Σάββατο 27 Μάρτη 2021 - Κυριακή 28 Μάρτη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πείρα από τη διαπάλη για το προσφυγικό

Οι Οργανώσεις του Κόμματος και της ΚΝΕ στα νησιά του Αιγαίου είναι αντιμέτωπες με πολύ κρίσιμες εξελίξεις και λόγω της γεωπολιτικής σημασίας της περιοχής (ενδεχόμενο θερμού ή γενικευμένου επεισοδίου, Προσφυγικό κ.ά.). Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να προετοιμαζόμαστε ολόπλευρα για πιο δύσκολες και σύνθετες συνθήκες, να γινόμαστε ικανότεροι στην ιδεολογική και πολιτική διαπάλη, ώστε να προωθούμε τη στρατηγική μας πιο ολοκληρωμένα στην καθημερινή παρέμβαση και δράση.

Το Προσφυγικό, ως ζήτημα, δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις αποσπασμένο από τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, την επιδίωξη της γεωστρατηγικής αναβάθμισης της ελληνικής αστικής τάξης, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σε νησιά όπως η Λέσβος, η Χίος κ.ά. είναι αντικειμενικά ψηλά στη συζήτηση, ιδιαίτερα από το '15 και ύστερα. Αποτελεί κύριο στοιχείο στην παρέμβασή μας και στις πιο αθέατες πλευρές, αφού το συναντάμε σε όλες τις εκφράσεις της καθημερινής ζωής. Είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα η απαράδεκτη τοποθέτηση στελέχους της ΟΝΝΕΔ σε συνέλευση Φοιτητικού Συλλόγου στη Μυτιλήνη, που έλεγε για τη σίτιση: «Να βαφτούμε μαύροι, να περάσουμε απέναντι για να τρώμε τζάμπα από τα επιδόματα όπως οι πρόσφυγες», αναδεικνύοντας την υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων ως αποτέλεσμα δήθεν της οικονομικής αιμορραγίας που προκάλεσε η διαχείριση του Προσφυγικού από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η απαίτηση στην ανάπτυξη της ικανότητάς μας στη διαπάλη είναι πολύ μεγάλη, πολύ περισσότερο όταν αυτή συναντιέται με άμεσα καθήκοντα στο κίνημα, με την προσπάθεια να παρέμβουμε και να επιδράσουμε σε διεργασίες που εκφράζονται με μεγάλη κίνηση μαζών και με όλες τις δυνάμεις μέσα, όπως έγινε τον περσινό Φλεβάρη με την αποστολή των ΜΑΤ από την κυβέρνηση σε νησιά του ΒΑ Αιγαίου.

Το γεγονός ότι το Κόμμα σταθερά φωτίζει τις αιτίες της μετανάστευσης και της προσφυγιάς και σε αυτήν τη βάση έχει επεξεργαστεί ολοκληρωμένο πλαίσιο αιτημάτων για τον απεγκλωβισμό προσφύγων και μεταναστών, αναδεικνύοντας ως βασική αιτία την αντιμεταναστευτική πολιτική της ΕΕ, ήταν κρίσιμο για να υπάρχει ετοιμότητα στις Οργανώσεις του Κόμματος στα νησιά στη συγκεκριμένη φάση. Για να επεξεργαστούν άμεσα οι μορφές και τα συνθήματα που συσπείρωσαν ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις και υποχρέωσαν τις άλλες δυνάμεις σε ελιγμούς.

Αυτή η ετοιμότητα δεν ήταν πάντα δεδομένη. Διαμορφώθηκε, όπως και η αναβαθμισμένη εμπιστοσύνη που εκφράστηκε απέναντι στο Κόμμα το Φλεβάρη του '20, με μια βασανιστική δουλειά που προηγήθηκε. Μια προσπάθεια να διαμορφωθεί κριτήριο σε ένα τμήμα κόσμου, δίνοντας τη μεγάλη εικόνα της κατάστασης στην περιοχή, τι είναι και γιατί ευθύνονται για τον διπλό εγκλωβισμό η Συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας, ο Κανονισμός του Δουβλίνου, γιατί είναι συνυπεύθυνες όλες οι κυβερνήσεις που η χώρα μας συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στα πολεμικά επεισόδια των προηγούμενων χρόνων, και προετοιμάζει τη στήριξή της για τα επόμενα, γιατί δεν μπορούν να εμφανίζονται ως προστάτες των λαών αυτοί που με την πολιτική τους, τους ξεριζώνουν από τις πατρίδες τους.

Σήμερα, σωστά ιεραρχείται στην προπαγάνδα μας το σύνθημα «Οχι στα στρατόπεδα πολύμηνου εγκλωβισμού. Οχι στις φυλακές της ΕΕ. Απεγκλωβισμός τώρα». Είναι όμως απαραίτητο να κατανοείται το Προσφυγικό στην εξέλιξή του, ότι έχουμε περάσει σε νέα φάση, που το Προσφυγικό δεν είναι απλά «αποτέλεσμα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων» - βεβαίως είναι και τέτοιο. Εχει όμως μετατραπεί και σε «μέσο» στα χέρια αστικών τάξεων, της ΕΕ και της τουρκικής αστικής τάξης για τις συνολικές τους διαπραγματεύσεις και επιδιώξεις που αφορούν και τις παραβιάσεις και τη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο. Αν δεν κατανοούνται αυτές οι εξελίξεις, θα μοιάζει σα να υπάρχει «αποκλιμάκωση» αφού τον τελευταίο χρόνο έχουν μειωθεί οι προσφυγικές ροές προς την Ελλάδα κατά 80% σε σχέση με το '19.

`Η αντίστοιχα, είναι αναγκαίο να κατανοείται ότι η κυρίαρχη κοσμοπολίτικη γραμμή της αστικής τάξης για συνδιαχείριση στο Αιγαίο, για διαχείριση του Προσφυγικού εντός των πλαισίων και των συμφωνιών δεν αναιρεί, αλλά συνυπάρχει με τον αστικό εθνικισμό που αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες ως «ασύμμετρη απειλή» και στηρίζει πιο ανοιχτά την καταστολή στα σύνορα. Αν δεν κατανοούμε αυτό, δεν θα μπορούμε να εξηγούμε και τη διαπάλη που υπάρχει ανάμεσα σε ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης. Για παράδειγμα, σήμερα, τη στιγμή που η γραμμή της κυβέρνησης είναι «κλειστές δομές», βγαίνει μερίδα του εφοπλιστικού κεφαλαίου στη Χίο και λέει «αν φτιάξετε τη δομή στο Θόλος, τα μαζεύω και φεύγω από τη μαρίνα Χίου» (όπου διατηρεί επισκευαστική μονάδα σκαφών). `Η ανάλογα, θα δυσκολευόμαστε να ερμηνεύουμε το πώς αυτή η διαπάλη επιδρά στη συνείδηση του κόσμου, άρα και πώς πρέπει να παρέμβουμε και θα αντιμετωπίζουμε τον ίδιο άνθρωπο ως «αφελή» τη μια στιγμή που αναζητεί τη λύση στις συνθήκες και τα δικαστήρια και την άλλη ως «εθνικιστή» που αποδέχεται τα περί «σχεδίου ισλαμοποίησης».

Το σύνθημα, επομένως, που επιλέγουμε σε κάθε φάση, το πλαίσιο αιτημάτων που διαμορφώνουμε, όσο απαραίτητο κι αν είναι, δεν είναι πανάκεια για να θεωρούμε ότι ξεμπερδέψαμε αν απλά το μεταφέρουμε από ανακοίνωση σε ανακοίνωση. Δεν είναι σε αντιπαράθεση με την ολοκληρωμένη συζήτηση που πρέπει να γίνεται για να προετοιμάζει δυνάμεις, να διαμορφώνει κριτήριο και αντανακλαστικά σε μια πολύ ρευστή κατάσταση ώστε να μη χάνουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας όταν φαινομενικά υπάρχει «αποκλιμάκωση», ή μπροστά σε μια εξέλιξη ή κίνηση κόσμου. Με αυτήν την έννοια, η κλιμάκωση δεν είναι πάντα φραστική. Είναι όμως κλιμάκωση να καλλιεργούμε σε περισσότερους αμφισβήτηση απέναντι στην κυβέρνηση που το Φλεβάρη ήταν γιατί «ήθελε να μετατρέψει τα νησιά σε φυλακές», αλλά σήμερα το σύνθημα αυτό δεν αρκεί αφού μοιάζει να «υλοποιεί σχέδιο αποσυμφόρησης» και ενισχύεται αντικειμενικά το έδαφος να πιάνει περισσότερο η προπαγάνδα ότι τα κλειστά κέντρα θα «ενισχύσουν το αίσθημα ασφάλειας», «θα κρατήσουν τις ροές σε χαμηλά επίπεδα». Χρειάζεται να αναδεικνύεται η ευθύνη της κυβέρνησης - όπως και της προηγούμενης του ΣΥΡΙΖΑ - που για λογαριασμό της αστικής τάξης μάς σέρνει στα επικίνδυνα παζάρια που γίνονται στην περιοχή, αναβαθμίζοντας τις σχέσεις με ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, ακόμα και παραχωρώντας κυριαρχικά δικαιώματα. Που ο μεν ΣΥΡΙΖΑ έφερε τις ΝΑΤΟικές αρμάδες στο Αιγαίο με πρόσχημα τον έλεγχο των προσφυγικών ροών, η δε ΝΔ ενισχύει σήμερα τις δυνάμεις της Frontex στα σύνορα. Για να φυλάνε στην πραγματικότητα τα σύνορα της ΕΕ αφού αποδεδειγμένα το Αιγαίο αντιμετωπίζεται ως «ενιαίος επιχειρησιακός χώρος» και η χώρα συνολικά ως χώρος επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ. Γιατί, επομένως, δεν μπορούν να είναι εγγυητές της ειρήνης και της ασφάλειας ούτε και να εμφανίζονται ως σωτήρες απέναντι στα προβλήματα που αντικειμενικά δημιουργεί ο εγκλωβισμός στους ντόπιους και στους ίδιους τους πρόσφυγες.


Στέλλα Δήμου
Μέλος του ΚΣ της ΚΝΕ, επικεφαλής της Επιτροπής Αιγαίου του ΚΣ

Μερικές σκέψεις πάνω στο κρίσιμο ζήτημα της αναβάθμισης της ιδεολογικοπολιτικής μορφωτικής δουλειάς

Η ολόπλευρη προετοιμασία των δυνάμεών μας είναι ένα καθήκον σοβαρό, το οποίο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται αποσπασματικά, ούτε μόνο στο πλαίσιο μαθημάτων και κατά τη γνώμη μου έχει πάρα πολλές όψεις.

Για κάποια ζητήματα είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν και οι απαραίτητες διαδικασίες που δεν θα αφήνουν περιθώρια να ξεχνιούνται συμπεράσματα, κατεκτημένοι τρόποι δουλειάς και δοκιμασμένα μέτρα. Για παράδειγμα, σωστά μπήκε στο Καταστατικό ο υποχρεωτικός κύκλος εσωοργανωτικής αυτομόρφωσης για τα δόκιμα μέλη και είναι μια διαδικασία που θωρακίζει από οποιαδήποτε ολιγωρία κάτω από το βάρος της επικαιρότητας ή άλλων λόγων.

Για άλλα ζητήματα χρειάζεται περισσότερη σκέψη και δεν λύνονται με οργανωτικά μέτρα. Για παράδειγμα, είμαι της άποψης ότι η πραγματική και σε βάθος αφομοίωση της στρατηγικής και των επεξεργασιών μας μπορεί να επιτευχθεί μόνο δεμένη με την καθημερινή δουλειά στον κόσμο, αλλά και μόνο όταν υπάρχει ο προσανατολισμός να ανιχνεύουμε και όταν καταφέρνουμε να εντοπίζουμε πού σκαλώνει η συνείδηση και πώς αυτό συνδέεται με τη θεωρία μας. Ο Μαρξ δεν περιέγραψε μόνο τον μηχανισμό εκμετάλλευσης του καπιταλισμού, αλλά εντόπισε και γιατί αυτός παραμένει αόρατος στα μάτια των εργατών, μίλησε για τον φετιχισμό του εμπορεύματος κ.τ.λ.

Στον κλάδο της Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών, ο οποίος βρίσκεται αυτή την περίοδο στην αιχμή του δόρατος της κυβερνητικής προπαγάνδας, χωρίς μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορείς να κάνεις βήμα μπροστά. Για παράδειγμα, η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού σε επίπεδο επιχειρήσεων, κλάδων και χωρών, πέρα από μια έννοια στα ιδεολογικά μαθήματα, είναι μια παράμετρος που στον κλάδο διαμορφώνει μια συγκεκριμένη πραγματικότητα. Οδηγεί στο να να βλέπει κοντόφθαλμα ο εργαζόμενος ότι παρά την κρίση μπορεί να «την βγάλει καθαρή», και επομένως να μην πείθεται με γενικές διακηρύξεις ότι δεν έχει κάτι να περιμένει από τον καπιταλισμό. Ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης η προσέλκυση εμβληματικών επενδύσεων (με προνομιακές πολλές φορές συμφωνίες για την προσέλκυσή τους), το σχέδιο στη Θεσσαλονίκη για το ThessIntec, οι περισσότερες θέσεις εργασίας ενισχύουν αυτή την οπτική. Είναι πλευρά που την πήραμε υπόψιν και σταθερά στο άνοιγμα συμπεριλαμβάναμε πλευρές για να εξηγήσουμε την αιτία του φαινομένου, να το φωτίσουμε και με την ιστορική πορεία άλλων δυναμικών κλάδων στο παρελθόν, για να αναδείξουμε το εύρος της εκμετάλλευσης που κρύβεται πίσω από τους φαινομενικά ικανοποιητικούς μισθούς κ.τ.λ.

Σε γενικότερο επίπεδο η ίδια η ανισομετρία είναι αυτή που διαμορφώνει μια πραγματικότητα για πολύ κόσμο που λέει πως «πράγματι στον καπιταλισμό οι κρίσεις επαναλαμβάνονται και πιάνουν όλες τις χώρες, αλλά δεν τις περνάνε όλες οι χώρες το ίδιο, κάποιες την περνάνε πολύ ελαφριά (π.χ. Γερμανία)». Και έτσι, ακόμα και αν προσπαθούμε να εξηγούμε τον μηχανισμό της κρίσης με βάση τη θεωρία μας, οι αστικές προσεγγίσεις που εστιάζουν στο μείγμα διαχείρισης φαντάζουν πιο ρεαλιστικές. Εκεί σκαλώνει και το μυαλό με τις συμμαχίες και βρίσκει έδαφος το αν δεν ήμασταν σαν χώρα στην ΕΕ δεν θα παίρναμε εμβόλια.

Ενα άλλο παράδειγμα από τον κλάδο που έχει να κάνει με την παρακολούθηση της διαστρωμάτωσης και τις σύνθεσης. Η καινοτομία και η νεοφυής επιχειρηματικότητα (startups) που επανέρχεται δριμύτερη τελευταία. Υπάρχει εκτενής αρθρογραφία που αξιοποιούμε στο άνοιγμά μας σταθερά, υπάρχουν όμως και βαθύτερες προεκτάσεις, που αναγκαστικά φτάνουν στα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας (καινοτομία - επιπρόσθετη υπεραξία), τις οποίες δεν γίνεται να μην τις κατέχει σε βάθος το κομματικό δυναμικό, υπάρχουν και πλευρές τις οποίες ανιχνεύσαμε στην τριβή μας με τον κόσμο του κλάδου τα προηγούμενα χρόνια και τώρα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε. Οι συνάδελφοι που είχαν ή θα επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε μια τέτοια επιχείρηση παράλληλα με τη βασική μισθωτή εργασία τους, κάτω από την επίδραση των αυταπατών της μικροϊδιοκτησίας (του ονείρου να γίνουν κι αυτοί Ζούκεμπεργκ) και του προβαλλόμενου μοντέλου από τις ΗΠΑ ότι η καινοτομία δεν γνωρίζει συμβατικά ωράρια, Σαββατοκύριακα κ.τ.λ., παρουσίαζαν μια μεγαλύτερη ανεκτικότητα και μια τάση να δικαιολογούν επιλογές της εργοδοσίας. Ταυτόχρονα και καθώς η όλη συζήτηση γύρω από την καινοτομία φέρνει μεθοδευμένα εικόνες από την προοδευτική περίοδο των πρώτων καπιταλιστών - εφευρετών - επιστημόνων (στο πρώτο στάδιο του καπιταλισμού) παρουσίαζαν και μια στρεβλή συνείδηση περί καπιταλισμού όταν βαθαίναμε τη συζήτηση.

Αντεπιτεθήκαμε με τα ζητήματα των δυνατοτήτων που μας δίνει η τεχνολογία και πώς αξιοποιείται, την πρότασή μας για αξιοποίηση της τεχνολογίας και της καινοτομίας στην υπηρεσία του λαού σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, κόντρα στις θεωρίες του τεχνολογικού ντετερμινισμού που ανάγουν την τεχνολογία σε «ουδέτερο φάρμακο διά πάσα νόσο», ανεξάρτητα από τις σχέσεις παραγωγής, αλλά και με την ουσιαστική συζήτηση γύρω από τον παρασιτισμό του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο, στα ζητήματα διαχωρισμού λειτουργίας - ιδιοκτησίας κ.τ.λ.

Φανερώνεται με αυτά τα παραδείγματα πως η αναβάθμιση της δουλειάς του Κόμματος, της καθοδηγητικής δουλειάς, το δέσιμο με τη στρατηγική δεν μπορεί να γίνει σε συνθήκες εργαστηρίου ούτε φροντιστηρίου, αλλά πρέπει να προκύπτει ως ανάγκη από τη δράση των κομμουνιστών στον κόσμο, στους χώρους δουλειάς και ως αποτέλεσμα του αντίστοιχου προσανατολισμού. Στοιχεία που με βασικούς κρίκους τις ΕΠ και ΤΕ πρέπει να καλλιεργηθούν στις ΚΟΒ, στις οποίες πρέπει να πέσει μεγαλύτερο βάρος όπως σωστά επισημαίνεται στις Θέσεις. Είμαι της άποψης ότι ο παραπάνω προσανατολισμός είναι που βοηθάει και τα στελέχη να βαθύνουν στις επεξεργασίες μας, αποκαλύπτοντας τα κενά και να αναγκαστούν να είναι πιο ολόπλευρα στην καθοδηγητική δουλειά.

Το παραπάνω δεν υποβαθμίζει την ιδιαίτερη αυτοτελή μελετητική δουλειά που πρέπει να γίνει στα Τμήματα και τις Επιτροπές της ΚΕ και των ΕΠ και ΤΕ, αντιθέτως την προϋποθέτει ώστε να δημιουργούνται οι όροι αξιοποίησης σύγχρονων επεξεργασιών.

Μια ακόμα πλευρά: Οι κίνδυνοι στενότητας των επιχειρησιακών ΚΟΒ είναι απολύτως υπαρκτοί και επιδεινώνονται σε συνθήκες τηλεργασίας και πολύ σωστά επισημαίνονται. Πέρα από τη συχνή συνεδρίαση, την καλή λειτουργία και πλούσια συζήτηση για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, θα βοηθούσε ίσως σαν οργανωτικό μέτρο να μην κόβεται ο ομφάλιος λώρος με την κλαδική ΚΟΒ από την οποία συνήθως προκύπτουν οι επιχειρησιακές. Το σχήμα δεν έχει τόση σημασία, αλλά θα βοηθούσε στον σχεδιασμό των κλαδικών για το άνοιγμα σε έναν κλάδο το να εντάσσονται καλύτερα οι επιχειρησιακές ΚΟΒ, ώστε οι δυνάμεις μας στις τελευταίες να μην περιορίζονται στα όρια της επιχείρησής τους (η οποία βέβαια θα παραμένει ο κύριος χώρος ευθύνης τους). Αυτό θα μπορούσε να πάρει μορφή κοινών συνεδριάσεων κ.ά.


Στράτος Κουρτζανίδης
Μέλος της Επιτροπής Περιοχής Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ

Σκέψεις για τις θεωρητικές επεξεργασίες και την πάλη στα ΑΕΙ

Με αφορμή το πρώτο (Θέση 28) και το τρίτο κείμενο κυρίως των Θέσεων του Συνεδρίου, θα επιχειρήσω να συμβάλω με αφετηρία την πείρα του φοιτητικού κινήματος, της δράσης των κομματικών δυνάμεων σε αυτό.

Τα τελευταία χρόνια, πάνω από δεκαετία, οι αλλαγές στα Πανεπιστήμια αλλά και στην ελληνική κοινωνική πραγματικότητα σηματοδότησαν σημαντικές ποιοτικές αλλαγές στην ίδια τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά του φοιτητικού κινήματος. Το εντοπίσαμε και στα Συνέδρια της ΚΝΕ. Από την άλλη, οι κομματικές δυνάμεις στο χώρο αποκτούν σταθερά μια καλύτερη επαφή με την ιδεολογία μας, γίνεται επίμονη και συστηματική προσπάθεια να κατακτιέται το κίνητρο της αυτομόρφωσης, να παρακολουθούνται ιδεολογικά μαθήματα και σχολές από το σύνολο των οργανωμένων μελών μας. Αυτό έχει ένα σημαντικό αποτύπωμα στην καλύτερη παρέμβαση στο περιεχόμενο των σπουδών από τη σκοπιά της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας, καλύτερα από παλιότερα προετοιμαζόμαστε να απαντάμε σε αντιεπιστημονικές ανορθολογικές θεωρίες από καθέδρας, στον αντικομμουνισμό που διδάσκει η «αυθεντία». Ταυτόχρονα, όμως, σε σχέση πάντα με κάποια χρόνια πριν, βαθαίνει ο εκφυλισμός του φοιτητικού κινήματος, φτωχαίνει η πείρα που αποκτά κανείς μέσα από τους αγώνες, το ζωντανό δηλαδή αποκρυστάλλωμα της θεωρίας. Η πολύπλευρη ιδεολογική στήριξη των μελών μας μόνο σε ένα βαθμό μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη της ζωντανής πείρας, ιδιαίτερα στα νέα μέλη που δεν έχουν ζήσει στοιχειώδεις συνδικαλιστικές λειτουργίες (π.χ. Γενικές Συνελεύσεις) και την αντιπαράθεση - διαπάλη σε αυτές. Σε όλα αυτά πρέπει επιπλέον να λάβουμε υπόψη ότι η πολιτική πάλη στα αμφιθέατρα δυσκολεύει, «φτωχαίνει» αντικειμενικά λόγω και της μείωσης των οργανωμένων δυνάμεων των αστικών και οπορτουνιστικών κομμάτων, στοιχείο που προσθέτει εμπόδια στη ζωντανή διαπάλη, ευνοεί τον περαιτέρω εκφυλισμό και την κρίση του φοιτητικού κινήματος, την παγίωση της αντιδραστικής αντίληψης «έξω τα κόμματα». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν προχωρά η κυρίαρχη προπαγάνδα και ιδεολογία, αλλά μορφοποιείται πιο δύσκολα ως τέτοια στη συνείδηση του νέου κόσμου. Αυτό το στοιχείο συνδέεται άμεσα με τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης για το νέο χαρακτήρα και ρόλο του φοιτητικού κινήματος.

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται καθοριστικό να βοηθήσουμε καθοδηγητικά ώστε οι νεαρές δυνάμεις μας στα ΑΕΙ να αποκτούν κριτήριο παρέμβασης στους φοιτητές. Με άλλα λόγια, να μετρούμε στην πράξη πώς εμπεδώνεται και αφομοιώνεται η μελέτη της στρατηγικής, η ιδεολογική και πολιτική βοήθεια μέσα από το διάβασμα. Η τριβή των συντρόφων μας φοιτητών με το διάβασμα και την επιστημονική εργασία δεν σημαίνει αυτόματα κριτήριο, αλλά υποδηλώνει μια έφεση στην αυτομόρφωση. Εχει ωστόσο στοιχεία που απαιτούν ιδιαίτερη φροντίδα, θέλει πολύπλευρη ενίσχυση των κομμουνιστικών χαρακτηριστικών και της στάσης ζωής σε όλα τα επίπεδα για να ξεπεραστούν τα διλήμματα που το αστικό σύστημα θέτει στο νέο σε αυτό το επίπεδο.

Ο οργανωτής μαζών, ο λαϊκός ηγέτης - κατ' αναλογία - στους φοιτητές πρέπει να είναι ανήσυχος, να αναζητά «αυθόρμητα» να μάθει την ιστορία και την εξέλιξη του φοιτητικού και εργατικού κινήματος στη χώρα και διεθνώς. Να μπορεί να αποσπάται από τις απαιτήσεις της καθημερινής παρέμβασης για να βλέπει «τη συνολική εικόνα», να ξέρει τι είναι αντικειμενικό και τι βουλησιαρχικό, τι απαιτεί υπομονή και τι απαιτεί ετοιμότητα και αμεσότητα. Να μπορεί να βγάζει συμπεράσματα για την ουσία της αστικής στρατηγικής (που περνά σαλαμοποιημένη και εξωραϊσμένη), αλλά και για το κύριο κάθε φορά της δικής μας παρέμβασης, το πώς αυτό επιδρά στη συνείδηση της νεολαίας, τι χώρο κατακτά στη συνείδησή της έναντι της κυρίαρχης ιδεολογίας και αντίληψης. Οφείλουμε καθοδηγητικά να το μετράμε αυτό, παρακολουθώντας πώς τα ιδεολογικά μαθήματα, η επαφή με το μαρξιστικό βιβλίο δεν θα είναι άλλο ένα καθήκον, αλλά θα διαπερνά και θα εμπλουτίζει την πορεία προς την κοινωνική ωριμότητα του κάθε μέλους.

Το ίδιο πρέπει να φροντίσουμε για τους συντρόφους μας από τη σπουδάζουσα νεολαία που τα τελευταία χρόνια χρεώνονται στην ιδεολογική δουλειά και είναι περισσότεροι από παλιότερα, στοιχείο που αποτελεί βέβαια δείκτη ωρίμανσης της Οργάνωσης. Οι ίδιοι χρεώνονται να κάνουν μαθήματα σε νεότερα μέλη, στην ΚΝΕ και, παρά την προσωπική προσπάθεια και το κομματικό φιλότιμο, τη στήριξη, το έλλειμμα της κοινωνικής πείρας δυσκολεύει τη ζωντάνια στα μαθήματα αυτά, την άντληση και εκφορά εύστοχων παραδειγμάτων. Αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να απασχολήσουν καθοδηγητικά σε σχέση και με τη διάταξη και αξιοποίηση στελεχών.

Η παρέμβαση στο φοιτητικό κίνημα, με δεδομένη την υποχώρηση, έχει αναδείξει και ένα άλλο ζήτημα ως πρωτεύον. Την ικανότητα που πρέπει να κατακτά ο οργανωτής μαζών να εκτιμά διαθέσεις, να μπορεί να διαβλέπει μέσα από την κίνηση ανώριμων μαζών πώς διαμορφώνεται και τι χαρακτηριστικά έχει μια ορισμένη αγωνιστική διάθεση. Αρκετές φορές, από το φόβο να μην εγκλωβιστούμε σε θολά δίπολα όπως το «προοδευτικό - συντηρητικό», ή να μην παρασυρθούμε σε αποσπασματικά συνθήματα, δεν αξιοποιούμε τον καλοπροαίρετο αυτοπροσδιορισμό ενός κόσμου ως «αριστερού», το αντιφασιστικό ή αντιπολεμικό συναίσθημα που μπορεί να ανιχνεύεται στον κόσμο, τη διάθεση αντίστασης, για να τα μετατρέψουμε σε συνειδητοποίηση σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, σε διάθεση σύγκρουσης. Αυτό είναι κυρίως ζήτημα απειρίας στο φοιτητικό κίνημα. Σε ένα βαθμό μπορεί να ισοσκελιστεί με τη μελέτη κινηματικών διαδικασιών, των διαθέσεων και της οργάνωσης αγώνων στον καπιταλιστικό κόσμο στα χρόνια οικοδόμησης στις σοσιαλιστικές χώρες, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν. Οι εκδόσεις του Κόμματος πρέπει να εμπλουτιστούν με τέτοιες μελέτες και σε πρωτογενές επίπεδο.

Τέλος, ας αναλογιστούμε πως αν θεωρήσουμε τις αντεπαναστατικές συνθήκες ως μια φάση προετοιμασίας - μεταξύ άλλων - του υποκειμενικού παράγοντα, βαραίνει ιδιαίτερα στην οργανωμένη νεολαία η απόσταση ανάμεσα στον καθημερινό κόπο και χρόνο που καταθέτει και στην εμφάνιση έστω μικρών ανατάσεων του κινήματος, που αποτελούν την πρακτική επιβεβαίωση της πολιτικής μας, της παρέμβασής μας. Αυτή η απόσταση αποθαρρύνει σταδιακά λιγότερο ατσαλωμένες δυνάμεις. Απαιτείται, όχι τεχνητά, να καλλιεργείται ένας ενθουσιασμός, το κουράγιο, η συγκίνηση, η έμπνευση. Αυτό προϋποθέτει να απαλλάσσεται η πολύπλευρη ιδεολογικοπολιτική βοήθεια προς αυτές τις δυνάμεις από σχολαστικισμούς και εμπειρισμούς, να ενισχύεται η βαθιά πεποίθηση στο σκοπό μας, το πώς διατρέχει πλευρές του εποικοδομήματος που το αστικό σύστημα επενδύει συστηματικά και πλούσια και απαιτούν από εμάς αντίστοιχη ενασχόληση, μελέτη, επιστημονικότητα και τόλμη στην εξαγωγή συμπερασμάτων και εκτιμήσεων.


Κέλλυ Παπαϊωάννου
Μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ

Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας

Ο πυρήνας των Θέσεων του 21ου Συνεδρίου είναι η ποιοτική αναβάθμιση του στελεχιακού δυναμικού του Κόμματος. Αυτό προαπαιτεί τη βαθιά γνώση της επαναστατικής γραμματείας, του αστικού τρόπου ανάλυσης και των επεξεργασιών του οπορτουνισμού. Η βαθιά γνώση πέραν των άλλων αναπτύσσει την ικανότητα αναγνώρισης των σημείων που διαχωρίζουν την επαναστατική γραμμή από την οπορτουνιστική. Παράδειγμα: Ενα οπορτουνιστικό ρεύμα, που επιχειρεί να πλαγιοκοπήσει τις γραμμές μας, προσέφερε τη θεωρητική θεμελίωση σε έρευνα της ΓΣΕΕ για την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας (Γ. Οικονομάκης κ.ά., 2016). Σύμφωνα με αυτήν, η εργατική τάξη υπολογίζεται το 2006 στο 18,3% και το 2014 μόλις στο 14,85%. Μάλιστα, από την πετσοκομμένη εργατική τάξη αποκλείονται οι άνεργοι εργάτες. Αποκλείονται δηλαδή οι απελπισμένοι άνεργοι που βρίσκονται στην αγορά εργασίας αναζητώντας έναν κεφαλαιούχο προκειμένου να πουλήσουν το τομάρι τους για ένα κομμάτι ψωμί, με το παράλογο επιχείρημα ότι δεν παράγουν, ότι δεν εργάζονται... Από πότε όμως η αγορά εργασίας, που είναι τμήμα της σφαίρας κυκλοφορίας, δεν έχει θέση στον καπιταλισμό; Η στρουκτουραλιστική ανάλυση είναι αντίθετη με τη μαρξιστική - λενινιστική ανάλυση, αποκαθηλώνει την εργατική τάξη από επαναστατικό υποκείμενο, εξυπηρετεί τη βασική επιδίωξη της ΓΣΕΕ: Ταξική συνεργασία και πρόσδεση της εργατικής τάξης στη στρατηγική του κεφαλαίου. Πρέπει επομένως να γνωρίζουμε, να αναλύουμε, να ερμηνεύουμε.

Για την ταξική διάρθρωση:

1. Ο Μαρξ δεν πρόλαβε μεν να διαπραγματευτεί στο «Κεφάλαιο» το τμήμα για τις τάξεις (3ος τόμος, κεφ. 52), όμως σκιαγράφησε τα βασικά στοιχεία των τριών μεγάλων τάξεων της εποχής του: Τους εργάτες, τους κεφαλαιοκράτες, τους γαιοκτήμονες και τις «ενδιάμεσες και μεταβατικές βαθμίδες που συγκαλύπτουν τα ακριβή όρια ανάμεσα στις τάξεις». Κατά τον Μαρξ η διάρθρωση των τάξεων επηρεάζεται από την «...σταθερή τάση και τον νόμο του ΚΤΠ να μετατρέπουν την εργασία σε μισθωτή εργασία και τα μέσα παραγωγής σε κεφάλαιο». Ετσι, π.χ. μέσω της επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων στη γεωργία έχουμε την αντικατάσταση των γαιοκτημόνων από κεφαλαιοκράτες, ενώ μέσω της διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης έχουμε την προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων. Συνέπεια: Η διαρκής αύξηση του μεγέθους της εργατικής τάξης.

2. Η εργατική τάξη δεν είναι ενιαία. Για τον επιμερισμό της απαιτείται ο προσδιορισμός της έννοιας του εργάτη. Από τον ορισμό του Ενγκελς για την τάξη «των σύγχρονων μισθωτών που επειδή δεν κατέχουν μέσα παραγωγής είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν» και του Μαρξ, που τονίζει ότι «εννοούμε αποκλειστικά τον μισθωτό εργάτη που παράγει και αξιοποιεί κεφάλαιο και που πετιέται στο δρόμο μόλις γίνει περιττός για τις ανάγκες αξιοποίησης του "monsieur capital"...», προκύπτει ότι ο εργάτης είναι αναγκασμένος να παλινδρομεί ανάμεσα στον χώρο της αγοράς εργασίας, όταν είναι άνεργος, και στον χώρο της παραγωγικής διαδικασίας.

Θα περίμενε κανείς, με βάση αυτήν την ανάγκη του εργάτη, ο Μαρξ να επιμερίσει την εργατική τάξη σε εργαζόμενους εργάτες και άνεργους εργάτες. Ομως, προσθέτοντας και την παράμετρο της δυνατότητας αναπαραγωγής, εισάγει την έννοια του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού (ΒΕΣ), ενώνοντας σε μια κατηγορία τους εργάτες που είναι άνεργοι ή μισοαπασχολούνται. Ο κεφαλαιοκράτης για ένα τμήμα των εργαζόμενων εργατών ορίζει τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας έτσι που να τους απασχολεί λιγότερες ώρες από αυτές που αντιστοιχούν σε μια κανονική εργάσιμη μέρα. Αυτό έχει σαν συνέπεια την κατάργηση της σχέσης ανάμεσα στον αναγκαίο χρόνο και στην υπερεργασία, ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία, σχέση από την οποία προκύπτουν ο μισθός και η δυνατότητα αναπαραγωγής του εργάτη. Ετσι, το τμήμα των μερικά απασχολούμενων εργατών, παρότι εργάζονται, ο Μαρξ το κατατάσσει μαζί με τους ανέργους στον ΒΕΣ. Επομένως ο πρώτος βασικός διαχωρισμός της εργατικής τάξης είναι μεταξύ: α) του ενεργού τμήματος, στο οποίο υπάγονται οι εργαζόμενοι εργάτες που απασχολούνται πλήρως, δηλαδή οι εργάτες στους οποίους η διάρκεια του αναγκαίου χρόνου εργασίας επιτρέπει την αναπαραγωγή, και β) του εφεδρικού τμήματος, στο οποίο υπάγονται εργάτες όπου ο αναγκαίος χρόνος είτε είναι ανύπαρκτος (η περίπτωση των ανέργων) είτε ανεπαρκής (η περίπτωση των μερικά απασχολούμενων).

Η αναγκαιότητα του εφεδρικού τμήματος είναι προφανής: 1) Δίνει τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή και στα αποφασιστικά σημεία να ρίχνονται μάζες εφεδρικών εργατών. 2) Καθορίζει τις γενικές κινήσεις του μισθού, αποτελεί δηλαδή «το φόντο που πάνω του κινείται ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης της εργασίας». 3) Αυξάνει την ανασφάλεια των εργατών λόγω του φόβου της απόλυσης, εμπεδώνει το διευθυντικό δικαίωμα, επιβάλλει την πειθαρχία, εξαναγκάζει τους εργαζόμενους να κινητοποιούν περισσότερη εργασία. 4) Αποτελεί αντίρροπη δύναμη στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. 5) Λειτουργεί ως μηχανισμός αποκατάστασης της κερδοφορίας του κεφαλαίου στις κρίσεις υπερσυσσώρευσης.

3. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, με την εξειδικευμένη παρέμβαση του Λένιν που καταλήγει στον γνωστό ορισμό του - «Τάξεις είναι μεγάλες ομάδες ανθρώπων» κ.ο.κ. - προσδιορίζεται το μέγεθος της συνολικής εργατικής τάξης, αλλά και το μέγεθός της ανά τομέα, κλάδο, επάγγελμα και λοιπά ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Στις μέχρι σήμερα αποτυπώσεις του Κόμματος, δίπλα στην ορθή αποτύπωση του μεγέθους και των επιμέρους τμημάτων της εργατικής τάξης προστίθεντο, χωρίς άλλη επεξεργασία, οι άνεργοι. Πέραν του ότι οι άνεργοι, όπως καταγράφονται στον ΟΑΕΔ και στην ΕΛΣΤΑΤ, δεν ανήκουν όλοι στην εργατική τάξη, ο τρόπος αυτός είναι αποσπασματικός, καθώς δεν αιτιολογεί την παρουσία των ανέργων.

Η αποτύπωση της πλήρους εικόνας της εργατικής τάξης προϋποθέτει την έννοια του ΒΕΣ. Η έννοια αυτή θα «δέσει» την παρουσία των ανέργων στη διάρθρωση της εργατικής τάξης, θα αναδείξει τις αλληλεπιδράσεις των επιμέρους τμημάτων και ειδικά τις σχέσεις εφεδρικού και ενεργού τμήματος, ενώ παράλληλα θα δώσει τη δυνατότητα υπολογισμού του ποσοστού εφεδρείας αντί του - αστικής έμπνευσης - ποσοστού ανεργίας.

Οι λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη χρήση του όρου α) σχετίζονται με την αντικειμενική κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας, στην οποία η μερική απασχόληση αποκτά βαρύτητα ανάλογη αν όχι μεγαλύτερη της ανεργίας, και β) είναι ιδεολογικοί και πολιτικοί, καθώς από διάφορες τοποθετήσεις, που ενδημούν στα γυμνά υψίπεδα του οπορτουνισμού, αναπτύσσονται θεωρητικές κατασκευές, όπως στην περίπτωση της έρευνας της ΓΣΕΕ, που είτε αρνούνται την ύπαρξη του εφεδρικού τμήματος είτε το πραγματεύονται ως ξεχωριστή τάξη. Τέτοιες απόψεις συγκλίνουν στην επίμονη προσπάθεια αποδόμησης της μαρξιστικής θεωρίας περί κοινωνικών τάξεων, αποκαθήλωσης της εργατικής τάξης ως κοινωνικού υποκειμένου, αμφισβήτησης της ύπαρξης νομοτελειών που επηρεάζουν την κοινωνική εξέλιξη.


Τάκης Σούλιος
ΚΟΒ Νεάπολης Εξαρχείων

Σκέψεις για την παρέμβασή μας στον Πολιτισμό

Με βάση το 2ο κείμενο της ΚΕ θεωρώ βοηθητικό να σκεφτούμε την παρέμβασή μας στον Πολιτισμό παίρνοντας υπόψη δύο πλευρές:

Από τη μία η πολιτική των κυβερνήσεων και της ΕΕ για τον Πολιτισμό στο διάστημα που εξετάζουμε από τη σκοπιά της οικονομίας, της διάρθρωσης του «κλάδου» (νομοσχέδια, εξελίξεις, στόχοι κ.ο.κ.) και από την άλλη το ιδεολογικό περιεχόμενο της πολιτιστικής παραγωγής και της τέχνης γενικά. Χρειάζεται να ανέβει η ικανότητα παρακολούθησης, να μην εκφράζεται μονομέρεια στην κατανόηση αυτών των πλευρών, που συνδέονται άμεσα. Αποτελούν βασικούς άξονες της καθοδηγητικής δουλειάς για τη διαμόρφωση σχεδίου πολιτικής παρέμβασης.

Α) Βρισκόμαστε στη φάση όπου πραγματοποιήθηκε μία προσωρινή συμβιβαστική λύση εντός της ΕΕ γύρω από το θέμα του δανεισμού των κρατών - μελών της. Ταυτόχρονα οξύνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, κρατών - μελών, στο εσωτερικό της ΕΕ στο έδαφος της νέας καπιταλιστικής - οικονομικής κρίσης. Η προσπάθεια ενοποίησης και ιδεολογικά - πολιτικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης προωθείται μέσω και του Πολιτισμού. Ο στόχος της ΕΕ για τη διαμόρφωση ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας - συνείδησης αξιοποιώντας την πολιτιστική κληρονομιά των λαών και των χώρων της, παίρνοντας υπόψη τα παραπάνω ενδέχεται να παίρνει όλο και πιο αντιφατικά χαρακτηριστικά. Αυτό το διάστημα, με τον περιορισμό της κινητικότητας εντός της ΕΕ, προβάλλεται ως μία λύση για να μείνουμε «ενωμένοι και κοντά» η πολιτιστική διασύνδεση των χωρών της.

Τα νομοσχέδια που πέρασαν τα τελευταία χρόνια και φέτος σε σχέση με τον Πολιτισμό αφορούν ταυτοχρόνως τόσο τους οικονομικούς μα και τους ιδεολογικούς στόχους που υπηρετούν. Η προσπάθεια εξέτασης όλων των αλλαγών που προγραμματίζονται όχι μόνο από τη σκοπιά τού τι θα σημάνουν για την εργασία των καλλιτεχνών μα και για την τέχνη συνολικά, μπορεί να συμβάλει σε μία πιο ενιαία συζήτηση εντός και εκτός της Οργάνωσης.

Η εφαρμογή του νομοσχεδίου για τα ΑΕΙ, στα τμήματα με καλλιτεχνικό αντικείμενο, εξειδικεύεται στο στόχο της εξωστρέφειας. Στην κριτική μας απέναντι στα νομοσχέδια δεν αρκεί μόνο η σωστή πλευρά της διασύνδεσής τους με επιχειρήσεις για μία σχολή όπως η Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Για παράδειγμα, οι επενδύσεις του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» στην ΑΣΚΤ με το καινούριο κτίριο της Βιβλιοθήκης κ.ά., δεν αφορά κυρίως το άμεσα οικονομικό κέρδος. Μία πλευρά που εντάξαμε στη συζήτηση αυτό το διάστημα και αξίζει να την αναπτύξουμε παραπάνω είναι τις καλλιτεχνικές - αισθητικές υποχωρήσεις που θα αναγκαστεί να κάνει ο νέος καλλιτέχνης. Με την υπαρκτή πείρα φωτίσαμε πως όλες οι υποτροφίες και χρηματοδοτήσεις που δίνονται εντός της ΑΣΚΤ συμπεριλαμβάνουν κριτήρια αλλά και κατευθύνσεις που αντικειμενικά καλουπώνουν το έργο και τη διάθεση για δημιουργία.

Β) Ο Πολιτισμός προωθώντας τις ιδέες και τις αξίες της αστικής τάξης δεν προβάλλει ευθέως ένα «ζήτω ο καπιταλισμός», διαμορφώνει όμως το κοινωνικό αίσθημα και τις αντιλήψεις γύρω από αυτό το ζήτημα με κάθε αφορμή. Η ανάδειξη τέτοιων ζητημάτων μπορεί να συμβάλει στο να μην εγκλωβίζεται ο κόσμος σε αστικά δίπολα και επιδιώξεις.

Για παράδειγμα φέτος η δραστηριότητα του Αρχαιολογικού Μουσείου εστίαζε με έμμεσο τρόπο στον ανταγωνισμό ΗΠΑ - Κίνας και την αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας στους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς. Στις εκθέσεις που παρουσίασε προβλήθηκε, μέσα από αναφορές στην αρχαία Ελλάδα, το δίπολο «Δύση - Ανατολή» ως αντίθεση πολιτισμού και βαρβαρότητας.

Σε παρόμοια κατεύθυνση δημιουργείται μία κάλπικη αντιπαράθεση μεταξύ του «κοσμοπολίτικου στοιχείου» ιδρυμάτων όπως της Στέγης, που προβάλλονται ως «σύγχρονα και ευρωπαϊκά» σε αντίθεση με π.χ. το Εθνικό Θέατρο που λέγεται ότι κάνουν «χαμηλής ποιότητας παραγωγές καθώς μιμείται το ελληνικό - εμπορικό θέατρο». Επιδίωξη είναι καλλιτέχνες και κοινό να εγκλωβίζονται στο δίπολο «εθνικισμός - κοσμοπολιτισμός», να εμπεδώνεται στη συνείδηση ότι είμαστε «ένα με την Αμερική, ένα με την Ευρώπη».

Επικίνδυνο είδος παρέμβασης μέσα από τον Πολιτισμό είναι αυτό της τέχνης της «διαμαρτυρίας» και του «κοινωνικού προβληματισμού». Για παράδειγμα η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών προωθεί την πολιτικοποίηση της τέχνης, στοχεύοντας όμως το περιεχόμενο αυτής της πολιτικοποίησης να οδηγεί στην ενσωμάτωση, να είναι ένα ανώδυνο - για το σύστημα - κάλεσμα για «ακτιβιστικές δράσεις», για «ατομική αντίδραση».

Γ) Να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στο ζήτημα διαμόρφωσης στάσης μα και ηθικής μέσα από τον Πολιτισμό για την πραγματικότητα.

Μέσα από τάχα φεμινιστικά αιτήματα, για κάποια ισότητα και δημοκρατία, για κάποια διαφορετικότητα, για κάποιο σεβασμό, διαμορφώνεται η στάση που εν τέλει καταλήγει στο ότι όλοι είμαστε εχθροί, όλοι είμαστε μονάδες στην κοινωνία των πολιτών, να είμαστε απομονωμένοι για να είμαστε ασφαλείς. Οι διαπροσωπικές σχέσεις στην αστική κοινωνία μπαίνουν στο μικροσκόπιο, μα για να γίνουν ακόμα χειρότερες όπως και η κοινωνική συμπεριφορά γενικά. Γίνεται προσπάθεια κατοχύρωσης μίας νέας κουλτούρας με το πρόσημο του προοδευτισμού, που έχει ως επίκεντρο το άτομο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει αυτό. Πλασάρουν ακόμα και θρησκευτικά, καταπιεστικά δόγματα ως στοιχείο απελευθέρωσης. Για παράδειγμα, φεμινιστικές αντιλήψεις που λένε πως το να φοράς μπούργκα - αν είναι επιλογή σου - είναι απελευθερωτικό, ειδικά αν το κάνεις στον δυτικό κόσμο ως «statement» της διαφορετικότητας. Τέτοιες πλευρές που προβάλλονται ήδη από καιρό στην Αμερική και σε άλλα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη φέρουν σημαντικές αλλαγές και επιδρούν στον τρόπο κοινωνικοποίησης και πολιτικοποίησης της νεολαίας.

Δ) Ο ιδεολογικός χαρακτήρας όλων των παραπάνω όταν εμπεδώνεται μέσω της πράξης και της δράσης είναι ιδιαίτερα αρνητικό στοιχείο. Η αστική τάξη, τα κόμματα του κεφαλαίου στοχεύουν για το μαζικό κίνημα την πλήρη ενσωμάτωσή του και στο περιεχόμενο της δράσης του και στον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης. Στηρίζεται η δημιουργία «νέων μορφών οργάνωσης» του κινήματος ή γενικά «νέων κοινωνικών κινημάτων». Υπάρχουν διάφορα παραδείγματα από την πρόσφατη πείρα των καλλιτεχνών από τη συντονισμένη παρέμβαση για αλλαγή του συσχετισμού σε σωματεία με νέες μεθόδους, τη δημιουργία του «Support Art Workers», την προώθηση του #metoo. Φαίνεται πως το επόμενο διάστημα θα αντιπαλεύουμε μαζί με την αδράνεια και την έλλειψη συμμετοχής που υπάρχει γενικά στο κίνημα και την κινητοποίηση και συσπείρωση με σάπιο περιεχόμενο και σε αντιδραστικές μορφές.

Οι επιδιώξεις της αστικής τάξης, η πολιτική της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ αυτό το διάστημα στον Πολιτισμό, όπως προωθούνται και από τους εκφραστές τους στο κίνημα, απαιτεί σοβαρή ιδεολογική - πολιτική απάντηση, όχι μία γενική καταγγελία. Πολλοί καταγγέλλουν έναν πόλεμο διαλέγοντας όμως καπιταλιστικό στρατόπεδο, την κυβέρνηση αναμένοντας την εναλλαγή της, καλλιεργώντας προσδοκίες για μία καλύτερη διαχείριση. Ακόμη μπορούν και να διαπιστώσουν την οικονομική κρίση, την αδικία αυτού του συστήματος, συσκοτίζοντας όμως την πραγματική αίτια που τις γεννά. Η διαπάλη για όλα τα παραπάνω ζητήματα με βάση τη στρατηγική μας είναι αυτό που ξεχωρίζει τον κομμουνιστή, αναδεικνύει την ανάγκη πρώτα απ' όλα ύπαρξης αλλά και ισχυροποίησης του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό αποτελεί το πραγματικά απαιτητικό στοιχείο για τη δουλειά μας, την αντιπαράθεσή μας.


Μυρτώ Πετάση
Μέλος του Συμβουλίου Περιοχής Αττικής και Γραμματέας του Τομεακού Συμβουλίου Καλλιτεχνών Αττικής της ΚΝΕ

Σχετικά με τη θέση του Κόμματος για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο

Στο κεφάλαιο Β του 2ου κειμένου των Θέσεων της ΚΕ γίνεται ανάλυση του διεθνούς πολιτικο-στρατιωτικού πλαισίου στη βάση των ανταγωνισμών μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών και συμμαχιών αλλά και μέσα στα πλαίσιά τους.

Εκτός από τους «τοπικούς» πολέμους - που είναι ήδη εδώ - μεγαλώνει ο κίνδυνος ενός ευρύτερου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Η εκτίμηση αυτή δεν είναι καινούργια για το ΚΚΕ και οι εξελίξεις του τελευταίου τετράχρονου (όπως αποτυπώνονται και στο κείμενο των Θέσεων) την επιβεβαιώνουν.

Η θέση του Κόμματος στο ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου αλλά και των σημερινών οξυμένων ανταγωνισμών είναι κρυστάλλινη. Αφορμάται από τις βασικές αρχές της στρατηγικής μας. Χρειάζεται να σκαλίσουμε το πώς δουλεύουμε αυτή τη θέση, παίρνοντας υπόψη πώς αντιλαμβάνεται αυτά τα ζητήματα ο λαός, ποια αντιπαράθεση πρέπει να ανοίξουμε με τα άλλα κόμματα. Κάποιες πλευρές:

Εχει σημασία να δούμε πώς σκέφτεται η νεολαία το ενδεχόμενο ενός ευρύτερου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Εμφανίζεται μια αντίφαση, η οποία όμως εξηγείται: Από τη μία εφησυχασμός, από την άλλη αγωνία για το πού πάνε τα πράματα.

Πώς εκφράζεται ο εφησυχασμός; Με απόψεις όπως «περάσαμε την εποχή των μεγάλων πολέμων», «στο τέλος μιλάει η διπλωματία», «η επιθετικότητα μιας χώρας (σ.σ. π.χ. της Τουρκίας) οξύνεται απλώς για επίδειξη δύναμης». Ο εφησυχασμός αυτός αιτιολογείται. Καταρχάς, είναι βασική κυβερνητική γραμμή (ανεξαρτήτως κυβέρνησης). Κατά δεύτερον, η νεολαία σήμερα έχει μια μεγάλη απόσταση από ζωντανές εμπειρίες πολέμου και ζει σε μια μακρόχρονη περίοδο ιμπεριαλιστικής ειρήνης στην Ελλάδα, όσον αφορά τη συμμετοχή του ελληνικού στρατού στο σύνολό του σε πολεμικές επιχειρήσεις. Τη μεγαλύτερη της Ιστορίας της ως καπιταλιστικό κράτος. Είναι λογικό λοιπόν, το ενδεχόμενο συμμετοχής της Ελλάδας σε πόλεμο να φαίνεται μακρινό.

Ταυτόχρονα, όμως, εκφράζεται μεγάλη αγωνία για τις εξελίξεις. Οι ίδιοι άνθρωποι που «αρνούνται» το ενδεχόμενο πολέμου, όσο ανοίγουμε και εμείς αυτά τα ζητήματα, ρωτάνε με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον «τι λέτε εσείς για τα γεγονότα με την Τουρκία;», «πιστεύετε ότι μπορεί να πάμε σε πόλεμο;». Ιδιαίτερα στους νέους που υπηρετούν τώρα ή υπηρέτησαν τα τελευταία χρόνια τη θητεία τους, η αγωνία είναι ακόμα μεγαλύτερη και τα ερωτήματα πιο απτά. Στο τέλος της κουβέντας, βέβαια, πολλές φορές καταλήγουν «τζάμπα αγχωνόμαστε, στο τέλος πάλι κάπως θα τα βρουν».

Πώς, λοιπόν, παρά τον καλλιεργούμενο εφησυχασμό, αγωνιούν έτσι; Μα είναι η ίδια η πραγματικότητα που αντικειμενικά επιδρά στη συνείδησή τους. Οι κίνδυνοι είναι εδώ, όσο και να τους κρύβουν. Οσο και να τους πείθουν τα αστικά επιτελεία ότι «δουλεύουν για την ειρήνη», το σαράκι της αγωνίας για το πού πάνε τα πράματα δεν μπορούν να το βγάλουν.

Πού πρέπει να ρίξουμε εμείς το βάρος; Είναι απαραίτητη η αποκάλυψη των αιτιών που γεννούν ανταγωνισμούς και πολέμους, με στέρεα και συγκεκριμένα επιχειρήματα. Δεν αρκεί όμως. Πρέπει να αξιοποιηθεί στην κατεύθυνση ανάδειξης της στάσης που πρέπει να κρατήσει ο νέος, συνολικά ο λαός, σήμερα αλλά και σε ένα ενδεχόμενο όξυνσης της κατάστασης. Είναι, τις περισσότερες φορές, εύκολο να πείσεις τον νέο ότι οι πόλεμοι γίνονται για τα οικονομικά συμφέροντα και όχι για θρησκευτικούς ή άλλους λόγους. Το δύσκολο είναι να δείξεις, από τη μία, τη σύνδεση όλων αυτών των συμφερόντων, το μπλεγμένο κουβάρι που λέμε. Οτι τα οικονομικά συμφέροντα της Τουρκίας, για παράδειγμα, δεν είναι «απομονωμένα» από τον υπόλοιπο κόσμο. Από την άλλη, και εδώ είναι ο πυρήνας, να δείξεις τη διέξοδο από τους ανταγωνισμούς και τους πολέμους και πώς αυτή εξαρτάται από τη θέση που θα πάρει ο λαός την κρίσιμη στιγμή.

Εδώ μπαίνει ένα καίριο ζήτημα. Πώς θα καταφέρεις να είσαι εύστοχος στο τι αναδεικνύεις, πώς θα κλιμακώσεις τα συνθήματά σου. Πώς θα σκέφτεσαι δηλαδή σαν οργανωτής της επαναστατικής πάλης και όχι σαν κάποιος που έχει «επαναστατικές» ιδέες μόνο. Και βάζω εισαγωγικά γιατί καμία ιδέα δεν είναι πραγματικά επαναστατική αν δεν συμβάλει στην ανάπτυξη της επαναστατικής δράσης. Ενα παράδειγμα: Λέει ένα κομμάτι του οπορτουνιστικού χώρου «δεν πολεμάμε για τα πετρέλαια του Ελληνα ή του Τούρκου καπιταλιστή». Φαινομενικά, είναι μια σωστή άποψη. Αφήνω στην άκρη τα πολλά ακόμα που λένε και είναι απολύτως στοιχισμένα με τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών. Τίθενται τα εξής ερωτήματα: Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας πρέπει να ενδιαφέρουν ή όχι τους κομμουνιστές; Ο σοσιαλισμός θα οικοδομηθεί σε κάποιον άλλον πλανήτη; Μήπως η προφανής απάντηση στα παραπάνω σημαίνει ότι «το ΚΚΕ θέλει να ανήκουν τα πετρέλαια του Αιγαίου στον Ελληνα καπιταλιστή για να του τα πάρουμε πιο εύκολα»; Οχι. Σημαίνει ότι εκεί που τα βουβάλια τσακώνονται για το ποιος θα βάλει χέρι στην πίτα (ή τα «βρίσκουν» με τη συνδιαχείριση), εμείς δεν θα μείνουμε απαθείς, αλλά θα πορευτούμε στην κατεύθυνση να τα κάνει δικά της η εργατική τάξη.

Τι καλούν αυτοί οι οπορτουνιστές τον λαό να κάνει σε ένα ενδεχόμενο στρατιωτικής επίθεσης προς την Ελλάδα; Να κάτσει σπίτι του και να περιμένει να του το πάρουν. Θα κάτσει; Οχι, θα πάει να το υπερασπιστεί. Αν εκείνη την ώρα ένα κόμμα μείνει μακριά από την εργατική τάξη, θα αφήσει στο έλεος των καπιταλιστών τα σπίτια, τα εργοστάσια, τις υποδομές της χώρας. Πρώτα απ' όλα, χάνοντας κάθε κύρος και έρεισμα στο λαό, θα αφήσει στο έλεος των καπιταλιστών την ίδια την εργατική τάξη, την επαναστατική τάξη. Ενα τέτοιο κόμμα δεν μπορεί να λέγεται επαναστατικό. Ιδια κατάληξη θα έχει και ένα κόμμα το οποίο στο όνομα του «εθνικοαπελευθερωτικού» αγώνα θα παραδώσει τα πάντα στους αστούς, όπως μας καλούν να κάνουμε διάφοροι ανανήψαντες διαδικτυακών οργανώσεων. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να διαστρεβλώνουν την ηρωική Ιστορία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ (με όλες τις αδυναμίες και τα λάθη της στρατηγικής του Κόμματος), παρουσιαζόμενοι ως δήθεν υπερασπιστές της. Η Ιστορία έχει πολλά παραδείγματα να μας διδάξει και για τον πασιφισμό και για τον σοσιαλσοβινισμό. Εχει να μας διδάξει και για το πόσο άτοπη είναι η αντίληψη περί ενός κινήματος που θα «αποτρέψει τον πόλεμο». Αντίληψη η οποία στην ουσία καθαγιάζει την αιτία που γεννάει τον πόλεμο, τις ανειρήνευτες αντιθέσεις του καπιταλισμού.

Το ΚΚΕ θα συνεχίσει να είναι επαναστατικό, βάζοντας τα δικά του συνθήματα για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας «από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, ως αναπόσπαστο στοιχείο της πάλης για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου».


Νίκος Αξυπολιτίδης
Μέλος του Συμβουλίου Περιοχής Αττικής της ΚΝΕ

Οι Θέσεις του Συνεδρίου για ανθρώπους με προβλήματα όρασης

Οι Θέσεις της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ διατίθενται μέσω της ιστοσελίδας του «Ριζοσπάστη» σε ηχητική μορφή, για άτομα με προβλήματα όρασης, στα παρακάτω links:

-- 1ο κείμενο:https://www.rizospastis.gr/ext.do?res=/audio/21congress/1o_keimeno.mp3

-- 2ο κείμενο:https://www.rizospastis.gr/ext.do?res=/audio/21congress/2o_keimeno.mp3

-- 3ο κείμενο:https://www.rizospastis.gr/ext.do?res=/audio/21congress/3o_keimeno.mp3

Επίσης διατίθενται σε cd, κατόπιν επικοινωνίας στο τηλ. 6972510719.

Για την αποστολή κειμένων στον Προσυνεδριακό Διάλογο

Υπενθυμίζουμε ότι κείμενα για δημοσίευση στον Προσυνεδριακό Διάλογο για το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ μπορούν να στέλνονται:

α) Ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: dialogos21@kke.gr, με ένδειξη «Για την Επιτροπή Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου».

β) Ταχυδρομικώς στη διεύθυνση: Κεντρική Επιτροπή ΚΚΕ, Λεωφόρος Ηρακλείου 145, Τ.Κ. 14231 με την ένδειξη: «Για την Επιτροπή Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου».

γ) Μέσω των Κομματικών Οργανώσεων του ΚΚΕ.

Στις περιπτώσεις αποστολής ταχυδρομικώς ή μέσω Οργανώσεων, η Επιτροπή Προσυνεδριακού Διαλόγου παρακαλεί τους συμμετέχοντες στον Διάλογο, όσους έχουν τη δυνατότητα, να διευκολύνουν τη δουλειά της στέλνοντας το κείμενο και σε ηλεκτρονική μορφή.

Οι συμμετέχοντες στον Διάλογο μπορούν να απευθύνονται στην Επιτροπή Δημόσιου Διαλόγου στο τηλέφωνο επικοινωνίας: Ιωάννα Καψάσκη 210-2592.813.

Διαβάστε αναλυτικά στην ανακοίνωση της Επιτροπής Προσυνεδριακού Διαλόγου τις προϋποθέσεις συμμετοχής στον διάλογο εδώ: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11116573



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ