Κυριακή 3 Σεπτέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Θυμάμαι

Η μάνα μου του λαϊκού αγώνα

Γρηγοριάδης Κώστας

Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τους αγώνες και την αυτοθυσία των γυναικών της πατρίδας μας, να εξυμνήσει όλες τις ηρωίδες του.

Η μάνα μου Δέσπω Τσάγκα (1909-1971), του γένους Παπαδημητρίου, ήταν μια έξυπνη και καλόκαρδη γυναίκα. Ο μοναδικός διδάσκαλος του χωριού μας Πλαγιά (Ζέρμα) Κονίτσης Ιωαννίνων, Θωμάς Μήτσης, δάσκαλος με προοδευτικές ιδέες, πολύ την αγαπούσε και ποτέ δεν τη μάλωνε στο σχολείο, όχι επειδή ήτανε άριστη μαθήτρια, αλλά γιατί υπήρξε και υπέροχος άνθρωπος, με πλούσια λαϊκά χαρίσματα: σεμνή, πάντα γελαστή, είχε άσβηστη μνήμη. Γνώριζε όλα τα ήθη και τα έθιμα του τόπου της.

Ετσι, όταν τακτικά πηγαίναμε στις αξέχαστες πλούσιες πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις της παροικίας μας στο όμορφο, δροσερό και καταπράσινο φιλόξενο προάστιο Ερνεστ Τέλμαν, στις Σπαρτακιάδες που οργάνωναν κάθε 2-4 χρόνια οι πολιτικοί πρόσφυγες, εκείνη (η μάνα μου) δε σταματούσε να μιλάει και να φέρνει στη μνήμη της τις πραγματικά δύσκολες περιόδους του χωριού και όλης της φτωχομάνας Ηπείρου.

Πάντα θα θυμάμαι την αφήγησή της για τον τρόπο που γινόταν ο παραδοσιακός γάμος, που είναι από τα σοβαρότερα γεγονότα στη ζωή του ανθρώπου που φέρνει μεγάλη χαρά. Στα περισσότερα χωριά της Κονίτσης, το γάμο τον λένε και χαρά. «Πάμε στη χαρά», λένε.

Κι όλοι τρέχουν να δούνε το γαμπρό καβάλα πάνω στο στολισμένο άλογο με στρωμένο το σαμάρι του αλόγου κόκκινη φλοκάτη βελέντζα, διπλωμένη στα δυο. Πάνω έδεναν άσπρο μαξιλάρι. Γύρω στο κεφάλι του και στο σαμάρι, τοποθετούνται λουλούδια και βασιλικός. Οι νέοι και οι νέες μαζί με τις γιαγιάδες και παππούδες τραγουδούσαν:

«Κίνησα το δρόμο - δρόμο

το στενό το μονοπάτι».

Βασική φιγούρα ήταν ο βλάμης με το γκούμι που βάδιζε πρώτος.

Στην επιστροφή για το σπίτι, ο κουμπάρος λούζει και ξυρίζει το γαμπρό κάτω από τους ήχους:

«Λούζεται το φτωχόπαιδο

σ' ένα χρυσό λυγένι...».

Μετά το ξύρισμα, ο γαμπρός στολίζεται με τη βοήθεια του κουμπάρου, του βλάμη, και των φίλων του καβαλικεύει το άλογο και ξεκινούν να πάρουν τη νύφη. Συγκινητικός ο αποχαιρετισμός της με το συγγενολόι. Ακούγονται παραπονεμένα τραγούδια:

«Μας παίρνουνε τη νύφη

την όμορφη την κόρη...».

Κι η νύφη περήφανη και στολισμένη σαν την άνοιξη, τραβάει για την εκκλησία. Ο χώρος της είναι μικρός. Ολοι δεν μπορούν να μπούνε μέσα. Πολλοί στήνουνε το χορό γύρω γύρω από τον αγέραστο πανύψηλο πλάτανο.

Αρχίζουν τα επίσημα στεφανώματα και βγαίνοντας από την εκκλησία ο γαμπρός κρατάει από το χέρι τη νύφη και στο δρόμο προς το σπίτι του η κουμπάρα σκορπάει ρύζι και κριθάρι στο πλήθος κι όλοι τραγουδάνε:

«Σπέρνε, σπέρνε το κριθάρι

να φυτρώσει φούντες το μαργαριτάρι...».

Κι όταν κοντεύεις στο κατώφλι του γαμπρού, ακούς:

«Εβγα μάνα μου στη σκάλα

με το μέλι, με το γάλα

για να δεις το γιο που ήρθε

με την πέρδικα στο χέρι...».

Η μάνα του γαμπρού υποδέχεται τους νεόνυμφους στην εξώπορτα, κρατώντας ένα πιάτο με μέλι, βούτυρο και μια τούφα κάτασπρο μαλλί. Η νύφη εκείνη τη στιγμή αλείφει τρεις φορές το πάνω μέρος της πόρτας με το δάχτυλό της με το μέλι και το βούτυρο και ύστερα η πεθερά περνάει την τούφα του μαλλιού πάνω από τα κεφάλια των νεόνυμφων κι αυτό συμβολίζει τη μακροζωία και την επίτευξη ευτυχίας του ζευγαριού.

Με προσοχή άκουγα την αφήγηση της μάνας μου για τον τρόπο με τον οποίο γινόταν εκείνα τα πολύ παλιά χρόνια ο θέρος των σιταριών που ξεκινούσε στα μέσα του Ιούλη. Το θέρισμα γινόταν με δρεπάνια. Οι θεριστάδες με το δεξί χέρι κρατούσαν το δρεπάνι κι «έκοβαν» όσο έπιανε η χούφτα του αριστερού χεριού τους. Με μερικούς κλώνους από το ίδιο το φυτό, δένονταν οι «χεριές», ύστερα οι «αγκαλιές» και με τρεις - τέσσερες απ' αυτές έφτιαχναν το «δεμάτι» με κρυμμένα τα στάχυα για να μην τρίβονται κατά τη μεταφορά με τα ζώα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια) στο χωριό. Θερίζοντας οι γυναίκες τραγουδούσανε:

«Κάτω στο μακροχώραφο

και στο μακρύ τον κάμπο

θερίζει η Δέσπω μοναχή

και μοναχή το δένει

πραματευτής εδιάβανε

στέκει και τη ρωτάει:

- Δέσπω το πού 'ναι ο άνδρας σου

το πού 'ναι και ο καλός σου;

- Ο άνδρας μου είναι στα πρόβατα

βοσκάει και τ' αγελάδια».

Ο θέρος γινότανε σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, όπως και το αλώνισμα με ζώα (άλογα ή βόδια). Η μάνα μου δε βαριότανε να κάνει οποιαδήποτε δουλιά στη μητρική στέγη, όπως και στο χωράφι. Ποτέ δεν καθότανε πλάι στο τζάκι. Πάντα έκλεβε λίγο χρόνο να κάνει μια βόλτα χορεύοντας κάτω από τα λαμπερά άστρα ή τις δροσερές και παγωμένες νύχτες.

Αγαπούσε να γυρίζει από μαχαλά σε μαχαλά (γειτονιά) και σιγά σιγά να κατηφορίζει προς τη βρύση του χωριού δίπλα στην εκκλησία Αγιος Γεώργιος να πει λίγο κρυστάλλινο νερό. Γριά πια, στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949), φρόντιζε και θεράπευε τραυματίες του ΔΣΕ, έπλεκε γάντια, κάλτσες, πουλόβερ για τους μαχητές και τους πονεμένους.

Βοηθούσε να μεταφερθούν οι τραυματίες μέχρι τις βουνοπλαγιές του όρους Μποχέτσι Γράμμου κι από εκεί στο νοσοκομείο του Γεν. Αρχηγείου του ΔΣΕ.

Περήφανη κι αλύγιστη στις μπόρες του αγώνα του λαού μας, σαν τη μάνα του Α. Μ. Γκόρκι, στάθηκε η μάνα του λαϊκού χαρακώματος, όπως και τα τρία μεγαλύτερα από τα 9 παιδιά της, ο Γρηγόρης - ΕΛΑΣίτης - μαχητής του ΔΣΕ, ο Χρήστος (7 φορές τραυματίας του ΔΣΕ) και ο Θωμάς, που αφιέρωσαν τη ζωή τους στους λαϊκούς αγώνες του λαού μας και του ΚΚΕ για να λάμψουν, κι αυτό σίγουρα θα γίνει, τα πανανθρώπινα ιδανικά: Ανεξαρτησία και ειρήνη στον πλανήτη μας.

Πάντα θα τη θυμάμαι ως σύμβολο μητρότητας, αγωνίστριας και η μορφή της θα στέκει πάντα άσβηστη πλάι στις φωτεινές μορφές των καλύτερων αγωνιστριών μητέρων της Ελλάδας. Θα ζει μέσα μου σαν ζεστή φλόγα φωτιάς και λαμπερός οδηγός για την περαιτέρω ζωή μου, γιατί ο αγώνας συνεχίζεται.


Του
Νίκου Τσάγκα
Επιμέλεια κειμένου: Βικτώρια Τσάγκα

Βιογραφικό του Νίκου Τσάγκα

Γεννήθηκα το 1935 σ' ένα ορεινό χωριό του Γράμμου, στην Πλαγιά (Ζέρμα) Κόνιτσας Ιωαννίνων. Το 1946 βρέθηκα στο ορφανοτροφείο της Κόνιτσας. Επειτα πήρα το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς, ο οποίος είχε κατάληξη το Ουζμπεκιστάν της Σοβιετικής Ενωσης (1954). Εκεί τελείωσα τη Σχολή Γιάνγκι - Γιουλ. Το 1958 τελείωσα τη Μέση Εκπαίδευση και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο της πόλης Χάρκοβο Ουκρανίας, στη σχολή Φιλολογίας. Δούλεψα ως φιλόλογος στη ρωσική γλώσσα και παιδαγωγός. Το 1964 παρακολούθησα τη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Τασκένδης και το 1969 πήρα και το πτυχίο της δημοσιογραφίας που αναγνωρίστηκε το 1987 από το ΔΙΚΑΤΣΑ. Ημουν τακτικός ανταποκριτής στην εφημερίδα «Νέος Δρόμος», που άφησε ιστορία στη ζωής μας στην πολιτική προσφυγιά. Το 1979, επαναπατρίστηκα μαζί με τη γυναίκα και τα δυο μας παιδιά, για να συνεχίσω τον όρκο που έδωσα το 1961, όταν έγινα μέλος του ηρωικού ΚΚΕ - πάντα να βρίσκομαι μπροστά στους καθημερινούς αγώνες του λαού μας για έναν καλύτερο και ειρηνικό κόσμο. Εργάστηκα επί 22 χρόνια στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, απ' όπου και συνταξιοδοτήθηκα το 2003. Ομως, ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς γιατί ο αγώνας συνεχίζεται. Είμαι μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου και αντιπρόεδρος της ΠΕΕΠΠ.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ