Παρασκευή 3 Ιούλη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Διαβάστε σήμερα στην ενότητα «Διεθνή και Οικονομία»:
  • ΡΩΣΙΑ - ΓΑΛΛΙΑ: Η Ευρώπη καλείται να επανεξετάσει τη στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία
  • ΕΕ - ΗΠΑ - ΚΙΝΑ: Σχέσεις ανταγωνισμού και αλληλεξάρτησης
ΡΩΣΙΑ - ΓΑΛΛΙΑ
Η Ευρώπη καλείται να επανεξετάσει τη στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία

Τηλεδιάσκεψη Βλαντιμίρ Πούτιν - Εμανουέλ Μακρόν για «παγκόσμιες συγκρούσεις» και «μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας»

Από την πρόσφατη τηλεδιάσκεψη
Από την πρόσφατη τηλεδιάσκεψη
Η ανάγκη να συνεχιστεί ο διάλογος με τη Ρωσία για μια σειρά «διεθνείς συγκρούσεις» και για μια νέα «ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας» αναδείχθηκε στην πρόσφατη τηλεδιάσκεψη μεταξύ του Γάλλου Προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, και του Ρώσου ομολόγου του, Βλαντιμίρ Πούτιν.

Σε μια περίοδο που όλο και πιο δύσκολα συμβιβάζονται οι αντιθέσεις εντός του ΝΑΤΟ (με τη Γαλλία να σηκώνει τους τόνους), οι ΗΠΑ αποχωρούν και επανεξετάζουν συνθήκες για τον «έλεγχο των εξοπλισμών», αναδιατάσσουν στρατιωτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και αλλού, ο Μακρόν καλεί την Ευρώπη να επανεξετάσει τη στρατηγική της συνεργασία με τη Ρωσία, τονίζοντας ότι η «πολιτική περιφρόνησης» των τελευταίων ετών απέτυχε. Ο ίδιος εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι «μπορούμε να προχωρήσουμε με τη Ρωσία σε ορισμένα ζητήματα», αξιοποιώντας την όποια συνεργασία και συνεννόηση και ως μοχλό πίεσης στις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ.

Η γαλλική προεδρία χαρακτήρισε τη δίωρη συνομιλία των ηγετών «βαθιά και ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων» και συνέχεια του διαλόγου «για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και ασφάλειας, που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Ρώσου Προέδρου στη Γαλλία πριν από ένα χρόνο». Τότε ο Γάλλος Πρόεδρος είχε κάνει λόγο για μια αναμόρφωση των σχέσεων της Γαλλίας και της ΕΕ με τη Ρωσία. Σήμερα η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι ο διάλογος με τη Ρωσία «έγινε ιδιαίτερα σημαντικός λόγω της πανδημίας», δηλαδή της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης και των ευρύτερων γεωπολιτικών αλλαγών που τη συνοδεύουν.

«Στρατηγική σταθερότητα και ασφάλεια» στην Ευρώπη

Μάλιστα, έχουν δημιουργηθεί ομάδες εργασίας «για την επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, όπως η στρατηγική σταθερότητα και ασφάλεια στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η (ευρωπαϊκή) κυριαρχία και ο έλεγχος των εξοπλισμών». Ιδιαίτερα η αποχώρηση των ΗΠΑ από συνθήκες «ελέγχου των εξοπλισμών» («Ανοιχτοί Ουρανοί», για τους πυραύλους μικρού και μεσαίου βεληνεκούς με δυνατότητα να φέρουν πυρηνικές κεφαλές - INF) «ανησυχεί» την Ευρώπη.

«Πρώτα απ' όλα, ο στόχος είναι η δημιουργία συγκεκριμένων συνθηκών για διάλογο, διμερή και πολυμερή, στον τομέα της ασφάλειας. Είναι επίσης απαραίτητο να υπάρχει μια ατζέντα για την επίλυση των κρίσεων, ιδίως της κατάστασης στη Λιβύη, την Ουκρανία και τη Συρία. Και τρίτον, είναι η συνεργασία στους τομείς της δημόσιας υγείας, της οικονομίας και της προστασίας του περιβάλλοντος», σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις μετά την τηλεδιάσκεψη.

Εξάλλου, Γαλλία και Γερμανία - οι ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ - πρωτοστατούν στην «αποκατάσταση» των σχέσεων με τη Ρωσία (αν και οι κυρώσεις παραμένουν) και την επαναφορά της στο Συμβούλιο της Ευρώπης, προωθούν την οικονομική συνεργασία και τις επενδύσεις, ενώ βρίσκονται σε «συνεννόηση» και διαπραγματεύσεις για τη σύγκρουση στην Ανατολική Ουκρανία, συμμετέχοντας στο «σχήμα της Νορμανδίας».

Από τη Λισαβόνα έως το Βλαδιβοστόκ

Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του Μακρόν, ότι η γαλλική κυβέρνηση τάσσεται υπέρ ανάπτυξης της ευρωπαϊκής συνεργασίας από τη Λισαβόνα έως το Βλαδιβοστόκ, μια παλιά ρωσική στρατηγική, την οποία είχε επαναφέρει ο Βλ. Πούτιν από την πρώτη ακόμη εκλογή του στην ηγεσία της χώρας και η οποία θεωρεί τη Ρωσία μέρος του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου, προωθώντας οικονομική και πολιτική συνεργασία.

Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, με τη βαθιά οικονομική κρίση και τις παγκόσμιες ιμπεριαλιστικές ανακατατάξεις, την άνοδο της Κίνας κ.λπ., φαίνεται ότι η επανεξέταση της στάσης της ΕΕ απέναντι στη Ρωσία αποκτά πιο «επείγοντα» χαρακτηριστικά.

«Η κρίση την οποία περνάμε και οι άλλες περιφερειακές κρίσεις δείχνουν τη σημασία του ευρωπαϊκού χώρου με την ευρεία έννοια αυτής της λέξης, από τη Λισαβόνα έως το Βλαδιβοστόκ», είπε ο Μακρόν και πρόσθεσε: «Αυτός είναι ένας πραγματικός χώρος συνεργασίας και ειρήνης. Αντιλαμβανόμαστε τη σημασία αυτού του χώρου και των προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας».

Εξάλλου, οι δυο ηγέτες συνέχισαν το διάλογο για «μια νέα αρχιτεκτονική ευρωπαϊκής ασφάλειας», ο οποίος είχε ξεκινήσει πέρυσι με την επίσκεψη Πούτιν στη Γαλλία.

Οι δυο ηγέτες συνομίλησαν για τις «παγκόσμιες προκλήσεις», όπως η διεθνής τρομοκρατία, η κλιματική αλλαγή, η αντιμετώπιση της πανδημίας και η «αυξανόμενη δυναμική συγκρούσεων σε πολλές περιοχές σε όλο τον κόσμο», ενώ εξέτασαν και πιθανή μεταξύ τους συνεννόηση σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ.

Πούτιν και Μακρόν σημείωσαν ότι ως μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, η Ρωσία και η Γαλλία «έχουν ιδιαίτερη ευθύνη για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας» και υπογράμμισαν τη μεγάλη σημασία που έχει η υλοποίηση της ρωσικής πρωτοβουλίας για «σύγκληση συνόδου κορυφής αρχηγών κρατών των πέντε μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ΗΠΑ, Γαλλία, Κίνα, Μ. Βρετανία, Ρωσία), προκειμένου να ενισχυθούν η ενότητα και η συνοχή σε αυτό το σώμα παγκόσμιας σημασίας».

Ακόμη, ο Γάλλος Πρόεδρος δέχτηκε πρόσκληση του Βλ. Πούτιν να μεταβεί προσεχώς, πιθανόν πριν από το τέλος του έτους, στη Ρωσία, ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας του κορονοϊού, ανακοίνωσε η γαλλική προεδρία μετά την τηλεδιάσκεψη μεταξύ των δύο Προέδρων.

Λιβύη, Συρία, Ουκρανία, Ιράν

Η «διευθέτηση» των συγκρούσεων σε Λιβύη, Συρία, Ουκρανία, αλλά και η πυρηνική συμφωνία για το Ιράν, την οποία υποσκάπτουν οι ΗΠΑ με την αποχώρησή τους, απασχόλησε σημαντικό μέρος της τηλεδιάσκεψης των δύο ηγετών.

Ο Γάλλος Πρόεδρος θεωρεί σημαντικό «να εξετάσουμε από κοινού με τη Ρωσία ένα ολόκληρο φάσμα δύσκολων προβλημάτων», δήλωσε εκπρόσωπος της γαλλικής προεδρίας, αναφερόμενος συγκεκριμένα στη Λιβύη, όπου, όπως σημείωσε, η Γαλλία και η Ρωσία μοιράζονται ένα «κοινό συμφέρον, που είναι η σταθεροποίηση της Λιβύης και η επανένωση των θεσμών της». Σύμφωνα με το Κρεμλίνο, οι δυο Πρόεδροι μίλησαν «υπέρ της άμεσης παύσης των εχθροπραξιών και της επανάληψης του ενδο-λιβυκού διαλόγου και ζήτησαν ενοποιημένες διεθνείς προσπάθειες για την επίλυση της κρίσης με πολιτικά και διπλωματικά μέσα».

Ο Μακρόν εξέφρασε «τις ανησυχίες που του προκαλεί η ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας», υπέρ της μιας πλευράς των εμπολέμων, της κυβέρνησης του Σάρατζ, αλλά και των Ρώσων μισθοφόρων της εταιρείας «Βάγκνερ» υπέρ του στρατάρχη Χάφταρ.

Εξάλλου, λίγες μέρες αργότερα, μετά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε με την καγκελάριο, Αγκελα Μέρκελ, ο Εμ. Μακρόν είπε πως στη Λιβύη «εδώ και αρκετά χρόνια διεξάγεται ένας πόλεμος αντιπροσώπων. Αρκετές περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις οργανώνουν στρατιωτική υποστήριξη για το ένα ή το άλλο στρατόπεδο για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους».

«Σε αυτό το πλαίσιο», συνέχισε, «η Ρωσία και η Τουρκία έχουν μεγάλη ευθύνη». «Μίλησα πριν λίγες μέρες με τον Πρόεδρο Πούτιν και καταδίκασα τις ενέργειες που πραγματοποίησαν εκεί οι μισθοφόροι της "Βάγκνερ"». Από την πλευρά της, «η Τουρκία είναι σήμερα ο πρώτος εξωτερικός παίκτης» και «δεν σεβάστηκε τις δεσμεύσεις της διάσκεψης του Βερολίνου, αύξησε τη στρατιωτική της παρουσία στη Λιβύη και επίσης εισήγαγε τζιχαντιστές μαχητές από τη Συρία. Αυτή είναι μια ιστορική και εγκληματική ευθύνη για μια χώρα που θέλει να είναι μέλος του ΝΑΤΟ», υπογράμμισε ο Γάλλος Πρόεδρος.

«Εάν οι Σύροι τρομοκράτες μεταφερθούν τώρα στη Λιβύη για να διεξάγουν μάχες, υπάρχει μεγάλη απειλή για όλες τις γειτονικές χώρες και επίσης για την Ευρώπη. Δεν μπορούμε να το δεχτούμε αυτό», κατέληξε ο Γάλλος Πρόεδρος.

Για τη σύγκρουση στην Ουκρανία οι δυο πλευρές εξέφρασαν ανησυχία για τη στασιμότητα ως προς την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ του 2015, αλλά και της τελευταίας Συνόδου Κορυφής του «σχήματος της Νορμανδίας» (Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία, Ουκρανία) στο Παρίσι τον περασμένο Δεκέμβρη. Η ρωσική πλευρά τόνισε ότι η Ουκρανία πρέπει να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις της υπό πολιτικές πτυχές της προσπάθειας διευθέτησης.

Για τη Συρία, όπου η Γαλλία έχει εκφράσει ανησυχίες για την τουρκική παρουσία, ο Ρώσος ηγέτης ενημέρωσε τον Γάλλο ομόλογό του «για τις προσπάθειες της Ρωσίας να εξομαλύνει την κατάσταση στη ζώνη αποκλιμάκωσης», ενώ τονίστηκε «η αναγκαιότητα περαιτέρω ασυμβίβαστου αγώνα κατά της τρομοκρατίας και μέτρων για τη βελτίωση της ανθρωπιστικής κατάστασης».


Ε. Μ.

ΕΕ - ΗΠΑ - ΚΙΝΑ
Σχέσεις ανταγωνισμού και αλληλεξάρτησης

Οι ΗΠΑ προσδοκούν οφέλη από την «απογοήτευση» των Ευρωπαίων, για τον τρόπο που τους αντιμετωπίζει η Κίνα

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, στην τηλεδιάσκεψη ΕΕ - Κίνας που έγινε στις 22 Ιούνη

Copyright 2020 The Associated

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, στην τηλεδιάσκεψη ΕΕ - Κίνας που έγινε στις 22 Ιούνη
Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, πρότεινε στην τελευταία συνάντηση των Ευρωπαίων ΥΠΕΞ, στις 15 Ιούνη, την έναρξη ενός «διακριτού διμερούς διαλόγου» μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ με θέμα την Κίνα και τις προκλήσεις που συνιστούν οι «ενέργειες και οι φιλοδοξίες της» για την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Ανάμεσα σε άλλα υποστήριξε ότι «για μας είναι σημαντικό να παραμείνουμε ενωμένοι με τις ΗΠΑ ώστε να μοιραστούμε ανησυχίες και να αναζητήσουμε κοινό έδαφος για την υπεράσπιση των αξιών και του συμφέροντός μας».

Λίγες μέρες μετά, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, μιλώντας στη συνάντηση, στις Βρυξέλλες, της αμερικανικής «δεξαμενής σκέψης» German Marshall Fund, με θέμα «Ενας νέος διατλαντικός διάλογος» εντόπισε «περισσότερο ρεαλισμό στη γηραιά ήπειρο αναφορικά με την απειλή του ΚΚ Κίνας» και είπε ότι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί «πρέπει να συνεχίσουμε μαζί τη διατλαντική αφύπνιση ως προς την κινεζική πρόκληση ώστε να διατηρήσουμε την ευημερία και το μέλλον μας...». Ο Πομπέο ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ αποδέχτηκαν την πρόταση Μπορέλ για την έναρξη ενός «διαλόγου ΗΠΑ - ΕΕ για την Κίνα» και δήλωσε: «Είμαι ενθουσιασμένος. Πρόκειται για ένα νέο μηχανισμό για να συζητηθούν οι ανησυχίες που έχουμε για την απειλή που η Κίνα συνιστά για τη Δύση».

Στην ίδια ομιλία του, ο Πομπέο απαντώντας σε ερώτηση για την αποχώρηση σημαντικών αμερικανικών στρατευμάτων από τη Γερμανία, επισήμανε ότι αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης αναδιάταξης των δυνάμεων της χώρας του διεθνώς, με σκοπό να αντιμετωπίσει πιο προετοιμασμένη το σημαντικότερο ανταγωνιστή της, δηλαδή την Κίνα. Ο Πομπέο παρέθεσε σειρά εστιών όπου το Πεκίνο κλιμακώνει την αντιπαράθεση υπερασπιζόμενο τις στρατηγικές του επιδιώξεις, ενάντια σε δυνάμεις που φυσικά οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ή και διεκδικούν ως συμμάχους. Η «απειλή που συνιστά η Κίνα» σημαίνει «απειλές για την Ινδία, απειλές για το Βιετνάμ, απειλές για τη Μαλαισία, την Ινδονησία, τη Νότια Κινεζική Θάλασσα, τις Φιλιππίνες», ανέφερε επιλέγοντας πολύ προσεκτικά τα λόγια του και καταλήγοντας: «Θα φροντίσουμε να διατάξουμε κατάλληλα τις δυνάμεις μας ώστε να αντιμετωπίσουμε το PLA (Ενοπλες Δυνάμεις της Κίνας)».

Ευρω-κινεζική Σύνοδος χωρίς ανακοινωθέν

Στις 22 Ιούνη πραγματοποιήθηκε, μέσω τηλεδιάσκεψης τελικά, η Σύνοδος ΕΕ - Κίνας. Η Σύνοδος επρόκειτο να γίνει την άνοιξη, αλλά λόγω της εξάπλωσης του Covid-19 ανακοινώθηκε ότι θα γίνει το φθινόπωρο. Τελικά, έγινε μέσω τηλεδιάσκεψης. Την ολοκλήρωσή της δεν συνόδευσε κάποια απόφαση ή κοινό ανακοινωθέν, όσο κι αν εδώ και καιρό δημιουργούνταν (και από τις δύο πλευρές) σημαντικές προσδοκίες για την Ολοκληρωμένη Επενδυτική Συμφωνία ΕΕ - Κίνας (EU - China Comprehensive Investment Agreement), μια πολυαναμενόμενη συμφωνία για τους όρους της διμερούς οικονομικής συνεργασίας.

Αμερικανικά επιτελεία (όπως το «Ινστιτούτο Μπρούκινγκς») έσπευσαν να σχολιάσουν ότι δεν είναι τυχαίος ο τίτλος της ανακοίνωσης που οι Βρυξέλλες εξέδωσαν για τη συνάντηση: «Σύνοδος ΕΕ - Κίνας: Υπερασπίζοντας τα συμφέροντα και τις αξίες της ΕΕ σε μια σύνθετη και ζωτικής σημασίας εταιρική σχέση». Εκφράζοντας φυσικά και τις αυξημένες ελπίδες της Ουάσιγκτον να κυριαρχήσουν οι προβληματισμοί της ΕΕ και όχι οι προσδοκίες από τη συνεργασία της με την Κίνα.

Πέρα από τους αμερικανικούς πόθους, η αλήθεια είναι πάντως ότι στην Ευρώπη είναι έντονος ο προβληματισμός για την έλλειψη «ισοτιμίας» και «αμοιβαιότητας» με την οποία η Κίνα ανοίγει τη δική της αγορά. Οπως σχολίαζε πρόσφατα και το γερμανικό δίκτυο «Ντόιτσε Βέλε», προκαλεί απογοήτευση η μείωση των κινεζικών επενδύσεων στην ΕΕ. Από 18 δισ. ευρώ που ήταν το 2018, το 2019 έπεσαν στα 12 δισ. ευρώ, φτάνοντας στα επίπεδα του 2013. Την ίδια στιγμή, όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές εταιρείες επενδύουν στην Κίνα. Το 2018, μόνο οι γερμανικές επενδύσεις στην Κίνα με νέα εργοστάσια έφτασαν τα 90 δισ. ευρώ.

Μιλώντας πρόσφατα στο Γερμανικό Πρακτορείο, με αφορμή την έναρξη της γερμανικής προεδρίας στην ΕΕ, ο Γερμανός ΥΠΕΞ, Χάικο Μάας, έκανε λόγο για «αναβληθείσα Σύνοδο ΕΕ - Κίνας», αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν ήταν τυχαία η διεξαγωγή της συνάντησης μέσω τηλεδιάσκεψης αντί για την πραγματοποίησή της το φθινόπωρο. «Η ακύρωση μιας Συνόδου Κορυφής δεν θα αλλάξει τίποτα, ούτε στο Χονγκ Κονγκ ούτε οπουδήποτε αλλού. Η Κίνα είναι, από τη μία πλευρά, συστημικός αντίπαλος, αλλά, από την άλλη πλευρά, είναι επίσης οικονομικός εταίρος», δήλωσε μεταξύ άλλων, προσθέτοντας ωστόσο: «Γι' αυτό χρειαζόμαστε τον διάλογο, ο οποίος μπορεί να γίνει και άβολος. Εχοντας αυτό κατά νου, θεωρώ όπως και πριν σωστό να λάβει χώρα αυτή η Σύνοδος Κορυφής όταν οι συνθήκες το καταστήσουν δυνατό».

Απαντώντας σε ερώτημα για τις σχέσεις Γερμανίας - ΗΠΑ, ο Μάας είπε ότι «οι διατλαντικές σχέσεις ήταν εξαιρετικά σημαντικές, παραμένουν σημαντικές και εργαζόμαστε επίσης για να έχουν μέλλον», συμπληρώνοντας ωστόσο ότι «όπως είναι τώρα, δεν πληρούν πλέον τις απαιτήσεις που έχουν και οι δύο πλευρές. Γι' αυτό υπάρχει επείγουσα ανάγκη για δράση».

Συνολικότερα, ο Γερμανός ΥΠΕΞ ανέδειξε ότι οι αντιθέσεις, οι οποίες μεγαλώνουν, επιβάλλουν περισσότερη μαεστρία στο πώς η ΕΕ θα αξιοποιήσει τους ανταγωνισμούς και σχεδιασμούς των άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων. «Πρέπει να βγάλουμε την Ευρωπαϊκή Ενωση από την κρίση ισχυρότερη», είπε όλο νόημα, για να επισημάνει μεταξύ άλλων ότι «πρέπει να πετύχουμε να τοποθετηθεί η Ευρώπη ως ενωμένη οντότητα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό υπερδυνάμεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας και της Ρωσίας, που γίνεται όλο και πιο απρόβλεπτος. Θα αξιοποιήσουμε την ευκαιρία αυτή μόνο εάν καταφέρουμε να επιβάλουμε τον εαυτό μας σε αυτό το περιβάλλον, εάν το κάνουμε μαζί ως Ευρωπαίοι. Διαφορετικά θα γίνουμε το μπαλάκι των άλλων...». Αλλωστε, ξεκαθάρισε ότι οι διατλαντικές εταιρικές σχέσεις επηρεάζονται από «δομικές μεταβολές» ευρύτερα στη διεθνή σκηνή και δεν είναι απλά θέμα ηγεσίας στις ΗΠΑ.

Διακρατική κοινοβουλευτική «Συμμαχία για την Κίνα»

Με συμμετοχή βουλευτών από ΗΠΑ, Ευρώπη, Ωκεανία και Ασία

Η δυναμική που αναπτύσσεται γύρω από το συντονισμό Ευρωπαίων - Αμερικανών για την «αντιμετώπιση της Κίνας» αναδεικνύει και η δημιουργία της λεγόμενης «Διακοινοβουλευτικής Συμμαχίας στην Κίνα» (Interparliamentary Coalition οn China - IPAC), στις αρχές του Ιούνη, με τη συμμετοχή βουλευτών από Ευρώπη, Ωκεανία, Αμερική, αλλά και Ασία. Στη «Συμμαχία» παίρνουν μέρος στελέχη κομμάτων που βρίσκονται στην κυβέρνηση - ή στη μείζονα αντιπολίτευση - σε ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Ιαπωνία, Αυστραλία και Καναδά, όπως στελέχη της CDU (Χριστιανοδημοκράτες) της Γερμανίας, του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) της Ιταλίας, του «Εμπρός!» (LREM) της Γαλλίας, των Ρεπουμπλικάνων των ΗΠΑ, των Πρασίνων της Γερμανίας, των Δημοκρατικών των ΗΠΑ, της «Φόρτσα Ιτάλια» κ.λπ.

Πρόκειται για μια νέα πλατφόρμα συντονισμού αστικών δυνάμεων για την υπεράσπιση της δήθεν δημοκρατίας (βλ. της δικτατορίας του κεφαλαίου) και της «ελεύθερης αγοράς» (δηλαδή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας), με κύρια προσδοκία να ανακοπεί η γοργή ανέλιξη της Κίνας - όπου επίσης κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις.

Στη Διακήρυξή της η «Συμμαχία» τονίζει μεταξύ άλλων πως «η ανάπτυξη μιας συνεκτικής απάντησης στην άνοδο της Κίνας υπό την ηγεσία του ΚΚ Κίνας αποτελεί καθοριστική πρόκληση για τα δημοκρατικά κράτη του κόσμου» και σημειώνει ότι αυτή η «πρόκληση» «υπερβαίνει τις εκάστοτε κυβερνήσεις και διοικήσεις, το εύρος της υπερβαίνει τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των κομμάτων και μεταξύ της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής».

Εκφράζεται ανησυχία για την πρόθεση της Κίνας και της ηγεσίας της «να επεκτείνει την παγκόσμια επιρροή της» και μπροστά στις «προκλήσεις που συνιστούν η παρούσα συμπεριφορά και οι μελλοντικές φιλοδοξίες της Κίνας» η «Συμμαχία» εμφανίζεται ως «η φυσική στέγη αυτής της εταιρικής σχέσης» με μοχλό «τους ελεύθερα εκλεγμένους νομοθέτες».

Στους στόχους της «Συμμαχίας» περιλαμβάνονται «η οικοδόμηση κατάλληλων και συντονισμένων απαντήσεων και η συμβολή στη διαμόρφωση μιας ενεργού και στρατηγικής προσέγγισης σε θέματα σχετικά με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας».

Ειδικότερα, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της IPAC, στους βασικούς άξονες της δράσης της περιλαμβάνεται «η διαφύλαξη της παγκόσμιας τάξης που βασίζεται στο Διεθνές Δίκαιο» - όπου βέβαια ως «παγκόσμια τάξη» και «Διεθνές Δίκαιο» εννοείται ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων, τον οποίο η γοργή ανέλιξη της Κίνας ήδη διαταράσσει, ανατρέποντας ισορροπίες και κανόνες του παιχνιδιού. «Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας πρέπει να τηρεί τα πρότυπα της διεθνούς έννομης τάξης, η οποία χρειάζεται να προστατευτεί από κάθε αλλοίωση».

Ως στόχος της «Συμμαχίας» καθορίζεται επίσης «η προώθηση εμπορικής δικαιοσύνης», με την επισήμανση ότι η Κίνα «πρέπει να ενταχθεί στα πρότυπα της έννομης τάξης», αντανακλώντας τον προβληματισμό που γεννούν τα αυξημένα κινεζικά πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο με άλλες χώρες αλλά και οι όροι με τους οποίους ανοίγει η κινεζική αγορά, «πιέζοντας» προσδοκίες δυτικών και άλλων ομίλων.

Η «Συμμαχία» ιεραρχεί ψηλά και την «ενίσχυση της ασφάλειας», υποστηρίζοντας ότι «οι δημοκρατίες πρέπει να αναπτύξουν συμπληρωματικές στρατηγικές για την ασφάλεια, ώστε να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που δημιουργεί η Κίνα», καλώντας δηλαδή σε σαφέστερη προσαρμογή των στρατιωτικών μηχανών κάθε χώρας για την αντιμετώπιση των κινεζικών οπλικών συστημάτων και στρατιωτικών σωμάτων. Τέλος, ειδική αξία δίνεται στην «υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας», όπως εννοείται η ικανότητα των «ανεπτυγμένων ή αναδυόμενων αγορών» να μην εξαρτώνται από κινεζικά δάνεια, δηλαδή να στρέφονται στη βοήθεια άλλων, με την προσδοκία ότι θα αποδυναμωθούν οι οικονομικές συνεργασίες των κινεζικών επιχειρήσεων. «Δεν πρέπει να επιτραπεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας να εκθέσει την κυριαρχία ή τους θεσμούς καμίας αναπτυγμένης ή αναδυόμενης αγοράς μέσω του δανεισμού, επενδύσεων ή άλλων μέσων», αναφέρεται.

Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι στα ιδρυτικά μέλη της «Συμμαχίας» είναι ο Αμερικανοί γερουσιαστές Μάρκο Ρούμπιο (Ρεπουμπλικάνος) και Μπομπ Μενέντεζ (Δημοκρατικός), ένθερμοι υποστηρικτές των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και των πολύμορφων αποκλεισμών ενάντια στην Κούβα και τη Βενεζουέλα.


Α. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ