Σάββατο 10 Μάη 2025 - Κυριακή 11 Μάη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Το πρόγραμμα της εκδήλωσης

Ωρα έναρξης 8 μ.μ.

Προβολή βίντεο

Ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ

Μουσική αφήγηση

5 πρελούδια για πιάνο (έργο 34), πιάνο: Νίκος Γρηγοριάδης

Σονάτα για βιολοντσέλο και πιάνο (έργο 40), βιολοντσέλο: Ανθή Παντώστη, πιάνο: Λαμπρίνα Πρεβεζιάνου

5 κομμάτια για βιολί, βιόλα, πιάνο & ορχήστρα εγχόρδων, βιολί: Βάσω Αρλέτου, βιόλα: Μαριάνθη Καψάλη, πιάνο: Λαμπρίνα Πρεβεζιάνου

Τρίο για βιολί, βιολοντσέλο & πιάνο (έργο 8), βιολί: Ευριπίδης Παππάς, βιολοντσέλο: Ανθή Παντώστη, πιάνο: Λαμπρίνα Πρεβεζιάνου

Κοντσέρτο για πιάνο & ορχήστρα σε φα μείζονα (έργο 102) σολίστ: Ειρήνη Ζάγκλη

Σκέψεις του μαέστρου για τον Σοστακόβιτς...

Αργησα να αντιληφθώ το μεγαλείο της μουσικής του, και του ίδιου του ανθρώπου, αλλά από τότε με κυριεύει πάντα μια συγκίνηση ακούγοντας τα έργα του, από τα μικρά πιανιστικά του αριστουργήματα, μέχρι τα έργα μουσικής δωματίου και τις συμφωνίες του, σχεδόν όλες, με αποκορύφωμα την 5η, την 7η και τη 10η, σε μι ελάσσονα. Η μουσική ειρωνεία είναι βαθιά ιδιωματική στο συνθετικό στυλ του Σοστακόβιτς, ενώ η μουσική του χαρακτηρίζεται από πλούσια ενορχήστρωση, υπερβολικά ακραίες δυναμικές αντιθέσεις, ρυθμούς και υφές, χρήση μελωδιών που ανακαλούν στη μνήμη μας γνώριμους ήχους, έντονα στοιχεία γκροτέσκου, αμφίθυμες τονικότητες και μια ποικιλία διαφορετικών μουσικών τεχνικών, που συναντάμε σε όλα τα έργα του. Και όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος: «Ενας δημιουργικός καλλιτέχνης δουλεύει στην επόμενη σύνθεσή του, επειδή δεν ήταν ικανοποιημένος με την προηγούμενή του»...

Αισθάνομαι ιδιαίτερα τυχερός που έχω την ευκαιρία να παρουσιάσω από το πόντιουμ της Συμφωνικής Ορχήστρας, κάποια εμβληματικά έργα του και να συμβάλω έτσι στη διάδοση της μουσικής του, με τρόπο που να μεταφέρω έστω ένα ψήγμα του δέους που νιώθω για τη μουσική αυτή στον απλό ακροατή που ίσως σήμερα ακούσει για πρώτη του φορά αυτόν τον κολοσσό της μουσικής, τον τεχνίτη των ήχων, τον αειθαλή δημιουργό και την παρακαταθήκη που μας άφησε, όχι μόνο όσο ζούσε, αλλά πέρα και μετά από τον θάνατό του...

Το μόνο που με καθησυχάζει είναι η σκέψη ότι για έξι χρόνια της ζωής μου μοιράστηκα τον ίδιο αέρα με τον Σοστακόβιτς, κι αυτό... μου αρκεί!


Γιώργος ΧΛΙΤΣΙΟΣ
Συνθέτης και μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Ιωαννιτών

Ο Σοστακόβιτς δεν είναι για τους λίγους, είναι για τους πολλούς

Μουσική εκδήλωση διοργανώνει η ΤΕ Ιωαννίνων του ΚΚΕ με αφορμή τα 50 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου συνθέτη και τα 80 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών

This content is subject to cop

Με αφορμή τα 50 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Σοβιετικού συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς και τα 80 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών η ΤΕ Ιωαννίνων του ΚΚΕ παρουσιάζει, με την πολύτιμη συμβολή της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Ιωαννιτών και μουσικούς του Δημοτικού Ωδείου Ιωαννίνων, αποσπάσματα από τη συγκλονιστική μουσική του μεγάλου μουσικοσυνθέτη. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 12 Μαΐου στην αίθουσα «Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος» στην Ακαδημία, με ομιλήτρια την Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ.

Για τους σκοπούς και τα μηνύματα της εκδήλωσης ο «Ριζοσπάστης» μίλησε με την Μαρία Αντωνακάκη, μέλος της ΕΠ Ηπείρου - Κέρκυρας - Λευκάδας του ΚΚΕ και της ΤΕ Ιωαννίνων.

***

- Πώς μπορεί μια πολιτιστική εκδήλωση για τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς να φωτίσει την επικαιρότητα της μεγάλης Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών;

- Μια τέτοια εκδήλωση είναι πράξη μνήμης αλλά και αγώνα. Δεν αποτίουμε απλώς φόρο τιμής, αλλά αναδεικνύουμε την επικαιρότητα της Αντιφασιστικής Νίκης σήμερα. Η μουσική του Σοστακόβιτς είναι βαθιά συνδεδεμένη με τα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με την αντίσταση του σοβιετικού λαού απέναντι στο φασιστικό τέρας. Η 7η Συμφωνία του, γραμμένη εν μέσω της πολιορκίας του Λένινγκραντ, δεν είναι απλά ένα μουσικό έργο, είναι ένα «ποίημα για τον αγώνα και τη νίκη που έρχεται», όπως ο ίδιος τη χαρακτήρισε. Μέσα από τη μουσική του, αντηχούν οι κραυγές του πολέμου, το πείσμα της επιβίωσης, η πίστη στη νίκη. Στις 9 Αυγούστου 1942, ενώ οι ναζί διακήρυσσαν ότι θα είχαν κυριεύσει την πόλη, η Συμφωνία παιζόταν στην πολιορκημένη πόλη, μεταδιδόταν παντού και έφτανε μέχρι τις εχθρικές γραμμές. Η μουσική του έγινε όπλο αντίστασης, ανύψωσε το ηθικό του λαού, συνέβαλε ακόμα και στην κατάρρευση του ηθικού των επιτιθέμενων. Σε μια εποχή που οι λαοί καλούνται πάλι να πληρώσουν το τίμημα ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, τέτοιες εκδηλώσεις μάς θυμίζουν τη δύναμη της συλλογικής πάλης.


- Σε ποιο ιστορικό πλαίσιο έδρασε ο Σοστακόβιτς; Ποια είναι η πολιτιστική του κληρονομιά;

- Ο Σοστακόβιτς δεν ήταν ένας συνθέτης αποκομμένος από την εποχή του. Ηταν παιδί της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εζησε και δημιούργησε στην περίοδο όπου η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα χτίζανε μια νέα κοινωνία, απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ο παλιός, σάπιος κόσμος της Τσαρικής Ρωσίας έδωσε τη θέση του στον σοσιαλισμό, μια ανώτερη κοινωνία όπου ο λαός είναι αφέντης στον τόπο του, κατέχει τα κλειδιά της οικονομίας, οικοδομεί το δικό του εργατικό κράτος, σχεδιάζει επιστημονικά το μέλλον του. Γι' αυτό και η καλλιτεχνική παιδεία, άρα και η μουσική, αντιμετωπίζεται ως μέσο διαπαιδαγώγησης και ανάπτυξης ολοκληρωμένης προσωπικότητας, εφόδιο αναγκαίο για τον εργάτη που διευθύνει την κοινωνική παραγωγή, που συμμετέχει στην εργατική εξουσία.

Η καλλιτεχνική διαδρομή του Σοστακόβιτς καθρεφτίζει αυτήν τη μετάβαση, αυτή την κοινωνική εξέλιξη. Ηταν μια περίοδος όπου οι Σοβιετικοί συνθέτες και γενικότερα οι εργάτες του πολιτισμού είχαν όλες τις ευκαιρίες να δώσουν μεγάλα έργα, γιατί μπορούσαν να δημιουργούν απαλλαγμένοι από το άγχος της επιβίωσης, ως αποτέλεσμα της πολιτικής του σοσιαλιστικού κράτους. Ετσι το άλμα στην ανθρωπότητα συνοδεύτηκε και με ένα άλμα στη μουσική.

Ο ίδιος πίστευε ότι η μουσική του πρέπει να «μεταδίδει τις ιδέες και τα αισθήματα του Σοβιετικού ανθρώπου», να γίνει μια γλώσσα που να είναι κατανοητή από τον λαό. Γι' αυτό και τονίζει: «Θέλω να γράψω με τέτοιο τρόπο που όλοι να καταλαβαίνουν... Πρέπει να βρω μια γλώσσα που να του είναι προσιτή». Το έργο του, με συμφωνίες, όπερες, μουσική για θέατρο και κινηματογράφο, είναι ένα σώμα δουλειάς που δεν υπηρετεί τον φορμαλισμό ή την τέχνη για την τέχνη, αλλά έναν σκοπό: Την ανύψωση του ανθρώπου, την κινητοποίηση των συνειδήσεων, την έκφραση της κοινωνικής αλήθειας.

Ακόμα και σήμερα, που οι λαοί βρίσκονται μπροστά σε νέα δεινά από το ίδιο καπιταλιστικό σύστημα που γεννά φτώχεια και πολέμους, το έργο του παραμένει ζωντανό. Η μουσική του ήταν και παραμένει ένα άλμα όχι μόνο στη σύνθεση αλλά και στην ίδια την ανθρώπινη συνείδηση. Και αν η ανατροπή του σοσιαλισμού αποτέλεσε ένα ιστορικό πισωγύρισμα, δεν ανατρέπει την πορεία της Ιστορίας προς μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση. Οπως γράφει και η ανακοίνωση της εκδήλωσης: Οι λαοί θα έχουν την τελευταία λέξη.

- Γιατί στην ανακοίνωση της Κομματικής Οργάνωσης τονίζεται ότι «ο Σοστακόβιτς δεν είναι για τους λίγους, είναι για τους πολλούς»;

- Αυτό το σύνθημα δεν είναι απλώς μια διαπίστωση. Είναι η καρδιά της καλλιτεχνικής του φιλοσοφίας. Ο Σοστακόβιτς αρνείται τη λογική του απομονωμένου δημιουργού και τον ελιτισμό που μετατρέπει την τέχνη σε προνόμιο. Ηταν ξεκάθαρος: «Κάθε καλλιτέχνης που απομονώνεται από τον κόσμο, είναι καταδικασμένος σε αποτυχία... Ενας καλλιτέχνης πρέπει να υπηρετεί το μεγαλύτερο κομμάτι του λαού». Η μουσική του μιλά για όλους και σε όλους. Είναι για τον εργάτη, τον νέο, τον αγωνιστή, τον άνθρωπο που «ξεκουράζεται» από την τέχνη ή που του τη στερούν καθημερινά. Δεν προϋποθέτει μουσικές γνώσεις, προϋποθέτει ανθρώπινη εμπειρία, πάλη, συναίσθημα.

Η εκδήλωση που οργανώνεται είναι και γι' αυτό σημαντική. Επαναφέρει στο προσκήνιο το δικαίωμα του λαού στον πολιτισμό - όχι ως πολυτέλεια, αλλά ως ανάγκη. Και αποδεικνύει πως αυτή η τέχνη δεν είναι κτήμα μιας «ελίτ», αλλά δύναμη που εμπνέει, ενώνει και κινητοποιεί. Αυτή η σημαντική πρωτοβουλία δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την καθοριστική συμβολή της Συμφωνικής Ορχήστρας του δήμου και των μουσικών του Δημοτικού Ωδείου Ιωαννίνων που συμμετέχουν με μεράκι και ενθουσιασμό. Θα θέλαμε και με αυτήν την ευκαιρία να τους ευχαριστήσουμε.


Κ. Η.

«Προσπαθήσαμε να δώσουμε φωνή σε όσους αρνήθηκαν να υποταχθούν»

Ο «Ριζοσπάστης» συζητά με τον Κ. Σταματόπουλο, σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ «Πειθαρχική Μεραρχία "999"»

Από την Πέμπτη 15/5 προβάλλεται στον κινηματογράφο «Τριανόν» το ντοκιμαντέρ του Κώστα Σταματόπουλου «Πειθαρχική Μεραρχία "999"».

Ενα ντοκιμαντέρ που καταπιάνεται με μια ελάχιστα γνωστή, αλλά βαθιά συγκινητική πτυχή της Ιστορίας. Ενα ντοκιμαντέρ που πιάνει το νήμα της πρόσφατης Ιστορίας μας όχι για να εξιστορήσει την καταστροφή, αλλά για να μας θυμίσει, να μας γνωρίσει, να τιμήσει εκείνους που ύψωσαν το ανάστημά τους, εκείνους που είπαν «όχι». Οπως αναφέρεται, «η τιμή τους είναι η αφετηρία μας», και έτσι για 90 λεπτά ο θεατής παρακολουθεί τη δράση των Γερμανών αντιναζιστών που κατά την Κατοχή λιποτάκτησαν, ενώθηκαν με τον ΕΛΑΣ και συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση.

Είναι μεγάλη η χαρά μας που φιλοξενούμε στις σελίδες του «Ριζοσπάστη» τον σύντροφο Κώστα Σταματόπουλο, σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ.

«Την πράξη αυτή θέλησα να αναδείξω»

- Πώς γεννήθηκε η ιδέα να ασχοληθείς με το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός;

- Η ιδέα για την ταινία γεννήθηκε το 2016. Μέσα από μια παράπλευρη ιστορική έρευνα, βρέθηκα μπροστά σε ντοκουμέντα που αναφέρονταν στη δράση Γερμανών φαντάρων της Βέρμαχτ οι οποίοι είχαν σταλεί στα λεγόμενα πειθαρχικά τάγματα «999», λιποτάκτησαν και πέρασαν στο πλευρό του ΕΛΑΣ. Η ανακάλυψη αυτή με συγκλόνισε: Μέσα στον πυρήνα του τρόμου, υπήρχαν αυτοί που τόλμησαν να πουν «όχι». Την πράξη αυτή θέλησα να αναδείξω...


Η ταινία πήρε μορφή όταν συναντήθηκα με τον σεναριογράφο Φώτη Μιχαλόπουλο. Μαζί θέσαμε τα πρώτα θεμέλια. Στην πορεία βρήκαμε κι άλλους πολύτιμους συνδημιουργούς. Ο κινηματογράφος είναι συλλογική διαδικασία. Ολοι όσοι συμμετείχαν έδωσαν κάτι από τον εαυτό τους, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Ανάμεσά τους η Σύλβια Καπερνάρου, η οποία βοήθησε στη μετάφραση, και η Αντιγόνη Νουφαρίτση, που ένα μεγάλο μέρος του αποτελέσματος και της συνολικής δύναμης της ταινίας οφείλεται στη δική της συμβολή.

- Από πού ξεκίνησαν και σε ποιο πλαίσιο σφυρηλατήθηκαν οι αντιλήψεις αυτών των ανθρώπων, που τους έφεραν σε αντίθεση με τον ναζισμό;

- Τα «Πειθαρχικά Τάγματα "999"» ιδρύθηκαν από το Γ' Ράιχ με σκοπό να μετατρέψουν σε στρατιώτες όσους είχαν κριθεί στο παρελθόν «ανάξιοι να υπηρετήσουν», δηλαδή πολιτικούς κρατούμενους, αντιφρονούντες, γενικά όσους θεωρούνταν «ανεπιθύμητοι» από το ναζιστικό καθεστώς.

Πρόκειται κυρίως για Γερμανούς πολιτικούς κρατούμενους και αντιφασίστες, στην πλειονότητά τους μέλη ή στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD), πολλοί από τους οποίους είχαν ήδη φυλακιστεί και διωχθεί από τους ναζί πριν ακόμα ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ανάμεσά τους υπήρχαν και σοσιαλδημοκράτες, παρά τη στάση του SPD. Στα Τάγματα συμμετείχαν επίσης ποινικοί κρατούμενοι, αλλά και ναζί αξιωματικοί.

Συγκροτήθηκαν το 1942, για καίριες και εξαιρετικά επικίνδυνες αποστολές, όπως η φύλαξη ακτών, η εμπλοκή σε μέτωπα ανταρτοπολέμου κ.λπ., με την ελπίδα ότι θα τους «ξεφορτωθούν» σε μάχες με μεγάλες απώλειες.

Ενα σημαντικό ποσοστό αυτών των στρατιωτών αυτομόλησε στον ΕΛΑΣ. Δρούσαν ως σύνδεσμοι, μεταφορείς πληροφοριών, αλλά και ως ένοπλοι αντάρτες. Πολλοί συμμετείχαν σε καλά οργανωμένες επιχειρήσεις απελευθέρωσης ελληνικών χωριών.


Εκτός όμως από τη συνειδητή πολιτική στράτευση των περισσότερων που αυτομόλησαν, υπήρξαν και περιπτώσεις όπου υπερίσχυσαν η έμφυτη ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ηθική. Και τέτοιες περιπτώσεις «φωτίζονται» στην ταινία μας.

Ενα οδοιπορικό στον χώρο και στον χρόνο

- Ποια ήταν η μέθοδος που ακολούθησες γύρω από τη συγκέντρωση των πηγών σου και πόσο δύσκολο ήταν να συγκεντρωθεί ένα τέτοιο υλικό 80 χρόνια μετά;

- Η έρευνα ήταν επίπονη. Μιλάμε για μια ιστορία που σκεπάστηκε συνειδητά, όχι μόνο από τους «νικημένους» του πολέμου, αλλά και από εκείνους που θέλησαν να σβήσουν κάθε ίχνος της ανυπακοής. Μιλάμε για ένα γεγονός που όχι μόνο έμεινε στη σκιά της επίσημης Ιστορίας, αλλά και ενεργά αποσιωπήθηκε από πολλούς, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ελλάδα, μετά τον πόλεμο. Η ίδια η φύση των γεγονότων, δηλαδή η λιποταξία από τον ναζιστικό στρατό, η ανυπακοή, η ένταξη με την πλευρά του «εχθρού λαού», έκανε τους ίδιους τους πρωταγωνιστές να σιγήσουν για χρόνια.

Ξεκίνησα, λοιπόν, κατανοώντας ότι το υλικό που θα βρω δεν είναι ουδέτερο. Το ντοκιμαντέρ φέρει έναν ιδεολογικό πυρήνα. Αυτόν τον πυρήνα τον εντόπιζα ήδη στις ίδιες τις μαρτυρίες.

Η έρευνα περιλάμβανε επίμονη αναζήτηση σε ελληνικά και γερμανικά αρχεία, επιτόπιες επισκέψεις σε τόπους εκτελέσεων, μαρτυρίες απογόνων, όπως του εγγονού του Εριχ Γκέρτνερ και της Γκαλόνσκα Χάιντι, και προσωπική αλληλογραφία που σώθηκε, όπως τα γράμματα από το μέτωπο.

Ενα από τα δυσκολότερα και πιο φορτισμένα κομμάτια ήταν η τεκμηρίωση των εκτελέσεων στην Αμαλιάδα. Εκεί δεν ήταν απλώς ντοκουμέντα, ήταν αποσιωπημένοι τάφοι. Στην Αμαλιάδα το 1944 οκτώ Γερμανοί αντιφασίστες (Werner Illmer, Hermann Bode, Willi Dehmel, Hans Juchelka, Rudolf Kalb, Franz Scheider, Heinz Steyer και Heinrich Warnken) εκτελέστηκαν. Μόνο πρόσφατα απέκτησαν το πρώτο μνημείο τιμής, ως αναπόσπαστο μέρος του ντοκιμαντέρ, σε καλλιτεχνική επιμέλεια Εύας Μελά, ενώ η αντίστοιχη προτομή τους στο Βερολίνο, του Werner Illmer, είχε κατεδαφιστεί το 1991.

- Σε ποια μέρη ταξιδέψατε για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ;

- Για την ταινία αυτή κάναμε ένα πραγματικό οδοιπορικό, όχι μόνο στον χώρο αλλά και στον χρόνο. Επρεπε να ακουμπήσουμε τα ίχνη ανθρώπων που εδώ και 80 χρόνια δεν είχαν ειπωθεί, ούτε χαρτογραφηθεί.

Ξεκινήσαμε από την Ελλάδα, από μέρη όπως η Λήμνος, η Αμαλιάδα, η Λαμία, η Θεσσαλονίκη, η Μεσσηνία και η Καλαμάτα, περιοχές όπου έδρασαν, αυτομόλησαν και εκτελέστηκαν Γερμανοί αντιφασίστες. Στη Λήμνο με βοήθησαν ιδιαίτερα ο Κώστας Μαδυτινός, η Βασιλική Νιαουνάκη και φυσικά ο Δημήτρης Μάντζαρης, ο οποίος φώτισε αθέατες πτυχές της ιστορίας των πειθαρχικών μονάδων εκεί. Στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα κάναμε ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό μαζί με τον Andre Gartner, εγγονό του Erich Gartner, του αυτόμολου στρατιώτη που πολέμησε με τον ΕΛΑΣ. Περάσαμε από τη Δομνίστα, τη Βίνιανη, τις Κορυσχάδες, τη Βαμβακού, τη Νεράιδα, το Νεοχώρι, τη Λίμνη Πλαστήρα, την Ελάτη, το Περτούλι και καταλήξαμε στην Καστανιά Τρικάλων και στη Λαμία. Μέσα από τα ημερολόγια και τις σημειώσεις του παππού του, ο Andre ανασύνθεσε τη διαδρομή του, όχι μόνο ως ιστορική μαρτυρία αλλά και ως πράξη αποκατάστασης μνήμης.

Τα γυρίσματα συνεχίστηκαν στη Γερμανία.

Στον καιρό των «τεράτων», ο κινηματογράφος οφείλει να σταθεί απέναντι

- Το ντοκιμαντέρ μάς συγκίνησε βαθιά... Εσύ ποιες στιγμές θα ξεχώριζες;

- Θα σου μιλήσω ειλικρινά. Δύο στιγμές με σημάδεψαν βαθιά, ως δημιουργό και ως άνθρωπο.

Η πρώτη αφορά τον Χέρμαν Μπόντε, που μόλις 20 ετών ήταν ίσως ο νεότερος αιρετός εκπρόσωπος σε όλη τη Γερμανία στη λίστα του KPD. Οταν καταδικάστηκε σε θάνατο και οδηγήθηκε στην εκτέλεση, δεν πρόδωσε κανέναν, δεν λύγισε. Και αυτό που με συγκλόνισε ήταν το πώς οι κάτοικοι της Αμαλιάδας το 1944 τον αποχαιρέτησαν σαν δικό τους άνθρωπο. Με στεφάνια, κόκκινες κορδέλες, με μια σιωπηλή υπόσχεση μνήμης. Αυτή η εικόνα, μια θάλασσα λουλουδιών για έναν Γερμανό «εχθρό» που έγινε αδελφός...

Η δεύτερη περίπτωση ήταν ο «Λεωνίδας», ο Γερμανός που απελευθέρωσε 50 Καλαματιανούς με τη βοήθεια του σκύλου του. Η ιστορία του «Λεωνίδα», που περιγράφεται μέσα από τη μαρτυρία του Κώστα Λυμπερόπουλου, είναι σχεδόν απίστευτη: Ενας σκύλος, εκπαιδευμένος να σκοτώνει, χρησιμοποιείται για να σώσει. Και ο Κώστας Λυμπερόπουλος, που πέθανε τον Ιούλιο του 2024, λίγους μήνες πριν ολοκληρώσουμε την ταινία, ήταν για μένα φωνή της ζωντανής μνήμης.

Αυτό που με συγκίνησε, τελικά, δεν ήταν ο ηρωισμός με την έννοια της θυσίας, αλλά η συνειδητή δράση και επιλογή μέσα στη βαρβαρότητα.

- Τελικά, σε μια εποχή που γίνεται προσπάθεια με κάθε τρόπο η ιστορική μνήμη να παραγραφεί, που οι καπνοί του πολέμου «πυκνώνουν», ο κινηματογράφος μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο;

- Ο κινηματογράφος δεν είναι απλώς ένα μέσο ψυχαγωγίας. Είναι πολιτιστικό εργαλείο, κοινωνική πράξη, και σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους μπορεί να γίνει όπλο. Το ντοκιμαντέρ «Πειθαρχική Μεραρχία "999"» δεν γεννήθηκε μόνο από την ανάγκη να φωτίσουμε το παρελθόν. Γεννήθηκε από την αγωνία για το παρόν.

Ζούμε σε εποχές όπου η αλήθεια τεμαχίζεται, ανασυντίθεται κατά το δοκούν και μετατρέπεται σε εργαλείο ισχύος. Η Ιστορία γίνεται πεδίο μάχης ανάμεσα σε ανταγωνιστικά συμφέροντα: Βλέπουμε φασίστες να παρουσιάζονται ως ήρωες, «γεράκια» του πολέμου να βαφτίζονται «υπερασπιστές της δημοκρατίας», ενώ η συλλογική μνήμη παραμορφώνεται μέσα από φίλτρα προπαγάνδας και σκοπιμότητας.

Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη, η Τέχνη και ειδικά ο κινηματογράφος μπορεί να λειτουργήσει ως πράξη αντίστασης. Οχι με όρους ουδετερότητας, αλλά με πλήρη συνείδηση του ιστορικά χρήσιμου φορτίου της αλήθειας. Στο ντοκιμαντέρ προσπαθήσαμε να δώσουμε φωνή σε όσους αρνήθηκαν να υποταχθούν, όχι μόνο στον ναζισμό, αλλά συνολικά στη λογική του πολέμου, της κυριαρχίας, του μίσους.

Αυτοί οι Γερμανοί αντιφασίστες που πολέμησαν πλάι στον ΕΛΑΣ λειτούργησαν σαν πρόπλασμα ενός διεθνισμού, ενός άλλου κόσμου, που δεν έχει ανάγκη τα σημερινά «όρια» της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων.

Και σήμερα, με τον κόσμο να ξαναβυθίζεται σε ενδοϊμπεριαλιστικούς πολέμους, από την Ουκρανία έως τη Μέση Ανατολή, το ντοκιμαντέρ αυτό γίνεται ξανά εργαλείο κατανόησης. Θυμίζει ότι ακόμη και μέσα στη βαρβαρότητα, ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει να πει «όχι». Και αυτό το «όχι» έχει σημασία.

Ο ρόλος του κινηματογράφου μπορεί να είναι ακριβώς αυτός: Να βοηθά τις κοινωνίες να σκέφτονται μέσα από την πράξη. Να συνδέουν το τότε με το τώρα. Οχι να καταναλώνουν την Ιστορία σαν αφήγηση, αλλά να την κατοικούν ως ζωντανή μνήμη. Nα αναγνωρίζουν την κοινωνική πραγματικότητα και τις αντιφάσεις της. Στον καιρό των «τεράτων», ο κινηματογράφος οφείλει να σταθεί απέναντι. Οχι ως διακοσμητικός θεατής, αλλά ως ενεργός μάρτυρας.

Οι συντελεστές του ντοκιμαντέρ:

Σενάριο: Φώτης Μιχαλόπουλος, Κώστας Σταματόπουλος. Ιστορικός σύμβουλος: Θεόφιλος Διαμάντης. Παραγωγή: Παναγιώτης Κακαβιάς - «Kfilms».

Φωτογραφία: Σέργιος Κολισίκας, Χρήστος Δούρος. Μοντάζ: Γιώργος Διδυμιώτης, Αντιγόνη Νουφαρίτση. Μουσική: Κλείτος Κυριακίδης. Αφήγηση: Δανάη Κατσαμένη, Δημοσθένης Φίλιππας.


Α. Π.

ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
120 χρόνια από τη γέννηση του «Αγιου Μάγκα»

«Τράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ' την αρχή ως το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα 'χει στη δική του την ιστορία. Εχω σκοπό να τη δημοσιέψω κιόλας την ιστορία μου.

Η χριστιανή που μου κάνει το γραμματικό λέει πως οι πρώτοι χριστιανοί ξεμολογιόντουσαν δυνατά, μπρος σε όλο τον κόσμο, κι όλος ο λαός τους συγχωρούσε και ξαλάφρωναν για καλά. Ομως τώρα ο κόσμος είναι χαλασμένος και ξέρω πως σήμερα θα βρεθούνε πολλοί που θα σκεφτούνε πως έπρεπε να ντραπώ να ομολογήσω πολλά πράματα. Εγώ θα πάρω το θάρρος, τους τέτοιους να μη τους λογαριάσω. Ο άνθρωπος για να λέγεται αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μπορεί να 'ρθει και στη θέση του άλλου, του ομοίου του. Γιατί απ' όσα θα σας πω και τα παθήματα και τα φταιξίματα ίδια είναι. Και τα φταιξίματα είναι κι αυτά παθήματα.

Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε σκέφτηκα ποτές μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα. Και γι' αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σε έναν κόσμο που εγώ πρώτος του τραγούδησα τις χαρές και τις λύπες του, τα πλούτη και τη φτώχεια του, την ορφάνια του και την ξενιτιά του.

Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράφω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγνώμη και η συγχώρεση. (...)»

Λόγια του μεγάλου Μάρκου Βαμβακάρη στην αυτοβιογραφία του. Συμπληρώνονται σήμερα 120 χρόνια από τη γέννησή του στη Σύρο. Ο ίδιος περιγράφει το ξεκίνημα της περιπετειώδους και πολυτάραχης ζωής του κάπως έτσι: «Εγεννήθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, στην ωραία Σύρα και συγκεκριμένα σε μια φτωχική συνοικία της Ανω Χώρας ονομαζόμενη Σκαλί το έτος 1905 στις 10 Μαΐου ημέραν Τετάρτη και ώρα τρίτη πρωινή, από γονείς πάμπτωχους. Ονομα πατρός Δομένικος, όνομα μητρός Ελπίδα το γένος Προβελεγγίου. Αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν δυο φτωχοί».

Αυτός που «γέννησε» το ρεμπέτικο


Δεν πρόλαβα - δυστυχώς - να γνωρίσω τον Μάρκο, τον «Πατριάρχη» του ρεμπέτικου, αυτού που δεν κοίταζε ποτέ το κοινό του όταν έπαιζε και πέθανε το 1972 στη Νίκαια. Γνώρισα όμως καλά την υπόλοιπη οικογένεια και με τον γιο του Στέλιο μας ένωσε μια βαθιά φιλία πολλών χρόνων. Δεν υπήρξε ούτε μία φορά στις αμέτρητες συναντήσεις μας, στις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές μας, στις συνεντεύξεις και στα γλέντια μας, που να μην αναφέρθηκε στον πατέρα του που λάτρευε.

Περιέγραφε με γλαφυρές λεπτομέρειες τα βασανιστικά παιδικά του χρόνια, την πρώτη του επαφή με τους μουσικούς και τους μάγκες της εποχής, που τροφοδότησε το πάθος και την αφοσίωσή του στο ρεμπέτικο, αλλά και το πώς έλειψε ακόμα και το ψωμί σ' εκείνον και τον αδελφό του.

Μου έλεγε ιστορίες για τον Φραγκοσυριανό, δηλαδή τον καθολικό μπαμπά του, για τον προπάππο του που έγραφε τραγούδια, για την καλλίφωνη γιαγιά του και τον παππού του που έπαιζε γκάιντα και τον οποίο ο πιτσιρικάς Μάρκος συνόδευε με τούμπανο στα γλέντια και στα πανηγύρια.

Αυτός που «γέννησε» το ρεμπέτικο, στα 12 του, φεύγει από τη Σύρα και φτάνει στον Πειραιά, όπου δουλεύει για να επιβιώσει ως αχθοφόρος στο λιμάνι, ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθήνας. Είχε ήδη την εμπειρία του λούστρου, του εργάτη σε κλωστήρια, του εφημεριδοπώλη και του βοηθού σε μπακάλικο.


Μιλούσε πάντα με υπερηφάνεια για τον χαρακτήρα του Μάρκου, για την απλότητα, τη γενναιοδωρία και την απίστευτη αντοχή του στις κακουχίες. Μου είχε πει μάλιστα και μια ιστορία που συνέβη στη φυλακή Λαζαρέτα, που ο πατέρας του βοηθούσε τους κρατούμενους εκεί και τους φρόντιζε με τρυφερότητα και ανιδιοτέλεια, αλλά και το πόσο τον σέβονταν εκείνοι.

Τον Φλεβάρη του 1972, ο Βαμβακάρης δηλώνει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ»: «Το 1917 ήλθα στον Πειραιά κι έγινα χαμάλης στο λιμάνι. Εγώ και κάτι Μυκονιάτες και Αούτηδες φοράγαμε χαμαλίκια στην πλάτη και φορτωνόμαστε πάνω από 140 οκάδες (σ.σ. 179 κιλά) ο καθένας. Λυγίζανε τα πόδια μου από το βάρος και σαν τελείωνε η δουλειά αποτραβιόμουν πίσω από τα τσουβάλια με τη ζάχαρη κι έκλαιγα. Μετά απ' αυτή τη δουλειά έγινα μανάβης στην αγορά του Πειραιά και ξανά πάλι ρίχτηκα στο χαμαλίκι. Δεν μ' έφτανε η κούραση, είχα παντρευτή τότε μια γυναίκα που ήταν "τζούρας μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια", που σημαίνει ο Θεός να σε φυλάη!».

Αλλά και στο «ΒΗΜΑ», ο Βαμβακάρης είχε αφηγηθεί τον Δεκέμβρη του 1966: «Στα 1925 ήμουνα εκδορεύς στα Σφαγεία του Πειραιώς. Τότε ήλθε στο σπίτι μας ένας Αϊβαλιώτης, φίλος του πατέρα μου, που πρωτοέφερε μπουζούκι στον Πειραιά. Τρελλάθηκα. Μου άρεσε τόσο πολύ, ώστε ωρκίσθηκα να κόψω το χέρι μου αν δεν το μάθαινα. Μετά από έξη μήνες είχα μάθει, έκανα το πρώτο μου συγκρότημα και άρχισα να παίζω».

Το 1934 συμβαίνει το θαύμα της ίδρυσης της κομπανίας «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς», ένα μουσικό σχήμα, πρωτοποριακό για την εποχή του, στο μαγαζί του Σαραντόπουλου, στον Πειραιά. Μαζί του είναι οι θρυλικοί Μπάτης, Δελιάς και Παγιουμτζής. Και κάνουν θραύση! Υπήρξε άλλωστε - εκτός των άλλων - κι ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες, που όμως στην πορεία έγινε αλκοολικός και χασικλής.

Εγραψε τη «Βίβλο» του λαϊκού τραγουδιού

Τα ηχογραφημένα τραγούδια του Βαμβακάρη υπερβαίνουν τα 200. Ο εμβληματικός Συριανός μουσικός ήθελε να φύγει «με το μπουζούκι στο χέρι και το τραγούδι στα χείλη».

Οπως έχει γράψει ο Μάνος Τσιλιμίδης στο βιβλίο του «Αγιος Μάγκας», «ο Μάρκος ήταν ποιητής, μπουζουξής, τραγουδιστής, χορευτής, χαμάλης, αριστοκράτης». Αυτό το βιβλίο βασίστηκε σε διηγήσεις του Στέλιου, ο οποίος μιλώντας για τον γενάρχη του μπουζουκιού του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, τόνιζε: «Ενα μικρό παιδί ήταν ο πατέρας μου και περνούσε κάθε μέρα μέσα από όλα τα στάδια της ζωής, μπάνιζε και την ομορφιά και τη βρωμερή ασχήμια της, σπούδαζε την κοινωνία από μέσα και έτσι έμαθε να το προσέχει το τομάρι του. Καλλιέργησε το νταηλίκι του και ακόνισε καλά τη μαγκιά του, διότι αλλιώς δεν θα μπορούσε να επιβιώσει και θα τον τρώγανε λάχανο.

Οταν ρωτάγανε τον Μάρκο πώς έμαθε αυτά που ξέρει, αφού η φτώχεια τον έδιωξε από τα σχολικά θρανία, εκείνος απαντούσε ότι τον στιβαρό λόγο του τον χρωστούσε στις εποχές που πούλαγε εφημερίδες. Παινευόταν πως οι εφημερίδες τον μορφώσανε - διότι πάντοτε, όπως έλεγε, πριν τις πουλήσει, τις μάσαγε όλες και τις διάβαζε μέχρι την τελευταία αράδα. Για μένα πραγματικός αριστοκράτης είναι αυτός που κουβαλάει χωρίς ντροπή της φτώχειας του το μεγαλείο».

Και κάτι ενδιαφέρον αλλά και αστείο.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης λένε πως είχε μια δική του διάλεκτο και ένα μεγάλο ταλέντο στο ...βρίσιμο. Ελεγε ο Στέλιος: «Διέθετε τρομερό... συγχρονιζέ με τη διάλεκτο του κουρμπετιού, του χασισιού, των τεκέδων, των λιμανιών και της χυδαιολογίας. Ο τρόπος όμως που χρησιμοποιούσε αυτή τη γλώσσα ήταν ποιητικός. Ελεγε λέξεις που σε βαράγανε στο μελίγγι. Τον βοήθαγε και η φωνή του. Οταν έπιανε τα καντήλια και το ιερατείο και βλαστήμαγε, ήτανε να τρέχεις - δεν σε έπαιρνε να τα βάλεις μαζί του, καλύτερα να μην άκουγες το ξέσπασμα».

Κάποιος θα μπορούσε να πει πως τα τραγούδια του ήταν σκληρά, άβολα όπως ακριβώς κι η πραγματικότητα, ήταν όμως τα αυθεντικά τραγούδια της φτωχογειτονιάς, του έρωτα, της φυλακής, της εκμετάλλευσης, των ουσιών, της αστυνομικής βίας, της προδοσίας και των ματαιώσεων.

Το ραπ της εποχής; Ισως.

Οπως και να 'χει κατάφερε το αδύνατο. Εβαλε τις σωστές μελωδίες σε όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα, «γέννησε» ένα από τα πιο σπουδαία μουσικά είδη του 20ού αιώνα, που παραμένει ολοζώντανο και ολόφρεσκο και μέσα από τις αμέτρητες διασκευές του.

Τεράστια μουσική προσωπικότητα με ανεπανάληπτα τραγούδια

Ο Στέλιος μου διηγιόταν σε εκπομπές τη μεγάλη πίκρα του πατέρα του από τον παραγκωνισμό του από τις δισκογραφικές εταιρείες και τον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίο σχεδόν ζητιάνευαν το μεροκάματο σε διάφορα μουσικά στέκια. Βασανιζόταν τότε πολύ - εκτός από τη φτώχεια και την εξαθλίωση - και με το άσθμα του και με την παραμορφωτική αρθρίτιδα.

Ελεγε ο Μάρκος:

«Με το μπουζούκι τα έχασα όλα, λέρωσα τ' όνομά μου και τα κέρδισα όλα! Το χρήμα όμως δεν τ' αγαπάω δηλαδή. Ομως το έχω παράπονο. Ολοι αυτοί οι μεγαλομπουζουξήδες είναι αχάριστοι. Επρεπε αυτοί κάθε μέρα, να 'χουνε ένα καντήλι κάτω απ' τον Αγιο Μάρκο. Μπορεί να 'χουνε αξία. Αλλά ήμουνα εγώ πρώτος που έστρωσα το τραπέζι και τους είπε ορίστε καθήστε να φάμε. Εγώ με τόσα λεφτά θα πήγαινα να 'κανα ένα γηροκομείο, να 'βαζα μέσα τους φτωχούς και τους φουκαράδες που δεν έχουν πού την κεφαλή κλίναι».

Οταν τον είχα ρωτήσει, αν υπήρξε κάποιος που βοήθησε ουσιαστικά τον πατέρα του εκείνη τη δύσκολη περίοδο, είπε μόνο ένα όνομα: Ακης Πάνου.

Οταν ο Μάρκος Βαμβακάρης πέθανε (κι όπως ο άλλος γιος του, ο Δομένικος, είχε αποκαλύψει, «για την κηδεία του, κατέφυγαν σε δάνειο») ο Βασίλης Τσιτσάνης είπε:

«Ο ξαφνικός του θάνατος μάς λύπησε αφάνταστα. Ηταν ο πρωτοπόρος του λαϊκού μας τραγουδιού. Ο γνήσιος και αυθεντικός Μάρκος. Μόνος του έγραφε τους στίχους, μόνος του τη μουσική, μόνος του έπαιζε το απλό και γλυκό μπουζούκι του και ο ίδιος τραγουδούσε με την ωραία και βροντώδη φωνή του. Η μουσική των απλών και πηγαίων τραγουδιών του διακρίνεται για το ελληνικότατο χρώμα. Με τον θάνατό του εξέλιπε μια μεγάλη μορφή του λαϊκού μας τραγουδιού. Ομως ποτέ δεν θα φύγει από την καρδιά μας και ποτέ τα τραγούδια του δεν θα πάψουν να παίζονται, να τραγουδιούνται και να χορεύονται. Οσο "βαριά" ήταν τα τραγούδια του και οι σκοποί του, τόσο ελαφρό ας είναι το χώμα που θα τον σκεπάζει».


Της
Σεμίνας Διγενή



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ