Θα μιλήσει ο Νίκος Αμπατιέλος, Γραμματέας του ΚΣ
Η Τομεακή Επιτροπή Πανεπιστημίων Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ και η Περιφερειακή Οργάνωση Σπουδάζουσας Θεσσαλονίκης της ΚΝΕ διοργανώνουν εκδήλωση με τίτλο «Ως εδώ! Σπάμε το φόβο. Παίρνουμε τη ζωή στα χέρια μας!», το Σάββατο 27 Μάρτη στις 12 μ. στον προαύλιο χώρο της Πρυτανείας του ΑΠΘ.
Στην εκδήλωση θα μιλήσει ο Νίκος Αμπατιέλος, Γραμματέας του ΚΣ της ΚΝΕ, ενώ χαιρετισμό θα απευθύνουν ο Δημήτρης Ραπτάκης, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ, και ο Ηλίας Κονδύλης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιατρικής του ΑΠΘ.
Σε νέο συλλαλητήριο προχωρούν την Παρασκευή οι φοιτητικοί σύλλογοι της Θεσσαλονίκης, στη 1 μ.μ. στο Αγαλμα Βενιζέλου, ενώ το απόγευμα της ίδιας μέρας προγραμματίζουν εκδήλωση μαζί με τους καθηγητές τους στην Πρυτανεία του ΑΠΘ, με τίτλο «1 χρόνος τηλεκπαίδευσης - 1 χρόνος διά ζώσης καταστολής»,
Την παραπάνω απόφαση οι φοιτητικοί σύλλογοι έλαβαν την προηγούμενη βδομάδα σε σύσκεψη συντονισμού που πραγματοποιήθηκε, για τη συνέχεια του αγώνα ενάντια στην εφαρμογή του απαράδεκτου νόμου Κεραμέως - Χρυσοχοΐδη αλλά και για το άνοιγμα των πανεπιστημίων με όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας. Μέχρι στιγμής, αποφάσεις συμμετοχής στη κινητοποίηση έχουν λάβει οι Φοιτητικοί Σύλλογοι Ιατρικής, ΤΕΦΑΑ, Φιλολογικού, Ιστορικού - Αρχαιολογικού, Παιδαγωγικού, Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, Αγγλικού, Νομικής, Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής, Πληροφορικής, Πολιτικών Μηχανικών, Κτηνιατρικής και Φαρμακευτικής του ΑΠΘ, όπως και ο Σύλλογος Οικοτρόφων Φοιτητών Εστιών Θεσσαλονίκης.
Με τον όρο STEM, που είναι ακρωνύμιο των όρων Science (Θετικές Επιστήμες), Technology (Τεχνολογία), Engineering (Μηχανική) και Mathematics (Μαθηματικά), περιγράφεται διεθνώς μία μέθοδος που ενοποιεί τα παραπάνω πεδία και έχει στο επίκεντρο τα ομαδικά πρότζεκτ από τους μαθητές. Ξεφεύγοντας από τις «παραδοσιακές» μεθόδους του σχολείου, η εισαγωγή των STEM αποτελεί μία τομή στο περιεχόμενο του ανιαρού για τους μαθητές σχολικού προγράμματος και περιλαμβάνει στοιχεία της αναγκαίας σύνδεσης επιστημονικής θεωρίας και πράξης, σύνδεση των διαφορετικών αντικειμένων στην πρακτική τους εφαρμογή.
Από εκεί και πέρα διαχωρίζονται οι δρόμοι της αστικής παιδαγωγικής και της αντίληψης για το σχολείο των πραγματικών σύγχρονων αναγκών.
Καταρχάς ξεκαθαρίζει από πού πηγάζει το ενδιαφέρον του, σημειώνοντας εισαγωγικά πως «ο ΣΕΒ συστηματικά τονίζει την ανάγκη προώθησης ενός σύγχρονου μοντέλου εκπαίδευσης και κατάρτισης, εναρμονισμένο με τις ανάγκες που δημιουργεί ο διεθνής ανταγωνισμός, η μετάβαση στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία και η μετατόπιση του καταμερισμού εργασίας μεταξύ ανθρώπων και μηχανών με την κατάργηση 85 εκατ. θέσεων εργασίας και τη δημιουργία 97 εκατ. νέων μέχρι το 2025».
Παρατίθενται παράλληλα στοιχεία συμμετοχής στα STEM από τις χώρες που πρωτοστατούν στον διεθνή ανταγωνισμό στον οποίο αναφέρεται, από τις ΗΠΑ, από χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας (Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία), χώρες της ΕΕ.
Σε ό,τι αφορά τους όρους εφαρμογής τους, σε μια φάση μάλιστα έντονου προβληματισμού και διεθνώς για την ανάγκη να μην αντικατασταθούν τα διακριτά επιστημονικά αντικείμενα στο όνομα της προώθησης των STEM, ο ΣΕΒ καθόλου τυχαία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις δεξιότητες που αναπτύσσουν οι μαθητές γύρω από την εφαρμογή τους. Παράλληλα, στην έκθεση καταγράφονται με θετικό πρόσημο πρωτοβουλίες επιχειρήσεων για την προώθηση της εκπαίδευσης STEM σε όλες τις βαθμίδες, ωστόσο χαρακτηρίζονται «μεμονωμένες και αποσπασματικές».
Η έκθεση καταλήγει σε μια σειρά προτάσεων που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη θεσμική κατοχύρωση της ουσιαστικής αυτονομίας του σχολείου, αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών με βάση το βαθμό προώθησης των STEM ή/και της συνεργασίας τους με το εξωσχολικό περιβάλλον, δικτύωση επιχειρήσεων για την ανάληψη κοινών δράσεων προώθησης των STEM στα σχολεία κ.ά.
Παράλληλα, στο σχολείο που έχει στο επίκεντρο τις δεξιότητες, άλλα αντικείμενα, όπως η καλλιτεχνική παιδεία, οι κοινωνικές επιστήμες κ.λπ., υποβαθμίζονται και εξοβελίζονται, όπως βλέπουμε και στην πράξη, στο όνομα του να παραμείνουν τα «χρήσιμα» για την ανταγωνιστικότητα.
Μόνιμο «τυράκι» είναι η καταπολέμηση της ανεργίας, που όντως αποτελεί μόνιμη αγωνία για παιδιά και γονείς. Σίγουρα, όμως, όπως δείχνει και όλη η έως τώρα πείρα, το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να λυθεί από τους καπιταλιστές και το κράτος τους, που προσπαθούν να «προσαρμόσουν» την ύλη και τις μεθόδους του σχολείου στις εφήμερες «ανάγκες» της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αλλωστε, και στην έκθεσή τους κάθε άλλο παρά «εργασιακός παράδεισος» ούτε καν σίγουρη απασχόληση (η έκθεση κάνει λόγο για μικρότερη ανεργία από τη συνολική) στοιχειοθετείται για τους αποφοίτους STEM. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, εφόσον η ανεργία είναι σύμφυτη του καπιταλιστικού συστήματος, του ανταγωνισμού και της αναρχίας της παραγωγής που βρίσκονται στο DNA του;
Πράγματι, η αναμόρφωση του περιεχομένου του σχολείου είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία, με δεδομένη και την αρνητική εμπειρία από την υποκατάσταση γνώσεων με δεξιότητες (π.χ. συνταγές μαγειρικής αντί για λογοτεχνικά κείμενα) που έχει αφήσει ήδη το αποτύπωμά της, αλλά και τις μεγάλες εξελίξεις στην επιστήμη που πρέπει να αποτελούν εφόδιο για τους μαθητές για να καταλάβουν τον κόσμο. Και σε αυτό το πλαίσιο η εισαγωγή των νέων μεθόδων, των ομαδικών εργασιών, με τους κατάλληλους όρους μπορεί να συμβάλει και να αποτελέσει εργαλείο. Το ζήτημα όμως είναι «σε ποιο σχολείο» και σε «ποια κοινωνία».
Τη σφραγίδα στις αλλαγές που είναι αναγκαίο να γίνουν στην Εκπαίδευση μπορεί και πρέπει να τη βάλει ο λαός. Η μόρφωση και το μέλλον των παιδιών του πρέπει να γίνει δική του υπόθεση: Ο αγώνας για την πραγματική αναβάθμιση του σχολείου περιλαμβάνει και τον πραγματικό εκσυγχρονισμό του περιεχομένου του, με ενσωμάτωση νέων μεθόδων, με τρόπο καθολικό, ενιαίο, παιδαγωγικά ορθό και με ευθύνη του κράτους, χωρίς την εμπλοκή των επιχειρήσεων. Αυτό προϋποθέτει τη διεκδίκηση των αναγκών του σημερινού σχολείου σε υποδομές (εδώ να θυμίσουμε ότι μόλις το 5% των Δημοτικών και το 26% των Γυμνασίων - Λυκείων διαθέτει εργαστήρια φυσικών επιστημών), τον προσανατολισμό σε μια Εκπαίδευση που δεν θα καθορίζεται από τις εκάστοτε ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, με οδηγό τις ανάγκες μιας κοινωνίας που δεν θα καθορίζεται από τα «θέλω» μιας χούφτας επιχειρήσεων, αλλά από τις ανάγκες και την πρόοδο του λαού και της νεολαίας.
Κρίσιμη υπόθεση ειδικά για τα παιδιά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού
INTIME NEWS |
Υπάρχει, πρώτον, το δεδομένο ότι πέρυσι χάθηκε σχεδόν το ένα τρίτο της σχολικής χρονιάς και δεν αναπληρώθηκε ουσιαστικά ποτέ. Οι οδηγίες που έδωσε το υπουργείο Παιδείας να γίνουν επαναλήψεις για δυο βδομάδες τον Σεπτέμβρη, εκτός του ότι από μόνες τους δεν ήταν αρκετές, σκόνταψαν και στην ανυπαρξία μέτρων προστασίας και θωράκισης των σχολείων, που είχε ως αποτέλεσμα τα σχολεία να ανοιγοκλείνουν, λόγω κρουσμάτων, πριν το οριστικό κλείσιμό τους με το lockdown.
Ετσι, όχι μόνο δεν αναπληρώθηκε η περσινή χαμένη ύλη, αλλά ήρθαν να προστεθούν και νέα κενά που αντικειμενικά δημιουργεί η διαδικασία της τηλεκπαίδευσης.
Και έχει αξία να θυμηθούμε ότι το υπουργείο Παιδείας (κι αυτό ισχύει για όλες τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις) έτσι και γίνουν έστω και δυο - τρεις μέρες κατάληψη σε ένα σχολείο βάζει τον Σύλλογο Διδασκόντων να συνεδριάσει για την αναπλήρωση της ύλης, κόβοντας περιπάτους, εκδρομές και αργίες, μόνο και μόνο για να τιμωρήσει τους μαθητές, ενώ τελικά σε κάθε άλλη περίπτωση σφυρίζει αδιάφορα για την αναπλήρωση της ύλης.
Το ίδιο και τώρα, δεν έχει κανένα σχέδιο για το πώς θα αναπληρωθούν τα μορφωτικά κενά που δημιουργεί η κατά κοινή ομολογία προβληματική τηλεκπαίδευση, που έχει κρατήσει ήδη πέντε μήνες και ακόμα δεν ξέρουμε πότε θα σταματήσει και θα γυρίσουν επιτέλους οι μαθητές στις αίθουσες. Το μόνο που έχει ανακοινώσει είναι η αυτονόητη μείωση της ύλης των πανελλαδικών εξετάσεων. Μέχρι εκεί! Κανένας άλλος σχεδιασμός, καμία αναπροσαρμογή, καμία οδηγία από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
Και αν όλα αυτά για τα παιδιά του Λυκείου γίνονται πιεστικά, ας σκεφτούμε πόσο πιο δύσκολα είναι τα πράγματα για τα παιδιά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο σχολείο σ' αυτές τις προβληματικές χρονιές, με ευθύνη πάντα της κυβέρνησης, που δεν πήρε μέτρα για ανοιχτά και ασφαλή σχολεία.
Την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα για την κάλυψη των μαθησιακών κενών μαθητών και μαθητριών αναδεικνύει και η καταγγελία των διευθυντών των σχολικών μονάδων της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης πως τα μηνύματα από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού ειδοποιούν ότι πολλοί μαθητές αντιμετωπίζουν διευρυμένες δυσκολίες στην κατάκτηση των βασικών δεξιοτήτων ανάγνωσης και γραφής! Οι διευθυντές εντοπίζουν σοβαρά μαθησιακά κενά σε όλους τους μαθητές, ωστόσο στις μικρότερες τάξεις, όπου η φυσική συμμετοχή στο μάθημα είναι σημαντικότερη, το πρόβλημα είναι εντονότερο, επισημαίνουν.
Η Πανελλήνια Επιστημονική Ενωση Διευθυντών/ντριών Σχολικών Μονάδων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης θεωρεί ότι η παράταση του διδακτικού έτους σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει απάντηση στο πρόβλημα και καλεί το υπουργείο Παιδείας να εκπονήσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με στόχο την αναπλήρωση των μαθησιακών κενών, ιδίως των πρώτων τάξεων.
Η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών παραδέχεται ότι μέσω της τηλεκπαίδευσης η ύλη ναι μεν προχωράει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί αυτό να γίνει με τους ρυθμούς που θα γινόταν μέσα στην τάξη, αν ήταν ανοιχτά τα σχολεία. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι η εξ αποστάσεως διαδικασία εντείνει περισσότερο και άλλες, προϋπάρχουσες διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, κάθε δάσκαλος στα χρόνια της δουλειάς του συναντά άλλοτε τάξεις που «τραβάνε», που το γενικό επίπεδο των μαθητών τού δίνει τη δυνατότητα να «τρέξει» την ύλη πιο γρήγορα, και άλλοτε τάξεις όπου οι μαθητές χρειάζονται μεγαλύτερη βοήθεια κι αντίστοιχα ο ίδιος πρέπει να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια για την αφομοίωση της ύλης από τους μαθητές του, άρα η κάλυψη της ύλης προχωράει πιο αργά. Γίνεται κατανοητό ότι με την τηλεκπαίδευση οι περιπτώσεις τέτοιων τάξεων μένουν ακόμα πιο πίσω στην κάλυψη της ύλης.
Ιδιαίτερα για τους μαθητές του Δημοτικού πρέπει να σημειώσουμε και τα εξής δεδομένα:
Ολα τα παραπάνω, λοιπόν, επιδρούν στην ταχύτητα κάλυψης της ύλης, στον βαθμό αφομοίωσής της από τους μαθητές. Και πρέπει να αναλογιστούμε ότι όταν μιλάμε για κάλυψη και αφομοίωση της ύλης για τα παιδιά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, αναφερόμαστε στη βάση πάνω στην οποία θα χτίσουν όλη τη μετέπειτα πορεία τους στα σχολικά τους χρόνια.
Εύλογα, ένας εκπαιδευτικός έγραψε σχετικά: «Προτιμώ οι μαθητές μου να μάθουν κάτι καλά, όσο γίνεται πιο σίγουρα, και μετά να προχωρήσω, καθώς θα δημιουργηθούν μεγάλα κενά στις γνώσεις τους, που θα τα συναντήσουν στο μέλλον και θα κάνουν τους μελλοντικούς τους δασκάλους να πελαγώσουν, μην ξέροντας από πού να αρχίσουν και πού να τελειώσουν»...
Οι εκπαιδευτικοί κάνουν τιτάνιες προσπάθειες, προσωπικές, οικονομικές, ψυχολογικές, οικογενειακές. Δεν αρκεί η αναγνώριση αυτών των προσπαθειών στα λόγια από το υπουργείο Παιδείας. Χρειάζεται σχέδιο και αναπροσαρμογή της ύλης, με γνώμονα τις ανάγκες των παιδιών σήμερα και το μέλλον τους.
Το Στέκι Πολιτισμού και Νεανικής Δημιουργίας της ΚΝΕ στην Αθήνα συνεχίζει τις διαδικτυακές εκδηλώσεις.
Το πρόγραμμα εκδηλώσεων του υπόλοιπου μήνα:
Παρασκευή 26 Μάρτη, στις 7.30 μ.μ.: «Βασανιζόμενο σώμα και εγκλεισμός: Η αναπαράσταση των ανθρώπινων μορφών στον "Λοιμό" του Α. Φραγκιά και το εικαστικό έργο των Χ. Καπράλου και Β. Κατράκη. Μία διακαλλιτεχνική προσέγγιση». Θα συζητηθεί ο τρόπος με τον οποίο έργα της μετεμφυλιακής περιόδου από διαφορετικές τέχνες επικοινωνούν μεταξύ τους, σε μορφή και περιεχόμενο. Η συνεξέταση εξυπηρετεί την καλύτερη κατανόηση της τέχνης της περιόδου. Θα μιλήσει ο Ντίνος Τζαβάρας, μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλολογίας, μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού του ΚΣ της ΚΝΕ.
Δευτέρα 29 Μάρτη, στις 7.30 μ.μ.: Εκδήλωση για τον «τρομονόμο» στην Τέχνη, με τίτλο «Καταστολή, φακέλωμα και λογοκρισία, αυτή είναι της ΕΕ η δημοκρατία». Θα μιλήσει η Κατερίνα Στύλου, μέλος του ΚΣ της ΚΝΕ και επικεφαλής της Επιτροπής Πολιτισμού του ΚΣ. Παρεμβάσεις θα πραγματοποιήσουν «Το Σφάλμα» και μέλη του συγκροτήματος «Κοινοί Θνητοί».
Για τα links των εκδηλώσεων μπορείτε να απευθύνεστε στο τηλέφωνο 210 8823674 ή στο e-mail steki@kne.gr.
Αντιδράσεις έχει προκαλέσει η δημοσιοποίηση τελικά από την κυβέρνηση της σύμβασής της με την εταιρεία «Cisco», το πρόγραμμα της οποίας (webex) χρησιμοποιείται για την τηλεκπαίδευση στα δημόσια σχολεία της χώρας.
Θυμίζουμε ότι η υπουργός Παιδείας είχε υποστηρίξει κατ' επανάληψη ότι το πρόγραμμα παρέχεται δωρεάν, ότι η σύμβαση δεν κοστίζει ούτε ένα ευρώ στο Ελληνικό Δδημόσιο, «ξέχασε» όμως να πει ότι αυτό το δωρεάν ισχύει μόνο για κάποιους μήνες, στην προκειμένη περίπτωση μόνο μέχρι το Γενάρη του 2021 κι όχι για όσο διάστημα υπάρχει ανάγκη χρήσης του. Κάτι σαν τα γνωστά διαφημιστικά κόλπα των εταιρειών «σου δίνω δυο μήνες δωρεάν τη χρήση μιας υπηρεσίας κι αν σου αρέσει κάνεις συμβόλαιο». Ετσι, για το επόμενο διάστημα που συνεχίζει η τηλεκπαίδευση (και δεν ξέρουμε για πόσο ακόμα θα συνεχίζει να υπάρχει η ανάγκη της, αφού η κυβέρνηση αρνείται να χρηματοδοτήσει μέτρα για ανοιχτά και ασφαλή σχολεία) το κόστος για τις άδειες των εκπαιδευτικών προκειμένου να συνεχίσει η χρήση του webex για ένα χρόνο αγγίζει τα 2.000.000 ευρώ. Σύμφωνα μάλιστα με το υπουργείο Παιδείας, το ποσό αυτό «εντάχθηκε στο πρόγραμμα ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ, συμβάσεις για το οποίο υπεγράφησαν από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λίγες ημέρες πριν τις εκλογές του 2019 (4 και 5 Ιουλίου 2019) και περιλαμβάνουν πληθώρα προϊόντων της εταιρείας CISCO».
Επιπλέον ερωτήματα προκαλεί και η δυνατότητα αξιοποίησης από την εταιρεία των ηλεκτρονικών μεταδεδομένων όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας της χώρας, παρά τις ρήτρες που διατείνεται το υπουργείο ότι προστατεύουν τα προσωπικά δεδομένα των ανήλικων μαθητών, που δεν καθησυχάζουν κανέναν. Μάλιστα, το υπουργείο επικαλείται σχετική απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για να υποστηρίξει ότι η τηλεκπαίδευση «δεν αντίκειται στη νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ωστόσο και αυτή ακόμα η Αρχή έχει εκφράσει επιφυλάξεις.
«Τα στοιχεία που έχουν βγει στη δημοσιότητα σχετικά με τη σύμβαση του ΥΠΑΙΘ και της εταιρείας "Cisco" για την τηλεκπαίδευση, έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτό που δυο χρόνια διεκδικούν γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικοί: Να παρθούν τώρα ουσιαστικά μέτρα για ανοιχτά και ασφαλή σχολεία», τονίζει σε σχετική ανακοίνωσή της η Ανώτατη Συνομοσπονδία Γονέων Μαθητών Ελλάδας και προσθέτει: «Τα 2 εκατ. ευρώ που δαπανά το ελληνικό κράτος σε ιδιωτική εταιρεία για την τηλεκπαίδευση θα μπορούσαν να δαπανηθούν για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων, για προσλήψεις εκπαιδευτικών, για ολόπλευρη υλικοτεχνική στήριξη των σχολείων. Σήμερα υπάρχουν υποδομές, τεχνογνωσία και επιστημονικό προσωπικό ώστε να διαμορφωθεί υποδομή για δημόσια πλατφόρμα τηλεκπαίδευσης που θα σχετίζεται με το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο».
Οι προτάσεις που κατατίθενται αυτό το διάστημα, στο πλαίσιο των στρατηγικών σχεδιασμών των ΑΕΙ, είναι αποκαλυπτικές για τις προθέσεις, που είναι διαχρονικές! Στόχος είναι η διαμόρφωση Τμημάτων ανταγωνιστικών, με μεγαλύτερη ικανότητα να προσελκύουν προγράμματα και χορηγούς, πιο συνδεδεμένα με την επιχειρηματικότητα στην περιοχή. Η διασπορά το προηγούμενο διάστημα και το συμμάζεμα σήμερα Τμημάτων σε διάφορες ελληνικές πόλεις, στην πράξη συνιστούν την ενιαία προσπάθεια των αστικών κυβερνήσεων διαχρονικά να συνδέσουν πιο επιτελικά την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής και οικονομίας. Ο «χάρτης» λοιπόν αυτός πάει αρκετά πίσω, είναι βασική θέση της λεγόμενης Συνθήκης της Μπολόνια μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ ήδη από το 1999 και δομείται στην αρχή της γεωγραφικής κατανομής Ιδρυμάτων και Τμημάτων με κριτήριο την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων κατά κλάδο και περιφέρεια.
Τα τελευταία ειδικά χρόνια η διαδικασία της γεωγραφικής αναδιάταξης των ΑΕΙ έχει επιταχυνθεί. Από το 2001, με τις περίφημες τότε «ανωτατοποιήσεις» των ΤΕΙ, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, με τις πιο πρόσφατες «πανεπιστημιοποιήσεις» του νόμου Γαβρόγλου (ΣΥΡΙΖΑ) και τις αλλαγές που μεθοδεύονται τώρα με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής του νόμου Κεραμέως έχουμε δει πανεπιστημιακά Τμήματα να κλείνουν, να συγχωνεύονται, να μεταφέρονται, να αλλάζουν τίτλο, να αλλάζουν δομή, περιεχόμενο και πρόγραμμα σπουδών. Η πρόσφατη δήλωση του υφυπουργού Παιδείας για επιστροφή των Τετραετών Τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών βάζει από την πίσω πόρτα ξανά στο προσκήνιο τα πρώην ΤΕΙ ως Ιδρύματα δεύτερης κατηγορίας. Στην ουσία, με τις «πανεπιστημιοποιήσεις» τα Ιδρύματα αυτά παρέμειναν μια βαθμίδα πιο χαμηλά, δεν ισοτιμήθηκαν στην πράξη ποτέ με τα πανεπιστήμια (άλλωστε, οι απόφοιτοί τους δεν γράφονται ούτε στις αντίστοιχες επαγγελματικές ενώσεις ούτε εντάσσονται στην κατηγορία ΠΕ στις προσλήψεις του Δημοσίου), ενώ σήμερα προετοιμάζεται ένα πισωγύρισμα και περαιτέρω υποβάθμισή τους με την ντε φάκτο αναγνώριση διακριτού τεχνολογικού Τομέα.
Οι αλλαγές που φέρνει ο νέος «χάρτης» δεν γίνονται με κίνητρο την απάντηση σε εξελίξεις στις επιστήμες. Αλλωστε, το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή η αντιστοίχιση των πανεπιστημιακών σπουδών με τις εξελίξεις σε κάθε επιστημονικό κλάδο, στο σύστημα αυτό στρεβλώνεται, φρενάρει, αντιστρέφεται, γιατί προτεραιότητα έχει η άμεση και μεγαλύτερη κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Πρακτικά, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι τα πανεπιστημιακά Τμήματα τελικά υποτάσσονται στους νόμους της αγοράς κατά προτεραιότητα και όχι στους νόμους της επιστήμης.
Ας δούμε, για παράδειγμα, τι γίνεται με τις αποκαλούμενες «ανθρωπιστικές σπουδές». Στην πλειοψηφία τους, πρόκειται για αντικείμενα που δεν συνδέονται με πλευρές της καινοτομίας, δηλαδή με την άμεση εφαρμογή της τεχνολογίας στην παραγωγή και οικονομία, την καπιταλιστική εν προκειμένω. Τα αντίστοιχα Τμήματα είναι συνήθως τα πιο ευάλωτα για το λόγο αυτό, είναι αυτά που πρώτα κινδυνεύουν να κλείσουν, να συγχωνευθούν, να αλλάξουν περιεχόμενο, με συνέπειες όμως στο σύνολο της επιστημονικής γνώσης, καθώς, λόγω της διεπιστημονικότητας, τροφοδοτούν άλλα επιστημονικά αντικείμενα, αποτελούν δομικό στοιχείο αυτού που θα αποκαλούσαμε επιστημονική γνώση και αλήθεια, γνώση του κόσμου και των νομοτελειών κίνησής του.
Εχουμε παρακολουθήσει όμως και μια άλλη πλευρά. Τα πανεπιστημιακά Ιδρύματα σταθερά τα τελευταία χρόνια αποψιλώνονται από το διδακτικό τους προσωπικό, από τους διοικητικούς και λοιπούς υπαλλήλους. «Ελαστικοποιούνται» οι σχέσεις εργασίας, διδάσκοντες συνταξιοδοτούνται και δεν προσλαμβάνονται νέοι. Ειδικά σε κάποια Τμήματα που δεν αποτελούν προτεραιότητα στην αγορά, το φαινόμενο αυτό είναι πολύ έντονο, με αποτέλεσμα να κόβονται μαθήματα, θεωρητικά και εργαστήρια, που δεν έχουν προσωπικό να τα διδάξουν. Αντίστοιχα η κατάσταση είναι τραγική και με τις υποδομές, ιδιαίτερα σε κάποια Τμήματα της περιφέρειας. Αξίζει εδώ να επαναφέρουμε το παράδειγμα της ΑΣΠΑΙΤΕ, που παραμένει σε ένα αδιαβάθμητο επίπεδο (δεν εντάχθηκε στις «πανεπιστημιοποιήσεις»), καθώς το κτιριακό της συγκρότημα και το οικόπεδό του στο Μαρούσι είναι φιλέτο για διάφορα συμφέροντα και πρέπει πρώτα να παιχτεί η ρουλέτα γι' αυτό και έπειτα να λυθούν ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο του Ιδρύματος..!
Και όλο αυτό επιδεινώνεται σήμερα με τη σύνδεση «αξιολόγησης» - χρηματοδότησης, με συνέπεια τα Τμήματα που είναι ήδη υποβαθμισμένα, χωρίς διδάσκοντες και αίθουσες, να οδηγούνται κυριολεκτικά σε κλείσιμο. Αυτή είναι επίσης μια διαδικασία που δεν αντανακλά βέβαια εξελίξεις σε επιστημονικά αντικείμενα και αντίστοιχη προσαρμογή Τμημάτων. Αυτό που αντανακλά είναι η πολιτική του σταδιακού μαρασμού, της μεγαλύτερης περικοπής σε δαπάνες, σε στελέχωση, των Τμημάτων εκείνων που δεν έχουν ζήτηση στην αγορά.
Κάθε αστική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια κυριολεκτικά πειραματίζεται με τον αποκαλούμενο «χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης» και πληρώνουν βέβαια αυτούς τους πειραματισμούς ειδικά οι φοιτητές, οι διδάσκοντες και εργαζόμενοι των «περιφερειακών» Ιδρυμάτων. Τα προβλήματά τους όμως είναι συσσωρευμένα και πάνε αρκετά πίσω. Πρόκειται για Ιδρύματα που λειτουργούν με τεράστιες ελλείψεις καταρχάς σε διδακτικό προσωπικό. Οι διδάσκοντες, λίγοι και κυρίως ωρομίσθιοι, είναι συνήθως «περιοδεύων θίασος», καθώς μένουν στα αστικά κέντρα αντικειμενικά και επισκέπτονται τα περιφερειακά Ιδρύματα μόνο τις μέρες και ώρες του μαθήματος. Αυτό δυσχεραίνει εκ των πραγμάτων τη διδασκαλία και έρευνα, την επαφή και ουσιαστική βοήθεια των φοιτητών, παρόλο που οι διδάσκοντες μπορεί να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Επιπλέον, είναι τα Ιδρύματα που έχουν τις σοβαρότερες ελλείψεις σε υποδομές και δομές φοιτητικής μέριμνας. Στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων στην Κοζάνη κάνουν μάθημα σε παλιό σούπερ μάρκετ, στο Αιγαίο τα περισσότερα Τμήματα κάνουν μάθημα σε ενοικιαζόμενα κτίρια, ακατάλληλα για διδασκαλία και εργαστηριακό εξοπλισμό. Οι φοιτητικές εστίες στην περιφέρεια ειδικότερα είναι ελλιπέστατες - όπου υπάρχουν - και ασυντήρητες. Οι εστιακοί φοιτητές πετιούνται κυριολεκτικά έξω το καλοκαίρι ή υποχρεώνονται να πληρώνουν νοίκια για τους θερινούς μήνες. Τα κτίρια έχουν κριθεί ακατάλληλα και αυτό το πρόβλημα, με τις αυξημένες υγειονομικές απαιτήσεις σήμερα, καθιστά τις περισσότερες από τις εστίες της περιφέρειας (και όχι μόνο) πραγματικά επικίνδυνες.
Βλέπουμε λοιπόν ότι τα προβλήματα των περιφερειακών Ιδρυμάτων δεν είναι σημερινά, δεν θα ξεκινήσουν σήμερα με την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λειτουργίας, η υποβάθμιση των σπουδών είναι δεδομένη. Οι επιδόσεις των περιφερειακών Ιδρυμάτων, όπως και των κεντρικών, μετριούνται από τις αστικές κυβερνήσεις με άλλους όρους, με τα κριτήρια της αγοράς. Με αυτά τα κριτήρια, υπάρχουν περιφερειακά Τμήματα που όντως έχουν καλές επιδόσεις, που είναι στενά συνδεδεμένα με τις μεγάλες επιχειρήσεις κάθε περιφέρειας, με αντάλλαγμα βέβαια να προσαρμόζονται συνεχώς στα δεδομένα και τα ζητούμενά τους. Υπάρχουν και άλλα που μέσα στον κυκεώνα των εξελίξεων, και έχοντας στο παρελθόν κινδυνέψει να κλείσουν, φιλοδοξούν να συμπλεύσουν με επιχειρήσεις πιο οργανικά, για να εξασφαλίσουν την ίδια τους την ύπαρξη, βιωσιμότητα και «ανθεκτικότητα».
Ετσι, για παράδειγμα, βλέπουμε στην Κοζάνη τα Τμήματα Μηχανικών να προσαρμόζονται στα επιχειρηματικά σχέδια απολιγνιτοποίησης της περιοχής, μέσα από την έρευνά τους, τα μεταπτυχιακά τους, το ίδιο το περιεχόμενο των σπουδών. Και οι περισσότεροι δεν αναρωτιούνται, βέβαια, είναι όντως επιστημονικά τεκμηριωμένη η απολιγνιτοποίηση; Μπορεί μια επιστημονική μελέτη, μια έρευνα να υποστηρίξει το αντίθετο; Αυτό το ερώτημα όμως θα σημάνει ταυτόχρονα την υποβάθμιση του Τμήματος στην προτίμηση των μεγάλων επιχειρήσεων που εμπλέκονται στα σχέδια απολιγνιτοποίησης, στα οποία παίζουν εκατομμύρια. Τέλος, θα συμπαρασύρει την αρνητική αξιολόγηση του Τμήματος, μετά την περικοπή της κρατικής χρηματοδότησης, η ιδιωτική χρηματοδότηση θα είναι ήδη μηδαμινή. Και να πώς η σύνδεση με την επιχειρηματικότητα είναι αυτή που τελικά κλείνει και όχι ανοίγει και εγγυάται την ύπαρξη ενός Τμήματος...
Οι εξελίξεις στον χώρο των ΑΕΙ δείχνουν ότι οι προτεραιότητες όλων των κυβερνήσεων δεν είναι οι ανάγκες των φοιτητών, ούτε η διάχυση της επιστημονικής γνώσης προς όφελος των λαϊκών προβλημάτων. Κι αυτό παρόλο που υπάρχουν και δυνατότητες και προϋποθέσεις. Υπάρχει και συσσωρευμένη επιστημονική γνώση και άξιο επιστημονικό δυναμικό που μπορεί να συμβάλει σε αυτήν την κατεύθυνση.
Για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας η πραγματική συζήτηση που πρέπει να ανοίξει, είναι για ένα σύγχρονο Πανεπιστήμιο, δημόσιο και δωρεάν για όλους, που θα στηρίζει τους νέους στην προσπάθειά τους να σπουδάσουν. Που θα παρέχει ενιαία επιστημονική μόρφωση και θα δίνει εφόδια στους νέους επιστήμονες να ασκήσουν το επάγγελμά τους συμβάλλοντας στην πρόοδο της κοινωνίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο όταν όλα σχεδιαστούν από τη σκοπιά της ικανοποίησης των σύγχρονων λαϊκών αναγκών και όχι με κριτήριο το αν κάθε Τμήμα, Ιδρυμα είναι ανταγωνιστικό με βάση τα κριτήρια της αγοράς.
Η σχέση μεταξύ των Ιδρυμάτων θα έπρεπε να χτίζεται στη βάση της συνεργασίας, της αμοιβαίας βοήθειας, προκειμένου να προχωράει η επιστήμη προς όφελος των αναγκών της κοινωνίας, να βελτιώνεται το επίπεδο σπουδών και όχι να κυριαρχεί φαγωμάρα για το ποιος θα πρωτοπάρει μερίδιο από την κουτσουρεμένη κρατική χρηματοδότηση, σε βάρος του άλλου.
Καλούμε τους φοιτητές, τους διδάσκοντες, τους εργαζόμενους των Ιδρυμάτων να μη συναινέσουν σε αλλαγές που θα βάλουν νέα εμπόδια και φραγμούς στις σπουδές τους. Οι φοιτητές δεν είναι πειραματόζωα ούτε πελάτες στα Ιδρύματα και στα τοπικά μαγαζιά. Είναι νέοι που θέλουν να σπουδάσουν ολοκληρωμένα την επιστήμη τους, να αποκτήσουν εφόδια και άμεση και πλήρη πρόσβαση στο αντίστοιχο επάγγελμα.
Δεν θα επιτρέψουμε να γίνουμε για άλλη μια φορά το όχημα για τους σχεδιασμούς των μεγάλων επιχειρήσεων.
Κανένα κλείσιμο, καμιά συγχώνευση χωρίς να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη ολοκλήρωση σπουδών των φοιτητών με όλους τους όρους, χωρίς να χρειαστεί να βάλουν ούτε ένα ευρώ από την τσέπη τους, με εξασφαλισμένη δωρεάν σίτιση και στέγαση για όλους, με εξασφαλισμένα επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα.
Απαιτούμε να ανοίξουν τώρα οι σχολές, με εξασφαλισμένους όλους τους αναγκαίους υγειονομικούς όρους, ώστε, μεταξύ άλλων, να συνεδριάσουν τα φοιτητικά όργανα και να μπορέσουν να πάρουν θέση απέναντι στη νέα επίθεση στα μορφωτικά τους δικαιώματα.
Το ερώτημα είναι: Ο ελεύθερος χρόνος είναι ευκαιριακό ζήτημα; Εχει να κάνει με μια συγκυρία, όπως τώρα το lockdown;
Αναμφίβολα η απάντηση είναι αρνητική. Ο ελεύθερος χρόνος είναι μια από τις ουσιώδεις ανάγκες του ανθρώπου. Επιτρέπει τη δραστήρια συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή, τη βελτίωση της μόρφωσης, την ανάπτυξη των ενδιαφερόντων. Ανάμεσα σ' αυτά σημαντική είναι η επαφή με την Τέχνη και τον Αθλητισμό. Η Τέχνη παίζει σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, ως ένα εξελιγμένο δημιούργημα του ανθρώπου που καλλιεργεί πολύπλευρα τον ψυχισμό του: Το συναίσθημα, τη φαντασία, τη νόηση και τη βούληση. Ο Αθλητισμός καλλιεργεί τη συλλογικότητα, την αγωνιστικότητα, την πειθαρχία σε κανόνες και κοινωνικές αξίες.
Στον καπιταλισμό, η αστική τάξη επενδύει στον ελεύθερο χρόνο, θέλει να τον εκμεταλλευτεί οικονομικά. Η πιο σημαντική επένδυση που κάνει, όμως, είναι στις ιδέες που περνάει μέσα από τα πολιτιστικά της προϊόντα. Φτιάχνει θεάματα για όλα τα γούστα, από τελείως ευτελή μέχρι πολύ καλαίσθητα, που είναι συχνά και πιο επικίνδυνα. Αλλοτε «κοιμίζει» με ψεύτικα όνειρα, άλλοτε σπρώχνει στη φυγή από την πραγματικότητα, άλλοτε φτιάχνει νέες τάσεις, δήθεν ριζοσπαστικές, και μέσα απ' όλα αυτά επιχειρεί να καλλιεργήσει τον ατομισμό. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να κρατάει την εργατική τάξη και τη νεολαία της μακριά από την κατανόηση της εκμεταλλευτικής πραγματικότητας και την επιθυμία για την αλλαγή της. Είτε να ενσωματώνει τη νεολαία στη δικιά της αντίληψη είτε να διοχετεύει τη δυσαρέσκεια, την όποια αμφισβήτηση για προβληματικές πλευρές της πραγματικότητας (ρατσισμός, μετανάστευση, προσφυγιά, καταπίεση της γυναίκας και άλλων ευάλωτων ατόμων κ.λπ.) σε ακίνδυνα κανάλια, μακριά από την πηγή τους, που βρίσκεται στις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής. Γι' αυτό παράλληλα με όλα αυτά δηλητηριάζει τη νεολαία με τον αντικομμουνισμό. Ιδιαίτερο ρόλο παίζουν σε αυτήν την κατεύθυνση το διαδίκτυο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ενισχυμένο μάλιστα στο διάστημα του lockdown.
Κάτω από αυτό το πρίσμα μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις συστάσεις των διαφόρων μέσων, που συγκλίνουν στο να μην ενημερωνόμαστε, να δουλεύουμε με «χαρά από το σπίτι», δίνοντας - υποτίθεται - νέο νόημα στα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε με την οικογένειά μας. Με άλλα λόγια, να είμαστε ευτυχισμένοι με τα πράγματα όπως έρθουν, χωρίς να κάνουμε επικίνδυνες ερωτήσεις, όπως «γιατί δεν μπορεί να ανταποκριθεί το σύστημα Υγείας;» ή «γιατί υπάρχουν τόσες κόντρες για τα εμβόλια;», και να το βαφτίζουμε αυτό το πράγμα και «ελευθερία»!
Από την άλλη μεριά, για την εργατική τάξη και τη νεολαία, μπαίνουν εμπόδια στην αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου τους. Ενα εμπόδιο είναι σίγουρα το οικονομικό, πολλές δραστηριότητες κοστίζουν. Το κύριο εμπόδιο, όμως, είναι το ιδεολογικό - μορφωτικό, ειδικά σε ό,τι αφορά τις πολιτιστικές επιλογές. Ενα καλό βιβλίο έχει απαίτηση από τον αναγνώστη, χρειάζεται να αφιερώσεις χρόνο, να γνωρίζεις κάποια στοιχεία για τον συγγραφέα και την εποχή του, δεν ξεπετιέται σαν να κάνεις scroll down στην οθόνη του κινητού. Το ίδιο απαιτεί το θέατρο ή άλλα είδη Τέχνης.
Τίνος είναι η επιλογή της «κατανάλωσης» ενός reality show ή του σκυλάδικου, αν όχι της κυρίαρχης κατεύθυνσης που θέλει τους νέους ανθρώπους να μαθαίνουν μόνο τόσα όσα είναι αναγκαία για να δουλεύουν αποδοτικά για τους σημερινούς ιδιοκτήτες του πλούτου και να αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία; Το αστικό σχολείο, για παράδειγμα, όχι μόνο δεν καλλιεργεί αισθητικό κριτήριο, αλλά κατακερματίζει τη γνώση, επιδιώκοντας να φτιάχνει ανθρώπους - γρανάζια της παραγωγής, χωρίς να αμφισβητούν την εκμεταλλευτική πραγματικότητα και να σηκώνουν κεφάλι. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης ότι ο καπιταλισμός έχει στα χέρια του την παραγωγή του Πολιτισμού. Φυσικά υπάρχει και η επιλογή και η ευθύνη του καθενός...
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει απόλυτα ελεύθερη βούληση, ανεξάρτητη από τις εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις. Ούτε όμως η καταπίεση που επιβάλλεται από τις σχέσεις αυτές είναι αναπόφευκτη, έτσι που μοιρολατρικά να την υπομένουμε. Αν πιστεύουμε κάτι τέτοιο, τότε δεν παίρνουμε υπόψη μας την ανθρώπινη δραστηριότητα, που μπορεί να επηρεάζει την κοινωνική πραγματικότητα για να την αλλάξει.
Μιλώντας για ανθρώπινη δραστηριότητα δεν εννοούμε βέβαια την ασύδοτη «ανεξαρτησία». Οπως ένας πιλότος πρέπει να γνωρίζει τους νόμους της αεροπλοΐας για να μη ρίξει το αεροπλάνο στους βράχους, έτσι και ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει και να αξιοποιεί τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, για να ορίζει τη ζωή του. Φυσικά στον καπιταλισμό δεν μπορεί κανείς να διαφεντεύει τη ζωή του, ακόμη και αν γνωρίζει τι πρέπει να κάνει για να είναι ελεύθερος. Μπορεί, για παράδειγμα, να επιλέγει ένα καλό βιβλίο ή μια καλή ταινία, όχι όμως και το να ζει με βάση τις σύγχρονες ανάγκες του, να έχει δωρεάν Υγεία, Παιδεία, διακοπές, ικανοποιητικό μισθό κ.λπ.
Η ελευθερία δηλαδή δεν είναι ζήτημα μόνο της ατομικής δραστηριότητας, αλλά της συνολικής κοινωνικής. Είναι ζήτημα προς κατάκτηση μέσα από τον αγώνα για μια κοινωνία απαλλαγμένη από τα καπιταλιστικά δεσμά, τις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις ιδιοκτησίας και στην πορεία απ' όλα τα άλλα κοινωνικά δεσμά, όπως οι μορφωτικές διαφορές, οι διακρίσεις, τα αντιδραστικά και βλαβερά κοινωνικά στερεότυπα και προκαταλήψεις.
Σ' αυτήν την κοινωνία, τη σοσιαλιστική, οι άνθρωποι γίνονται κύριοι των κοινωνικών σχέσεών τους. Η ιδιοκτησία του πλούτου περνά στα χέρια εκείνων που τον δημιουργούν, στους εργαζόμενους. Οι εργαζόμενοι συμμετέχουν και ασκούν τον έλεγχο της εξουσίας, μέσα από τα συμβούλια στους χώρους εργασίας. Ετσι μαθαίνουν ολοένα και περισσότεροι να ρυθμίζουν τη ζωή τους. Να ενεργούν σύμφωνα με τους αντικειμενικούς νόμους που διέπουν την εξέλιξη της κοινωνίας στην ανώτερη βαθμίδα της, την κομμουνιστική, όπου θα εξαλειφθεί κάθε μορφή καταπίεσης.
Παράλληλα παύουν να αισθάνονται ότι κάνουν μια «ανιαρή μονότονη αγγαρεία» για λογαριασμό άλλων. Διαπιστώνοντας ότι εργάζονται για την ευημερία όλων των μελών της κοινωνίας και όχι μιας μερίδας της, νιώθουν δημιουργικοί, υπεύθυνοι, χρήσιμοι. Απαλλαγμένοι από το άγχος της επιβίωσης, την ανασφάλεια της ζωής και την ανεργία, θα μπορούν να απολαμβάνουν ό,τι δημιουργεί η κοινωνία, την Τέχνη, την πόλη τους, θα χαίρονται τη φύση, θα αναπτύσσουν τα χόμπι τους.
Η άνοδος της παραγωγικότητας στην εργασία μέσα από τη χρησιμοποίηση των νέων επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων δεν θα οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας και διεύρυνση της μισοαπασχόλησης και της απλήρωτης δουλειάς, όπως γίνεται στον καπιταλισμό, αλλά σε διαρκή αύξηση του ελεύθερου χρόνου.
Ο ελεύθερος χρόνος θα αποκτήσει μάλιστα μια νέα ποιότητα, καθώς θα υπάρχουν όλες οι μορφωτικές προϋποθέσεις και θα παρέχονται όλα τα εφόδια και τα μέσα για τη δημιουργική αξιοποίησή του, για την ατομική και συλλογική ανάπτυξη μέσα από τη συμμετοχή στην κοινωνική δραστηριότητα.
Για να έρθουμε εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε: Στην πραγματικότητα, στο lockdown εκφράζεται αδυναμία να αξιοποιηθεί το «πλεόνασμα» του χρόνου, να συγκεντρωθεί κανείς στο τηλεμάθημα ή την τηλεργασία, να περιορίσει το «σάπισμα», να αισθανθεί παραγωγικός στη μέρα του. Αντικειμενικά, ο εγκλεισμός επιβαρύνει την ψυχολογία, αποξενώνει, ατροφεί τη σκέψη. Αυτά προστίθενται σε συνθήκες που έτσι κι αλλιώς οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι δύσκολες, συχνά λείπει η επαφή μεταξύ συναδέλφων στη δουλειά ή ανθρώπων που ζουν στην ίδια πολυκατοικία.
Το σύστημα καλλιεργεί τον ατομισμό γιατί γνωρίζει ότι η δύναμη βρίσκεται στον κοινό αγώνα των πολλών. Η απαγόρευση των συγκεντρώσεων, ο «τρομονόμος» στα οπτικοακουστικά μέσα, το νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια εξυπηρετούν τη στρατηγική της αστικής τάξης.
Αναδεικνύεται, λοιπόν, η ξεχωριστή σημασία που έχει η δράση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στην οργάνωση της απάντησης του λαού και της νεολαίας για την Υγεία, την Εκπαίδευση, τον Πολιτισμό κ.λπ. Τα προβλήματα είναι τώρα ασφυκτικά, η ζωή είναι τώρα μπροστά μας και δεν αναβάλλεται.
Η ΚΝΕ πρωτοστατεί από την ίδρυσή της στον αγώνα αυτό μέσα από την πρωτοπόρα δράση που αναπτύσσει και στο μέτωπο του Πολιτισμού.
Το Φεστιβάλ μας είναι απόδειξη: Αναδεικνύει ταυτόχρονα την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, την πολιτιστική μας πρόταση. Φιλοξενεί συζητήσεις για όλα τα θέματα, είναι χώρος έκφρασης νέων δημιουργών, ενώ οι κεντρικές του εκδηλώσεις γίνονται τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα στο Πάρκο Τρίτση, κόντρα στα σχέδια ιδιωτικοποίησής του, αναδεικνύοντάς το ως χώρο που πρέπει να αξιοποιηθεί για τις ανάγκες αναψυχής των λαϊκών στρωμάτων. Τα Στέκια Πολιτισμού λειτουργούν με σκοπό να δίνουν δημιουργική πνοή, να ενισχύουν το μορφωτικό ρεύμα στη νεολαία, την επαφή με την πρωτοπόρα Τέχνη.
Μέσα από όλη αυτήν τη δραστηριότητα, ενταγμένη στη συνολική δράση της ΚΝΕ, αναδεικνύουμε το βασικό: Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο θα εξασφαλίσει ένα νέο, ανώτερο επίπεδο ζωής και δικαιωμάτων. Οι νέοι θα μπορούν να ικανοποιήσουν τις σύγχρονες ανάγκες τους με πραγματική ελευθερία, να αναπτύσσουν πολύπλευρα την προσωπικότητά τους. Αυτά τα ιδανικά του αγώνα είναι που εμπνέουν, που δίνουν κουράγιο, που μας κάνουν δημιουργικούς και σε αυτήν την περίοδο.