Σάββατο 18 Μάη 2019 - Κυριακή 19 Μάη 2019
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Το ΚΚΕ δεν περιορίζεται σε μια απλή εναντίωση στην ΕΕ των μονοπωλίων. Παλεύει καθημερινά, για να ανοίξει ο δρόμος για την Ελλάδα και την Ευρώπη του σοσιαλισμού. Μόνο μια Ευρώπη των χωρών, που βαδίζουν στο δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα είναι μια Ευρώπη για τους λαούς της. Αγωνίζεται, για να ανοίξει ο δρόμος που οδηγεί στην Ευρώπη των πολλών, των λαών, της κοινωνικής ευημερίας.

Για να ανοίξει αυτός ο δρόμος απαιτείται η πάλη για την αποδέσμευση και την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου σε κάθε χώρα της ΕΕ, γιατί καμιά ιμπεριαλιστική συμμαχία δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε φιλολαϊκή κατεύθυνση.

Ευρωπαϊκή Ενωση: Στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου και των πολιτικών εκπροσώπων του

1992. Συγκέντρωση του ΚΚΕ ενάντια στη συνθήκη του Μάαστριχτ
1992. Συγκέντρωση του ΚΚΕ ενάντια στη συνθήκη του Μάαστριχτ
Ενόψει των ευρωεκλογών στο σύνολό τους οι αστικές πολιτικές δυνάμεις (δεξιές και «αριστερές») πίνουν νερό στο όνομα της ΕΕ και περιορίζουν τις μεταξύ τους διαφορές στη διαχείριση μιας πραγματικότητας που όταν την κοιτάς απ' τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης ζέχνει απ' τη κορφή ως τα νύχια. Οι «αριστεροί», μάλιστα, έχουν απογειώσει το επίπεδο ισχυριζόμενοι ότι η ΕΕ έχει ξεφύγει (!) από τις αρχές της και ότι αρκεί να μην είναι ο Βέμπερ ο επόμενος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να ανοίξει ο δρόμος για ένα μέλλον λαμπερό!

Τίποτα παράξενο σ' όλο αυτό. Η σχέση της ελληνικής ολιγαρχίας και των πολύχρωμων πολιτικών εκπροσώπων της με τη διακρατική αυτή ιμπεριαλιστική συμμαχία ξεκινά από πολύ πιο μακριά, απ' τις αρχές της 10ετίας του '60.

***

Ηταν 1961, 9 του Ιούλη, όταν η τότε κυβέρνηση του κόμματος της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση), πρόγονος της σημερινής ΝΔ, υπέγραψε τη Συνθήκη Σύνδεσης της Ελλάδας με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) - ή, διαφορετικά, «Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά».

Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, με τα τότε κόμματά της, επέλεξε και συμμετέχει στην ΕΟΚ, για να ενισχύσει και προωθήσει τα οικονομικά συμφέροντά της, εξασφαλίζοντας κι ένα ακόμα διεθνές στήριγμα στην εξουσία της. Είχε προηγηθεί η ένταξη στο ΝΑΤΟ από το 1952.

1979. Αφίσα του ΚΚΕ για την ΕΟΚ που φιλοτέχνησε ο Γιώργης Βαρλάμος
1979. Αφίσα του ΚΚΕ για την ΕΟΚ που φιλοτέχνησε ο Γιώργης Βαρλάμος
Η Ελλάδα έγινε δεκτή στην τότε ΕΟΚ αφενός γιατί το ζήτησε η πλουτοκρατία της, αφετέρου γιατί ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα στα σοσιαλιστικά Βαλκάνια, η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ σε μια περιοχή που είχε κηρυχτεί εχθρική για τον δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό καπιταλισμό. Μια χώρα - γέφυρα του διεθνούς καπιταλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό, αλλά και γέφυρά του στη Μέση και Εγγύς Ανατολή.

Το ΚΚΕ σε Ανακοίνωση της ΚΕ στις 4/4/1961, λίγο μετά τη μονογραφή της Συνθήκης, εκτίμησε: «Για την εργατική τάξη της χώρας μας, η σύνδεση της Ελλάδας με την Κοινή Αγορά θα σημαίνει πιο άγρια εκμετάλλευση, μεγαλύτερη ανεργία, αύξηση της μετανάστευσης (...) Για την αγροτιά μας η σύνδεση θα σημαίνει καινούριες δυσκολίες στην τοποθέτηση των εξαγώγιμών της προϊόντων γιατί (...) θα εμποδίσουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη των συναλλαγών μας με την απέραντη αγορά των σοσιαλιστικών χωρών. Αλλά και τα μη εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα (σιτάρι, κτηνοτροφικά προϊόντα) θα αντιμετωπίσουν, με την άρση των δασμών, τον αθέμιτο ανταγωνισμό των φτηνότερων δυτικοευρωπαϊκών (...) Το ξεκλήρισμα των φτωχών και μεσαίων αγροτών θα ενταθεί».

Εναν περίπου χρόνο μετά από την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ και με αφορμή την επικύρωσή της από τη Βουλή, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ δημοσιοποίησε Απόφαση, στην οποία χαρακτήριζε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα «διακρατική ένωση των μεγαλύτερων μονοπωλίων της Δυτικής Ευρώπης για την ανακατανομή της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, των πηγών πρώτων υλών και των σφαιρών εξαγωγής κεφαλαίου, για τη μεγαλύτερη διείσδυσή τους στην οικονομία των πιο αδύνατων συνεταίρων τους και την αρπαγή του εθνικού τους πλούτου, για την εντατικότερη εκμετάλλευση των εργαζομένων».


Επίσης, το ΚΚΕ εκτιμούσε: «Η χώρα μας θα παραμείνει αγορά τοποθέτησης ξένων βιομηχανικών προϊόντων, αγροτικό εξάρτημα - προμηθευτής πρώτων υλών και φτηνής εργατικής δύναμης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών».

Κάτω από το πρίσμα των μετέπειτα εξελίξεων, η εκτίμηση του ΚΚΕ επιβεβαιώθηκε ως προς το χαρακτήρα της ΕΟΚ, τις συνέπειες για τα φτωχά αγροτικά και βιοτεχνικά τμήματα και τη γενικότερη αντεργατική επιθετική πολιτική. Ωστόσο, το ΚΚΕ σ' εκείνη τη χρονική στιγμή δεν κατόρθωσε να αναλύσει όλες τις πλευρές του νέου φαινομένου, κυρίως να προβλέψει τη δυνατότητα προσαρμογής και επιτάχυνσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας μέσα στην ΕΟΚ.

Η Συμφωνία Σύνδεσης «πάγωσε» με την επιβολή στην Ελλάδα της δικτατορίας της 21/4/1967, αφού οι τυπικές αναφορές της ιδρυτικής Συνθήκης της ΕΟΚ αφορούσαν τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας.

***

Οι διαδικασίες ξανάρχισαν το 1974. Η αίτηση της ένταξης υποβλήθηκε στις 12 του Ιούνη 1975 και οι σχετικές διαπραγματεύσεις κράτησαν 3 χρόνια, καταλήγοντας το 1978 ότι από την 1/1/1981 η Ελλάδα εντάσσεται στην ΕΟΚ ως πλήρες μέλος.

Τον Οκτώβρη του 1981, στις εκλογές για το εθνικό Κοινοβούλιο, κυβέρνηση αναδεικνύεται το ΠΑΣΟΚ, με σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και «Εξω από την ΕΟΚ των μονοπωλίων». Αλλά αυτό το κόμμα ήταν που διαχειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου μέσα στην ΕΟΚ και μετά στην ΕΕ, στο όνομα πάντα του εφικτού, των δυσκολιών από την αποδέσμευση, των κινδύνων της απομόνωσης και άλλα ηχηρά παρόμοια. Ετσι, επέβαλε στο λαό τη χωρίς όρια αντιλαϊκή πολιτική, διαχειρίστηκε το σύστημα με τον καλύτερο τρόπο, ενσωματώνοντας λαϊκές δυνάμεις στο σύστημα. Αλλωστε, αυτός ήταν και είναι ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας στο αστικό πολιτικό σύστημα. Να εκτονώνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια στο «μη χείρον βέλτιστον», που οδηγεί στη συνεχή επιδείνωση των όρων ζωής των λαϊκών στρωμάτων.

***

Ακολούθησε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, το θεμέλιο της σημερινής ΕΕ. Η Συνθήκη των Συνθηκών. Απ' αυτήν απορρέουν όλες οι αντεργατικές - αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ, τις οποίες συναποφασίζουν οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ και τις εφαρμόζουν στα κράτη τους.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (ή Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης) υπογράφτηκε στις 7 Φλεβάρη του 1992 και επικυρώθηκε στη Βουλή με τις περίφημες 292 ψήφους τον Ιούλη του 1992 (ψήφισαν υπέρ η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, η Πολιτική Ανοιξη και ο Συνασπισμός - νυν ΣΥΡΙΖΑ). Καταψήφισε μόνο το ΚΚΕ.

Η Συνθήκη ψηφίστηκε χωρίς κανείς από τους βουλευτές των κομμάτων που την ψήφισαν να την έχει διαβάσει, καθώς δεν είχε δοθεί από κανένα κρατικό όργανο στη δημοσιότητα. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ έγινε ολόκληρη γνωστή μόνο από το ειδικό ένθετο στο οποίο τη δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» και είναι η μόνη εφημερίδα που το έκανε.

Η Συνθήκη συμπληρώθηκε με τη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) καθώς εντός της ΕΕ ήταν και παραμένει οξύτατος ο ανταγωνισμός. Επιχειρήθηκε έτσι να θεσμοθετηθεί η διεθνοποίηση των μηχανισμών διεύρυνσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Κίνητρό τους δεν ήταν φυσικά η ευημερία των λαών, όπως ψευδεπίγραφα διακήρυξαν, αλλά η αντιμετώπιση των δυσκολιών στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, που προέρχονται από τη ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τον οξύτατο ανταγωνισμό των αμερικανικών και ιαπωνικών μονοπωλίων στο χώρο της Ευρώπης και σ' όλο τον κόσμο.

Το ΚΚΕ τάχθηκε εξαρχής κατά της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Στην Απόφαση της ευρείας Συνόδου της ΚΕ του ΚΚΕ (16 - 17 Μάη 1992) αναφέρεται: «Το Κόμμα μας δεν μπορεί να συμφωνήσει με την αντίληψη του "μονόδρομου" και όταν μάλιστα είναι δεδομένη η 11χρονη αρνητική εμπειρία της χώρας από την ένταξη στην ΕΟΚ. Πρόκειται για αντίληψη που ταυτίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων και της χώρας με τα συμφέροντα και τις επιλογές του μεγάλου ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Αντίληψη που καταδικάζει την Ελλάδα στο περιθώριο των πολιτικών που χαράσσουν οι ισχυροί της ΕΟΚ. Το όραμα της "Ενωμένης Ευρώπης", της Ευρώπης των μονοπωλίων, που συνενώνει και εμπνέει βιομηχάνους, εφοπλιστές, μεγαλέμπορους, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, "ΣΥΝ" και ο συγκεκριμένος στόχος "να μπούμε στο σκληρό πυρήνα της ΕΟΚ" δεν έχει καμιά σχέση με τα οράματα και τις ανάγκες της εργατικής τάξης, των εργαζομένων».

Σχετικά με την ΟΝΕ, στην ίδια Απόφαση αναφέρεται: «Η ΟΝΕ όχι μόνο δεν πρόκειται να απαλλάξει τους εργαζόμενους από τα δεινά του καπιταλισμού (εκμετάλλευση, κρίσεις, φτώχεια, καταπίεση εθνών και λαών, πόλεμοι κ.λπ.), αλλά, αντίθετα, ενισχύει τον κύριο της καπιταλιστικής παραγωγής, το μονοπωλιακό υπερκέρδος, με τις πολλαπλές πηγές άντλησής του, στη σφαίρα παραγωγής και κυκλοφορίας, στην εσωτερική και την εξωτερική αγορά, αναπτύσσοντας το μονοπωλιακό ανταγωνισμό ως τα έσχατα όρια».

***

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη του Αμστερνταμ, που υπογράφτηκε στις 2 Οκτώβρη του 1997. Η νέα Συνθήκη ανάμεσα σ' άλλα προέβλεπε το περίφημο Σύμφωνο Σταθερότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Θεωρητικά, με το Σύμφωνο Σταθερότητας οι αρχιτέκτονες της ΕΕ επιδίωκαν τη σύγκλιση (ονομαστική και πραγματική) των οικονομιών. Στα χρόνια που πέρασαν η «σύγκλιση» παραμένει ανέφικτη, αποδεικνύοντας την ορθότητα της θέσης του ΚΚΕ ότι «ο δρόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης δεν καταργείται με ευχές στα πλαίσια της καπιταλιστικής ενοποίησης και ότι ο στόχος της σύγκλισης, ονομαστικός ή και μη ονομαστικός, αριθμητικός ή και όχι αριθμητικός, δεν πρόκειται να πιαστεί ούτε τώρα ούτε αύριο».

Βέβαια, το Σύμφωνο Σταθερότητας έδωσε τη δυνατότητα στους εργοδότες και τις κυβερνήσεις να προωθήσουν μια δέσμη σκληρών αντεργατικών μέτρων για τη μείωση του κόστους εργασίας και την «ανταγωνιστικότητα» της οικονομίας της ΕΕ, δηλαδή τη διαρκή διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους για το μεγάλο κεφάλαιο. Μεταξύ αυτών των μέτρων είναι η κατεδάφιση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, η καθιέρωση της μερικής απασχόλησης σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, η κατάργηση θεμελιωδών εργατικών δικαιωμάτων, η ιδιωτικοποίηση σειράς τομέων, όπως της Ενέργειας, των Τηλεπικοινωνιών, της Παιδείας, της Υγείας, της Ερευνας, όλα όσα βιώνουμε σήμερα ως κεκτημένο της ΕΕ.

***

Το Μάρτη του 2000 αποφασίστηκε από τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ η Στρατηγική της Λισαβόνας, στη Σύνοδο Κορυφής, με επίκεντρό της την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, ως στρατηγικού στόχου, για την υλοποίηση του οποίου κατέληξαν σε μια σειρά από μέτρα τα οποία προωθούν έκτοτε, με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή καθημερινά.

Μέτρα, όπως η κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και οι ελαστικές μορφές εργασίας, η παράδοση των συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης στο κεφάλαιο, η εμπορευματοποίηση των τομέων Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, οι αντιδραστικές αλλαγές ιδιαίτερα στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, για παραγωγή φτηνού καταρτίσιμου εργατικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις, η ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα αυτών που έχουν στρατηγική σημασία, όπως π.χ. Τηλεπικοινωνίες, Ενέργεια κ.λπ. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή αυτών των πολιτικών σε κάθε κράτος - μέλος, η οποία ελέγχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις Εαρινές Συνόδους Κορυφής, ωθεί στην ακόμη μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή στην ενίσχυση των μονοπωλιακών ομίλων και σε διακρατικό επίπεδο. Και την ίδια ώρα αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων, μειώνει το λαϊκό εισόδημα και τις συντάξεις, αυξάνει τον εργάσιμο βίο έως το ...θάνατο.

***

Σε ισχύ παραμένει έκτοτε η στρατηγική «Ευρώπη 2020» για την απασχόληση και την ανάπτυξη, που έδωσε τις νέες κατευθυντήριες γραμμές των αντεργατικών - αντιλαϊκών ανατροπών.

Στόχος της είναι να καταστήσει τα μονοπώλια της ΕΕ υπερκερδοφόρα, να τραβήξει την καπιταλιστική οικονομία της ευρωένωσης από το τέλμα της κρίσης και να την επαναφέρει σε τροχιά τέτοια που θα της επιτρέπει με αξιώσεις να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία στον παγκόσμιο καπιταλιστικό ανταγωνισμό.

Παράλληλα, από το 1999, έχουν αποφασιστεί η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας (ΚΕΠΠΑΑ), η συγκρότηση Ευρωστρατού από 50.000 - 60.000 ενόπλους, για διαχείριση «διεθνών κρίσεων» και «ειρηνευτικών» αποστολών, δηλαδή για ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, ενώ το 2003 αποφασίστηκε το δόγμα του προληπτικού χτυπήματος, δηλαδή της ένοπλης επέμβασης σε χώρες από τις οποίες υποτίθεται ότι κινδυνεύει η ΕΕ.

***

Ολα αυτά βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαία. Οταν από τη Συνθήκη Ανθρακα - Χάλυβα το 1952 έμπαιναν τα θεμέλια της Συνθήκης της Ρώμης το 1957, το κεφάλαιο συνένωνε τις δυνάμεις του για να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό στην Ευρώπη, πρωτίστως με το αντίπαλο σύστημα, το σοσιαλισμό, με το ανερχόμενο εργατικό κίνημα στις χώρες της Ευρώπης, αλλά και στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.

Η σύγχρονη φάση ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ιδιαίτερα σε συνθήκες αλλεπάλληλων οικονομικών κρίσεων, επιτάσσει αυστηρή εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και όλων όσα στη συνέχεια απορρέουν απ' αυτήν - συναποφασίζονται και εφαρμόζονται στα κράτη - μέλη της ΕΕ για την απρόσκοπτη εντεινόμενη εκμεταλλευτική δράση του κεφαλαίου, την ενίσχυση της εξουσίας του και το τσάκισμα, αν είναι δυνατόν, του εργατικού κινήματος, προκειμένου να αποφύγει την αμφισβήτηση και την ανατροπή του.

Ολη η πορεία και εξέλιξη της ΕΟΚ αρχικά και μετέπειτα της ΕΕ επιβεβαίωσε πολύ πιο ωμά, βάρβαρα, εκείνο που το ΚΚΕ υποστηρίζει από το 1960: Οτι είναι μια συμμαχία καπιταλιστική (ιμπεριαλιστική), που έχει στόχο να δυναμώσει περισσότερο το κεφάλαιο, τα μονοπώλια της Ευρώπης, να υπηρετήσει τα συνολικά συμφέροντά τους στον παγκόσμιο καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Η ενδυνάμωση της ΕΕ, λοιπόν, μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με έναν τρόπο: Με την ακόμη μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης των κρατών - μελών της, με την καταπίεση και εξολόθρευση των αυτοαπασχολούμενων, των φτωχών αγροτών. Μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τη συμμετοχή σε άδικους πολέμους, με την επιβολή της ιμπεριαλιστικής «ειρήνης», με την πορεία στρατιωτικοποίησής της. Με άλλα λόγια, μέσα από τη θωράκιση της δικτατορίας του κεφαλαίου.

Οσα κόμματα υποστηρίζουν το αντίθετο (ο ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα, μίλησε και για Ευρώπη των δημοκρατικών παραδόσεων, την ώρα που υπέγραφε την πρόσφατη αντικομμουνιστική διακήρυξη στο Σιμπίου της Ρουμανίας) είναι γιατί έχουν επιλογή τους τη στήριξη και υπηρέτηση του καπιταλισμού. Η στάση κάθε πολιτικού κόμματος απέναντι στην ΕΕ καθορίζεται από τη στάση που αυτό έχει απέναντι στον καπιταλισμό της χώρας του. Αν, δηλαδή, παλεύει για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, ή αν παλεύει για την ενίσχυση της κυριαρχίας του.

***

Η περίφημη «ανάπτυξη» της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωζώνη, ορισμένη ισχυροποίηση της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας στα χρόνια ένταξης στην ΟΝΕ, δεν αφορούσε στις λαϊκές δυνάμεις. Αντιθέτως, αυτή επήλθε από τις μεγαλύτερες δυνατότητες εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας και αφαίμαξης του υπερπροϊόντος του μικροπαραγωγού που προσέφερε το ευρωενωσιακό εποικοδόμημα με την ενιαία νομισματική πολιτική του, την ΚΑΠ, την πολιτική των αναδιαρθρώσεων και πάνω απ' όλα με την προώθηση ενιαίων μηχανισμών καταστολής αλλά και ιδεολογικής χειραγώγησης.

Με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ ενισχύθηκαν όλες οι κρατικές λειτουργίες στην Ελλάδα. Βοηθήθηκε η ελληνική κεφαλαιοκρατία να προσαρμόσει τους πάσης φύσεως μηχανισμούς εξουσίας της στις νέες ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Το εποικοδόμημα της ΕΕ (Συνθήκες, όργανα, οικονομικοί μηχανισμοί - νομισματικό σύστημα, Eurostat, κ.λπ. - κατασταλτικοί μηχανισμοί - Europol, Ευρωστρατός, Σένγκεν, Eurojust, κ.λπ.) είναι η πλέον οργανωμένη έκφραση της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας απέναντι στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Ολο αυτό το εποικοδόμημα στοχεύει στην ενίσχυση της καπιταλιστικής εξουσίας σε κάθε κράτος - μέλος της ΕΕ. Σε αυτό ακριβώς βοηθήθηκε και η ελληνική κεφαλαιοκρατία από τη συμμετοχή της στην ΕΕ.


Θ. Λ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ