Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» αναδεικνύουμε θέματα που σχετίζονται με την προσπάθεια που κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ να παρουσιάσει τη διαπραγμάτευση που επιχειρεί με την ΕΕ για λογαριασμό του κεφαλαίου ως δήθεν υπόθεση που θα ωφελήσει τους εργαζόμενους. Επίσης, με αφορμή το πρόσφατο ταξίδι του Ρώσου Προέδρου στη Αίγυπτο αναφερόμαστε σε αλλαγές που συμβαίνουν στο γεωπολιτικό χάρτη. Συγκεκριμένα, τα θέματα είναι τα εξής:
Τα αστικά επιτελεία έχουν καταρτίσει σειρά ολόκληρη από δείκτες μέτρησης της ανταγωνιστικότητας. Καθένας από αυτούς εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο, στην ικανότητα μιας καπιταλιστικής οικονομίας ή ενός ορισμένου κλάδου της, ενός επιχειρηματικού ομίλου, να παράγει εμπορεύματα και να τα πουλά αποσπώντας μεγαλύτερα μερίδια στην αγορά από τους ανταγωνιστές του.
Για παράδειγμα, η ανταγωνιστικότητα συνδέεται άμεσα με την παραγωγικότητα της εργασίας, δηλαδή τη δυνατότητα πολλαπλάσιας παραγωγής εμπορευμάτων στη μονάδα του χρόνου. Εξασφαλίζεται με τα ανάλογα μέσα παραγωγής σύγχρονης τεχνολογίας και απαιτεί ανάλογες επενδύσεις με κρατικές ενισχύσεις αλλά και ανάλογο εργατικό δυναμικό, γι' αυτό και η Εκπαίδευση παίζει ρόλο. Επίσης, στην αλυσίδα της ανταγωνιστικότητας εντάσσονται η επενδυτική - αναπτυξιακή νομοθεσία, το φορολογικό σύστημα, η νομοθεσία στις εργασιακές σχέσεις, στο μισθολογικό καθεστώς, γενικότερα στην αγορά εργασίας, όπως την ονομάζουν οι καπιταλιστές, ενός κράτους ή μιας ένωσης κρατών, όπως η ΕΕ. Συνδυαστικά με τους άλλους παράγοντες που διαμορφώνουν το βαθμό της ανταγωνιστικότητας, τα επιτελεία των καπιταλιστών χρησιμοποιούν και το λεγόμενο «μοναδιαίο κόστος εργασίας», δηλαδή το δείκτη με τον οποίο μετράνε το «μισθολογικό κόστος» για κάθε μονάδα παραγόμενου εμπορεύματος. Αρα, η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου προϋποθέτει την εξασφάλιση φτηνού εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Επίσης, επιδρά η λειτουργία του κράτους, π.χ., το πόσο γρήγορα και χωρίς φραγμούς διευκολύνει τις επενδύσεις.
Με αυτά τα ζητήματα συνδέονται και οι «σαρωτικές διαρθρωτικές αλλαγές», που περιλαμβάνονται στο μείγμα της αντιλαϊκής πολιτικής στην Ελλάδα, για την επόμενη φάση και οι οποίες προσλαμβάνουν το χαρακτήρα του κατεπείγοντος, προκειμένου να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα που έχουν ανάγκη όλα ανεξαιρέτως τα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου. Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προτάσσει τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» του ΟΟΣΑ και μάλιστα ως αντιλαϊκό ατού στα παζάρια της με τους «θεσμούς» της τρόικας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τη «φυσιολογική» εξέλιξη των αντιλαϊκών μέτρων της «μνημονιακής περιόδου», ο πυρήνας των οποίων θα παραμείνει σε ισχύ και μάλιστα θα συμπληρώνεται από τα διαρθρωτικού χαρακτήρα αντιλαϊκά μέτρα. Οι εκθέσεις, που κατά καιρούς έχει δημοσιοποιήσει ο ΟΟΣΑ για την Ελλάδα (εκτός από φόρους και άλλα χαράτσια), χαρακτηρίζονται, κατά κύριο λόγο, από τις προτάσεις για μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, στη δημόσια διοίκηση και τον κρατικό μηχανισμό, στη Δικαιοσύνη, στην ενίσχυση των ικανοτήτων του φοροεισπρακτικού μηχανισμού κ.ο.κ. που ενισχύουν τη δράση του κεφαλαίου. Αφορούν, επίσης, σε συνταγές διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, όπως τη διάθεση γευμάτων στα σχολεία, την καθιέρωση του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», μέσω του οποίου τσακίζονται τα κάθε είδους προνοιακά επιδόματα των λαϊκών νοικοκυριών.
Οι προτάσεις για την «ανταγωνιστικότητα» αποτελούν πάγιες αξιώσεις του ελληνικού κεφαλαίου. Η σημερινή διοίκηση του ΣΕΒ, θέτει και τους παρακάτω άξονες ανταγωνιστικότητας:
«Εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο». Επισημαίνουν ότι «αποτελεί σημαντικό και συνεκτικό πλαίσιο για την ανάπτυξη» και ότι «προτάσσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ως βασική προϋπόθεση επιτυχίας». Παράλληλα, βάζουν στο τραπέζι και τις προτάσεις τους για τη «βελτίωση» του σχεδίου, προκειμένου να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση «στη σημασία της μεταποίησης και των κατασκευών». Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνουν ότι οι «υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης» απαιτούν αύξηση κυρίως των βιομηχανικών εξαγωγών και ακόμη ότι η Ελλάδα έχει τη μικρότερη μεταποιητική παραγωγή, περίπου 9,5% του ΑΕΠ, έναντι 15,5% στην ΕΕ, η οποία έχει βάλει στόχο το 20% του ΑΕΠ μέχρι το 2020.
«Εγκαθίδρυση του δεύτερου και τρίτου πυλώνα Ασφάλισης». Πρόκειται για ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα που παρέχονται από τα επαγγελματικά ταμεία και τις ασφαλιστικές εταιρείες. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του ΣΕΒ, «πολιτεία, εργοδότες και εργαζόμενοι οφείλουν να συνεργαστούν, να άρουν αντικίνητρα και αποτρεπτικές ρυθμίσεις που σήμερα υποβαθμίζουν το 2ο και 3ο πυλώνα της Ασφάλισης και να τους αναδείξουν σε αναπτυξιακούς μοχλούς, όπως ισχύει στις αναπτυγμένες οικονομίες».
«Μείωση του μη μισθολογικού κόστους». Προτάσσουν τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και στη συνέχεια τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις. Αξιώνουν την «άρση των αντικινήτρων» και στο κόστος της Ενέργειας στη βιομηχανία.
Συνεργασία με το κράτος: Ο ΣΕΒ αναφέρει ότι μπορεί να «βοηθήσει» με προτάσεις σε «κρίσιμους τομείς δημόσιας πολιτικής», όπως Ενέργεια, Φορολογικό, Ασφαλιστικό, Δικαιοσύνη, προγράμματα μαθητείας και Υγεία.
Συγκέντρωση της πίτας: Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, «η σημερινή πραγματικότητα επιβάλλει συνεργασίες και συγχωνεύσεις, ενοποιήσεις, δικτυώσεις, επενδύσεις μεγαλύτερης κλίμακας και εξωστρέφεια».
Παράλληλα, ο σύνδεσμος των Ευρωπαίων βιομηχάνων της BUSINESSEUROPE, μαζί και ο ΣΕΒ, αξιώνουν τα παρακάτω:
-- Να αναληφθούν σαφείς δεσμεύσεις από τις κυβερνήσεις της Ευρώπης για την προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών, τη δημοσιονομική σταθερότητα, την καλύτερη νομοθέτηση και τη διαμόρφωση ενός ασφαλούς και σταθερού ρυθμιστικού περιβάλλοντος που θα διευκολύνει τις επενδυτικές αποφάσεις.
-- Να ληφθούν άμεσα μέτρα για τη μείωση του υψηλού ενεργειακού κόστους, των υπέρμετρων φορολογικών επιβαρύνσεων, καθώς και του μη μισθολογικού κόστους στις επιχειρήσεις.
-- Να προωθηθούν εναλλακτικές χρηματοδοτικές λύσεις πέρα από τον παραδοσιακό τραπεζικό δανεισμό, όπως είναι η αξιοποίηση των πόρων των Ευρωπαϊκών Ταμείων και ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
-- Να υποστηριχθούν πιο ενεργητικά η ενίσχυση της ενιαίας αγοράς και το άνοιγμα σε αγορές πέραν των ευρωπαϊκών συνόρων ως κρίσιμες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη.
-- Να ενθαρρυνθούν η καινοτομία, η νέα επιχειρηματικότητα και η ανάληψη ρίσκου προκειμένου η Ευρώπη να δημιουργήσει περισσότερες δουλειές και νέες επιχειρήσεις.
Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η επιχείρηση ενίσχυσης των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στη διαρκή διαπάλη με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και αγορές, που βέβαια επίσης φροντίζουν για τα μονοπώλια του χώρου τους. Σε επίπεδο ΕΕ, η διαδρομή από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ μέχρι τη Στρατηγική της Λισαβόνας και στη συνέχεια με τη «Στρατηγική ΕΕ 2020» είναι σπαρμένη από αντεργατικά μέτρα και αναδιαρθρώσεις σε όφελος των μονοπωλίων. Στη γραμμή αυτής της στρατηγικής ισχύουν τα μέτρα της ενισχυμένης δημοσιονομικής εποπτείας σε ολόκληρη την ΕΕ, τα οποία, ανεξάρτητα από ονομασίες, αποτελούν τα μόνιμα μνημόνια για την καταλήστευση των λαών.
Η τόνωση των επενδύσεων στην ΕΕ, η δέσμευση για τις διαρθρωτικές αλλαγές και η δημοσιονομική υπευθυνότητα είναι οι τρεις κύριοι πυλώνες της αντιλαϊκής πολιτικής για το 2015, σύμφωνα με την «ετήσια επισκόπηση ανάπτυξης», που εγκρίθηκε από την Κομισιόν στο πλαίσιο της διαδικασίας του «ευρωπαϊκού εξαμήνου», των ενισχυμένων μέτρων δημοσιονομικής εποπτείας, που ισχύουν για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη - μέλη. Σε αυτό το πλαίσιο, το λεγόμενο «πακέτο Γιούνκερ» δεν αφορά μόνο τα προς μοιρασιά κεφάλαια (εκτιμώμενου ύψους 315 δισ. ευρώ στη 3ετία 2015 - 2017) αλλά και την κλιμάκωση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων που αποτελούν προϋπόθεση για την προσέλκυση των «επενδυτών». Το «επενδυτικό πακέτο» της ΕΕ δίνει την προτεραιότητα στην «άρση των φραγμών που εξακολουθούν να υπάρχουν σε όλους τους βασικούς τομείς υποδομών, όπως η Ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, τα ψηφιακά μέσα και οι μεταφορές, καθώς και των φραγμών στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών».
Σήμερα, μάλιστα, η «στρατηγική 2020» εμπλουτίζεται με την κλιμάκωση των αναδιαρθρώσεων που ήδη έχει προαναγγείλει η Κομισιόν και οι οποίες θα κλιμακωθούν στο επόμενο διάστημα. Οι 10 βασικοί της άξονες, που ανακοίνωσε η Κομισιόν, αφορούν:
1. Νέα ώθηση για την απασχόληση, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Θέσεις εργασίας, ανάπτυξη και νέο πακέτο επενδύσεων. Ανασκόπηση της στρατηγικής «Ευρώπη - 2020».
2. Ενιαία ψηφιακή αγορά, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης της αγοράς τηλεπικοινωνιών και πρόταση για τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος πνευματικών δικαιωμάτων.
3. Ενεργειακή Ενωση με μια μακρόπνοη πολιτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Δράσεις για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας.
4. Πιο ενισχυμένη και δίκαιη εσωτερική αγορά με ενίσχυση της βιομηχανίας. Εφαρμογή νέων κανόνων τραπεζικής εποπτείας και εξυγίανσης των τραπεζών. Εργασίες προς μια μελλοντική Ενωση Κεφαλαιαγορών. Στοχοθετημένη αναθεώρηση της οδηγίας για τις αποσπάσεις εργαζομένων και την προώθηση της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού. Εργασίες σχετικά με ένα οριστικό καθεστώς ΦΠΑ.
5. Ολοκληρωμένη και πιο δίκαιη Οικονομική και Νομισματική Ενωση. Προτάσεις για την εμβάθυνση της ΟΝΕ και την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης, δηλαδή για την παραπέρα ενίσχυση του πλαισίου «δημοσιονομικής εποπτείας».
6. Λογική και ισορροπημένη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ.
7. Χώρος Δικαιοσύνης και θεμελιωδών δικαιωμάτων με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Να σημειωθεί ότι στα «θεμελιώδη δικαιώματα», σύμφωνα με την ορολογία της ΕΕ, είναι αυτά της ιδιοκτησίας και των άλλων συμφερόντων των ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Προσχώρηση της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Σύναψη συνολικής συμφωνίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων μεταξύ ΕΕ - ΗΠΑ.
8. Νέα πολιτική για τη μετανάστευση. Εφαρμογή της κοινής πολιτικής ασύλου. Νέα πολιτική για τη νόμιμη μετανάστευση, αρχής γενομένης από την αναθεώρηση της οδηγίας για την μπλε κάρτα. Στρατηγική εσωτερικής ασφάλειας. Επιχειρησιακά μέτρα για την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας και του εξτρεμισμού».
9. Ισχυρότερος ρόλος της ΕΕ στη διεθνή σκηνή.
10. Αναθεώρηση της νομοθεσίας για την έγκριση των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών.
Να σημειωθεί ότι ορισμένοι από τους παραπάνω αντιλαϊκούς άξονες συζητήθηκαν στο πλαίσιο της προχτεσινής Συνόδου Κορυφής της ΕΕ (εμβάθυνση ΟΝΕ, καταπολέμηση τρομοκρατίας).
Η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, η παραπέρα ενίσχυσή της, αναγκαστικά και αναπότρεπτα, έρχεται να κάνει φτηνότερη την εργατική δύναμη. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με περικοπές σε απόλυτα μεγέθη (ονομαστικές μειώσεις μισθών, συντάξεων κ.ά) είτε με μειώσεις σε σχετικό μέγεθος, ως προς τον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο που λυμαίνονται οι καπιταλιστές, που σημαίνει μια ελάχιστη αύξηση μισθού σε σχέση με την πολλαπλάσια αύξηση κερδών λόγω ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας. Και, ταυτόχρονα, με μειώσεις παροχών σε ολόκληρη την γκάμα της ζωής του εργάτη που πριν τις παρείχε το κράτος (π.χ., Υγεία, Πρόνοια, Παιδεία κλπ.). Η ενίσχυση της «ανταγωνιστικότητας» βρίσκει τη συνέχειά της σε μέτρα και ρυθμίσεις που στόχο έχουν τη συγκέντρωση κλάδων και δραστηριοτήτων σε μεγάλες επιχειρήσεις, εξέλιξη που ταυτόχρονα δείχνει και την πόρτα της εξόδου για μεγάλα τμήματα μικρών ΕΒΕ που δραστηριοποιούνται σήμερα στη χώρα. Στο τραπέζι μπήκαν οι «προβληματισμοί» των ιμπεριαλιστικών οργανισμών για το πώς μπορεί να ενισχυθεί η «ανταγωνιστικότητα της οικονομίας», για την παραπέρα συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε διάφορους κλάδους.
Χαρακτηριστικό το περιεχόμενο της Εκθεσης «Οδεύοντας προς την Ανάπτυξη» («Going for Growth»)
Το ποιον αληθινά θα ωφελήσουν οι μεταρρυθμίσεις που ετοιμάζει η ελληνική κυβέρνηση, το ποιον συνολικά υπηρετούν «Οργανισμοί» τύπου ΟΟΣΑ αποτυπώνεται κρυστάλλινα στην Εκθεση «Οδεύοντας προς την Ανάπτυξη» («Going for Growth») που παρουσίασε ο Γκουρία στην Κωνσταντινούπολη τη Δευτέρα, με αφορμή τη συνάντηση που είχαν εκεί οι υπουργοί Οικονομικών και οι διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών των «G-20». Πρόκειται για ένα ακόμα πλέγμα προτάσεων για την ανάκαμψη της κερδοφορίας των μονοπωλίων, την περαιτέρω συντριβή των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων, πασπαλισμένο με μπόλικη αγωνία για τη διασφάλιση της «κοινωνικής συνοχής» και μεθόδων καθυπόταξης των εργατών.
Στην Εκθεση αντανακλάται ανάγλυφα η ανυπομονησία του κεφαλαίου να μειωθεί η ανεργία, αφού η αύξηση της «ζωντανής εργασίας» (απ' αυτήν παράγεται η υπεραξία, άρα και το κέρδος, ενώ αυξάνεται και η ζήτηση, άρα οι τζίροι των επιχειρήσεων), είναι καταλυτική για την εξασφάλιση και την αύξηση της κερδοφορίας των μονοπωλίων. Από αυτήν τη σκοπιά, στο κεφάλαιο «επιλογή των πολιτικών προτεραιοτήτων» γίνεται ειδική αναφορά στην ανάγκη να βελτιωθούν η «παραγωγικότητα της εργασίας» και η «χρησιμοποίηση του εργατικού δυναμικού».
Αναζητώντας τρόπους που θα αυξήσουν τα διαθέσιμα, φτηνά εργατικά χέρια που οι καπιταλιστές μπορούν να χρησιμοποιήσουν, αλλά και το κέρδος που μπορεί να παράξουν οι εργάτες μιας παραγωγικής μονάδας, ο ΟΟΣΑ συστήνει μεταξύ άλλων:
Ως «δυαδικότητα («duality») στην αγορά εργασίας» περιγράφεται η συνύπαρξη εργαζομένων «δύο ταχυτήτων». Η απόκλιση που εμφανίζουν στις συνθήκες εργασίες όσοι δουλεύουν σε «άτυπες» μορφές απασχόλησης και όσοι δουλεύουν με «πλήρη» δικαιώματα προκαλεί τον προβληματισμό σημαντικών τμημάτων του κεφαλαίου. Μια μεγάλη «μαύρη αγορά» εργασίας δεν ευνοεί την «υγιή ανταγωνιστικότητα» (ουσιαστικά κάποιες μερίδες του κεφαλαίου γκρινιάζουν γιατί άλλες βρίσκουν φτηνότερους εργάτες), ενώ ταυτόχρονα δεν οδηγεί σε «απώλεια» εσόδων, φορολογικών και άλλων. Αντίθετα, η «μισθολογική ευελιξία» δίνει τη δυνατότητα ευρείας και με τη «βούλα του νόμου» κατάργησης δικαιωμάτων.
Επιπλέον, όπως δείχνει και η πείρα στη χώρα μας, οι πολιτικές «ενεργητικής απασχόλησης» σημαίνει στοχευμένες παρεμβάσεις για την επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, γιατί αυξάνουν την εκμετάλλευση, άρα και τα κέρδη, να δοθούν «κίνητρα» όπως είναι και η μετατροπή των επιδομάτων ανεργίας σε «επιδόματα απασχόλησης», η εξασφάλιση ακόμα και τζάμπα εργατικών χεριών για επιχειρήσεις μέσα από την απαλλαγή των εργοδοτών από ασφαλιστικές εισφορές ή ακόμα και την αμοιβή με κρατικό χρήμα.
Οσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στο Ασφαλιστικό, οι συστάσεις κινούνται στη γνωστή κατεύθυνση που κινούνται όλοι οι συμβουλάτορες των μονοπωλίων και των κυβερνήσεών τους: «Είναι ευρέως αποδεκτό στις περισσότερες χώρες ότι τα συνταξιοδοτικά συστήματα και οι κανόνες χρειάζεται να αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, ειδικά ότι οι ηλικίες συνταξιοδότησης θα πρέπει να προσαρμόζονται στη μακροβιότητα». Δηλαδή, ο ΟΟΣΑ επικαλείται το ίδιο ακριβώς που επικαλούνται σταθερά η ΕΕ και οι αστικές κυβερνήσεις για να προωθήσουν αντιασφαλιστικές ανατροπές όπως τη συνεχή αύξηση των ορίων ηλικίας, την εξίσωση των ορίων ηλικίας αντρών και γυναικών, την κατάργηση του δικαιώματος «πρόωρης» συνταξιοδότησης, ιδιαίτερα για τις γυναίκες με ανήλικα παιδιά, αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης για κατηγορίες όπως των ΒΑΕ. Η λογική τους, ότι δηλαδή επειδή οι άνθρωποι ζουν περισσότερο θα πρέπει να δουλεύουν και περισσότερο είναι η λογική που αναγνωρίζει στους παραγωγούς του πλούτου μόνο το δικαίωμα να δουλεύουν για να ενισχύεται η διευρυμένη αναπαραγωγή κερδών, να συσσωρεύεται και να διογκώνεται το κεφάλαιο, να ενισχύεται η δράση του, να δουλεύουν μέχρι να βρεθούν με το ένα πόδι στον τάφο. Κι αυτό όταν, αφενός είναι εφικτό (δεδομένου του αυξημένου κοινωνικού πλούτου), αφετέρου είναι απαραίτητο (η εντατικοποίηση και η «ελαστικοποίηση» πολλαπλασιάζουν τη σωματική και ψυχική φθορά των εργαζομένων) να συνταξιοδοτούνται οι άνθρωποι νωρίτερα.
Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο περιεχόμενο που ο ΟΟΣΑ δίνει σε αυτό που ονομάζει «προστασία της εργασίας», όρος και πάλι περίτεχνα επιλεγμένος, για να δοθούν κατευθύνσεις ως προς τη διευκόλυνση των απολύσεων. Στο ομότιτλο κεφάλαιο αναφέρεται, λοιπόν: «Η αυστηρή νομοθεσία που αφορά την προστασία της απασχόλησης μπορεί να καθυστερήσει τη διαδικασία ανακατανομής (σ.σ. τα περιθώρια ελεύθερης κίνησης εργαζομένων από κλάδο σε κλάδο αλλά και από περιοχή σε περιοχή) και τη συνολική αύξηση της παραγωγικότητας γιατί αυξάνει το εργατικό κόστος προσαρμογής για τις εταιρείες».
Ο Οργανισμός εκφράζει ικανοποίηση που «μια καθαρή τάση προς τη μείωση της αυστηρότητας της προστασίας της απασχόλησης εντοπίζεται στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, κύρια επικεντρωμένη σε ρυθμίσεις που καθορίζουν τις μεμονωμένες αλλά και τις ομαδικές απολύσεις». Προσπαθεί να εμφανιστεί ότι δήθεν νοιάζεται να μη γίνεται κατάχρηση τέτοιων ρυθμίσεων, αλλά η στρατηγική που υπηρετεί δεν κρύβεται. Ετσι, επισημαίνει ότι σε επίπεδο εταιρείας «η προστασία της απασχόλησης μπορεί να αυξήσει την αφοσίωση του εργαζόμενου και τα κίνητρα της εταιρείας να επενδύσει σε ανθρώπινο κεφάλαιο συγκεκριμένα μέσα σε μια εταιρεία, κάτι που θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγικότητα μέσα στην ίδια την εταιρεία».
Τι λέει δηλαδή; Οτι, ανάλογα με διάφορα δεδομένα (περιθώρια κέρδους, κατάσταση στον κλάδο κ.τ.λ.) στα «μαγαζιά» του ένας όμιλος μπορεί να επιστρατεύσει διάφορες μεθόδους, για να εξασφαλίσει «κοινωνική ειρήνη» και να αρπάξει την «αφοσίωση» του προσωπικού του, να καλλιεργήσει την αυταπάτη ότι η «προστασία» των εργατών είναι κάτι που καθορίζεται από την κατάσταση σε επίπεδο επιχείρησης και όχι από το συνολικό συσχετισμό δύναμης και το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης, να καθυστερήσει την ανάπτυξη αγώνων. Τέτοια παραδείγματα είναι οι συμφωνίες που, για να δεχτούν οι εργάτες μειώσεις μισθών τους, έδιναν ως αντάλλαγμα υποσχέσεις ότι δε θα γίνουν απολύσεις, συμφωνίες που ακύρωναν σύντομα οι ίδιες οι εξελίξεις στην οικονομία, ο ανταγωνισμός που νομοτελειακά ανοιγοκλείνει εργοστάσια στον καπιταλισμό, η ίδια η εκδήλωση της κρίσης που αύξησε ραγδαία τα «λουκέτα». Η ίδια η αντικατάσταση των Εθνικών Συλλογικών και των κλαδικών Συμβάσεων από τις επιχειρησιακές (με παράλληλη επέκταση συνδικάτων - σφραγίδων τύπου Ενώσεων Προσώπων») εξυπηρετεί τις δυνατότητες της εργοδοσίας να βάζει τρικλοποδιές στο εργατικό κίνημα και να χειρίζεται τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης ακόμα πιο ευέλικτα.
Στο κεφάλαιο που αφορά «τους κατώτατους μισθούς και τα συστήματα μισθολογικών διαπραγματεύσεων», αναφέρεται: «Οι (σχεδιαζόμενες) πολιτικές και τα ιδρύματα μπορούν να βοηθήσουν να αποφευχθούν κατώτατοι μισθοί που θα είναι πολύ υψηλοί και να ελαχιστοποιήσουν κάθε αρνητική συνέπεια για την απασχόληση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί»:
«Οι συστάσεις δίνουν έμφαση στη μείωση ή την πλήρη κατάργηση της αυτόματης επέκτασης των μισθολογικών συμφωνιών και, ακόμα παραπέρα, στην προώθηση των διαπραγματεύσεων σε επίπεδο εταιρείας», επισημαίνει η Εκθεση και αμέσως εξηγεί: «Οι μεταρρυθμίσεις σε αυτή τη γραμμή αυξάνουν την αντιστοίχιση των μισθών με τις συνθήκες στην αγορά εργασίας και συμβάλλουν στη διατήρηση θέσεων εργασίας σε περιόδους ύφεσης». Ο ΟΟΣΑ ξεκαθαρίζει ότι η εφαρμογή ή η επέκταση μιας συλλογικής σύμβασης δεν μπορεί να θεωρείται αυτονόητη αλλά πρέπει να καθορίζεται από τη δύναμη που κάθε φορά διαθέτει ένας εργοδότης να επιβάλλει τις απαιτήσεις του.
Ο οργανισμός, που θυμίζουμε θα αναλάβει για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ να καλύψει το 30% των «μεταρρυθμίσεων» που εξαγγέλλει (το άλλο 70% θα παραμείνει το πλαίσιο από το μνημόνιο της προηγούμενης συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ), αναγνωρίζει ότι στη χώρα μας έχει γίνει ...πρόοδος, αφού σημειώνει: «Παρά την πιο πρόσφατη καθυστέρηση στις δράσεις που λαμβάνονται, οι μεταρρυθμίσεις που την προηγούμενη περίοδο έγιναν σε αυτόν τον τομέα ίσως έχουν συμβάλλει στη σημαντική μείωση του εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος που έχει παρατηρηθεί από το 2009 στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία». Δηλαδή και ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει ότι ο τσάκισμα των εργατών στην Ελλάδα βοήθησε τις επιχειρήσεις να πάρουν ανάσα. Ωστόσο, μένουν ακόμα πράγματα να γίνουν, αφού «αυτή η μείωση παραμένει μικρή σε σχέση με την αύξηση που, στην περίοδο πριν την κρίση, οδήγησε σε μεγάλες απώλειες στην ανταγωνιστικότητα σε αυτές και άλλες χώρες της Ευρωζώνης».
Σε ελεύθερη απόδοση, αυτό σημαίνει «προχωρήστε σε νέα αντιλαϊκά μέτρα»!
Στο πλαίσιο της επίσκεψης στη σημαντική αυτή χώρα των 82 και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων, κλείστηκαν σημαντικές συμφωνίες για ενδυνάμωση των ρωσο-αιγυπτιακών στρατηγικών, οικονομικών, εμπορικών σχέσεων και συζητήθηκαν σε βάθος μεγαλόπνοα επενδυτικά σχέδια, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται η κατασκευή μεγάλου πυρηνικού συγκροτήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη βόρεια Αίγυπτο και η δημιουργία ρωσικής βιομηχανικής ζώνης κοντά στο Κανάλι του Σουέζ. Αξιοπρόσεκτη ήταν επίσης και η εκτενής συζήτηση των δύο ηγετών πάνω στην κατάργηση του αμερικανικού δολαρίου με στόχο την αποκλειστική χρήση των εθνικών νομισμάτων στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές.
Δίχως άλλο, η πρώτη επίσκεψη του Ρώσου ηγέτη στην Αίγυπτο μετά από μία δεκαετία απέκτησε βαρύνουσα σημασία. Πόσο δε μάλλον, αφού είχε προηγηθεί η ενδοαστική αλλαγή πολιτικού προσωπικού με τη λεγόμενη «αραβική άνοιξη» του 2011, οπότε χειραγωγήθηκε η δικαιολογημένη λαϊκή δυσαρέσκεια από ένα αυταρχικό καθεστώς, έγινε η ανατροπή του τότε Προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ, η εκλογή του πρώτου ισλαμιστή Προέδρου Μοχάμεντ Μούρσι μέχρι την ανατροπή του τελευταίου τον Ιούλη του 2013 από τον τότε υπουργό Αμυνας, νυν Πρόεδρο, Αμπντέλ Φατάχ Σίσι και κάποια «σύννεφα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ».
Ετσι, η άφιξη του Βλαντιμίρ Πούτιν το βράδυ της Δευτέρας στο Κάιρο κάθε άλλο παρά πέρασε απαρατήρητη. Το πολυσυζητημένο δώρο του Πούτιν προς τον Αιγύπτιο ομόλογό του, στρατάρχη Αμπντέλ Φατάχ Σίσι, που δεν ήταν παρά ένα «Καλάσνικοφ» AK-47, με το που έφθασε στο αεροδρόμιο του Καΐρου, ερμηνεύτηκε από πολλούς σαν δώρο με σημασία: «Ο Πούτιν κατανοεί τις ανάγκες της Αιγύπτου (δηλαδή της αιγυπτιακής αστικής τάξης...)» ειδικά ενόψει του πολέμου που έχει ανοίξει με τους φανατικούς ισλαμιστές τζιχαντιστές στη Χερσόνησο του Σινά, έγραψαν δηκτικά αμερικανικά ΜΜΕ. Μόνον που το «Καλάσνικοφ» δεν ήταν ούτε το μόνο, ούτε το πρώτο πολεμικό «δώρο» στις αποσκευές του Ρώσου ηγέτη. Το 2014, ελάχιστους μήνες από την εκλογή του Α. Φ. Σίσι στο προεδρικό αξίωμα, οι δύο χώρες είχαν κλείσει σημαντική συμφωνία στρατιωτικών εξοπλισμών ύψους 3 δισ. δολαρίων, με στόχο την πώληση ρωσικών επιθετικών ελικοπτέρων και μαχητικών αεροσκαφών τύπου MIG-29.
Ομως, πέρα από τις παλιές και νέες αγοραπωλησίες όπλων και τις συμφωνίες ενίσχυσης της διμερούς στρατιωτικής συνεργασίας, στο Κάιρο κλείστηκαν, αυτήν τη βδομάδα, σημαντικές συμφωνίες στους τομείς της Ενέργειας, της μεταποίησης, του εμπορίου, της βιομηχανίας κ.ά.
Πρώτα από όλα, οι δύο ηγέτες υπέγραψαν μνημόνια συνεργασίας και έβαλαν τα θεμέλια για συμφωνίες που μεταξύ άλλων αφορούν σε:
Είναι φανερό ότι όλες αυτές οι συμφωνίες δημιουργούν νέα δεδομένα στη γεωπολιτική σκακιέρα της ευρύτερης περιοχής, όπου και οι «παίχτες» αφθονούν, και τα επίπεδα της όξυνσης των μεταξύ τους ανταγωνισμών θεριεύουν... Καταλυτικό παράγοντα στην ευόδωση τέτοιων σχεδίων δεν είναι δυνατόν να παίξουν μόνον οι θερμές, ρωσο-αιγυπτιακές σχέσεις, αλλά και οι προθέσεις και οι σχεδιασμοί άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων που θα θελήσουν μερίδιο από τη «νέα πίτα» επενδύσεων και αναβάθμισης μίας περιοχής με βαρύνουσα σημασία πύλη της μαύρης ηπείρου και της Μέσης Ανατολής και σημαντική δύναμη του λεγόμενου αραβικού κόσμου.