Associated Press |
Αυτό επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) στην πρόσφατη «έκθεση επισκόπησης του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος», θέτοντας στις άμεσες προτεραιότητες και το ζήτημα της μείωσης των «κόκκινων» δανείων, ως όρο και προϋπόθεση της «βιώσιμης» ανάκαμψης των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων και του κεφαλαίου, σε συνδυασμό βέβαια με το μπαράζ των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων και παρεμβάσεων που προβλέπονται για την ερχόμενη 4ετία, μέχρι και το 2022.
Σ' αυτό το πλαίσιο, η ΤτΕ καλεί τις τράπεζες να εντείνουν τις προσπάθειες προκειμένου να επιταχυνθεί ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ παράλληλα ζητά από τα πιστωτικά ιδρύματα να συμβάλουν στην αναδιάρθρωση των «βιώσιμων» επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, στο τέλος Δεκέμβρη 2018 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που εμφανίζονται στους ισολογισμούς των τραπεζών διαμορφώθηκαν σε 81,8 δισ. ευρώ (45,4% επί του συνόλου των τραπεζικών χορηγήσεων) έναντι 94,4 δισ. τον Δεκέμβρη του 2017 (ποσοστό 47,2%). Επισημαίνεται ότι 11,9 δισ. ευρώ (το 14,5% των «κόκκινων» δανείων) έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας και εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, ενώ σχετικά με τις επιμέρους κατηγορίες, περίπου το 31% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων έχει υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας.
Σ' αυτό το έδαφος ξετυλίγονται οι αντιλαϊκές παρεμβάσεις της επόμενης 4ετίας, όπως άλλωστε προδιαγράφεται στη συμφωνία με τους ευρωπαϊκούς «θεσμούς», σε συνέχεια της ομοβροντίας των νομοθετικών μέτρων που ξεδίπλωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με το σφίξιμο της θηλιάς των πλειστηριασμών και των εκβιασμών απέναντι και στην πρώτη κατοικία, αλλά και με το συνολικό άνοιγμα της δευτερογενούς αγοράς «κόκκινων» δανείων.
Στην αντιλαϊκή ατζέντα της προσεχούς περιόδου θα βρεθεί και η νέα φουρνιά των παρεμβάσεων για τα «κόκκινα» δάνεια, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης κατοικίας.
Σ' αυτό το φόντο:
Συμπληρωματικά με το παραπάνω, η 3η έκθεση «ενισχυμένης εποπτείας» της Κομισιόν δείχνει στην κατεύθυνση νέων «διορθωτικών μέτρων», καθώς όπως διαπιστώνουν «η διεξαγωγή ηλεκτρονικών πλειστηριασμών προχωρά σε ολόκληρη την επικράτεια, αν και με κάπως επιβραδυνόμενο ρυθμό. Ακόμα, ένα μεγάλο ποσοστό των πλειστηριασμών, περίπου δύο τρίτα στο πρώτο τρίμηνο του 2019, σύμφωνα με στοιχεία που παρέχονται από τις ελληνικές αρχές, ακυρώνονται, αναστέλλονται ή αποβαίνουν άγονοι». Η Κομισιόν δείχνει έτσι στην κατεύθυνση κλιμάκωσης των πλειστηριασμών και στη λαϊκή κατοικία, προκειμένου - όπως λένε - να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν θέσει οι τράπεζες.
Σ' αυτό το πλαίσιο και παρά την «πρόοδο» που έχει συντελεστεί, επισημαίνεται ότι «απαιτούνται περαιτέρω σημαντικές προσπάθειες», ενώ τα ήδη υπάρχοντα μέτρα (ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, «πλαίσιο αφερεγγυότητας» νοικοκυριών και επιχειρήσεων), καθώς βέβαια και η δευτερογενής αγορά «κόκκινων» δανείων, «πρέπει» να εφαρμοστούν με συνέπεια.
Μάλιστα η Κομισιόν δίνει και... πρακτικές συμβουλές για το πώς η ηλεκτρονική πλατφόρμα των πλειστηριασμών θα πρέπει να γίνει περισσότερο «φιλική» στους «ενδιαφερόμενους», π.χ. με τη δημοσιοποίηση φωτογραφιών της κατοικίας.
Τα παραπάνω «φωτογραφίζουν» την επόμενη φουρνιά με τις αντιλαϊκές διατάξεις και άλλες παρεμβάσεις.
Την ίδια ώρα, τα «κόκκινα» δάνεια στην ελληνική οικονομία έχουν την «τιμητική» τους και στο πλαίσιο του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου». Η σχετική έκθεση της Κομισιόν υπογραμμίζει ότι «το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων εμποδίζει την αποκατάσταση υγιούς ροής πιστώσεων προς την οικονομία, η οποία είναι απαραίτητη για τη στήριξη της ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα»,δείχνοντας ξανά ότι η ένταση των εκβιασμών και πιέσεων στα λαϊκά στρώματα αποτελεί την άλλη όψη των προνομίων για τη θωράκιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και τον φτηνό δανεισμό των επιχειρηματικών ομίλων.
Τα παραπάνω «μεταφράζονται» σε μια επιχείρηση κολοσσιαίων διαστάσεων η οποία αφορά «κόκκινα» δάνεια ύψους πάνω από 50 δισ. ευρώ (μέχρι το 2021), με άξονες τους μαζικούς πλειστηριασμούς απέναντι στη λαϊκή στέγη, συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της πρώτης κατοικίας, τις μεταβιβάσεις προβληματικών δανείων από τις τράπεζες σε funds και άλλα «κοράκια», καθώς και τις αναδιαρθρώσεις επιχειρηματικών δανείων, μεταξύ άλλων και σε βάρος μικρών επαγγελματιών.
Θυμίζουμε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε προηγούμενη έκθεση έκανε λόγο για 130.000 πλειστηριασμούς ακινήτων την ερχόμενη τριετία.
Μέσα σ' ένα τέτοιο πλαίσιο, στην πρώτη γραμμή των αντιλαϊκών παρεμβάσεων και των παζαριών της όποιας διάδοχης κυβέρνησης θα βρεθεί και το ζήτημα της κρατικής στήριξης των εγχώριων τραπεζικών ομίλων, με άξονα τη μεταβίβαση πακέτων «προβληματικών» δανείων από τις τράπεζες σε ειδικό φορέα ο οποίος θα συσταθεί για το σκοπό αυτό και θα λειτουργεί υπό κρατική εγγύηση, με στόχο την απαλλαγή των τραπεζών από τα «βαρίδια» χωρίς «παρενέργειες» γι' αυτές.
Ουσιαστικά πρόκειται για τη σύσταση της λεγόμενης bad bank (κακής τράπεζας), υπό κρατική εγγύηση και με τη συμμετοχή ιδιωτών «επενδυτών», στην οποία θα περιέλθει ένα μεγάλο τμήμα από το «προβληματικό» χαρτοφυλάκιο των τραπεζών.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, «αν και ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων εμφανίζεται βελτιωμένος, δεν είναι ικανός ώστε να επιτευχθεί σύντομα σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματός τους». Σ' αυτήν την κατεύθυνση, η ΤτΕ έχει από καιρό προτείνει «μια συστημική λύση, η οποία προβλέπει τη μεταβίβαση σε Εταιρείες Ειδικού Σκοπού σημαντικού μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένη στους ισολογισμούς των τραπεζών».
Παράλληλα, από πλευράς Κομισιόν τονίζεται ότι η κερδοφορία εξακολουθεί να αποτελεί «πηγή ανησυχίας» για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Αναφορικά με τους σχεδιασμούς της ΤτΕ και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για την κρατική στήριξη των τραπεζών στην προσπάθεια μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αναφέρεται ότι δεν έχει σημειωθεί πρόοδος στο κατά πόσο θα μπορούσαν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά.
Σε κάθε περίπτωση, τα σπασμένα για μία ακόμα φορά θα φορτωθούν στις πλάτες του λαού.
Με έμφαση στην «ανάπτυξη» και την «ασφάλεια» οξύνεται το μέτωπο απέναντι σε άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τροφοδοτώντας νέες «εστίες σύγκρουσης»
Sputnik |
Τα θέματα που απασχόλησαν τους ηγέτες στη Σύνοδο Κορυφής της «Οργάνωσης για τη Συνεργασία της Σαγκάης» (Shanghai Cooperation Organization - SCO) την περασμένη Παρασκευή και την επόμενη μέρα στη «Διάσκεψη για την αλληλεπίδραση και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης στην Ασία» (Conference on Interaction and Confidence - Building Measures in Asia - CICA) ήταν λίγο - πολύ κοινά: Η «περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια» και η «αντιμετώπιση προκλήσεων και απειλών», όπου ξεδιπλώθηκαν τα παζάρια για τη Συρία, το Αφγανιστάν, τη Βόρεια Κορέα, το Ιράν, τη Μέση Ανατολή, ενώ όπως ήταν αναμενόμενο στην οικονομική «συνεργασία» κυριάρχησε η κινεζική πρωτοβουλία «Μια ζώνη, Ενας δρόμος».
Στην CICA συμμετέχουν 27 ασιατικά κράτη, εκπροσωπώντας πάνω από το 90% του πληθυσμού της πλούσιας και ανερχόμενης ηπείρου, που τα επόμενα χρόνια αναμένεται να γίνει το επίκεντρο ακόμη σφοδρότερων ανταγωνισμών. Στην πρωτεύουσα του Τατζικιστάν, Ντουσανμπέ, συναντήθηκαν το Σάββατο ηγέτες και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των κρατών αυτών, μεταξύ των οποίων της Ρωσίας, της Κίνας, της Τουρκίας, του Ιράν, του Ιράκ, του Πακιστάν, της Ινδίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Κατάρ, της Παλαιστίνης, του Βιετνάμ, της Καμπότζης, του Καζακστάν κ.ά.
Sputnik |
Ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, στάθηκε στις «εστίες σύγκρουσης» στην περιοχή της Ασίας, προτάσσοντας έμμεσα τη «συμμαχία» ασιατικών κρατών απέναντι στις ΗΠΑ, σε άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ κ.λπ., ενώ «προσπέρασε» τις έντονες αντιθέσεις και μεταξύ των ασιατικών κρατών.
Αποκαλύπτοντας τα σύνθετα αντικρουόμενα συμφέροντα, χαρακτήρισε την κατάσταση στο Αφγανιστάν - 18 χρόνια μετά τη ΝΑΤΟική επέμβαση - «ιδιαίτερα ανησυχητική», καθώς «εξτρεμιστικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απομακρύνονται από τη Μέση Ανατολή, επιστρέφουν και ενισχύουν την παρουσία τους εκεί». Διεκδικώντας αναβαθμισμένο ρόλο και διείσδυση στο Αφγανιστάν έναντι άλλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Γερμανία κ.λπ.), η Οργάνωση για τη Συνεργασία της Σαγκάης (Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιστάν, Καζακστάν) υιοθέτησε την προηγούμενη Παρασκευή έναν «οδικό χάρτη» για «επέκταση της αλληλεπίδρασης με το Αφγανιστάν σε θέματα ασφάλειας, οικονομίας και ανθρωπιστικής βοήθειας».
Η «σταθεροποίηση στη Συρία» είναι μια ακόμη «υψηλή προτεραιότητα», τόνισε ο Ρώσος Πρόεδρος, φροντίζοντας να «υπενθυμίσει» πως με τη συμβολή της Ρωσίας η «νόμιμη κυβέρνηση κέρδισε τον έλεγχο σχεδόν όλης της συριακής επικράτειας». «Προσπερνώντας» τις μεταξύ τους αντιθέσεις, ο Πούτιν σημείωσε πως «η συνεργασία Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας στο σχήμα της Αστάνα φέρνει πραγματικά αποτελέσματα». Μίλησε για ακόμη μια φορά για την προώθηση «πολιτικών μεταρρυθμίσεων» στη Συρία και τη σύσταση της «Συριακής Συνταγματικής Επιτροπής», που εδώ και καιρό μένουν μόνο στα λόγια εξαιτίας των σύνθετων παζαριών στην ευρύτερη περιοχή.
Ως προς το Ιράν και την αποχώρηση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία, ο Πούτιν επέμεινε πως η Ρωσία θα επιδιώξει να τηρούνται οι όροι της και κάλεσε και τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη να κάνουν το ίδιο. Από την πλευρά του, ο Ιρανός Πρόεδρος, Χασάν Ρουχανί, προειδοποίησε, για ακόμη μια φορά, ότι η Τεχεράνη δεν θα παραμείνει το μόνο μέρος που τηρεί την πυρηνική συμφωνία.
Ομολογώντας έμμεσα την κρίσιμη και εύφλεκτη κατάσταση στην Κορεατική Χερσόνησο, όπου συγκρούονται πολύπλευρες οικονομικές και γεωπολιτικές επιδιώξεις, τόνισε ξανά πως η μόνη «επιλογή» είναι η «ειρηνική και διπλωματική οδός», φροντίζοντας να τονίσει τον αναβαθμισμένο ρόλο που διεκδικεί η Ρωσία σε «συνεργασία» με την Κίνα.
Οι αντιθέσεις με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ «καταγράφηκαν» και στο Παλαιστινιακό, με τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να μιλά κατά της «κατοχής, της καταπίεσης, της αδικίας στην Παλαιστίνη» και να απορρίπτει κάθε «νέα προσπάθεια να δημιουργηθούν τετελεσμένα στην Ιερουσαλήμ» μετά και την αναγνώριση από τις ΗΠΑ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Απέναντι στο λεγόμενο «ειρηνευτικό σχέδιο» των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή η τελική διακήρυξη της CICA ζητά επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων «για την ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή για μια λύση δύο κρατών βασισμένη στο διεθνές Δίκαιο» και για «ανεξάρτητο Παλαιστινιακό κράτος στα σύνορα του 1967».
Οπως είναι αναμενόμενο, η Κίνα προσπαθεί να επωφεληθεί τα μέγιστα από την ασιατική «συνεργασία» με μοχλό και την τεραστίων διαστάσεων πρωτοβουλία «Μία ζώνη, Ενας δρόμος». Ο Κινέζος Πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, κάλεσε τα ασιατικά κράτη και τους εταίρους τους «να ενώσουν τις δυνάμεις τους ανοίγοντας νέες προοπτικές ασφάλειας και ανάπτυξης στην Ασία κάτω από τις νέες συνθήκες», δηλαδή τη ραγδαία άνοδο της Κίνας στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική «πυραμίδα».
«Η Κίνα είναι έτοιμη να συνεργαστεί με όλες τις πλευρές για να εμβαθύνει τη συνεργασία σε διάφορους τομείς και να προωθήσει τη διαδικασία CICA σε νέα στάδια», ανέφερε ο Σι αποκαλώντας την Ασία μια από τις πιο δυναμικές και πολλά υποσχόμενες περιοχές του κόσμου, που αντιμετωπίζει όμως «προκλήσεις» ασφάλειας και «ανισορροπίας» της οικονομικής ανάπτυξης.
Υπογράμμισε αρκετές φορές τον ηγετικό ρόλο που διεκδικεί - και σε ένα βαθμό έχει - η Κίνα τόσο στην περιοχή όσο και παγκόσμια, ξεκαθαρίζοντας πως η Κίνα θα εμπλέκεται όλο και πιο βαθιά στους ιμπεριαλιστικούς οικονομικούς και στρατιωτικούς σχεδιασμούς ανά τον πλανήτη ως «οικοδόμος της παγκόσμιας ειρήνης», συνεισφέροντας στην «παγκόσμια ανάπτυξη» και «υπερασπίζοντας τη διεθνή τάξη».
Και φυσικά, η Κίνα «είναι πρόθυμη να συνεργαστεί με όλες τις πλευρές για να εκμεταλλευτεί την πλατφόρμα διεθνούς συνεργασίας "Δρόμος του Μεταξιού", που θα δώσει μεγάλη ορμή στην κοινή ανάπτυξη», τόνισε ο Κινέζος Πρόεδρος, αναφερόμενος στην ορμητική διείσδυση των κινεζικών κεφαλαίων σε όλο το χάρτη.
Στο περιθώριο της συνάντησης έγιναν και πολλές διμερείς συναντήσεις, με τον εμίρη του Κατάρ, Χαμάντ Αλ Θάνι, να έχει συνομιλίες με αρκετούς ηγέτες, όπως οι Πρόεδροι της Ρωσίας, της Κίνας, της Τουρκίας, του Ιράν κ.ά. Ενδεικτικά στη συνάντηση με τον Πούτιν τονίστηκε η πρόθεση των δύο πλευρών να «επεκτείνουν τη συνεργασία τους σε πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό πεδίο», ενώ ο Καταριανός δήλωσε πως θα αυξηθούν οι επενδύσεις του Κατάρ στη Ρωσία. Επίσης, αντάλλαξαν απόψεις για τα σημερινά περιφερειακά και διεθνή ζητήματα, κυρίως τις εξελίξεις σε Παλαιστίνη, Συρία, Λιβύη, Υεμένη και Σουδάν. Με τον Κινέζο Πρόεδρο συζήτησαν για εμβάθυνση της «οικονομικής και επενδυτικής συνεργασίας» των ομίλων των δύο κρατών ιδιαίτερα στους τομείς της Ενέργειας και της βιομηχανίας.
Τη «φιλοδοξία» η αξία του εμπορίου μεταξύ Τουρκίας και Κίνας να φτάσει τα 50 δισ. δολάρια εξέφρασε ο Ρ. Τ. Ερντογάν στη συνάντησή του με τον Κινέζο Πρόεδρο, ενώ αναφέρθηκαν και στην πορεία της κατασκευής του σιδηροδρόμου Ερντινέ (Ανδριανούπολη) - Καρς (ανατολικά σύνορα Τουρκίας με Αρμενία) στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, Ενας δρόμος».