Παρασκευή 7 Φλεβάρη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:

-- ΕΚΘΕΣΗ ΙΟΒΕ: Μόνιμα στο στόχαστρο τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων

-- «ATHENS ENERGY DIALOGUES»: «Διάλογοι» μονοπωλιακών συμφερόντων επικίνδυνων για το λαό

-- ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΤΟΥΡΚΙΑ: Διαρκές αλισβερίσι των αστικών τάξεων ενάντια στους λαούς

-- ΟΛΛΑΝΔΙΑ: Σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» τα σχολεία λόγω μεγάλων ελλείψεων εκπαιδευτικών

ΕΚΘΕΣΗ ΙΟΒΕ
Μόνιμα στο στόχαστρο τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων

«Ο μικρός όγκος ενεργητικού των θεσμικών επενδυτών στη χώρα οφείλεται και στις στρεβλώσεις του ασφαλιστικού συστήματος. Η Ελλάδα παραμένει ουραγός όσον αφορά στο μέγεθος του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος», επισημαίνει για μια ακόμη φορά το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στο πλαίσιο της τριμηνιαίας έκθεσης για την ελληνική οικονομία που δημοσιοποιήθηκε την Τετάρτη.

Για μια ακόμη φορά, η κεντρική στόχευση «βάζει στο μάτι» τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων και την «αξιοποίησή» τους για τη χρηματοδότηση των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων και των επενδυτικών σχεδιασμών τους, στο έδαφος βέβαια του νέου κύματος αντεργατικών ανατροπών που προωθούνται στην Κοινωνική Ασφάλιση.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, «τα αποθεματικά των συνταξιοδοτικών ταμείων και των ασφαλιστικών εταιρειών που είναι επενδυμένα στην κεφαλαιαγορά αντιστοιχούν σε μόλις 8,0% του ΑΕΠ, έναντι 81,9% κατά μέσο όρο στην ΕΕ», δείχνοντας βέβαια το διαθέσιμο «κοίτασμα» χρηματοδότησης προς τους επιχειρηματικούς ομίλους. Οπως λένε, «στη σχετική κατάταξη των χωρών - μελών της ΕΕ η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση, λίγο υψηλότερα από τη Ρουμανία (6,2% του ΑΕΠ)».

Παραπέρα το ΙΟΒΕ:

  • Τονίζει ότι με την ενίσχυση της εγχώριας κεφαλαιαγοράς «μειώνεται μακροχρόνια το δημοσιονομικό βάρος χρηματοδότησης του Ασφαλιστικού, ενώ περιορίζεται και το μη μισθολογικό κόστος εργασίας, με σημαντικές επιδράσεις στην ανταγωνιστικότητα των εγχώριων επιχειρήσεων».

Επιπλέον, η αρπαγή των αποθεματικών, η ενίσχυση της αποταμίευσης και των επενδύσεων μέσω της κεφαλαιαγοράς δημιουργούν «σημαντικά οικονομικά οφέλη», καθώς, όπως λένε, «δημιουργείται εθνική αποταμίευση» που καθιστά τα νοικοκυριά «συμμέτοχους» στο εγχείρημα της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και «αναπτύσσεται η αγορά κεφαλαίου χρηματοδοτώντας παραγωγικές επενδύσεις».

  • Σημειώνει ότι η επίδραση των μέτρων ενίσχυσης της κεφαλαιαγοράς θα είναι πολύ ισχυρότερη εάν αυτά τα μέτρα συνδυαστούν με «ουσιαστική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος», δείχνοντας από μια ακόμα σκοπιά σε τι αποσκοπούν οι νέες αντιασφαλιστικές ανατροπές που φέρνει η κυβέρνηση.
  • Ζητάει «κανόνες για την αποτελεσματική παροχή της νέας επικουρικής σύνταξης από συνταξιοδοτικά ταμεία, καθώς και κανόνες επενδύσεων που προάγουν τη διαφοροποίηση τίτλων και περιορίζουν το ρίσκο αγοράς του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος», των ασφαλιστικών εισφορών δηλαδή που θα τζογάρονται στα χρηματιστήρια.
  • Τονίζει πως «στοχευμένα φορολογικά κίνητρα για μακροχρόνιες επενδύσεις ιδιωτών σε εγχώριες τοποθετήσεις, στη βάση καλών πρακτικών της ΕΕ, θα συνεισφέρουν στην κάλυψη του επενδυτικού κενού».
Ανάκαμψη για το κεφάλαιο με χρηματοδότη τα ασφαλιστικά ταμεία

Μάλιστα, όπως εκτιμούν σε προηγούμενη έκθεση, ο νέος πακτωλός από την αρπαγή των αποθεματικών συνολικού ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ σε ορίζοντα 40 ετών θα προέλθει κατά κύριο λόγο από τα αποθεματικά της «νέας επικουρικής», που προωθεί η κυβέρνηση για τους νεοεισερχόμενους στην «αγορά εργασίας» και αναμένεται να συμβάλει με 80 δισ. ευρώ, καθώς «τα μέτρα ενίσχυσης της εγχώριας κεφαλαιαγοράς και η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος λειτουργούν συμπληρωματικά».

Στο πλαίσιο αυτό, «τα προτεινόμενα μόνιμα κίνητρα για την τόνωση επιλεγμένων κατηγοριών επενδύσεων μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο του εθελοντικού κεφαλαιοποιητικού πυλώνα ασφάλισης με αυξημένα όρια φοροαπαλλαγών και εφόσον οι συμμετοχές σε αυτόν τον πυλώνα κατευθύνονται σε επιλεγμένες κατηγορίες εγχώριων επενδύσεων». Ενδεικτικά, αναφέρονται τα κίνητρα για προαιρετική κεφαλαιοποιητική ασφάλιση, καθώς επίσης και για τοποθετήσεις σε μετοχικά, μεικτά και εταιρικά αμοιβαία κεφάλαια, «πράσινες» επενδύσεις, υποδομές κ.ά.

Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «τα προτεινόμενα μέτρα ενέχουν διαχειρίσιμο δημοσιονομικό κόστος έως 1,8% του ΑΕΠ κατά την πρώτη πενταετία, μειούμενο στο χρόνο», προτείνοντας ακόμη τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών μεσοσταθμικά κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, την ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων Ασφάλισης κ.ά.

O δείκτης «συμπίεσης των μισθών»

Την ίδια ώρα, το ΙΟΒΕ σε ειδική ανάλυση αναφορικά με «το κόστος μισθωτής εργασίας» διαπιστώνει την κυρίαρχη θέση που έχουν οι κατώτατοι μισθοί σε μια σειρά από κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων και εξαγωγικού προσανατολισμού, με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και βέβαια με αυξημένους τζίρους και κέρδη.

Το ΙΟΒΕ υπολογίζει τον «δείκτη συμπίεσης των μισθών», όπως αυτός προκύπτει από την αναλογία του κατώτατου μισθού πλήρους απασχόλησης προς τον μέσο μισθό πλήρους απασχόλησης στο ίδιο επίπεδο κλαδικής δραστηριότητας. Ουσιαστικά, ο εν λόγω δείκτης εμφανίζει το ποσοστό συμμετοχής του κατώτατου μισθού σε σχέση με τη συνολική μισθολογική «δαπάνη» των επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με τις επεξεργασίες του ΙΟΒΕ (9μηνο 2019), το υψηλότερο ποσοστό κατώτατου προς μέσο μισθό πλήρους απασχόλησης παρουσίασαν οι κλάδοι: Κατασκευών 76,1%, παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης 69,4%, διοικητικών - υποστηρικτικών δραστηριοτήτων 65,6%, άλλων δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών 64,7%, χονδρικού - λιανικού εμπορίου 59,8%, μεταποίηση 51,1%.

Βέβαια, τα παραπάνω «φωτογραφίζουν» μόνο ένα μέρος της πραγματικότητας, καθώς αφορούν μισθωτούς πλήρους απασχόλησης χωρίς να υπολογίζονται κατηγορίες εργαζομένων όπως οι υποαπασχολούμενοι και άλλες «ευέλικτες» μορφές εργασίας.

Παράλληλα, στους κλάδους με την υψηλότερη απόλυτη άνοδο στην απασχόληση μισθωτών στο 9μηνο Γενάρη - Σεπτέμβρη του 2019 περιλαμβάνονται κλάδοι με υψηλή τιμή στο «δείκτη συμπίεσης μισθού». Τέτοιοι κλάδοι είναι της παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης (τουρισμός) και του χονδρικού - λιανικού εμπορίου.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΙΟΒΕ συμπεραίνει ότι το «μισθολογικό κόστος» καθορίζει «σε κάποιο βαθμό» το μέγεθος της απασχόλησης, «καθώς επηρεάζει τη διεθνή, διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα των κλάδων».

Τα παραπάνω ευρήματα συγκλίνουν με στοιχεία παλιότερης έκθεσης από την Τράπεζα της Ελλάδας, σύμφωνα με την οποία, «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που έδωσαν τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τόσο το μισθολογικό κόστος όσο και την απασχόληση στις διαταραχές της οικονομικής δραστηριότητας, συνέβαλαν στην αύξηση της μισθωτής απασχόλησης από το 2014 έως σήμερα».

Παραπέρα, εν λόγω έκθεση της ΤτΕ διαπιστώνει ότι στο σύνολο της οικονομίας η μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση έχει αυξηθεί από 10% του συνόλου των μισθωτών το 2013 σε περισσότερο από 21% το 2018, που δεν ενσωματώνονται στο «δείκτη συμπίεσης των μισθών» του ΙΟΒΕ.


Α.Σ.

«ATHENS ENERGY DIALOGUES»
«Διάλογοι» μονοπωλιακών συμφερόντων επικίνδυνων για το λαό

Τον «σταθερά υψηλό βαθμό συνέχειας από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη σημερινή της ΝΔ» σε ό,τι αφορά τη στοίχιση στον αμερικανικό ενεργειακό σχεδιασμό εκθείασε ο Αμερικανός πρέσβης
Τον «σταθερά υψηλό βαθμό συνέχειας από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη σημερινή της ΝΔ» σε ό,τι αφορά τη στοίχιση στον αμερικανικό ενεργειακό σχεδιασμό εκθείασε ο Αμερικανός πρέσβης
Η πλήρης ταύτιση της ενεργειακής πολιτικής της χώρας μας με τους επικίνδυνους αμερικανικούς σχεδιασμούς στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, αλλά και η απόλυτη στοίχιση όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων, ανεξαρτήτως πολιτικής «απόχρωσης», με τους σχεδιασμούς αυτούς που υπηρετούν τους «εθνικούς» στόχους του κεφαλαίου, αναδείχθηκαν για μια ακόμη φορά στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με την επωνυμία «Athens Energy Dialogues».

Παράλληλα, μια σειρά από εκπροσώπους επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται είτε στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας είτε στο χώρο του φυσικού αερίου, μέσω των παρεμβάσεών τους αποκάλυψαν ότι ο τομέας του περιβάλλοντος και των «πράσινων» πολιτικών της ΕΕ δεν είναι παρά μια τεράστια επενδυτική «ευκαιρία», που υπόσχεται υψηλά κέρδη και βεβαίως καμία απολύτως σχέση δεν έχει με την προστασία του περιβάλλοντος, ούτε και με την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του λαού.

Εύσημα από τον πρέσβη για τη «συνέχεια της πολιτικής»

Ιδιαίτερη σημασία, εξαιτίας της αυξανόμενης έντασης στην περιοχή μας με επίδικο τον έλεγχο των πηγών και των δικτύων μεταφοράς Ενέργειας, είχε η παρέμβαση του Αμερικανού πρέσβη Τζ. Πάιατ σχετικά με το ρόλο της Ελλάδας στις ενεργειακές εξελίξεις στη ΝΑ Ευρώπη. Μιλώντας για τη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ για την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου «East Med», ο Πάιατ είπε ότι πρόκειται για θέμα που χαρακτηρίζεται «από έναν σταθερά υψηλό βαθμό συνέχειας από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη σημερινή της ΝΔ (...) Πιστεύω ότι αυτό αντανακλά τη σταθερότητα την οποία συνεισφέρει η Ελλάδα στην εικόνα της Ενέργειας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ένα θέμα που αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα στην επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον». Ο λόγος για τη «σταθερότητα» και της κυβέρνησης της ΝΔ σε ό,τι αφορά την υλοποίηση του αμερικανικού σχεδιασμού που τροφοδοτεί παραπέρα τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, τα σχέδια που πληρώνουν οι λαοί.

Εξαίροντας την «προσφορά» της Ελλάδας στην προώθηση της αμερικανικής ενεργειακής πολιτικής στην περιοχή και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την περιβόητη «ενεργειακή διαφοροποίηση» της ΕΕ, ο Πάιατ αναφέρθηκε στην «τεράστια πρόοδο» που έχει επιδείξει η Ελλάδα σε ένα ακόμη κρίσιμο για τα συμφέροντα των αμερικανικών ομίλων του χώρου ζήτημα: Την αύξηση των εισαγωγών αμερικανικού Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ), η οποία, όπως είπε ο πρέσβης, την περασμένη χρονιά ξεπέρασε σε ποσότητα τις εισαγωγές φυσικού αερίου μέσω αγωγών. Η αλλαγή αυτή, συνέχισε ο Πάιατ, «αντανακλά μια δραματική αλλαγή στην παγκόσμια αγορά ΥΦΑ, στην οποία η Ελλάδα παίζει κεντρικό και καταλυτικό ρόλο».

Αποκαλυπτικά ήταν επίσης τα όσα είπε σχετικά με το ρόλο της Αλεξανδρούπολης στους αμερικανικούς σχεδιασμούς και τον πλωτό σταθμό αποθήκευσης και επαναεριοποίησης ΥΦΑ (FSRU), που σχεδιάζεται να κατασκευαστεί στην εκεί θαλάσσια περιοχή. Τόνισε πως «η ομάδα μας στη Σόφια εργάζεται πολύ σκληρά» για να επενδύσει η Βουλγαρία στο εν λόγω έργο, τόσο στην κατασκευή του όσο και στη δέσμευση ποσοτήτων μελλοντικής προμήθειας.

Ειδικά για τον αγωγό «East Med», ο Αμερικανός πρέσβης σημείωσε ότι πρόκειται «για μια ακόμη πλευρά ενός μεγαλύτερου φαινομένου» που περιλαμβάνει την «αναδυόμενη συμμαχία» μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ «και βρίσκεται σε πλήρη ακολουθία με τις αλλαγές της γεωπολιτικής της Ενέργειας και τον κεντρικό ρόλο που παίζει η Ελλάδα στη γενικότερη αμερικανική στρατηγική για την εμβάθυνση της ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ και την ενεργειακή διαφοροποίησή της ώστε να απομακρυνθεί από την εξάρτησή της από την ''Gazprom'' και τη ρωσική πολιτική, που χρησιμοποιεί την Ενέργεια ως στρατηγικό όπλο».

Τέλος, ο Πάιατ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και το ενδιαφέρον αμερικανικών εταιρειών να εισέλθουν στην ελληνική αγορά, αξιοποιώντας το «ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον» που συνδιαμόρφωσαν όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις στο όνομα της «προστασίας του περιβάλλοντος». Οπως είπε σχετικά με το θέμα αυτό, «υπήρξαν μερικές πολύ καλές συναντήσεις του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον».

Τόσο ο νυν υπουργός Περιβάλλοντος Κ. Χατζηδάκης όσο και οι πρώην υπουργοί, Γ. Σταθάκης και Γ. Μανιάτης, στις τοποθετήσεις τους απλώς επιβεβαίωσαν τα όσα προανέφερε ο Αμερικανός πρέσβης περί «συνέχειας της ακολουθούμενης ενεργειακής πολιτικής» από όλες τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις και την πλήρη ταύτιση αυτής της πολιτικής με τις αμερικανικές επιδιώξεις και συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου.

Σε αυτό το πνεύμα, ο Γ. Σταθάκης μίλησε για τη στρατηγική σημασία του «East Med» για την Ελλάδα και την Ευρώπη, σημειώνοντας με τη σειρά του πως ο αγωγός αποτελεί πρότυπο πολιτικής συνέχειας από τις διαδοχικές κυβερνήσεις της χώρας.

Εκτός των παραπάνω δηλώσεων - «καρμπόν», ο Γ. Μανιάτης αναφέρθηκε και στη στάση της Ιταλίας, κάνοντας εμμέσως λόγο για κωλυσιεργία από πλευράς της και τονίζοντας ότι το έργο είναι πλήρως αδειοδοτημένο και από τις αρμόδιες ιταλικές αρχές ήδη από το 2014.

Θυμίζουμε ότι η Ιταλία δεν έχει υπογράψει ακόμα τη διακυβερνητική συμφωνία συνεργασίας για τον «East Med», που υπέγραψαν στις 2 Γενάρη στην Αθήνα οι κυβερνήσεις Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, αρκούμενη να αποστείλει τη μέρα της επίσημης τελετής υπογραφής μια γενικόλογη επιστολή του υπουργού Οικονομικών περί «στήριξης» του έργου.

Το περιβάλλον ως τομέας επενδύσεων με υψηλά κέρδη

Στην παρέμβασή του ο Κ. Χατζηδάκης ενέταξε την υπογραφή της συμφωνίας για τον «East Med» στο πλαίσιο της «πολυδιάστατης ενεργειακής πολιτικής» που ακολουθεί η χώρα (χρησιμοποίησε δηλαδή ακριβώς τον ίδιο όρο που χρησιμοποιούσε και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), προσθέτοντας πως η υπογραφή της συμφωνίας δεν ήταν μόνο πολιτικού χαρακτήρα αλλά αποτελεί τη «θεμέλια λίθο» για ανάλογες κινήσεις και εξελίξεις σε οικονομικό και επιχειρηματικό επίπεδο. Αναφορικά με τις «επενδυτικές ευκαιρίες» που προσφέρει ο τομέας του περιβάλλοντος στην Ελλάδα, ο αρμόδιος υπουργός σημείωσε ότι αναμένονται επενδύσεις άνω των 40 δισ. ευρώ μέχρι το 2030, υπογραμμίζοντας ειδικά τα έργα για την εξοικονόμηση Ενέργειας και ενεργειακής απόδοσης, την «απολιγνιτοποίηση», το λεγόμενο «σχέδιο δίκαιης μετάβασης» για τις λιγνιτικές περιοχές, την ολοκλήρωση της διασύνδεσης της Κρήτης και των Κυκλάδων, την ηλεκτροκίνηση και φυσικά την παραγωγή Ενέργειας μέσω ΑΠΕ.

Σημαντικές ήταν βεβαίως οι παρεμβάσεις μιας σειράς εκπροσώπων επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στους παραπάνω κλάδους του ευρύτερου ενεργειακού τομέα, οι οποίοι ξεδίπλωσαν τα επενδυτικά τους σχέδια για τα αμέσως επόμενα χρόνια, έχοντας ως κοινό τόπο την ανάγκη δημιουργίας «θεσμικού πλαισίου που δεν θα εμποδίζει τη διενέργεια επενδύσεων», αλλά και γενικότερα την πολύπλευρη κρατική στήριξη.

Ενδεικτική του τι ζητούν οι «πράσινοι επενδυτές» ήταν η παρέμβαση του Α. Χαντάβα, εκπροσώπου της «Enel Green Power». Χαρακτήρισε κομβικής σημασίας ζήτημα για την οικονομική «βιωσιμότητα» τέτοιου τύπου επενδύσεων - ειδικά αυτών που κατευθύνονται σε έργα αποθήκευσης Ενέργειας - το γενικότερο ρυθμιστικό πλαίσιο αλλά και την τιμολόγησή τους.

Τα επιχειρηματικά σχέδια της «ΔΕΗ Ανανεώσιμες» ανέπτυξε ο διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης, Κ. Μαύρος, σημειώνοντας ότι την επόμενη διετία στόχος είναι να έχουν αναπτυχθεί τουλάχιστον 500 MW παραγωγής μέσω ΑΠΕ, από 150 ΜW σήμερα. Παράλληλα σχεδιάζονται και «στρατηγικές συνεργασίες» με ιδιωτικούς ομίλους οι οποίοι θα τροφοδοτούν με Ενέργεια τη ΔΕΗ, ενώ ήδη η διοίκηση της μητρικής εταιρείας βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με ελληνικούς και ξένους επιχειρηματικούς ομίλους.

Μια μικρή πτυχή των αντιθέσεων ανάμεσα σε επιχειρηματικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικού τύπου τεχνολογίες και καύσιμα για την παραγωγή Ενέργειας αναδείχθηκε από την παρέμβαση του Αρ. Ζερβού, πρώην προέδρου της ΔΕΗ και νυν προέδρου του «REN21», εταιρείας επενδυτικών συμβούλων για τις ΑΠΕ με έδρα τη Γαλλία. Ο Αρ. Ζερβός εμφανίστηκε αντίθετος στην αντικατάσταση των λιγνιτικών μονάδων με φυσικό αέριο και υπέρμαχος φυσικά της στήριξης των επενδύσεων ΑΠΕ, αιτιολογώντας τη θέση αυτή στην... έγνοια να μην αυξηθούν οι εισαγωγές καυσίμων, αλλά και στη νέα «Πράσινη Συμφωνία» της ΕΕ, η οποία αποδίδει έναν μεταβατικό και όχι μόνιμο ρόλο στο φυσικό αέριο, ως καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Η Ελλάδα βασικός κρίκος των αμερικανικών σχεδίων

Στο φόντο των δηλώσεων Πάιατ περί «κεντρικού και καταλυτικού ρόλου» της Ελλάδας στη «δραματική αλλαγή στην παγκόσμια αγορά ΥΦΑ», έχει αξία να καταγράψουμε και τα όσα ανέδειξε ο εκπρόσωπος της «Gastrade», εταιρείας συμφερόντων Κοπελούζου, η οποία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση κατασκευής του FSRU όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Αναφερόμενος στις τρέχουσες εξελίξεις της αγοράς ΥΦΑ, σημείωσε ότι το μερίδιο της Ευρώπης στην παγκόσμια κατανάλωση ΥΦΑ αυξήθηκε από 13% το 2018 στο 21% το 2019, από 59 δισ. κ.μ. σε 105 δισ. κ.μ.

Συμπλήρωσε ότι η Ευρώπη θα πρέπει μέχρι το 2025 να καλύψει το 1/3 της σημερινής ζήτησης, αφού μέχρι τότε λήγουν συμβόλαια εισαγωγών που αντιστοιχούν σε ανάλογες ποσότητες, και ότι η ΕΕ αποτελεί τον μεγαλύτερο καταναλωτή φυσικού αερίου, την ίδια στιγμή που οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός. Πρόσθεσε πως σήμερα 11 ευρωπαϊκές χώρες καλύπτουν τις ανάγκες τους σε αέριο κατά 75% - ή και περισσότερο - από τη Ρωσία, και από αυτήν την άποψη η κατασκευή νέων σταθμών αποθήκευσης και επαναεριοποίησης ΥΦΑ αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη «διαφοροποίηση», την «ενεργειακή ασφάλεια» αλλά και την «ενίσχυση του ανταγωνισμού και τη μείωση των τιμών».

Ο ίδιος ανέφερε ότι σήμερα στις ΗΠΑ βρίσκονται υπό κατασκευή 28 νέες εγκαταστάσεις για την εξαγωγή ΥΦΑ, από τις οποίες οι 17 θα είναι έτοιμες μέχρι το 2023.

Τέλος, ιδιαίτερη σημασία είχαν τα όσα ανέφερε για τη βαλκανική αγορά και τις προβλέψεις για αύξηση της ζήτησης σε φυσικό αέριο τα επόμενα χρόνια, δίνοντας έμφαση στις αγορές της Σερβίας και της Β. Μακεδονίας και υπογραμμίζοντας την ανάγκη διασύνδεσης της γειτονικής χώρας με την Ελλάδα μέσω νέου αγωγού.


Φ. Κ.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΤΟΥΡΚΙΑ
Διαρκές αλισβερίσι των αστικών τάξεων ενάντια στους λαούς

Οι δύο ηγέτες εγκαινίασαν μαζί μια νέα πανεπιστημιούπολη στην Κωνσταντινούπολη
Οι δύο ηγέτες εγκαινίασαν μαζί μια νέα πανεπιστημιούπολη στην Κωνσταντινούπολη
Την Παρασκευή 24 Γενάρη, η καγκελάριος της Γερμανίας Αγκελα Μέρκελ επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη και βρέθηκε με τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για δεύτερη συνεχόμενη φορά σε λιγότερο από μια βδομάδα. Είχε προηγηθεί συνάντησή τους στη γερμανική πρωτεύουσα, στο πλαίσιο της πρώτης Διάσκεψης για τη Λιβύη (19 Γενάρη), όπου η Αγκυρα ήταν από τους πρώτους προσκεκλημένους. Οι δηλώσεις που έγιναν εκατέρωθεν, με αφορμή τη Διάσκεψη για τη Λιβύη επιβεβαίωσαν ότι και οι δύο αναγνωρίζουν τη σημασία που έχει ο ρόλος της άλλης στη διαπραγμάτευση των νέων ισορροπιών σε όλη την περιοχή που απλώνεται γύρω από τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο: Μέση Ανατολή, βόρεια Αφρική αλλά και νοτιοανατολική Ευρώπη (δηλαδή Βαλκάνια). Πρόκειται για γεωγραφικές ζώνες στις οποίες και οι δύο πλευρές, καθεμία για τους λόγους της, εστιάζει τις προσπάθειες ολόπλευρης διείσδυσής της, προσπαθώντας να «αντιμετωπίσουν» συνέπειες ευρύτερων αναδιατάξεων που «τρέχουν», όπως η επαναξιολόγηση της σχέσης ΕΕ - ΗΠΑ, αλλά και Τουρκίας - ΗΠΑ, η ίδια η συνοχή της ΕΕ αλλά και του ΝΑΤΟ, η επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης με τη Ρωσία κ.τ.λ.

Μέρκελ και Ερντογάν εγκαινίασαν στην Κωνσταντινούπολη μια νέα τουρκογερμανική πανεπιστημιούπολη, την οποία η Γερμανίδα καγκελάριος χαρακτήρισε «εξαιρετικό παράδειγμα συνεργασίας, ένα σύμβολο της εταιρικής σχέσης των δύο χωρών». Επίσης, η Γερμανίδα ηγέτιδα υπογράμμισε πως η χώρα της θέλει να εξετάσει «πώς μπορούμε να στηρίξουμε την Τουρκία» στο ζήτημα των «μεταναστευτικών ροών», αναφερόμενη όχι απλά στην παροχή οικονομικής βοήθειας που το Βερολίνο μελετά εδώ και καιρό αν θα χορηγήσει αυτόνομα προς την Αγκυρα (όχι μόνο μέσω ΕΕ), αλλά και με άλλους τρόπους. Σύμφωνα με τη γερμανική καγκελαρία, συζητώντας ζητήματα που συνδέονται με την αντιμετώπιση των «μεταναστευτικών ροών», οι δύο ηγέτες αναζήτησαν «τρόπους αντιμετώπισης παράνομων διακινητών - δικτύων παράνομης μετανάστευσης», με στόχο «την επιτάχυνση της (διμερούς) συνεργασίας, εν μέρει και μέσα από την εκπαίδευση της τουρκικής ακτοφυλακής». Δηλαδή, το Βερολίνο εξετάζει την ανάληψη ακόμα πιο διακριτού ρόλου στην παρουσία που η Τουρκία θέλει να αναβαθμίσει στο Αιγαίο και στρατιωτικά, στο όνομα της «αντιμετώπισης των μεταναστευτικών ροών».

Από τη δική του μεριά, ο Ερντογάν δήλωσε σε κοινή συνέντευξη Τύπου ότι συμφώνησαν πως «θα ενισχύσουμε το διάλογο με τη Γερμανία σε περιφερειακά θέματα» και πως «η διατήρηση της βαθιά ριζωμένης διμερούς φιλίας λειτουργεί προς όφελος της περιοχής μας αλλά και (χωριστά) της Τουρκίας και της Γερμανίας».

Ιεραρχούνται Συρία, Μεσόγειος, Ενέργεια...

Ενδεικτικό είναι και το ενδιαφέρον των δύο πλευρών να σταθεροποιηθούν δίαυλοι συντονισμού για κρίσιμα «μέτωπα», όπως οι τετραμερείς σύνοδοι με Ρωσία και Γαλλία για τη Συρία. Δεν είναι τυχαίο ότι καθορίστηκε ως στόχος μια δεύτερη Σύνοδος με τους αντίστοιχους ομολόγους τους Μακρόν και Πούτιν, στην Κωνσταντινούπολη, μες στο επόμενο τρίμηνο, όπως είχε γίνει πολύ πρόσφατα.

Οι δύο πλευρές συζήτησαν και για την πορεία της οικονομικής τους συνεργασίας. Αναδεικνύοντας προσδοκίες που διατηρεί το γερμανικό κεφάλαιο από τη συνεργασία του με το τουρκικό, η Μέρκελ δήλωσε ότι «η γερμανική οικονομία ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις οικονομικές σχέσεις, οι οποίες μπορούν να εκσυγχρονιστούν στο πλαίσιο της τελωνειακής ένωσης (ΕΕ - Τουρκίας). Ως προς αυτό, η Γερμανία επιθυμεί να είναι εποικοδομητική». Μάλιστα, έσπευσε να συνδέσει την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τις εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, συμπληρώνοντας ευθύς αμέσως: «Αυτό σημαίνει ότι συγκεκριμένα θέματα - αναφέρω μόνο τις "λέξεις κλειδιά" Κύπρος και Ελλάδα - θα πρέπει επίσης να συζητιούνται διμερώς, επειδή εμείς στην ΕΕ χρειαζόμαστε πάντα ομοφωνία όταν κάνουμε περαιτέρω βήματα ως προς τη συνεργασία με την Τουρκία...».

Ακόμα, η Μέρκελ συναντήθηκε και με στελέχη επιχειρήσεων, σε μάζωξη του Τουρκογερμανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, εστιάζοντας - σύμφωνα με την καγκελαρία - στο πώς η Γερμανία θα συμβάλει στην επαγγελματική κατάρτιση στην Τουρκία, δηλαδή σε μέτρα εκσυγχρονισμού της μεγάλης τουρκικής αγοράς, όπου γερμανικοί κολοσσοί δραστηριοποιούνται ακόμα κι από τα τέλη του 19ου αιώνα. «Θέλουμε να προωθήσουμε την οικονομική μας συνεργασία και στον ενεργειακό διάλογο», διευκρίνισε η Μέρκελ, αναφερόμενη και στη γερμανο - τουρκική οικονομική επιτροπή που οι δύο πλευρές έχουν συστήσει για τη στοχευμένη ανάπτυξη της οικονομικής τους συνεργασίας.

Σημειωτέον ότι το γερμανικό κεφάλαιο μελετά προσεκτικά και τις εξελίξεις γύρω από τους υδρογονάνθρακες της ΝΑ Μεσογείου, της οποίας ο ρόλος στον «ενεργειακό εφοδιασμό» της Ευρώπης πολλοί επιμένουν ότι θα ενισχυθεί μελλοντικά.

Πρόσφατα, δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας FAZ, παρουσιάζοντας τους αγωγούς που προτείνονται για τη μεταφορά του αερίου από τη Μεσόγειο στην Ευρώπη, μοιραζόταν «κριτική» που σταθερά ασκεί η Αγκυρα στον αγωγό «East Med», αναφέροντας ότι οι προσδοκίες για αυτόν συχνά αποσυνδέονται από τα δεδομένα που διαμορφώνει η αγορά και διαπιστώνοντας: «Η μεσογειακή ("East Med") γραμμή θα έχει μήκος σχεδόν 1.900 χλμ. ενώ ο αγωγός "NordStream 2" έχει μήκος 1.230 χλμ. και ο ρωσοτουρκικός αγωγός "Turkstream" έρχεται στα 930 χλμ. Ενώ στον "TurkStream" οι σωληνώσεις τοποθετούνται σε μέγιστο βάθος 2.200 μέτρων και στη Βαλτική Θάλασσα σε πολύ πιο αβαθή ύδατα, υπάρχουν περιοχές μεταξύ Κύπρου και Κρήτης που φτάνουν σε βάθος έως και 3.000 χιλιόμετρα». Ο συντάκτης παρατηρούσε ότι οι εξελίξεις θα καθοριστούν πρώτα, αφού «καταρχάς καταστεί σαφές αν ο "East Med" θα κατασκευαστεί», σχολιάζοντας μάλιστα ότι μέχρι τότε «η Τουρκία και η Ελλάδα θα έχουν πολλές ευκαιρίες για να βαθύνουν κι άλλο τη μεταξύ τους διαμάχη...».

...«η γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας»

Στα τέλη του περασμένου Δεκέμβρη, ο συνεργάτης του γερμανικού ιδρύματος «Heinrich Bοll» Κρίστιαν Μπράκελ περιέγραφε τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες σαν «έναν γάμο όπου η αγάπη έχει σταματήσει... Αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο σαν ζευγάρι που πρέπει να συνεχίσουν να συζητάνε για το καλό των παιδιών τους και που προσπαθούν να συνεργαστούν για τα παιδιά τους παρά τα προβλήματα...».

Ενδεικτική των πλευρών που το Βερολίνο σταθμίζει για να αξιολογήσει τις σχέσεις του με την Αγκυρα, ήταν και πρόσφατη ανάλυση της «Frankfurter Allgemeine Zeitung» που περιέγραφε ως εξής τη στάση της Μέρκελ απέναντι στην τουρκική ηγεσία: «Δέχεται τον Ερντογάν όπως είναι, χωρίς να εθελοτυφλεί για όλα όσα συμβαίνουν στην Τουρκία. Σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί κανείς να επιλέγει τους συνομιλητές του. Η σχέση της απέναντι στον Ερντογάν είναι ουδέτερη και χωρίς συναισθήματα. Γνωρίζει τη γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας, όχι μόνο όσον αφορά τους πρόσφυγες, αλλά και ως μια γειτονική χώρα στην πιο σημαντική περιοχή αναταραχών στον κόσμο...».

Από την άλλη πλευρά, η τουρκική φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Σαμπάχ», στις 27 Γενάρη, εκτιμούσε πως «η Γερμανία γνωρίζει ότι η υπεράσπιση των συμφερόντων της ΕΕ εναπόκειται στην Τουρκία». Η εφημερίδα χαρακτήριζε «πολύ πιο λογική» την εξωτερική πολιτική της Μέρκελ από αυτήν του Γάλλου Προέδρου Εμ. Μακρόν και αξιολογούσε ως εξής την τελευταία συνάντηση Μέρκελ - Ερντογάν: «Η Γερμανίδα ηγέτιδα αντιλαμβάνεται τον αντίκτυπο που έχουν το Προσφυγικό και η λιβυκή σύγκρουση για το μέλλον της Ευρώπης και το βάρος που πρέπει να σηκώσει η Γερμανία για να επιβιώσει η Ευρώπη. Στον απόηχο του Brexit, (η Μέρκελ) αντιλαμβάνεται ότι το μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από τις ισχυρές σχέσεις (που θα αναπτύξει) με τρία ισχυρά "outsiders" τη Ρωσία, την Τουρκία και τη Βρετανία...».

Και αναδεικνύοντας ότι η τουρκική αστική τάξη μελετά προσεκτικά «ρωγμές» στο ευρωατλαντικό τόξο (ειδικά τη συμμαχία ΗΠΑ - ΕΕ) που μπορεί να αξιοποιήσει, η «Σαμπάχ» συνέχιζε: «Η Αγκελα Μέρκελ γνωρίζει ότι η παραίτηση των ΗΠΑ από τις παγκόσμιες ευθύνες τους, υποχρεώνει τους Ευρωπαίους να φροντίσουν τον εαυτό τους (οι ίδιοι) και, κατ' επέκταση, να συνεργαστούν με την Τουρκία του Ερντογάν. Πρόσφατα, η Αγκυρα ήταν αρκετά ενεργή στη γεωπολιτική αρένα του Ιράν και της Βόρειας Αφρικής... Ακόμα πιο πρόσφατα, οι δύο διμερείς συμφωνίες της Τουρκίας με τη Λιβύη επιβεβαίωσαν πόσο απαραίτητοι είναι οι Τούρκοι...», επισήμαινε η εφημερίδα (περιγράφοντας όχι απαραίτητα πραγματικότητες, αλλά ίσως περισσότερο προσδοκίες).

Επίσης, η «Σαμπάχ» αναφερόταν σε τομείς στους οποίους η Αγκυρα ιεραρχεί την όξυνση του παζαριού με το Βερολίνο, αναζητώντας συμμάχους που ίσως στο άμεσο μέλλον χρειαστεί ακόμα περισσότερο, με δεδομένες και τις αντιθέσεις που δοκιμάζουν «παραδοσιακές» φιλίες της, π.χ. με τις ΗΠΑ, επισημαίνοντας: «Η Γερμανία θα μπορούσε να συνεργαστεί με την Τουρκία για να ενισχύσει την επιρροή της σε κρίσιμα θέματα, όπως η συμφωνία για το Προσφυγικό, οι κυρώσεις για το Ιράν, η κατανομή των ενεργειακών αποθεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου και η πολιτική διαδικασία στη Λιβύη...». Ξεχώριζε, δηλαδή, θέματα στο πλαίσιο των οποίων αναδεικνύονται σημαντικές αντιθέσεις που δοκιμάζουν και τις σχέσεις Ευρωπαίων - Αμερικανών και τις σχέσεις πολλών Ευρωπαίων μεταξύ τους. Για παράδειγμα, το μέλλον της Λιβύης αλλά και η αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της Μεσογείου είναι ζητήματα που φέρνουν όλο και περισσότερο στο προσκήνιο σημαντικές ενδο-ευρωπαϊκές διαφοροποιήσεις (π.χ. Γάλλων - Ιταλών).

Μάλιστα, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι το άρθρο της «Σαμπάχ» λίγο - πολύ περιέγραφε ως ...ευκαιρία για την Αγκυρα τον προβληματισμό που η Γερμανία έχει για τη θέση και το ρόλο της Γαλλίας (που ως οι δύο ισχυρότερες δυνάμεις της ΕΕ δεν μπορούν παρά να κοντράρονται κιόλας). Ετσι η εφημερίδα περιλαμβάνει «τον τυχοδιωκτισμό της Γαλλίας» στα βασικά εμπόδια που η Γερμανία χρειάζεται να υπερπηδήσει για να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Τουρκία «και να διατηρήσει το πάνω χέρι στη Λιβύη...». Αντίστοιχο εμπόδιο βαφτίστηκε μάλιστα στο άρθρο και «ο τυχοδιωκτισμός της Ελλάδας», που μάλιστα κατηγορείται για «μαξιμαλιστικές απαιτήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο»...


Α. Μ.

ΓΕΝΙΚΗ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Ο διαχωρισμός 12χρονων μαθητών οξύνει τις ανισότητες και το στρες

Στο μεταξύ, την προηγούμενη βδομάδα σχολικές οργανώσεις (VO-raad και MBO-raad) και η Ενωση διδασκόντων CNV ανέδειξαν τις συνέπειες που έχει ο διαχωρισμός των μαθητών - και μάλιστα στην ηλικία των 12 ετών - σε διαφορετικούς τύπους εκπαίδευσης και συγκεκριμένα: Σε σχολεία που προετοιμάζουν για το πανεπιστήμιο (vwo), σε σχολεία που προετοιμάζουν για φοίτηση σε κολέγια (havo) και σε σχολεία επαγγελματικής κατάρτισης (vmbo).

Οπως επισημαίνουν, οι μαθητές διαχωρίζονται ανάλογα με τις «ακαδημαϊκές τους ικανότητες» σε πολύ μικρή ηλικία, μόλις έχουν τελειώσει την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, κάτι που αυξάνει το άγχος και τις ανισότητες: «Οι απαιτήσεις είναι υπερβολικά μεγάλες για παιδιά τόσο μικρής ηλικίας» και «αυτό οδηγεί σε αύξηση του άγχους και της εξουθένωσης (burn - out), ενώ επηρεάζονται και οι εκπαιδευτικοί».

Σχολικοί επιθεωρητές προειδοποιούν εδώ και χρόνια για την «απαράδεκτη ανισότητα στην ολλανδική Εκπαίδευση», επειδή τα παιδιά με μορφωμένους γονείς, από υψηλότερα κοινωνικά στρώματα βαθμολογούνται καλύτερα στις τελικές εξετάσεις δημοτικού σχολείου, σε σχέση με παιδιά «αντίστοιχης νοημοσύνης», που όμως προέρχονται από «μειονεκτικό οικογενειακό υπόβαθρο». Για παράδειγμα, «οι μορφωμένοι γονείς εμπλέκονται περισσότερο στην επιλογή του σχολείου και επενδύουν χρήματα σε δασκάλους, τάξεις διαβάσματος και εξοικείωση σε τεχνικές εξετάσεων».

Ο διαχωρισμός σε «ακαδημαϊκή - επαγγελματική» Εκπαίδευση προωθείται συνειδητά από το ολλανδικό κράτος και ένας αυξανόμενος αριθμός σχολείων προσφέρει μόνο ένα είδος εκπαίδευσης. Το ποσοστό των «μεικτών ή γενικών σχολείων» - γνωστά ως «brugklassen» ή «τάξεις-γέφυρες» - έχει μειωθεί από 70% σε 55% τα τελευταία 10 χρόνια.

Οι μαθητές τοποθετούνται σε σχολείο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης βάσει της γνωμοδότησης των εκπαιδευτικών του δημοτικού σχολείου και των εθνικών εξετάσεων. Περίπου το 54% των 12χρονων πηγαίνουν σήμερα σε σχολεία επαγγελματικής κατάρτισης (vmbo), το 24% στα προ-κολεγιακά (havo), ενώ ένα 22% βρίσκεται στα «γενικά σχολεία» που οδηγούν σε ακαδημαϊκή Εκπαίδευση (vwo).

Οι εκπαιδευτικές οργανώσεις της Ολλανδίας θεωρούν ότι ο διαχωρισμός θα πρέπει να γίνεται το νωρίτερο στα 15 έτη.

ΟΛΛΑΝΔΙΑ
Σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» τα σχολεία λόγω μεγάλων ελλείψεων εκπαιδευτικών

Εξετάζονται ακόμη η 4ήμερη λειτουργία των δημοτικών σχολείων και η τοποθέτηση «επαγγελματιών» χωρίς πτυχίο εκπαιδευτικού σε Αμστερνταμ, Ρότερνταμ και Χάγη

Από παλιότερη απεργιακή κινητοποίηση των δασκάλων

AP 2017

Από παλιότερη απεργιακή κινητοποίηση των δασκάλων
Σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» βρίσκονται εκατοντάδες σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ολλανδία, καθώς όλο και πιο τραγικές διαστάσεις παίρνει η έλλειψη εκπαιδευτικών. Το ζήτημα έχουν αναδείξει επανειλημμένα με απεργιακές κινητοποιήσεις και εκθέσεις τους τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών. Σύμφωνα με την ένωση των δασκάλων (AOb), διαχρονική έλλειψη εκπαιδευτικών αντιμετωπίζουν 4 στα 10 σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας. Σε κάποιες περιοχές έχουν κληθεί ακόμη και γονείς να απασχολούν τα παιδιά τις μέρες που οι δάσκαλοι απουσιάζουν λόγω ασθενείας ή για άλλο λόγο.

Δάσκαλοι και βοηθητικό προσωπικό προχώρησαν στις 30 - 31 Γενάρη σε νέα, 48ωρη απεργία, παρά τις μισθολογικές αυξήσεις που πέτυχαν τον Νοέμβρη, διεκδικώντας σημαντική αύξηση στις κρατικές δαπάνες για την Εκπαίδευση κατά 560 εκατ. ευρώ και να δοθεί λύση για την έλλειψη εκπαιδευτικών με προσλήψεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία του συνδικάτου, στην απεργία συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί και περίπου 3.400 σχολεία έμειναν κλειστά.

«Το 2020, 55.000 μαθητές Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης δεν έχουν δάσκαλο στην τάξη και αν δεν κάνουμε τίποτα, θα έχουμε περίπου 240.000 μαθητές (χωρίς δάσκαλο) το 2028», σημειώνει η AOb. Ωστόσο, ο υπουργός Παιδείας, Αριε Σλομπ, ξεκαθάρισε πως το υπουργικό συμβούλιο δεν θα διαθέσει επιπλέον χρήματα για να μειώσει την εντατικοποίηση της εργασίας και να αντιμετωπίσει την έλλειψη διδακτικού προσωπικού.

Μέτρα πλήρους υποβάθμισης της Εκπαίδευσης χιλιάδων μαθητών

Στο μεταξύ, οι δήμοι του Αμστερνταμ, του Ρότερνταμ και της Χάγης (την ευθύνη λειτουργίας των σχολείων στην Ολλανδία έχει η Τοπική Διοίκηση) παρουσίασαν στον υπουργό Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Αρ. Σλομπ, σχέδια «έκτακτης ανάγκης» για τη διαχείριση της αυξανόμενης έλλειψης εκπαιδευτικών. Ο υπουργός δήλωσε ότι θα δαπανηθούν 9 εκατ. ευρώ για την κατάρτιση ατόμων από άλλα επαγγέλματα για να γίνουν δάσκαλοι και ότι θα τηρηθούν οι ισχύοντες κανόνες σχετικά με τις διδακτικές ώρες.

«Η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού δεν είναι πλέον βιώσιμη», αναφέρεται στο σχέδιο των αρχών του Αμστερνταμ και «μια γενιά παιδιών μεγαλώνει χωρίς την κατάλληλη Εκπαίδευση». Στην ολλανδική πρωτεύουσα τα «επείγοντα» κενά σε δασκάλους και εκπαιδευτικούς υπολογίζονται σε τουλάχιστον 380, επηρεάζοντας περίπου 10.000 μαθητές.

Τα μέτρα διαχείρισης που πρότειναν οι αρμόδιες αρχές των δήμων, συμπίπτουν με τις τραγικές συνέπειες της υποβάθμισης και της κατηγοριοποίησης που φέρνει η έλλειψη δασκάλων. Στα σχέδια «έκτακτης ανάγκης» περιλαμβάνονται: Η τοποθέτηση στα σχολεία «επαγγελματιών» χωρίς πτυχίο εκπαιδευτικού, στην περίπτωση που δεν βρίσκεται ειδικευμένος εκπαιδευτικός. Επίσης προτείνονται συγχωνεύσεις τμημάτων με την τοποθέτηση ενός βοηθού δίπλα στον δάσκαλο, αλλά και κατάργηση κάποιων μαθημάτων. Οι διευθυντές εξετάζουν επίσης το ενδεχόμενο να αποσπάσουν προσωπικό σε σχολεία, όπου οι ελλείψεις είναι πιο έντονες. Στο Αμστερνταμ, για παράδειγμα, η έλλειψη εκπαιδευτικών σε ορισμένα σχολεία «αυξάνει την ανισότητα ευκαιριών μεταξύ μαθητών με διαφορετικό υπόβαθρο», δηλαδή οικογενειών με οικονομικά, κοινωνικά προβλήματα, προβλήματα υγείας, μεταναστών κ.ά.

Το Αμστερνταμ - όπως και άλλες πόλεις - εξετάζει το ενδεχόμενο της τετραήμερης σχολικής βδομάδας, όπου την πέμπτη μέρα οι μαθητές θα «διδάσκονται» από επαγγελματίες χωρίς εκπαιδευτική εξειδίκευση, διάφορες «θεματολογίες», όπως τέχνη και πολιτισμός, αθλητισμός, φύση και επιστήμη, ιδιότητα του πολίτη κ.ά.

Η Χάγη - με 373 κενά σε εκπαιδευτικούς πλήρους απασχόλησης - και το Ρότερνταμ - με πάνω από 200 κενά - παρουσίασαν αντίστοιχα «κλιμακωτά μέτρα» για συνολικά 13.000 μαθητές, ανάλογα με την επιδείνωση της κατάστασης. Για παράδειγμα, αν πρέπει να αντικατασταθεί ένας δάσκαλος και δεν υπάρχει ειδικευμένος εκπαιδευτικός, μπορούν να τοποθετηθούν στις τάξεις μαθητευόμενοι δάσκαλοι ή δάσκαλοι Μουσικής ή Γυμναστικής. Ακόμη και η τοποθέτηση ενός «επόπτη» που κάποιες ώρες απλά θα επιτηρεί τα παιδιά - δηλαδή απλή φύλαξη - προτάθηκε από τις αρμόδιες αρχές. Τέλος, εξετάζονται η συγχώνευση τμημάτων, η έμφαση στα «σημαντικά μαθήματα», όπως η Γλώσσα και τα Μαθηματικά, και οι υπόλοιπες ώρες να συμπληρωθούν με «εναλλακτικούς τρόπους», ενώ δεν αποκλείεται και η τετραήμερη σχολική βδομάδα.

Είναι προφανές ότι πρόκειται για «μέτρα» πλήρους υποβάθμισης της Εκπαίδευσης και της γνώσης, σε μια από τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης... Ενα ακόμη παράδειγμα για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, όπου παρά την πρόοδο της τεχνολογίας και της επιστήμης, την αύξηση του παραγόμενου πλούτου, το «ρολόι αντί να πηγαίνει μπροστά, γυρίζει πίσω».

Αντιφάσεις και αποτυχίες του καπιταλισμού με τραγικές συνέπειες

Ελλείψεις υπάρχουν σε σχολεία όλης της χώρας και οπωσδήποτε σε πέντε αστικά κέντρα, αλλά στο Αμστερνταμ το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξυμένο. Η κατάσταση στα ολλανδικά σχολεία αναδεικνύει πολλές πλευρές των αντιφάσεων και των καταστρεπτικών συνεπειών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής για όλο και μεγαλύτερα τμήματα του λαού, σε όλο και περισσότερα κράτη του κόσμου. Το φαινόμενο της έλλειψης δασκάλων και άλλων εκπαιδευτικών είναι πολυπαραγοντικό.

Μια πλευρά είναι η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού στην καπιταλιστική οικονομία - η οποία κινείται με βάση το κέρδος και τον ανταγωνισμό - και αντίστοιχα στην Εκπαίδευση, χωρίς σχεδιασμό των λαϊκών αναγκών και των αποφοίτων από τις σχολές και τα πανεπιστήμια που θα καλύψουν αυτές τις ανάγκες.

Παράλληλα, οι κρατικές κοινωνικές δαπάνες, όπως οι δαπάνες για την Παιδεία, μειώνονται σταδιακά σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, προκειμένου να δίνεται όλο και μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού σε κίνητρα, φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις για το κεφάλαιο, τις επενδύσεις, τη λεγόμενη ανάπτυξη. Κι όταν περιστασιακά αυξάνονται, τα κονδύλια διοχετεύονται σε ορισμένους εκπαιδευτικούς τομείς που θα συμβάλουν στην κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων (τεχνητή νοημοσύνη, ψηφιοποίηση κ.ά.) και όχι για τη συνολική βελτίωση της Εκπαίδευσης. Ετσι, στην Ολλανδία, εξαιτίας των αβέβαιων εργασιακών σχέσεων, των άσχημων εργασιακών συνθηκών, της εντατικοποίησης και των χαμηλών μισθών, όλο και περισσότεροι πτυχιούχοι εκπαιδευτικοί αλλάζουν επάγγελμα, όλο και περισσότεροι νέοι δεν επιλέγουν τις εκπαιδευτικές σχολές.

Μια άλλη αιτία είναι η ραγδαία αύξηση του κόστους διαμονής και διαβίωσης, η έλλειψη φτηνής στέγης στην ολλανδική πρωτεύουσα εξαιτίας της μεγάλης ιδιοκτησίας και της επιχειρηματικής δράσης στην κατοικία. Σε αυτήν την κατάσταση συμβάλλει και ο υπερτουρισμός στο Αμστερνταμ, που έχει «πνίξει» τους κατοίκους, ενώ θησαυρίζουν οι μονοπωλιακοί όμιλοι του κλάδου. Το πρόβλημα έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που ακόμη και η δημοτική αρχή του Αμστερνταμ επεξεργάζεται μέτρα για τη διαχείριση των συνεπειών του φαινομένου, που φυσικά δεν πρόκειται να δώσουν ουσιαστική λύση.

Ετσι, πολλοί εργαζόμενοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την ολλανδική πρωτεύουσα, κυριολεκτικά εκτοπίζονται. Ενδεικτικά, σήμερα λείπουν περίπου 380 δάσκαλοι πλήρους απασχόλησης σε σύγκριση με 280 στην αρχή αυτού του σχολικού έτους, επειδή κάποιοι μετακόμισαν. Τα σχολεία του Αμστερνταμ ζητούν βοήθεια από τον δήμο και την κυβέρνηση, καλώντας τους να χτιστούν προσιτές κατοικίες για να στεγάσουν εκπαιδευτικούς και άλλους εργαζόμενους και επίσης να αυξηθούν τα οδοιπορικά για τους εκπαιδευτικούς που μένουν σε άλλες πόλεις, αλλά εργάζονται στο Αμστερνταμ.


Ε. Μ.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ