα ισχυρά κέντρα εξουσίας στην Ευρώπη. Μέχρι πρόσφατα, το σχέδιο αυτό σκόνταφτε στην πολιτική ηγεσία της Βουλγαρίας που δεν επιθυμούσε να μετατραπεί σε χώρα - transit του ρωσικού φυσικού αερίου. Πρόσφατα, όμως, ο Βούλγαρος πρωθυπουργός δήλωσε ότι η χώρα του θα μπορούσε να γίνει ενεργειακός κόμβος της ΝΑ Ευρώπης. Εάν αυτή η δήλωση περιλαμβάνει και ρώσικο φυσικό αέριο είναι κάτι που θα φανεί το επόμενο διάστημα.
Βεβαίως, υπάρχει και άλλο ένα ζήτημα σχετικά με το Ενεργειακό και την Τουρκία. Τα κοιτάσματα της Μεσογείου και ο πιο φτηνός και σύντομος δρόμος μεταφοράς τους στην Ευρώπη. Ζήτημα που έχει προκαλέσει σχεδιασμούς αγωγών από Ισραήλ μέσω Κρήτης και στη συνέχεια στην Ευρώπη, ή μέσω Κύπρου - Ελλάδας και στη συνέχεια στην Ευρώπη. Αλλά ο πιο σύντομος δρόμος είναι Ισραήλ - Κύπρος - Τουρκία. Οι σχέσεις Τουρκίας - Ισραήλ εξομαλύνονται, φάνηκε και στο ενεργειακό φόρουμ της Κωνσταντινούπολης. Ταυτόχρονα, οι ευρωατλαντικές δυνάμεις βιάζονται για λύση του Κυπριακού και οι ενέργειες ως προς αυτό εντείνονται. Αν αυτή η λύση επιτευχθεί, δημιουργεί νέα δεδομένα σε όλο τον ενεργειακό χάρτη στην περιοχή μας και πιθανά νέους παράγοντες ανταγωνισμών.
Σε σχέση με τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά, βασική επιδίωξη της Ρωσίας είναι η παράκαμψη της Ουκρανίας. Την ίδια πολιτική επιδίωξη εξυπηρετεί και η κατασκευή του «Nord Stream 2» του αγωγού δηλαδή που καταλήγει στη Γερμανία διασχίζοντας τη Βαλτική. Η κατασκευή του έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, βασικά της Πολωνίας και των Βαλτικών κρατών αλλά και πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Γερμανίας, αντανάκλαση της σφοδρής ενδοαστικής σύγκρουσης που προκαλεί η χάραξη των ενεργειακών διαδρόμων στην Ευρώπη. Σε πρόσφατο εκτενές ρεπορτάζ της «Deutsche Welle» υπό τον τίτλο «Ποιος φοβάται τον αγωγό Nord Stream 2;» υπογραμμίζεται η επίθεση που εξαπέλυσε κατά της Α. Μέρκελ ο Ν. Ρέτγκεν, πρόεδρος της γερμανικής κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων. Είπε συγκεκριμένα: «Βρίσκω την τοποθέτηση της γερμανικής κυβέρνησης, ότι ο Nord Stream 2 ως πρότζεκτ της ιδιωτικής οικονομίας δεν έχει καμιά σχέση με την πολιτική, απαράδεκτη και προκλητική. Ο αγωγός αγγίζει πολωνικά, ουκρανικά και συμφέροντα ασφάλειας άλλων χωρών, που αν τα παραβλέψει κανείς μπορεί να δημιουργήσει ένα ακόμη ρήγμα στην ΕΕ».
Ωστόσο, στο εσωτερικό της Γερμανίας οι κυρίαρχες δυνάμεις επιθυμούν τη συνέχιση και ολοκλήρωση του αγωγού που με τα άνω των 110 δισ. κ.μ. χωρητικότητας θα καταστήσει τη Γερμανία βασικό κόμβο μεταφοράς φυσικού αερίου στην υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι και αυτός ένας παράγοντας που δείχνει τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς στη Γερμανία. Η υλοποίηση του «Nord Stream 2» (εδώ δεν βάζει ζήτημα η Κομισιόν με το πρόσχημα των εναλλακτικών ενεργειακών πηγών και δρόμων), είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματα εκείνων των δυνάμεων που επιθυμούν το νότιο ρωσικό αγωγό «South Stream», αφενός γιατί κοντράρονται με τη Γερμανία, αφετέρου γιατί θα έχουν μεγαλύτερα οφέλη από το πέρασμα του αγωγού από τα εδάφη τους. Ο Μ. Ρέντσι το χρησιμοποιεί στις δημόσιες τοποθετήσεις του, ενώ και η ελληνική κυβέρνηση, «όσο την παίρνει», λέει ότι η κατασκευή του αγωγού εξυπηρετεί την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ. Αυτό υποστήριξε και κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Σ. Λαβρόφ ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Π. Σκουρλέτης, εκφράζοντας παράλληλα την επιθυμία η συνεργασία των δύο χωρών να επεκταθεί περαιτέρω το επόμενο διάστημα και σε ευρύτερους τομείς. Αλλά αυτό ως επιθυμία και ευχή και τίποτα παραπάνω.
Κατά τα άλλα, στο Ελληνορωσικό φόρουμ που πραγματοποιήθηκε με αφορμή την επίσκεψη του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών με τη συμμετοχή πολλών εκπροσώπων μονοπωλιακών ομίλων από τους τομείς της Ενέργειας, των κατασκευών και του τραπεζικού επενδυτικού τομέα, έγιναν εκατέρωθεν προσκλήσεις για ενίσχυση της αναμεταξύ τους συνεργασίας, εκπρόσωποι των οποίων παρευρέθηκαν στο χτεσινό συνέδριο που διεξήχθη στο Ζάππειο. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνονται και πολλαπλασιάζονται οι διερευνητικές επαφές για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω κοινών επιχειρηματικών σχημάτων, η επιχειρηματική συνεργασία στον τομέα των δικτύων ηλεκτρισμού και της διαχείρισής τους. Παράλληλα, την περασμένη βδομάδα ολοκληρώθηκε η 10η Σύνοδος της Μεικτής Διυπουργικής Επιτροπής Ελλάδας - Ρωσίας, με αποκλειστικό θέμα τις «μπίζνες» μεταξύ επιχειρηματικών ομίλων των δύο μερών, κύρια στους τομείς των δικτύων Ενέργειας και Μεταφορών, τη διαμετακόμιση, τον Τουρισμό και την εκμετάλλευση λιμένων. Φυσικά, ακόμα και αν ευοδωθούν κάποια απ' αυτά τα σχέδια, τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων θα υπηρετούν, ενώ ο λαός δεν θα έχει κανένα όφελος, αφού θα πληρώνει πανάκριβα την ενεργειακή κάλυψη των αναγκών του, στον τουρισμό οι εργαζόμενοι δουλεύουν με συνθήκες γαλέρας, το ίδιο και στα λιμάνια και τις μεταφορές.
Δυναμώνουν οι ανταγωνισμοί για το προβάδισμα στην ασιατική αλλά και την ευρωπαϊκή αγορά, στο φόντο και των αυξανόμενων εξαγορών πολλών δυτικών εταιρειών από κινεζικά κεφάλαια
Συγκεκριμένα, από τις 29 Οκτώβρη μέχρι την 1η Νοέμβρη, στην Κίνα βρέθηκε ο υπουργός Εξωτερικών Σχέσεων και Διεθνούς Ανάπτυξης της Γαλλίας, Ζαν Μαρκ Ερό. Επισκέφτηκε Πεκίνο, Σαγκάη και Τσενγκ-ντου, όπου μεταξύ άλλων συνάντησε και εκπροσώπους της επιχειρηματικής κοινότητας.
Επίσης, από τις 31 Οκτώβρη μέχρι τις 5 Νοέμβρη, στην Κίνα βρέθηκε και ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας και αντικαγκελάριος, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, που επίσης είχε στο επίκεντρο των επαφών του τη διμερή οικονομική συνεργασία και συνοδευόταν από δεκάδες Γερμανούς επιχειρηματίες.
Σε δελτίο Τύπου για την επίσκεψη Ερό, το γαλλικό υπουργείο εξηγούσε: «Κίνα και Γαλλία θέλουν να συνεχίσουν να επεκτείνουν τους οικονομικούς δεσμούς τους. Παρά τις προσπάθειες που ακόμα χρειάζονται για να διασφαλιστεί η καλύτερη πρόσβαση των γαλλικών αγαθών και υπηρεσιών στην κινεζική αγορά, το μήνυμα του κ. Ερό ήταν σαφές: οι κινεζικές επενδύσεις είναι καλοδεχούμενες στη Γαλλία». Αν και δε συμπεριλήφθηκε στις επίσημες τελικές ανακοινώσεις, την επίσκεψη Ερό επισφράγισε η απόφαση των δυο πλευρών να θέσουν στην τελική ευθεία παλιότερη συμφωνία για τη δημιουργία Κοινού Επενδυτικού Ταμείου, που θα χρηματοδοτεί επιχειρηματικές συμπράξεις σε τρίτες χώρες και ειδικά σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής.
Σε αναλυτικό της ρεπορτάζ, η «Φιγκαρό» επικαλούταν διπλωματική πηγή, σύμφωνα με την οποία το Ταμείο θα τεθεί σε λειτουργία τους επόμενους μήνες με αρχικό κεφάλαιο «κάποιες εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ». Θα στηρίξει τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων για σχέδια όπως «κατασκευή φραγμάτων και (άλλων) υποδομών». «Στόχος είναι οι δυο χώρες να μπορέσουν να "συνδυάσουν τα πλεονεκτήματά τους". Η Κίνα διευκολύνοντας τη χρηματοδότηση και η Γαλλία προσφέροντας την τεχνολογία ή τις γνώσεις της για την Αφρική...».
Στη διάρκεια της επίσκεψής του στο Πεκίνο, ο Ερό διαφήμισε μάλιστα την κοινοπραξία της γαλλικής EDF και της κινεζικής CGN με αντικείμενο την κατασκευή δύο πυρηνικών αντιδραστήρων στο Χίνκλεϊ Πόιντ στη νοτιοδυτική Μεγάλη Βρετανία. «Πρόκειται για ένα πολύ καλό παράδειγμα του τι θα κάνουμε μαζί, με την επικράτηση συμβάσεων (δικών μας εταιρειών) σε τρίτες χώρες και σε όλους τους τομείς».
Οι κοινοί βηματισμοί γαλλικών και κινεζικών κεφαλαίων πρέπει να αξιολογούνται στο πλαίσιο ευρύτερων διεργασιών, στις προσπάθειες μερίδων του κεφαλαίου να ανακτήσουν έδαφος που έχασαν ή συνεχίζουν να χάνουν λόγω της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης και των δυσκολιών ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας. `Η να κερδίσουν έδαφος από ανταγωνιστές τους. Οι ανταγωνισμοί συνυπάρχουν επίσης με τις συνεργασίες, όπως αυτή των Κίνας - Γαλλίας. Η γαλλική πλουτοκρατία εδώ και καιρό προσπαθεί πιο στοχευμένα να «ανοιχτεί» σε αναπτυσσόμενες χώρες, προσδοκώντας ότι έτσι θα μπορέσει να ανακόψει τις αρνητικές για εκείνη τάσεις στην παγκόσμια κατάταξη, σε μια περίοδο που ανταγωνιστικά κεφάλαια έχουν αυξήσει το προβάδισμά τους. Επιπλέον, είναι σαφές ότι η συνεργασία με την Κίνα γεννά και αυξημένες προσδοκίες για τη διείσδυση στην αχανή κινεζική επικράτεια, όπου η εμβάθυνση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ανοίγει την όρεξη σε πολλά μονοπώλια.
Γι' αυτό ακριβώς και ο Ερό, αναφερόμενος στις γοργά αυξανόμενες εξαγορές πολλών ευρωπαϊκών εταιρειών από Κινέζους, σημείωσε: «Δεν πρέπει να φοβόμαστε τις ξένες επενδύσεις (σε Γαλλία και Ευρώπη), αλλά πρέπει ταυτόχρονα (και) οι δικές μας επενδύσεις να μην παρεμποδίζονται στην Κίνα». Αλλωστε, τον τελευταίο καιρό μεγαλώνει η «γκρίνια» πολλών Ευρωπαίων πολιτικών, αλλά και στελεχών εταιρειών, για «έλλειψη αμοιβαιότητας» στις επιχειρηματικές σχέσεις με την Κίνα.
Σε αυτή τη βάση, έντονη είναι η ανησυχία της Γερμανίας, της οποίας η κυβέρνηση πρόσφατα επικαλέστηκε «λόγους ασφαλείας» για να «παγώσει» την εξαγορά της γερμανικής εταιρείας κατασκευής ναυτιλιακού εξοπλισμού «Aixtron» (Εξτρον) από την κινεζική εταιρεία «Fujian Grand Chip Investment Fund». Εδώ και αρκετούς μήνες, το Βερολίνο έχει ανεβάσει αρκετά τους «τόνους» σχετικά με τις αυξανόμενες κινεζικές εξαγορές γερμανικών εταιρειών, με τον ίδιο τον Γκάμπριελ να φτάνει να μιλά μέχρι και για ανάγκη «προστασίας» γερμανικών εταιρειών στρατηγικής σημασίας που δεν πρέπει να περνάνε σε «ξένα κεφάλαια».
Βεβαίως, το ζήτημα για τους καπιταλιστές και τους εκπροσώπους τους είναι τι μερίδια της πίτας διασφαλίζουν (ή παίρνουν σε αντάλλαγμα για άλλα κομμάτια που «παραχωρούν»). Πριν αναχωρήσει για το Πεκίνο, ο Γκάμπριελ υπογράμμιζε όλο νόημα: «Παρά την πρόσφατη επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, η Κίνα συνεχίζει να είναι μια πολύ σημαντική αγορά για τη γερμανική επιχειρηματική κοινότητα. Ωστόσο, πολλές γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, αντιμετωπίζουν ένα ευρύ φάσμα περιορισμών εκεί. Για να δυναμώσουμε τη διμερή συνεργασία μας, χρειαζόμαστε ανοιχτές αγορές και δίκαιο ανταγωνισμό».
Σήμερα, η Κίνα αποτελεί το σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας στην Ασία, με τις εξαγωγές της να φτάνουν το 2015 τα 71,2 δισ. ευρώ, την ώρα που οι εισαγωγές από την Κίνα έφτασαν τα 91,5 δισ. ευρώ. Πάνω από 5.200 γερμανικές εταιρείες είναι σήμερα ενεργές στην Κίνα, η οποία φυσικά χρησιμοποιείται ως βάση και για μπίζνες στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού. Μάλιστα, ο Γκάμπριελ - τον οποίο συνόδευαν υψηλόβαθμα στελέχη 50 εταιρειών - συμμετείχε και στη 15η Συνδιάσκεψη γερμανικών εταιρειών σε Ασία - Ειρηνικό.
Πάντως, να σημειωθεί ότι λίγο πριν ο Γκάμπριελ φτάσει στην Κίνα, το Πεκίνο είχε καλέσει τον Γερμανό πρέσβη για να διαμαρτυρηθεί και επίσημα για το «πάγωμα» της εξαγοράς της «Εξτρον». Επίσης, αρκετοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι καθόλου τυχαίες διάφορες αναβολές συναντήσεων που είχε προγραμματιστεί να έχει ο Γκάμπριελ. Οπως αυτή με τον ανώτατο οικονομικό σύμβουλο του Προέδρου Σι Τζινπίνγκ, Λιου Χε, αλλά και αυτή με τον αναπληρωτή πρωθυπουργό Μα Κάι. Επίσης, ο Γκάμπριελ και ο Κινέζος υπουργός Εμπορίου, Γκάο Χουτσένγκ, δεν παραβρέθηκαν τελικά στη Γερμανο-κινεζική Οικονομική Επιτροπή (μια πλατφόρμα για τη διμερή συνεργασία) που συνεδρίαζε την ίδια περίοδο.
Βεβαίως, πολλές φορές τα αστικά επιτελεία καλλιεργούν βιαστικά συμπεράσματα, γιατί έτσι εξυπηρετούνται συγκεκριμένα συμφέροντα. Θα ήταν πολύ επιπόλαιο να διαμορφώσει κανείς εκτιμήσεις για την οικονομική συνεργασία Κίνας - Γερμανίας από το ταξίδι ενός υπουργού. Ωστόσο, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας πόσο οξύνεται και περιπλέκεται ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός ευρύτερα, αλλά και στην Ευρώπη, και μεταξύ Γαλλίας - Γερμανίας. Με αποτέλεσμα να είναι λογικό νέες ...«φιλίες» της μιας πλευράς να αναπτύσσονται με το βλέμμα στραμμένο στις συνέπειες που θα έχει για την άλλη, καθυστερώντας ή παρεμποδίζοντας τη δική της πορεία ανέλιξης στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του οικονομικού περιοδικού «Forbes» («Φορμπς») που επικαλείται έρευνα του ομίλου «Mergermarket» («Μεργκερμάρκετ»), η Κίνα στα τέλη του περασμένου Αυγούστου είχε ήδη ξεπεράσει το προηγούμενο ρεκόρ της ετησίων εξαγορών. Με 173 συμφωνίες συνολικής αξίας 128,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων «στα βιβλία», «η Κίνα είναι μέχρι τώρα πρώτη σε εξαγορές ξένων εταιρειών το 2016 - μια θέση που, αν διατηρηθεί μέχρι τα τέλη του έτους - θα μπορούσε να εκτοπίσει τις ΗΠΑ για πρώτη φορά από το 2006».
Το στέλεχος της «Mergermarket» Γικίνγκ Γουάνγκ σημείωνε χαρακτηριστικά: «Κατά τα έτη 2015 και 2016 γίναμε μάρτυρες ενός ακόμα πιο επιθετικού αναπτυξιακού "ξεφαντώματος" (της Κίνας)... Το είδος των ξένων εταιρειών, για τις οποίες οι κινεζικές επιχειρήσεις ενδιαφέρονται περισσότερο να αποκτήσουν μετακινήθηκαν πέρα από τους συνηθισμένους τομείς της Ενέργειας και των (φυσικών) πόρων στους χώρους της τεχνολογίας, της βιομηχανίας ευρύτερα και της χημικής βιομηχανίας (ειδικότερα), της κατανάλωσης, που αντανακλά την ευρύτερη οικονομική μετάβαση που σήμερα εξελίσσεται στην Κίνα. Η οποία μετακινείται από τη μεταποίηση που ήταν προσανατολισμένη στις εξαγωγές προς τις προηγμένες και νέες τεχνολογίες που αξιοποιούνται ειδικά στους τομείς της έρευνας και της ανάπτυξης και την εγχώρια κατανάλωση. Εκτός από αναρίθμητες, πολλές από τις κινεζικές εξαγορές δυτικών εταιρειών αυτή τη χρονιά ήταν και τεράστιες (σε αξία)». Παραθέτοντας ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα, ο Γικίνγκ αναφέρθηκε:
Γενικά, η Ευρώπη βρέθηκε πρώτη στο επίκεντρο των κινεζικών εξαγορών που στη συγκεκριμένη ήπειρο έφτασαν τα 76,5 δισ. δολ. το πρώτο 8μηνο του 2016. Ειδικότερα, το ενδιαφέρον των Κινέζων «τραβούν» οι γερμανικοί όμιλοι. Μέχρι τον Ιούνη, συνολικά 24 γερμανικές εταιρείες είχαν περάσει σε κινεζικό «έλεγχο» - σχεδόν μία κάθε βδομάδα.
Να σημειωθεί ότι ευρωπαϊκά ΜΜΕ όπως η «Φιγκαρό», με αφορμή την επίσκεψη Ερό στο Πεκίνο, σημείωναν ότι «οι κινεζικές επενδύσεις προς την Ευρωπαϊκή Ενωση εκτοξεύτηκαν κατά 44% το 2015 (φτάνοντας) στα 20 δισ. ευρώ, στο διπλάσιο από το ποσό που Ευρωπαίοι επένδυσαν στην Κίνα».
Με διαμορφωμένο αυτό το πλαίσιο, η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ και η κυβέρνησή της εμφανίστηκε να αντικρούει τις εκτιμήσεις των «σοφών». Τις αντικρούει όχι γιατί εφάρμοσε καμία φιλολαϊκή πολιτική, αλλά γιατί είναι με την πλευρά αυτή της αστικής τάξης που θεωρεί ότι με την ενσωμάτωση ενός μεγαλύτερου τμήματος του εργατικού δυναμικού εξυπηρετείται καλύτερα η καπιταλιστική ανάπτυξη. Η Μέρκελ και οι άλλοι στη συγκυβέρνηση παίζουν το «παιχνίδι» που στρώνουν οι «σοφοί», για να εμφανίσουν τη δική τους αντιλαϊκή πολιτική ως πιο ρεαλιστική και λογική, λιγότερο σκληρή, ειδικά ενόψει των επερχόμενων εκλογών. Την ίδια ώρα, τα «μίνι τζομπς» δεν αμφισβητούνται, προχωράει παραπέρα η επιδείνωση της ζωής των εργαζομένων. Χαρακτηριστική είναι και η πρόταση που προωθείται για τη γενικευμένη απελευθέρωση του ωραρίου εργασίας των καταστημάτων. Αλλωστε, και η ίδια η καγκελάριος στην απάντησή της καυχήθηκε γι' αυτή την πολιτική, λέγοντας ότι «η κυβέρνηση αισθάνεται ότι κάνει διαρκώς μεταρρυθμίσεις. Για εμάς υπάρχει πάντοτε χρόνος για μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν ταυτίζονται πάντοτε με αυτό που φαντάζονται οι οικονομικοί μας σύμβουλοι» και πρόσθεσε πως «συμφωνούμε ότι αυτή τη στιγμή η οικονομική κατάσταση είναι πολύ καλή και γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι "λευκή επιταγή" για το μέλλον». Ουσιαστικά, κρατάει «ζεστό» το ζήτημα της επιβολής νέων μέτρων.
Απ' όλα αυτά, φαίνεται ότι και στα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, όπως η λεγόμενη «ατμομηχανή» της ΕΕ, Γερμανία, έχουν χρεοκοπήσει οι απόψεις που ισχυρίζονται ότι η ταξική συνεργασία και κοινωνική συναίνεση βοηθάνε τους εργαζόμενους, ή η καπιταλιστική ανάπτυξη θα είναι θετική και για τους ίδιους. Αποδεικνύεται ότι οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα, είτε με την εκδοχή «των σκληρών σοφών», είτε με την εκδοχή της «ρεαλιστικής» Μέρκελ, είτε με την εκδοχή της «αριστερής» δήθεν σοσιαλδημοκρατίας, βγαίνουν χαμένοι, για να υπηρετούνται τα κέρδη των εκμεταλλευτών τους. Και αυτό θα συμβαίνει όσο δεν θα σηκώνουν αυτοτελώς τη δική τους σημαία, για την ικανοποίηση των δικών τους σύγχρονων διευρυμένων, με βάση τη σημερινή εποχή, αναγκών, με τη δική τους εργατική - λαϊκή εξουσία.
Η έκθεση των 5 «σοφών» για νέα σκληρά μέτρα απαραίτητος προωθητής της φιλομονοπωλιακής πολιτικής της συγκυβέρνησης
Copyright 2016 The Associated |
Αλλά ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ' την αρχή:
Η έκθεση του συγκεκριμένου Συμβουλίου (ιδρύθηκε το 1963, διορίζεται από τον Πρόεδρο της χώρας, έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα), που δημοσιοποιείται κάθε χρόνο αυτή την εποχή, φέρει τον τίτλο «Ωρα για μεταρρυθμίσεις 2016/'17» και αποτελείται από 536 σελίδες. Θα προσπαθήσουμε να σταχυολογήσουμε τα πιο σημαντικά της στοιχεία. Στην αρχή κάνει μια εκτίμηση για την κατάσταση στη Γερμανία, στην ΕΕ και την παγκόσμια οικονομία, όπου αποτυπώνεται η ανησυχία για τη χαμηλή ανάπτυξη και τα «ρίσκα» που υπάρχουν, κυρίως λόγω της ενδεχόμενης αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ (Brexit), αλλά και τη μείωση των ρυθμών ανάπτυξης στην Κίνα.
Οι οικονομολόγοι αναφέρουν ότι παρόλο που η γερμανική οικονομία είναι σε καλή κατάσταση (σ.σ. αυτή αφορά την κατάσταση του κεφαλαίου φυσικά αφού η γερμανική αστική τάξη χτυπήθηκε λιγότερο από την καπιταλιστική κρίση στην ΕΕ) υπάρχουν ωστόσο ανησυχητικές ενδείξεις. Εκτιμούν ότι η αύξηση του ΑΕΠ στη χώρα θα είναι το 2016 1,9% και το 2017 1,3%, ενώ στην Ευρωζώνη για το 2016 1,6% και για το 2017 1,4%. Ως ανησυχητικές ενδείξεις κατονομάζουν το «δημογραφικό ζήτημα», αυτό δηλαδή που η αστική στατιστική αναφέρει ως «γήρανση του πληθυσμού που επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό», όπως επίσης και τη σχεδιαζόμενη θέσπιση του κατώτατου μισθού και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, που «τραυματίζουν», όπως λένε, την «ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τη μελλοντική βιωσιμότητά της».
Ταυτόχρονα, σημειώνουν ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν αξιοποίησε αρκετά την ευνοϊκή οικονομική συγκυρία για να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, αντί να επαναπαύεται στις «δάφνες» προηγούμενων μεταρρυθμίσεων, όπως η λεγόμενη «Ατζέντα 2010», δηλαδή το προηγούμενο πακέτο αντιλαϊκών μέτρων που εφαρμόστηκε στη Γερμανία στις αρχές του 2000 από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ (πριν αρχίσουν οι μεγάλοι συνασπισμοί με τους Χριστιανοδημοκράτες) και πάγωσε τους μισθούς, διεύρυνε τη μερική απασχόληση, επιδείνωσε κοινωνικο-ασφαλιστικά, εργατικά δικαιώματα.
Εντονες είναι οι επικρίσεις στην έκθεση για τη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης, ενώ προτείνεται τα πλεονάσματα να αξιοποιηθούν για να μειωθεί το χρέος και να γίνουν μεταρρυθμίσεις στη φορολογία, και όχι για παροχές. Ζητάνε να δοθούν νέα κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, εκτιμούν ότι είναι επιβεβλημένες οι μεταρρυθμίσεις στη φορολογία των φυσικών προσώπων και διαφωνούν με τα σχέδια του υπουργείου Οικονομικών, που «θέλει να διευκολύνει τα μεσαία στρώματα, εν είδει ανταπόδοσης για τις πιέσεις που είχαν υποστεί λόγω της "Ατζέντας 2010"».
Προτείνουν λοιπόν συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις οι «σοφοί»: Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, με βάση την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, να αυξάνεται σταδιακά τα επόμενα χρόνια με στόχο να φτάσει το 2080 στα 71 χρόνια! Τότε, με βάση το ...μοντέλο προβολής των Γερμανών «σοφών», το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες θα είναι 87,7 χρόνια και για τις γυναίκες 91,3 χρόνια, άρα, σύμφωνα με τους φωστήρες του γερμανικού κεφαλαίου, το σημερινό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης που ήδη είναι στα 67 χρόνια, πρέπει να ανεβεί παραπέρα. Στην ουσία, έτσι θα αυξηθεί η δυνατότητα εκμετάλλευσης των εργαζομένων για περισσότερα χρόνια από το κεφάλαιο, το αστικό κράτος θα καταβάλλει συντάξεις (που τις έχουν πληρώσει οι ασφαλισμένοι) για λιγότερα χρόνια και την ίδια ώρα θα μειωθούν τα χρόνια που οι απόμαχοι της δουλειάς θα μπορούν να ζήσουν, για να χαρούν για παράδειγμα τα εγγόνια τους ή να ξεκουραστούν και έτσι η σύνταξη θα προσεγγίζει να γίνεται ...επίδομα κηδείας.
Επιπλέον, επειδή οι «σοφοί» θέλουν μείωση κρατικών δαπανών προτείνουν το σύστημα των «τριών πυλώνων» για να διευρυνθούν τα επιχειρησιακά ασφαλιστικά πακέτα και η συμμετοχή των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών ώστε η Ασφάλιση, αν όχι εξολοκλήρου, να πληρώνεται απευθείας από τον ίδιο τον εργαζόμενο, με σκοπό να μειωθεί η κρατική συμμετοχή.
Επίσης, οι οικονομολόγοι θέλουν μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Πέρα από το ότι ο κατώτατος μισθός (που έτσι και αλλιώς εφαρμόζεται διαφοροποιημένα ανά κλάδο στη Γερμανία), λένε, πρέπει να καταργηθεί, σημειώνεται ότι ρόλο - «κλειδί» στην ανταγωνιστικότητα παίζει και μπορεί να παίξει και στο μέλλον η ελαστική αγορά εργασίας, που προτείνεται να επεκταθεί ακόμα περισσότερο και σε πιο «υψηλά ειδικευμένους εργαζόμενους». Πρόκειται φυσικά για τα λεγόμενα «μίνι τζομπς» των 400 ευρώ το μήνα, της μισοδουλειάς - μισοζωής, που φτάνουν να αφορούν γύρω στα 7 εκατομμύρια εργαζόμενους, με περιορισμένα ή ελάχιστα ασφαλιστικά δικαιώματα και τους λεγόμενους ενοικιαζόμενους εργαζόμενους μέσω των σύγχρονων δουλεμπορικών γραφείων, όπου οι εργοδότες παίρνουν τον εργαζόμενο όποτε ...έχουν ανάγκη. Σε άλλες χώρες, όπως στη Βρετανία και την Ισπανία, είναι τα λεγόμενα «μηδενικά συμβόλαια», η δουλειά με την ώρα, και άλλες «βέλτιστες πρακτικές» στην ΕΕ, που και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ χρησιμοποιεί συχνά.
Στην έκθεση επισημαίνεται επίσης ότι η αύξηση των αιτούντων άσυλο στη Γερμανία πρέπει να οδηγήσει σε μέτρα για καθαρούς κανόνες μετανάστευσης, για προστασία των εξωτερικών συνόρων. Επίσης, τονίζεται ότι ο αριθμός των προσφύγων (δηλαδή των ξεριζωμένων από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις όπου συμμετέχει και η Γερμανία), που είναι κάπου 900.000, είναι διαχειρίσιμος, ωστόσο απαιτούνται κονδύλια για εκπαιδευτικά προγράμματα και την εκμάθηση της γλώσσας ώστε να μπορούν να ενσωματωθούν στην αγορά εργασίας. Φυσικά και πάλι το βλέμμα εδώ είναι στραμμένο στο πώς καλύτερα θα αξιοποιηθούν οι μετανάστες ως φτηνό εργατικό δυναμικό και ως καλύτερος τρόπος προτείνεται η ελαστική αγορά εργασίας.
Ακόμα, για την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων προτείνεται η σύσταση, σε συμφωνία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τις τοπικές κυβερνήσεις, εταιρειών υποδομών που θα ασχοληθούν με τους ομοσπονδιακούς δρόμους και άλλα δημόσια έργα.
Ξεχωριστό τμήμα, ή μάλλον αναφορές κατά θεματική ενότητα περιλαμβάνουν και οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση. Μάλιστα, ο επικεφαλής των οικονομικών συμβούλων, Κρίστοφ Σμιτ, κατά την επίσημη παράδοση της ετήσιας έκθεσης στην καγκελάριο Μέρκελ και την κυβέρνηση σημείωσε: «Η οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης και της Γερμανίας οφείλεται εν πολλοίς στη νομισματική πολιτική. Η γερμανική οικονομία αναπτύσσεται πέρα από τις δυνατότητές της. Στη βάση αυτών των εκτιμήσεων προτείνουμε μεταρρυθμίσεις που δίνουν στην Ευρωζώνη τη δυνατότητα να ξαναγίνει κινητήρια δύναμη ειρήνης και ευημερίας, αλλά και που βοηθούν τη Γερμανία να παραμείνει λιμάνι σταθερότητας και ευμάρειας. Κατά τη γνώμη μας οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα». Ιδιαίτερα επικρίνεται η λεγόμενη «πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης» που υλοποιούν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο επικεφαλής της, Ιταλός Μάριο Ντράγκι. «Οι χώρες της Ευρωζώνης θα πρέπει να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να διατηρηθεί η οικονομική ανάκαμψη, που είναι αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία θα πρέπει να περιοριστεί, καθώς απειλεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», τονίζουν οι «σοφοί». Ζητάνε έτσι ενίσχυση των ευρωενωσιακών δημοσιονομικών πολιτικών, τερματισμό των χαμηλών επιτοκίων που μειώνουν τα κέρδη των τραπεζών και ζημιώνουν την οικονομία, επαναλαμβάνουν τα περί περαιτέρω ελαστικής πολιτικής μισθών, τιμών και διεύρυνσης της εργασιακής κινητικότητας και προτείνουν επίσης άρση του προστατευτισμού τασσόμενοι αναφανδόν υπέρ των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου με τον Καναδά (CETA) και τις ΗΠΑ (TTIP - Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων).