Πέμπτη 30 Απρίλη: Η απεργία απλώνεται σε όλη τη χώρα. Αναπτύσσεται μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης στους απεργούς. Απεργίες συμπαράστασης ετοιμάζουν τα Συνδικάτα Οικοδόμων, Ηλεκτρισμού, Δέρματος, Αρτεργατών, Κουρέων. Οι φοιτητές συμμετέχουν ενεργά στον εργατικό αγώνα.
Δευτέρα 4 Μάη: Η αστυνομία επιτίθεται σε απεργούς και τραυματίζεται σοβαρά η εργάτρια Σοφία Κωνσταντινίδου. Δύο μέρες μετά, και ενώ η κινητοποίηση έχει φουντώσει για τα καλά, στη διάρκεια πορείας φασίστες τραυματίζουν τον εργάτη Κ. Σταματίου. Ο Μεταξάς, που «διέρχεται» τη μέρα εκείνη από τη Θεσσαλονίκη κατευθυνόμενος προς τη Γιουγκοσλαβία, δίνει εντολή στους αστυνομικούς να διαλύσουν τους απεργούς με κάθε τρόπο.
Τετάρτη 6 Μάη: Η αστυνομία επιτίθεται με μένος κατά των απεργών.
Γράφει στις 8 Μάη ο «Ριζοσπάστης»:«Η Αστυνομία έδειξε σήμερα καθαρά πως παίζει το ρόλο του υπηρέτη του καπνεργατικού και του άλλου κεφαλαίου. Με αγριότητα και βανδαλισμούς επιτέθηκε κατά των άοπλων καπνεργατών και καπνεργατριών, των υφαντουργών, των μικρών κοριτσιών (12 έως 15 χρόνων) και τους αιματοκύλησε. Επί 3,5 ώρες η Θεσσαλονίκη βρισκότανε σε κατάσταση μάχης, μεταξύ των δυνάμεων της Αστυνομίας και ενός μέρους της εργατικής τάξης. Η στάση της Αστυνομίας έχει εξεγείρει το λαό».
Παρασκευή 8 Μάη: Η κυβέρνηση αποφασίζει την ολοκληρωτική καταστολή των κινητοποιήσεων.
Ο επικεφαλής της αστυνομίας Ντάκος δίνει εντολή και πυροβολούν εν ψυχρώ τους διαδηλωτές που κατευθύνονται προς το διοικητήριο. Οι αστυνομικοί παίρνουν τα όπλα από τους στρατιώτες που δεν υπακούν στις εντολές να πυροβολήσουν τους απεργούς.
Για 36 ώρες η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στα χέρια του λαού, η αστυνομία κλείνεται στα Τμήματα. Στην κηδεία των θυμάτων συμμετέχει μια λαοθάλασσα 150.000 ανθρώπων, σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού της πόλης. Ψάλλουν το «Πένθιμο Εμβατήριο». Αξιωματικοί και φαντάροι αγκαλιάζονται με τους πολίτες. Οι γυναίκες από τα μπαλκόνια της πόλης ραίνουν τους διαδηλωτές με λουλούδια. Οι εργάτριες στολίζουν με λουλούδια τις κάννες των όπλων της στρατιωτικής δύναμης που ακολουθούσε τη διαδήλωση.
Πρώτο όνομα. Αϊβατζίδ-ηηης Γεώργιος. (...) Μόλις ακούει τ' όνομα, πετιέται ένας άντρας. - Γεια σας αδέρφια, φωνάζει, και σηκώνει τη γροθιά του ψηλά. Ο κατάλογος εξακολουθεί. Ενας - ένας π' ακούει, πετιέται στη μέση. Γροθιές παντού ανεμίζανε, σα νάτανε σημαίες. Ακουες τις φωνές τους να φωνάζουνε: "Ζήτω το ΕΑΜ! ΕΛΑΣ! ΚΚΕ!". Μα το κυριότερο ήταν: "Γεια σας - γεια σας - εκδίκηση"...» (από το βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη, «Πρωτομαγιές 1886-1945»).
Καθώς τα καμιόνια προχωρούν, ο δρόμος γεμίζει με σημειώματα. Τα ρίχνουν οι μελλοθάνατοι. Μερικά απ' αυτά είχαν καρφιτσωθεί σε κάποιο ρούχο που πετάχτηκε κι αυτό στο δρόμο. Αλλα τα παρέλαβαν, κόκκινα απ' το αίμα, οι συγγενείς. Πέντε αράδες το πολύ το καθένα. Κι ένα ονοματεπώνυμο.
«Πρωτομαγιά. Γεια σας όλοι, πάμε στη μάχη. ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΚΑΣ 1-5-44», λέει το ένα. «Παύλος Καρατζάς. Εξόριστος από το 1936. Με πήραν για εκτέλεση, 1η Μαΐου 1944», το άλλο. «Η τελευταία μου σκέψη μαζί σου», γράφει ο Ναπολέων Σουκατζίδης στην αγαπημένη του. «Η αδελφούλα μου να πάρει τη θέση μου στο ΚΚΕ», γράφει ο Σ. Σαββόπουλος, που απ' το '37 ήταν στην Ακροναυπλία.
Στις 12 το μεσημέρι αρχίζουν οι πρώτες ριπές. Ανά εικοσάδες, στήνονται στον τοίχο. Γράφει ο Νίκος Καραντηνός: «Οι εκτελέσεις άρχισαν με τον ήλιο ψηλά. Ολη την ώρα που τουφέκιζαν στο ματωμένο τοίχο της Καισαριανής οι καμπάνες χτυπούσαν λυπητερά. Και ο τηλεβόας με τα λόγια του άναβε τις καρδιές και υποσχόταν εκδίκηση» (Νίκος Καραντηνός, «Ριζοσπάστης» 30/4/1988).
Στις δύο το μεσημέρι, τελειώσαν. «Ο κόσμος πήρε το ξοπίσω τα καμιόνια που φεύγανε με τα νεκρά κορμιά. Οι άντρες βγάζανε στο πέρασμά τους τα καπέλα, οι γυναίκες τρέχανε και όλοι ήταν θαρρείς σαν υπνωτισμένοι απάνω από τις σταγόνες το αίμα τους, που 'τρεχε κι έπηζε, κι η γης δεν το έπινε και γινόταν αυλάκια» (αφήγηση του αγωνιστή «Θανάση», από το βιβλίο της Μ. Αξιώτη).
Την επόμενη μέρα, ο λαός της Καισαριανής αψηφά την τρομοκρατία και μετονομάζει το δρόμο που κύλησε το αίμα, την οδό Σκοπευτηρίου, σε «ΟΔΟ ΗΡΩΩΝ».
Και ως προς αυτό σημείωσε ο Μαρξ: «Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής παράλυε κάθε αυτοτελές εργατικό κίνημα, όσον καιρό η δουλεία παραμόρφωνε ένα μέρος της δημοκρατίας. Η εργασία των ανθρώπων με λευκή επιδερμίδα δεν μπορεί να χειραφετηθεί εκεί όπου στιγματίζεται η εργασία των ανθρώπων με μαύρη επιδερμίδα. Από το θάνατο της δουλείας όμως, ξεπήδησε αμέσως μια καινούρια ξανανιωμένη ζωή. Ο πρώτος καρπός του εμφυλίου πολέμου ήταν η ζύμωση για το οχτάωρο, που με ταχύτητα ατμομηχανής προχωρεί από τον Ατλαντικό ως τον Ειρηνικό Ωκεανό, από τη Νέα Αγγλία ως την Καλιφόρνια».
Τον Σεπτέμβρη του 1866 η Πρώτη Διεθνής στο συνέδριό της στη Γενεύη αποφάσισε: «Η μείωσις των ωρών εργασίας οφείλει να είναι το πρώτον βήμα προς τη χειραφέτησιν του εργάτου. Κατ' αρχήν η οκτάωρος εργασία πρέπει να θεωρηθή επαρκής και η νυκτερινή εργασία να επιτρέπεται μόνον εξαιρετικώς».
Υπολογίστηκε ότι στην απεργία της 1ης Μάη του 1886 πήραν μέρος κοντά στους 500.000 εργάτες με επίκεντρο του αγώνα το Σικάγο.
Αντιγράφουμε από το βιβλίο των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μόρε, «Η άγνωστη Ιστορία του Εργατικού Κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»:
«"Παντού βλέπει κανείς αναταραχή για το οχτάωρο", έγραφε ο Τζον Σουίντον στην εφημερίδα του, στις 18 του Απρίλη 1886. "Οι εργάτες διαδήλωναν και τραγουδούσαν από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Σαν Φραντσίσκο. Οι εφημερίδες, ομόφωνα και με μικρές διαφοροποιήσεις, δήλωναν ότι το κίνημα ήταν "κομμουνιστικό, ανατριχιαστικό και αχαλίνωτο". Δήλωναν ότι θα έφερνε "μείωση μισθών, φτώχεια και κοινωνική υποβάθμιση του Αμερικανού εργάτη", ενώ θα έσπρωχνε τους εργάτες σε "αλητεία και χαρτοπαιξία, βία, κραιπάλη και αλκοολισμό". Η "Νιου Γιορκ Τάιμς", στις 25 του Απρίλη 1886, χαρακτήρισε το κίνημα "αντιαμερικανικό", προσθέτοντας ότι "οι εργατικές αναταραχές προκαλούνται από ξένους"...
Οι εφημερίδες και οι βιομήχανοι διέδιδαν ότι η 1η του Μάη ήταν η ημερομηνία που θα γινόταν μια κομμουνιστική εργατική εξέγερση, σύμφωνα με το μοντέλο της Παρισινής Κομμούνας. Ο Μέλβιλ Ε. Στόουν, διευθυντής της εφημερίδας "Σικάγκο Ντέιλι Νιους" - η οποία χαρακτηριζόταν "η πιο κερδοφόρα έκδοση δυτικά της Νέας Υόρκης" - έλεγε ότι "εύκολα προβλέπεται επανάληψη των ταραχών της Παρισινής Κομμούνας", για την 1η Μάη 1886. Στο φύλλο της μέρας εκείνης, η εφημερίδα του Σικάγου "Ιντερ-Οσεαν" ανακοίνωνε: "Οι σοσιαλιστές ταραχοποιοί δήλωσαν με καμάρι ότι θα χρησιμοποιήσουν τη διαδήλωση για το οχτάωρο προς όφελός τους... Εγινε γνωστό ότι φτάνουν σήμερα στο Σικάγο μερικοί από τους πιο ικανούς καθοδηγητές του σοσιαλιστικού κινήματος"...
Ηταν Σάββατο, εργάσιμη μέρα. Ομως οι εργάτες γελώντας, κουβεντιάζοντας και ντυμένοι με τα καλά τους κατευθύνονταν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους στη λεωφόρο Μίτσιγκαν. Ο δρόμος είχε αποκτήσει ατμόσφαιρα γιορτής...
Εξω από τον κύριο όγκο της διαδήλωσης και στους γειτονικούς δρόμους ήταν παραταγμένοι λόχοι αστυνομικών και ειδικών δυνάμεων, έτοιμοι να επιβάλουν "τον νόμο και την τάξη". Σε στρατηγικά σημεία, στις στέγες, ήταν μαζεμένοι αστυνομικοί, Πίνκερτον και αξιωματικοί της εθνοφρουράς, κρατώντας όπλα και άλλα σύνεργα πολέμου. Στους στρατώνες, 1.350 εθνοφρουροί με στολή, οπλισμό και πολυβόλα περίμεναν το σύνθημα για να δράσουν. Σε ένα κεντρικό κτίριο γραφείων μαζεύτηκαν ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Πολιτών. Συνεδρίαζαν όλη τη μέρα και έπαιρναν αναφορές από έξω για την επικείμενη σύγκρουση. Αυτοί ήταν το γενικό επιτελείο που συντόνιζε τη μάχη για τη διάσωση του Σικάγου από το κομμουνιστικό οχτάωρο...
Γύρω στους 340.000 εργάτες διαδήλωναν σε όλη τη χώρα. Περίπου 190.000 είχαν κατέβει σε απεργία. Στο Σικάγο 80.000 απεργούσαν για το οχτάωρο και οι περισσότεροι, είπε ο Σπάις δείχνοντας με συγκίνηση, βρίσκονταν εδώ και περίμεναν να αρχίσει η διαδήλωση. Μια δεύτερη σκέψη πέρασε από το μυαλό του και είπε στον Πάρσονς να διαβάσει το κύριο άρθρο της "Μέιλ":
"Στην πόλη μας υπάρχουν δύο επικίνδυνοι κακοποιοί, δύο ακαμάτηδες δειλοί που πάνε να δημιουργήσουν φασαρίες. Ο ένας λέγεται Πάρσονς, ο άλλος Σπάις...
"Θυμηθείτε τα ονόματά τους σήμερα. Παρακολουθήστε τους. Θεωρήστε τους προσωπικά υπεύθυνους για όποια φασαρία δημιουργηθεί. Τιμωρήστε τους παραδειγματικά αν σημειωθούν ταραχές!".
Η διαδήλωση άρχιζε, οι χιλιάδες ξεκινούσαν την πορεία και ο καθένας ένιωθε μέσα του τη δύναμη, την τεράστια δύναμη της αλληλεγγύης... όλοι αποφασισμένοι στη διεκδίκηση του οχτάωρου.
Ο Πάρσονς βάδιζε κοντά στην κεφαλή της πορείας... Η πορεία κατευθύνθηκε προς τη λίμνη Φροντ, όπου θα γίνονταν ομιλίες στα Αγγλικά, στα Τσέχικα, στα Γερμανικά και τα Πολωνικά. Ο Πάρσονς μίλησε για την ακατανίκητη δύναμη της ενωμένης εργατικής τάξης. Ο Σπάις, τριάντα ενός χρόνων, εκδότης της γερμανόφωνης εργατικής εφημερίδας "Αρμπάιτερ - Τσάιτουνγκ" και εξίσου εύγλωττος στη μητρική του γλώσσα και στα Αγγλικά, ήταν πολύ αγαπητός στους συγκεντρωμένους... Καθώς τα χειροκροτήματα για τον Σπάις έσβηναν, η Πρωτομαγιά ανήκε πια στο παρελθόν.
Δεν έγινε αιματοχυσία, ούτε επαναλήφθηκε η Παρισινή Κομμούνα... Ο Τύπος με απολογητικό ύφος άρχισε να μετριάζει τις βίαιες προβλέψεις του... το Σικάγο τώρα ένιωθε κάπως εξαπατημένο με την ειρηνική διαδήλωση.
(...) Τη Δευτέρα η απεργία απλώθηκε και πολλές χιλιάδες εργατών του Σικάγου κατάκτησαν το οχτάωρο, ενώ η Επιτροπή Πολιτών εξακολουθούσε να υποστηρίζει ότι κάτι έπρεπε να γίνει.
Η αστυνομία, εξοργισμένη από τη διάψευση των υψηλών προσδοκιών της για την Πρωτομαγιά, παρηγορήθηκε κάπως χτυπώντας τους εργαζόμενους στο λοκ άουτ του εργοστασίου θεριστικών μηχανών του Μακ Κόρμικ και βάζοντας μέσα 300 απεργοσπάστες. Την ώρα που έκλεινε το εργοστάσιο, ένα μεγάλο πλήθος εργατών περίμενε να βγουν οι απεργοσπάστες. Τότε, ξαφνικά, τα όπλα των αστυνομικών στράφηκαν κατά πάνω τους. Εκείνοι υποχώρησαν και έκαναν να φύγουν, όταν η αστυνομία, σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, "άρχισε να πυροβολεί τους εργάτες πισώπλατα. Μερικοί άντρες και αγόρια σκοτώθηκαν καθώς έτρεχαν να φύγουν". Οι νεκροί ήταν έξι. Ο Σπάις, που μιλούσε εκεί κοντά σε συγκέντρωση απεργών εργατών ξυλουργείων, είδε τη σφαγή και το ανέφερε στους συντρόφους του. Αποφασίστηκε να οργανωθεί συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την αστυνομική βία, το επόμενο βράδυ στην πλατεία Χεϊμάρκετ...
(...) Ο Σπάις μιλούσε από το βαγόνι, όταν είδε τον Πάρσονς να φτάνει μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Τον είδε και ο κόσμος και ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ο Πάρσονς έβαλε την οικογένειά του σε ένα άλλο άδειο βαγόνι, πήγε στην αυτοσχέδια εξέδρα, σκαρφάλωσε και άρχισε την ομιλία του. "Δε βρίσκομαι εδώ για να ξεσηκώσω κανέναν", είπε, "αλλά για να πω τα πράγματα έτσι όπως έχουν".
Η ομιλία του Πάρσονς τέλειωσε στις δέκα. Φυσούσε κιόλας ένας παγωμένος άνεμος από τη μεριά της λίμνης και έπεφταν λίγες σταγόνες βροχής. Ερχόταν καταιγίδα. Πολλοί είχαν φύγει (...) ο Φίλντεν συνέχιζε την ομιλία του μπροστά στο πλήθος, που ολοένα μίκραινε (...) Ξαφνικά φωνές ακούστηκαν: "Προσοχή! Η αστυνομία!". Από το τέρμα του δρόμου φάνηκαν οι 180 αστυφύλακες σε στρατιωτικό σχηματισμό, με τα γκλομπ στα χέρια. Επικεφαλής ήταν ο αστυνόμος Μπόνφιλντ και ο αστυνόμος Γουόρντ. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει. Ο Γουόρντ σταμάτησε μπρος στο βαγόνι και είπε στον κατάπληκτο Φίλντεν: "Εν ονόματι του λαού της πολιτείας του Ιλινόις, διατάζω να διαλυθεί αμέσως και ειρηνικά αυτή η συγκέντρωση".
"Μα, Αστυνόμε", είπε ο Φίλντεν με σβησμένη φωνή, "είμαστε ειρηνικοί".
Για μια στιγμή έγινε σιωπή. Μέσα στη νύχτα ακουγόταν ο θόρυβος των ποδιών που έτρεχαν. Ξαφνικά ένα κόκκινο φως έλαμψε και ακούστηκε μια τρομερή έκρηξη. Κάποιος είχε ρίξει μια βόμβα. Ακολούθησε φοβερή σύγχυση. Η αστυνομία πυροβολούσε άγρια προς όλες τις κατευθύνσεις, άνθρωποι έπεφταν στη γη, πολλοί είχαν τραυματιστεί, άλλοι έτρεχαν, έβριζαν, βογκούσαν καθώς τους ποδοπατούσαν ή τους χτυπούσαν με τα γκλομπ οι μανιασμένοι αστυνομικοί, ένας από τους οποίους είχε σκοτωθεί και εφτά ήταν βαριά τραυματισμένοι.
Η "Νιου Γιορκ Τρίμπιουν" έγραφε: "... ο όχλος έμοιαζε να έχει χάσει τα λογικά του, διψούσε για αίμα. Μένοντας σταθερά στη θέση, έριξε καταιγισμούς πυρών στους αστυνομικούς".
Από την αρχή κιόλας, πολλοί σκέφτηκαν ότι η βόμβα ήταν έργο προβοκατόρων. "Κρεμάστε τους πρώτα και μετά τους δικάζετε ήταν μια φράση που άκουγα συνέχεια... Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη από θυμό, φόβο και μίσος".
Οι εφημερίδες της χώρας δήλωναν με ένα στόμα ότι «δεν είχε σημασία αν ο Πάρσονς, ο Σπάις και ο Φίλντεν είχαν βάλει τη βόμβα ή όχι. Επρεπε να κρεμαστούν για τις πολιτικές απόψεις τους, για τα λόγια τους και τη γενική δραστηριότητά τους (...) Η διαδικασία της δίκης άρχισε στις 21 του Ιούνη με δικαστή τον Τζόζεφ Ε. Γκάρι... οι μάρτυρες, όλοι τρομοκρατημένοι και μερικοί πληρωμένοι (...) ισχυρίζονταν ότι ο άγνωστος βομβιστής εμπνεύστηκε την ιδέα να ρίξει τη βόμβα από τα λόγια και τις ιδέες των κατηγορουμένων.
Ετσι, δε δικάζονταν πια οι άνθρωποι, αλλά τα βιβλία και οι γραπτές ιδέες. Το φαινόμενο αυτό επρόκειτο να επαναληφθεί πολλές φορές αργότερα στις ΗΠΑ (...) Η ετυμηγορία ήταν δεδομένη».
Στις 11 Νοέμβρη του 1887 οι Πάρσονς, Σπάις, Φίσερ και Εγκελ απαγχονίστηκαν... Το αίμα τους έγινε το λίπασμα για την πρώτη γενικευμένη κατάκτηση του 8ωρου.
Τον Δεκέμβρη του 1888 η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας μέσα από το συνέδριό της αποφάσισε να γιορταστεί η 1η Μάη του 1890 σαν μέρα μνήμης και αγώνα. Λίγο αργότερα, τον Ιούλη του 1889 η Δεύτερη Διεθνής στο ιδρυτικό της συνέδριο όρισε την 1η Μάη διεθνή μέρα των εργατών η οποία και γιορτάστηκε σαν τέτοια την 1η Μάη του 1890.
Το έργο του επιστημονικού σοσιαλισμού των Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς φώτισε στα μέσα του 19ου αιώνα την πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω απ' αυτήν την πάλη, που ήδη τότε είχε μετρήσει τα πρώτα θύματα ανάμεσα στους εργάτες, είχε καταγράψει τους πρώτους ηρωικούς αγώνες. Με το έργο τους αποκάλυψαν το μηχανισμό της υπεραξίας, το γεγονός δηλαδή ότι η εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα που η κατανάλωσή του δημιουργεί αξία μεγαλύτερη από την αξία του και ότι αυτός ο μηχανισμός βρίσκεται στον πυρήνα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Νέα επιστημονικά - τεχνολογικά δεδομένα, νέες μέθοδοι οργάνωσης της παραγωγής και νέοι μαζικοί κλάδοι στην καπιταλιστική οικονομία έφεραν πολιτικές διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου, με σταθερό όμως τον κύριο στόχο, την επιμήκυνση δηλαδή του μέρους του εργάσιμου χρόνου κατά το οποίο ο μισθωτός δουλεύει για το κεφάλαιο και όχι για τον «εαυτό του».
Σήμερα, με ακόμα πιο σύγχρονες μεθόδους εργασίας, στις συνθήκες των ψηφιακών τεχνολογιών και της λεγόμενης 4ης βιομηχανικής επανάστασης, συντελούνται νέες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις. Χαρακτηριστική είναι η τηλεργασία, που αξιοποιείται σε μια σειρά κλάδους της παραγωγής και γενικεύεται με αφορμή και την πανδημία. Την ίδια στιγμή που οι δυνατότητες της τεχνολογίας και της παραγωγής δείχνουν την τάση για «απελευθέρωση του χρόνου», για μείωση του εργάσιμου χρόνου, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων, την αύξηση των μισθών, την εξασφάλιση σταθερής εργασίας, συμβαίνουν ακριβώς τα αντίθετα.
«Δίκαιος μισθός για δίκαιη εργάσιμη ημέρα! Πολλά θα μπορούσε να πει κάποιος και για τη δίκαιη εργάσιμη μέρα, δικαιοσύνη που είναι ίδια και απαράλλαχτη με τη δικαιοσύνη για το μισθό. Αλλά αυτό είμαστε αναγκασμένοι να το αφήσουμε για κάποια άλλη φορά. Από τα παραπάνω, γίνεται απολύτως ξεκάθαρο ότι το παλιό σύνθημα έφαγε τα ψωμιά του και είναι αμφίβολο αν μας κάνει για σήμερα. Η δικαιοσύνη της πολιτικής οικονομίας, όσο η τελευταία εκφράζει πιστά τους νόμους, με τους οποίους διοικείται η σημερινή κοινωνία, είναι η δικαιοσύνη που τάσσεται εξολοκλήρου με τη μια πλευρά. Με την πλευρά του κεφαλαίου. Ας θάψουμε λοιπόν για πάντα το παλιό σύνθημα και ας το αντικαταστήσουμε με το εξής: Τα μέσα εργασίας - πρώτες ύλες, φάμπρικες μηχανές - στην ιδιοκτησία των ίδιων των εργατών».
(Φρ. Ενγκελς, άρθρο στην εφημερίδα «Labour Standard», 1-2 Μάη 1881)