Πέμπτη 31 Ιούλη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Εμπορική Καθαρά Βδομάδα
ΜΠΑΝΑΝΕΣ ΚΑΙ ΜΠΑΝΑΝΟΦΛΟΥΔΕΣ!

Καθαρά εμπορική βδομάδα. Μαζί και ο Γούντι Αλεν με τη δεύτερη ταινία («Μπανάνες) της μακρόχρονης και εποικοδομητικής καριέρας του. Μια καταλυτική σάτιρα προς δικαίους και αδίκους (και αυτό είναι στα μείον της ταινίας)!

Από τις καινούριες παραγωγές θα πρέπει, μάλλον, να εξαιρέσουμε την, ας την πούμε φεστιβαλική, ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Ισπανού Ράφα Κορτέζ, «Εγώ». (Επίσημη συμμετοχή στη βδομάδα Κριτικής του 60ού Φεστιβάλ των Καννών και ...άλλα φεστιβάλ). Η αυτογνωσία ενός νέου ανθρώπου. Το πρόβλημα δεν είναι οι άλλοι, αλλά ο εαυτός μας, λέει, με λίγα λόγια η ταινία. Αυτή, φαίνεται, να μη στοχεύει στο εισιτήριο.

«Η Αποστολή» του Ζαν Πολ Σαλόν αναφέρεται, ας πούμε, σε αληθινά γεγονότα. Μια ομάδα γυναικών (ο ηρωισμός δεν είναι προνόμιο των αντρών) αναλαμβάνει να εκτελέσει τον Γερμανό συνταγματάρχη Χέντριχ, ο οποίος υπηρετεί στο Παρίσι. Η, επίσης, γαλλική ταινία «Ωρα Μηδέν», του Πασκάλ Τομάς, είναι μια καλόγουστη μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος της Αγκάθα Κρίστι! Αστυνομική φιλολογία. Ο,τι πρέπει - διασκεδαστικό και ξεκούραστο - για τις ...παραλίες.

Στη συνέχεια, αρχίζουν οι μεγάλες εκ-πτώσεις! Πρώτη, από τις ...εκπεσούσες από τους δημιουργούς τους ταινίες, η συναισθηματική κωμωδία «Σίγουρα, Ισως...», του Ανταμ Μπρουκς. Νεαρός χωρισμένος πατέρας διηγείται στη μικρή κόρη του πώς γνώρισε τη μητέρα της! Ακολουθεί η αρκετά χοντρή κωμωδία επιστημονικής φαντασίας «Γνωρίζοντας τον Ντέιβ», του Μπράιαν Ρόμπινς. Μικρά πλασματάκια από το υπερπέραν φέρνουν στη γη ...προηγμένες τεχνολογίες!

Τελευταία, στην κυριολεξία, η αιματηρή - και φασιστική για τη βία της - ταινία του Κάρτερ Σμιθ, «Τα Ερείπια». Μια ομάδα φοιτητών εξοντώνονται από απογόνους των Μάγια και από δολοφονικές κληματαριές! Ο θεός των Μάγια να βάλει το χέρι του!

Γυμνοί στον ήλιο
Γυμνοί στον ήλιο
ΡΕΝΕ ΚΛΕΜΑΝ
Γυμνοί στον ήλιο

Χαρακτηριστική (εμπορική) ταινία του πολύ καλού Γάλλου δημιουργού. Μια πασίγνωστη ταινία (1960) σε επανέκδοση. (Κριτική - λόγω έλλειψης χώρου - στο φύλλο της Κυριακής).

ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝ
Μπανάνες

Μπανάνες
Μπανάνες
Ακόμα και οι «λαϊκές» επιθεωρήσεις, αυτές που δε διεκδικούν τίτλους υψηλής σκέψης και προπαντός κριτικό πολιτικό πνεύμα έχουν την ικανότητα, και την εντιμότητα, να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό που σατιρίζουν. Ο Γούντι Αλεν, όμως, τράβηξε μια μονοκονδυλιά και τα ισοπέδωσε όλα!

Στις Μπανάνες του δε γλίτωσε ούτε ο Φιντέλ Κάστρο. Τον οποίον, βέβαια, παρουσιάζει σαν πολιτική και ανθρώπινη καρικατούρα. Οπως τον Χούβερ και τους άλλους! Αυτή η ισοπέδωση έβλαψε πρώτα απ' όλους την ίδια του την ταινία! Τη μίκρυνε. Της αποστέρησε το στόχο. Την εξουδετέρωσε. Την έκανε αναποτελεσματική. Πέρασε τη γνωστή καταστροφική άποψη «όλοι ίδιοι είναι»! Αποψη που διευκολύνει το σύστημα. Το σύστημα που υποτίθεται ότι θέλει να χτυπήσει η ταινία!

Ο Γούντι ερωτεύεται μια αριστερή ακτιβίστρια. Αυτός καμία σχέση με την πολιτική. Επειδή την επιθυμεί, την ακολουθεί κατά πόδας. Πορείες, συγκεντρώσεις, διαμαρτυρίες. Πρέπει οπωσδήποτε κάπου να ξεχωρίσει για να τον προσέξει εκείνη. Στο δρόμο του πέφτει επάνω στη «θεά τύχη». Στο φανταστικό λατινοαμερικάνικο νησί Σαν Μάρκος κυβερνάει ένας σκληρός δικτάτορας. Ο Γούντι φτάνει στο νησί, για το οποίο του μιλούσε εκείνη. Σε μια αναμπουμπούλα, χωρίς καλά - καλά να το καταλάβει, γίνεται ...αντάρτης και στη συνέχεια γίνεται πρόεδρος του νησιού! Επιστρέφοντας σαν πρόεδρος του Σαν Μάρκος στην Αμερική (για να κλείσει εμπορικές συμφωνίες) βρίσκει την αριστερή ακτιβίστρια η οποία, πια, τον ερωτεύεται και εκείνη.

Η ιστορία, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν παίζει μεγάλο ρόλο. Είναι η αφορμή που πάνω της οικοδομείται η σάτιρα. Ο Γούντι Αλεν, τουλάχιστον τα πρώτα του χρόνια, εργαζότανε με τη μέθοδο του βωβού κινηματογράφου. Απλές ιστορίες, κατανοητές με γυμνό μάτι, και πολλά απρόοπτα για άφθονο γέλιο. Στις «Μπανάνες» γελάς. Γελάς του σκασμού. Ομως, την ίδια στιγμή θυμώνεις. Γιατί δε δέχεσαι, δεν υπάρχουν τέτοια δείγματα, ότι ο Φιντέλ ήταν τρελός και μπούφος. «Από εδώ και μπρος, επίσημη γλώσσα του νησιού (της Κούβας) θα είναι τα σουηδικά», λέει σε ένα ...παρανοϊκό διάγγελμά του! Η έλλειψη σεβασμού απέναντι στην Ιστορία και σε μεγάλα και καταξιωμένα στη λαϊκή συνείδηση ιστορικά πρόσωπα, αλλά και απέναντι σε μεγάλους λαϊκούς αγώνες, όπως της Κούβας, αλλά και άλλων επαναστατικών κινημάτων της τόσο βαθιά καταπιεσμένης Λατινικής Αμερικής, δε δικαιολογεί τέτοιου είδους σάτιρα. Δεν παίζουμε με τέτοιου είδους ζητήματα. Υπάρχουν άλλα πράγματα για να γελάσουμε! Αλλες υπερβολές, ακόμα και των επαναστατών.

Οπου δεν υπάρχουν οι σκοπιμότητες, όπως στην περίπτωση του Φιντέλ, η ταινία σπάει κόκαλα. Δεν μπαίνει, βέβαια, βαθιά, δεν κάνει μαθήματα επαναστατικά, ούτε μαθήματα πολιτικής οικονομίας, είναι, όμως, αποκαλυπτική. Η σάτιρά της μαστιγώνει. Υπάρχουν σκηνές τρελές! Σκηνές σαρκαστικές! Σκηνές σουρεαλιστικές. Οπως αυτή με τον Χούβερ μεταμφιεσμένο σε μαύρη γυναίκα! Υπαινιγμός καθαρός για την ομοφυλοφιλία του, αλλά και για το ρατσισμό του!

Καταλυτική είναι η κριτική της ταινίας και προς τα ΜΜΕ και τον τρόπο που μεταδίδουν τα γεγονότα. Αλλά και για τις επιλογές τους. Ποια θέματα, δηλαδή, τα φέρνουν στην πρώτη σελίδα, με ποιον τρόπο, και για ποιους λόγους. Η σκηνή της ζωντανής δολοφονίας του Προέδρου του Σαν Μάρκος, αλλά και της πρώτης νύχτας του γάμου του νέου Προέδρου του Σαν Μάρκος με την αριστερή ακτιβίστρια είναι πολύ αποκαλυπτική. Τόσο που φτάνει μέχρις τις μέρες μας.

Αλλά και οι αναφορές του Γούντι Αλεν στους Εβραίους της Αμερικής, κομμάτι των οποίων είναι και ο ίδιος, είναι πολύ εύστοχες! Το μπλέξιμο της CIA με την UJA, εβραϊκή οργάνωση για τους πρόσφυγες, δε γίνεται τυχαία. Εδώ ο Γούντι Αλεν υπαινίσσεται τους κρυφούς δεσμούς των Εβραίων με τις μυστικές υπηρεσίες!

Η ταινία γυρίστηκε το 1971. (Δυο χρόνια πριν το ματοκύλισμα της Χιλής). Είναι η δεύτερη ταινία του δημιουργού. Ο οποίος στη συνέχεια έφυγε από τον ...«βωβό» κινηματογράφο και πέρασε σε πιο σοφιστικέ θέματα και μεθόδους. Τα έβαλε με την αμερικάνικη μεσοαστική τάξη, την οποία έκανε φύλλο και φτερό. Τα τελευταία χρόνια έκανε ένα ακόμα βήμα. Προσπαθεί να τα βάλει με τη μεγαλοαστική τάξη (Mats Point).

Παίζουν: Γούντι Αλεν, Λουίζ Λάσερ, Κάρλος Μονταλμπάν, Τζιάκοβο Μοράλες, κ.ά. (Σε ένα μικρό ρόλο εμφανίζεται και ο Σιλβέστερ Σταλόνε -πριν ακόμα γίνει φίρμα).

ΖΑΝ ΠΟΛ ΣΑΛΟΜ
Η αποστολή

Η αποστολή
Η αποστολή
Κατ' αρχάς, έχουμε να κάνουμε με μεγάλη παραγωγή και αυτό είναι θετικό. Η ταινία, από αυτή τη σκοπιά, είναι χορταστική. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι τέτοιου είδους ταινίες, κατασκοπευτικές, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κ.λπ., σχεδόν έχουν πάψει να γυρίζονται! Βλέπουμε αραιά και πού κάποια... Πρέπει, ακόμα, να σημειώσουμε την ατμόσφαιρα της ταινίας, (φωτογραφία, χώροι, ντεκόρ, μουσικές, ήχοι, κίνηση της μηχανής, φωτισμοί κ.λπ.). Υπάρχουν, φυσικά, και οι καλές παρουσίες και ερμηνείες των ηθοποιών. Με άλλα λόγια, η ταινία δε θα απογοητεύσει τους φίλους αυτού του είδους του κινηματογράφου. Εχει μυστήριο, δράση, αγωνία και απρόοπτα...

Φτάνουν αυτά, όμως; Για μια εμπορική ταινία, σίγουρα φτάνουν! Αν, όμως, περιμένεις περισσότερα από τον κινηματογράφο, αν δεν ικανοποιείσαι απλώς από το «παραμύθι» και ζητάς περισσότερες ...εξηγήσεις, τότε ατύχησες! Η ταινία ακολουθεί την πεπατημένη του εύκολου εισιτηρίου. Δεν ψάχνει θεατές που ....ψάχνονται! Ψάχνει θεατές που πληρώνουν άκριτα, για να διασκεδάσουν, επίσης, άκριτα.

Ο θεατής, ιδιαίτερα ο νεαρός θεατής, δεν πρόκειται να κατατοπιστεί σε τίποτα και για τίποτα! Το ιστορικό φόντο της ταινίας είναι άχρωμο. Υπάρχει συντονισμένη προσπάθεια να ξεχάσουμε! Να θεωρηθεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τα 20 και περισσότερα εκατομμύρια των νεκρών του, σαν έργο κάποιων τρελών (Χίτλερ και λιγότερο Ντούτσε). Καμία συζήτηση για ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, για προσπάθεια ανατροπής του σοσιαλισμού της Σοβιετικής Ενωσης, για χτύπημα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Καμία σύνδεση με τους σημερινούς επιθετικούς πολέμους της Αμερικής και των συμμάχων της. Ετσι, φαίνεται, βλέπει ο εμπορικός κινηματογράφος την Ιστορία!

Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που η ταινία δεν κάνει καμία σοβαρή αναφορά για το ναζισμό και για τις αιτίες του πολέμου. Αναφέρονται, μάλλον πετάγονται στον αέρα, ονόματα Ντε Γκωλ, Πεταίν, κ.λπ., μια - δυο φορές κάτι ακούγεται και για τους κομμουνιστές, σαν κάποιος να θέλει να εντυπωσιάσει, και τίποτα περισσότερο! Ακόμα και τα ελάχιστα πολιτικά σχόλια που κάνει η ταινία, όπως για παράδειγμα το διάγγελμα της κυβέρνησης του στρατηγού Πεταίν, που καλούσε το γαλλικό λαό σε συνεργασία με τα στρατεύματα κατοχής, πέφτει και αυτό στο κενό έτσι που ακούγεται ασχολίαστο στην ταινία!

Τι μένει, λοιπόν; Μένει η περιπέτεια. Η οποία, τελικά, τρώει όλο το ψαχνό, αφού εκεί επικεντρώνεται η ταινία. Ακόμα και το ζήτημα της απόβασης των συμμάχων στη Νορμανδία, που ήταν ένα σημαντικό πολιτικό και στρατιωτικό γεγονός, αφού βοήθησε να αλλάξει η έκβαση του πολέμου, περνάει στα ...ψιλά. Οι αναφορές που γίνονται για την απόβαση, παρ' ό,τι αυτή ακριβώς ανέλαβε να προστατέψει η αμάδα των τεσσάρων γυναικών της ταινίας, είναι πολύ «τυπικές». Σκεφτείτε πως στο τέλος ο θεατής περισσότερο θα απασχοληθεί με το μελό της υπόθεσης παρά με την ίδια την Ιστορία. Περισσότερο θα «πονέσει» με τη γυναίκα που προσπάθησε να σκοτώσει το Γερμανό συνταγματάρχη τον οποίον είχε για μεγάλο διάστημα ερωμένο (και αγαπημένο), παρά με τα εκατομμύρια των νεκρών και τις τεράστιες υλικές καταστροφές.

Αυτή η λογική πήρε από το χέρι τον σκηνοθέτη και τον οδήγησε στην απλοϊκή γραφή της ταινίας. Η οποία διαφέρει πολύ λίγο από τη λογική των ταινιών του Τζέιμς Μποντ, για παράδειγμα. Οι τέσσερις γυναίκες είναι φωτιά. Ολα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν! Πολύ μακριά, δηλαδή, από την πραγματικότητα. Η οποία μάς διδάσκει πως οι μεγάλες ηρωικές πράξεις, παρόμοιες ας πούμε με αυτές που κάνουν οι γυναίκες της ταινίας, που έγιναν από γυναίκες ή και άντρες δεν είχαν τίποτα το ...ηρωικό! Ηταν πράξεις ανθρώπων που φοβόνταν το θάνατο γιατί αγαπούσαν πολύ τη ζωή, αλλά σε κάποια στιγμή, μετά από σκέψη που ήταν αποτέλεσμα της γερής πολιτικής συνείδησης που διέθεταν, αποφάσισαν να θυσιαστούν, αν αυτό το απαιτούσε η πράξη τους, για το καλό της ανθρωπότητας. Σε καμία στιγμή της εκτέλεσης της πράξης τους δεν το διασκέδαζαν, δεν παρίσταναν τον καμπόσο!

Τέλος πάντων, καταλάβατε! Αν μπείτε στην αίθουσα θα δείτε μια ιστορική ταινία, χωρίς ιστορία. Θα δείτε μια αληθινή ιστορία, χωρίς αλήθεια. Θα δείτε, με άλλα λόγια, μια καθαρή εμπορική ταινία, η οποία αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν μεν, αλλά σίγουρα με πολύ διαφορετικό τρόπο.

Παίζουν: Σοφί Μαρσό, Ζιλί Νταπαρτιέ, Μαρί Γκιλεάν, Ντέμπορα Φρανσουά, Μάγια Σάνσα, Μόριτζ Μπλεμπτράου, κ.ά.

ΡΑΦΑ ΚΟΡΤΕΖ
Εγώ

Εγώ
Εγώ
Σε σχέση με τη γραφή της ταινίας έχουμε μόνο καλά λόγια να πούμε. Ο πρωτοεμφανιζόμενος και νεαρός (γεννήθηκε το 1973) σκηνοθέτης είναι, πράγματι, ταλαντούχος. Κόντρα στο αρκετά ασαφές και αρκετά συγχυστικό σενάριο, το οποίο έγραψε ο ίδιος μαζί με τον πρωταγωνιστή της ταινίας, δημιούργησε έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα κινηματογραφικό κόσμο. Εναν κόσμο σκοτεινό και ανήσυχο! Εναν κόσμο, το δίχως άλλο, καθαρά δικό του. Και με αυτήν την έννοια η ταινία του είναι μια δημιουργία.

Η έλλειψη σαφήνειας, ωστόσο, κουράζει το θεατή. Ο οποίος αγωνίζεται να γεμίσει αυτός τα κενά της ιστορίας, με αποτέλεσμα να αποσπάται από την παρακολούθησή της. Κάποια μέρα φτάνει σε ένα χωριό της Μαγιόρκα (καμία σχέση με τη γνωστή τουριστική Μαγιόρκα, εδώ θα δείτε μια τελείως διαφορετική Μαγιόρκα), ένας νεαρός Γερμανός μετανάστης. Ο οποίος πιάνει δουλειά (ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές) σε ένα σπίτι ενός μεγαλοαστού Γερμανού.

Η άφιξη του Γερμανού μετανάστη δε γίνεται ευχάριστα δεκτή από τους κατοίκους. Ολοι σχεδόν τον βλέπουν καχύποπτα. Πριν από αυτόν, ένας άλλος Γερμανός μετανάστης, με το οποίον μάλιστα έχουν το ίδιο όνομα (Χανς), εξαφανίστηκε ξαφνικά αφήνοντας πίσω του ανοιχτές υποθέσεις και ανοιχτά μέτωπα. Υποθέσεις και μέτωπα που τα φορτώνεται πάνω του ο νέος Χανς! Ο οποίος γεμίζει ενοχές και τύψεις. Στο τέλος, βέβαια, της ιστορίας - και της ταινίας - ο νέος Χανς θα βρει τον εαυτό του και αφού νικήσει τους φόβους του και τις ενοχές του θα ενσωματωθεί στο χωριό!

Η ταινία, βοηθούσης και της ασάφειάς της, επιδέχεται διαφορετικές αναγνώσεις. Διαβάζεται σαν μια ρεαλιστική (αληθινή) ιστορία. Διαβάζεται και σαν αλληγορία. Μπορεί ο πρώτος Χανς να μην υπήρξε ποτέ. Και ο δεύτερος Χανς να είχε δυο εικόνες. Αυτή που επιθυμούσαν από αυτόν οι κάτοικοι του χωριού και μια δεύτερη, την αληθινή, την οποία έδειξε στο τέλος και έγινε αποδεκτός! Η ταινία, επίσης, μπορεί να διαβαστεί σαν κοινωνικό ψυχολογικό δράμα, αλλά μπορεί να διαβαστεί και σαν σκοτεινό θρίλερ.

Καθώς καταλαβαίνετε, η ταινία προσφέρεται για ... εικασίες. Το πρώτο επίπεδο είναι αρκετά βατό και η γραφή της, τα είπαμε, άκρως ενδιαφέρουσα. Αν περιοριστείτε σε αυτά θα φύγετε αρκετά ικανοποιημένοι. Αν μπείτε στον πειρασμό, και αυτό πρέπει να κάνετε, να ζητήσετε τα ...παρακάτω, τότε θα ανοίξετε μια μεγάλη κουβέντα με τους φίλους σας, αν δείτε την ταινία με φίλους ή με τον εαυτό σας. Συζητώντας και ψάχνοντας θα περάσετε σε ενδιαφέρουσες περιοχές αναζητήσεων. Οπως, για παράδειγμα, ότι το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον διαμορφώνει τη συνείδηση του ατόμου. Ή ότι η μεγαλύτερη πηγή ενέργειας (αλλά και αναστολών) βρίσκεται μέσα μας. Και άλλα πολλά. Η ταινία ανοίγει πολλά τέτοια παράθυρα...

Παίζουν: Αλεξ Μπρέντεμουλ, Μανουέλ Μπαρτσέλο, Αϊντα Ντε Κος, Κάρμεν Φέλιου, Μαρία Λανάου, κ.ά.

ΠΑΙΖΟΝΤΑΙ ΑΚΟΜΑ
  • «Σίγουρα, Ισως...», του Ανταμ Μπρουκς. Ενας 30χρονος κύριος βρίσκεται σε διάσταση με τη γυναίκα του και οδεύει προς το διαζύγιο. Κάποια μέρα η μικρή κόρη του (θαυμάσια η μικρή ηθοποιός Αμπιγκέιλ Μπρέσλιν) θα τον πιέσει να της πει την ιστορία, πώς γνώρισε και πώς παντρεύτηκε τη μητέρα της. Ο νεαρός πατέρας θα της διηγηθεί όλες τις σοβαρές σχέσεις που είχε, χωρίς να αναφέρει ονόματα και άλλα γνωστά χαρακτηριστικά, και θα ζητήσει από την κόρη του να κάνει αυτή την επιλογή (για να δούμε αν ταιριάζουν τα γούστα τους). Παίζουν: Ράιαν Ρέινολντς, Ρέιτσελ Βάις, Αϊλα Φίσερ, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Ντέρεκ Λιουκ και η Αμπιγκέιλ Μπρέσλιν.
  • «Γνωρίζοντας τον Ντέιβ», του Μπράιαν Ρόμπινς.Ενας κωμικός ηθοποιός, ο έγχρωμος Εντι Μέρφι, παίζει δυο ρόλους. Από τη μια μεριά είναι ένα ανθρωπόμορφο ρομπότ και από την άλλη ο κυβερνήτης του! Το ρομπότ-άνθρωπος είναι «στολισμένο» εσωτερικά με 100 (δεν τα μέτρησα, πιστεύω τους παραγωγούς) μικροσκοπικά ανθρωπάκια. Τα οποία ανθρωπάκια, καθένα στο πόστο του, κινούν τον άνθρωπο-ρομπότ. Ο άνθρωπος-ρομπότ προσγειώνεται στη Γη. Εμφανισιακά δε διαφέρει από τους πραγματικούς ανθρώπους. Κάθε του επαφή, όμως, με πράγματα και αληθινούς ανθρώπους, όπως είναι φυσικό, τον μεταβάλλει συναισθηματικά. Κάθε του μεταβολή διοχετεύεται προς τα μικρά ανθρωπάκια που κουβαλάει μέσα του. Τα οποία και αυτά μεταβάλλονται. Και στη συνέχεια διοχετεύουν τα νέα τους συναισθήματα στον άνθρωπο-ρομπότ. Ενδιαφέρουσα κωμωδία. Παίζουν: Εντι Μέρφι, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Σκοτ Καν, Γκάμπριελ Γιούνιον.
  • «Τα Ερείπια», του Κάρτερ Σμιθ. Μια ομάδα, αγόρια και κορίτσια, Αμερικανοί φοιτητές κάνουν χαζές διακοπές στο Μεξικό. Εκεί ανταμώνουν ένα νεαρό, επίσης Αμερικανό, ο οποίος τους παρασύρει μαζί του στη ζούγκλα, όπου ο αδερφός του εργάζεται στις ανασκαφές (πολιτισμός των Μάγια). Φτάνοντας εκεί, έρχονται τα πάνω - κάτω. Οι ντόπιοι κάτοικοι και οι δηλητηριασμένες και αιμοβόρες κληματαριές των Μάγια έχουν σκοτώσει τους αρχαιολόγους και θα σκοτώσουν και τους φοιτητές. Πολύ αίμα, πολλή αφέλεια, πολύ κινηματογραφικός φασισμός. Εξοργίζεσαι! Παίζουν: Τζόναθαν Τάκερ, Τζένα Λάλοουν, Σον Ασμόρ, Δημήτρης Μπαβέας κ.ά.
ΠΑΣΚΑΛ ΤΟΜΑΣ
Ωρα μηδέν

Ωρα μηδέν
Ωρα μηδέν
Σας αρέσει η αστυνομική φιλολογία; Σας αρέσει η Αγκάθα Κρίστι; Αν ναι, τότε σπεύσετε! Η ταινία είναι πιστή, πειστική και καλόγουστη. Πιστή στη συγγραφέα και στους κοφτερούς σαν καλοτροχισμένο ξυράφι διαλόγους της. Πειστική για την ιστορία που διηγείται. Και καλόγουστη στη φόρμα της. Και επιπλέον εμφανίζεται ένας μύθος του γαλλικού σινεμά. Η Ντανιέλ Νταριέ (γεννήθηκε το 1917).

Ενας μεγαλοαστός δανδής καλεί στο εξοχικό σπίτι της πολύ πλούσιας θείας του και γενικό κληρονόμο της, την πρώην γυναίκα του. Μαζί του έχει και τη νυν γυναίκα του και ...άλλους πολλούς! Οι δυο γυναίκες, βέβαια, δεν τα πάνε καθόλου καλά. Η γαλήνη του σπιτιού θα διαταραχτεί. Πρώτος θάνατος (πρώτη δολοφονία;), ένας συνταξιούχος εισαγγελέας, φίλος της θείας. Ποιος και γιατί τον σκότωσε; Και πάνω στα ερωτήματα, να και ο δεύτερος φόνος! Θύμα αυτή τη φορά η πλούσια θεία!..

Για να μη σας πούμε ολόκληρη την ιστορία, και οι δυο δολοφονίες είναι χωρίς αίματα και χωρίς βία. Μακριά από αυτά που τον τελευταίο καιρό συνηθίζει ο κινηματογράφος. Η Αγκάθα Κρίστι δεν επιτρέπει τέτοιες χυδαιότητες. Και ο Πασκάλ Τομάς, ο σκηνοθέτης της ταινίας, σεβάστηκε τη μεγάλη κυρία της αστυνομικής φιλολογίας. Της δημιουργού του Ηρακλή Πουαρό. Αλλωστε, έχει μετατρέψει και άλλο δικό της μυθιστόρημα σε κινηματογραφικό έργο. Και είχε δείξει τις ικανότητές του και το σεβασμό του προς τα γραπτά και τη συγγραφέα.

Στο «Ωρα Μηδέν», έχουμε να κάνουμε με ψιλοβελονιά. Με πολύ καλό γούστο. Με σπάνιο χιούμορ. Οι χώροι, το σπίτι, τα έπιπλα, τα μικροαντικείμενα, τα κοστούμια, αλλά και οι κινήσεις, οι συμπεριφορές των ηρώων, οι ερμηνείες των ηθοποιών, οι μουσικές, έχουν όλα σοβαρή αισθητική αξία. Επιπλέον, σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το σασπένς. Η Αγκάθα Κρίστι, και από κοντά ο σκηνοθέτης είναι εξπέρ στο είδος.

Δεν μπορώ να μη σημειώσω κάποιες πολύ ποιητικές στιγμές της ταινίας. Ας πούμε, αυτές με τις μουσικές μπάντες που εμφανίζονται τελείως αυθαίρετα και, χωρίς να αλλοιώσουν τίποτα, προσθέτουν μαγεία. Ωραίες εικόνες υπάρχουν και στην παραλία! Βέβαια, δεν πρέπει να φεύγει ποτέ από το νου πως μιλάμε για αστυνομική φιλολογία, για Αγκάθα Κρίστι. Αυτά θα βρείτε στην ταινία, τίποτα άλλο!

Παίζουν: Μελβίν Ποπό, Κιάρα Μαστρογιάννι, Ντανιέλ Νταριέ, κ.ά.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ