Κυριακή 10 Οχτώβρη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Καθ' οδόν: Στη Λευκωσία

Το Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής
Το Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής
Με οδηγό μας τη λογοτεχνία, θα πορευτούμε σήμερα στην κυπριακή πρωτεύουσα. Αφορμή, το βιβλίο «Λευκωσία» που ανήκει στη σειρά «Μια πόλη στη Λογοτεχνία» των εκδόσεων «Μεταίχμιο», με επιλογή κειμένων από τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη. Το πλούσιο υλικό της ανθολογίας χωρίζεται σε επτά ενότητες: Ονομα πόλης, στίγματα ιστορίας, Φραγκοκρατία, Ενετοκρατία, Τουρκοκρατία, Αγγλοκρατία, νεότερη Λευκωσία. Τα κείμενα συνοδεύονται με φωτογραφικά στιγμιότυπα ιστορικών στιγμών, συμβάντων της καθημερινότητας, κτισμάτων, δρόμων κλπ. που γίνονται οι καλύτεροι συνοδοιπόροι γι' αυτό το ταξίδι. Ο Κ. Χαραλαμπίδης συνθέτει το «ψυχογράφημα» της τελευταίας μοιρασμένης πρωτεύουσας της Ευρώπης, όπως συχνά αποκαλείται η Λευκωσία, και αναπλάθει τις διάφορες εποχές του βίου της μέσα από στιγμιότυπα που αποτυπώθηκαν σε κείμενα λογοτεχνών, ιστορικών, περιηγητών.

Επιλέξαμε μέσα από το βιβλίο το δυνατό κείμενο του Γιώργου Χρ. Κυθραιώτη, για να μας πάει, τούτη την Κυριακή, στην «καρδιά» της πόλης...

Ταχτακαλάς

Κάπου γύρω απ' το Παγκύπριο Γυμνάσιο είναι κάτι γειτονιές που οι στέγες τους απλώνονται αμέριμνες μέσα σ' ένα φως ανεξιχνίαστο. Που, αν τις δεις από πανοραμική άποψη, είναι ίδιες κι απαράλλαχτες με το ανάγλυφο της νηπιότητας μέσα μας.

Μια πανοραμική άποψη της πόλης
Μια πανοραμική άποψη της πόλης
Αντί να περιφερόμαστε άσκοπα μες στα στενά σοκάκια του Ταχτακαλά, όπως ονόμαζαν συλλήβδην τις αγαπημένες συνοικίες οι δάσκαλοί μας, αντί να παραμένουμε προσκολλημένοι εδώ, θα μπορούσαμε, έλεγαν, ν' ακολουθήσουμε τα ίχνη των μεγάλων θαλασσοπόρων κι εξερευνητών, θα μπορούσαμε - εύκολα και χωρίς πολλές προσπάθειες - να φτάσουμε στη Μαδαγασκάρη ή στο Σαλβαδόρ, ακόμα κι ως τις εκβολές του Ορινόκου, σε κάποια πόλη που ονομάζεται Βαλπαραΐσο ή Ασανσιόν, στη Μαρτινίκη ή την Ωκεανία. Εκεί, έλεγαν, είναι το μέλλον. Αφού έτσι κι αλλιώς, βεβαίωναν, οι σκόρπιοι οικισμοί γύρω απ' το Παγκύπριο Γυμνάσιο δεν είναι παρά σπόροι, ριγμένοι ανάκατα δω κι εκεί, που κάποτε, αναγκαστικά, θα φυτρώσουν και θα θεριέψουν, υψώνοντας μια πόλη κομματιασμένη, ψυχρή, ανυπόφορη. Κανείς, όμως, τότε, δεν ήξερε τι σημαίνει μέλλον. Κι επιμέναμε να σεργιανούμε κάθε μέρα, μετά το μάθημα - και το πιο συχνά την ώρα του μαθήματος - στ' αγαπημένα δρομάκια του Ταχτακαλά. Κι αν το μέλλον υπήρχε, σίγουρα ήταν για άλλους, όχι για μας.

Ενα άρωμα βαθύ, χαμηλόφωνο, από χώμα και ξύλο, σε υποδέχεται καθώς μπαίνεις στον Ταχτακαλά. Αρωμα που ανεβαίνει από τις σκοτεινές αποθήκες των ξυλεμπορικών - για να σμίξει ύστερα με τη μυρουδιά της κόλλας και του βερνικιού - υπενθυμίζοντας διακριτικά πως δεν γίνεται ταξίδι «τη απουσία του». Αρωμα που όλοι το ξέρουν, το κουβαλάνε στα ρούχα τους, το ακούνε σαν δροσερό ψίθυρο ακόμα και στον ύπνο τους.

Ενας πλακόστρωτος δρόμος στην παλιά πόλη
Ενας πλακόστρωτος δρόμος στην παλιά πόλη
Οσο κι αν προχωράς μες στον Ταχτακαλά, πουθενά δε βρίσκεις σπίτια μοναξιασμένα. Στέκουν όλα σφιχταγκαλιασμένα, ακουμπισμένα το ένα πάνω στ' άλλο, στραμμένα προς τα μέσα, τυλιγμένα, όπως κάτι παλιά ξωκλήσια, μ' ένα νήμα γύρω γύρω, νήμα αόρατο, έτσι που να κρατούν γερά όταν βρυχάται καταντικρύ τους το ξεδοντιασμένο στόμα των καιρών. Πού και πού ερείπια καταμεσής της πόλης. Δεν εκπλήττουν κανέναν. Κι ύστερα φυσάει κείνος ο άνεμος απ' τον ουρανό, κατεβαίνει αναπάντεχα φέρνοντας μια σκόνη σιωπής και επιείκειας που σκεπάζει τα πάντα.

Πιο πέρα, το παζάρι με τα μικρομάγαζα και τα εργαστήρια. Τενεκετζίδικα, χρυσοχοεία, καρεκλοποιεία. Αλλά και υφασματοπωλεία, αγγειοπωλεία, μπακάλικα. Πραμάτεια κρεμασμένη στους τοίχους, αραδιασμένη στους δρόμους. Σακιά με όσπρια, αποξηραμένα φρούτα, μπαχαρικά. Στοίβες από χουρμάδες, φραγκόσυκα, ταψιά με μικρούς σωρούς από γλυκάνισο, ρίγανη, σουμάκι. Αγοραπωλησίες και διαπραγματεύσεις, τράμπες, παζαρέματα επί του συγκεκριμένου. Αφού τα άλλα χρειώδη, τ' ανείπωτα, όλα εκείνα που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να μην τον πλακώσει η λύπη ποτέ, φυτρώνουν εν αφθονία στους κρυφούς κήπους των σπιτιών και, επομένως, ο καθένας μπορεί να τα έχει.

Στους δρόμους οι διαβάτες προχωρούν ακολουθώντας δαιδαλώδεις μελωδίες μέσα τους, αλλά και ψαλμούς και φοινικιές που ανοίγουν ψηλά σαν πυροτεχνήματα και παφλασμούς από τις υδατοπτώσεις ουράνιων καταρρακτών. Ωστόσο η γαλήνη ποτέ δε διαταράσσεται. Τους μένουν μονάχα κάτι τριμμένα ρούχα που τα σφίγγουν γύρω απ' το σώμα τους, μέχρι να φτάσουν στο σπίτι, στο πραγματικό τους σπίτι.

Ο προμαχώνας κοντά στην Πύλη Αμμοχώστου. Διακρίνεται τμήμα από τα Βενετσιάνικα τείχη (δεξιά)
Ο προμαχώνας κοντά στην Πύλη Αμμοχώστου. Διακρίνεται τμήμα από τα Βενετσιάνικα τείχη (δεξιά)
Αλλοι άπραγοι, αμίλητοι μες στη ρέμβη των καφενείων, να τους τυλίγει αργά ο μίτος του χρόνου μέσα σε μια πλημμύρα από φθινοπωριάτικο φως. Κι όταν ο ήλιος πάει να δύσει, ανάβοντας πυρκαγιές πάνω από τις στέγες, είναι ορατοί οι άγγελοι, που κατεβαίνουν πυρπολώντας τους ορίζοντες, τις οφειλές, τους κώδικες, τα πρωτόκολλα, τις καταδίκες.

Υπάρχουν ήσυχες γωνιές στον Ταχτακαλά. Αλλά και γωνιές που κινδυνεύουν να εκραγούν από στιγμή σε στιγμή. Υπάρχουν απλοί, ευθείς δρόμοι κι άλλοι γεμάτοι στροφές, γωνίες, επαναστροφές, σκοτεινά γυρίσματα, απότομες πτώσεις, ακανόνιστους σφυγμούς, αμφίβολες προοπτικές, πάταγους, αιωρήσεις, τρομακτικές υλακές. Εδώ κι εκεί, ο Ταχτακαλάς έχει πλευρές που καίνε, ή που μας φυλακίζουν, πλευρές που μας τρομάζουν προς καιρού. Ενα όμως είναι σίγουρο: Απ' όπου και να κοιτάξεις, όλα είναι εναργή, απτά διά της οράσεως. Και με τους κατάλληλους υπολογισμούς, με την ορθή προσέγγιση, μπορούν να γίνουν πραγματικότητα πτήσεις, απολυτρώσεις, θεραπείες, επανακάμψεις - ακόμα και ιάσεις καθίστανται δυνατές.

Από τότε, φυσικά, η πόλη μεγάλωσε, έγινε αγνώριστη. Εμαθε ξένες γλώσσες, απόκτησε αυτοπεποίθηση. Ενηλικιώθηκε. Ξεχύθηκε ακράτητη προς όλες τις κατευθύνσεις, πήρε να ψηλώνει, να κερδίζει πατώματα. Αδύνατο να δεις ορίζοντα πια, εκτός κι αν ανέβεις κάπου υπεράνω - ας πούμε σε κανένα Roof Garden ή κάτι τέτοιο. Γέμισε πρόσφυγες - όχι μόνο από κείνους που διώξαν οι Τούρκοι απ' τα χωριά τους, που νοσταλγούν τα χαμένα σπίτια και τα χωράφια, μα κι απ' τους άλλους, τους πλάνητες, που νοσταλγούν συνεχώς κάποια μέρα που παράπεσε, λεν, κάπου ανάμεσα Δευτέρα και Τρίτη. Που γυρνάν εδώ και κει απαρηγόρητοι μαζεύοντας θραύσματα και κομμάτια κι όλο χαϊδεύονται να συνταιριάξουν ξανά ένα παλιό ψηφιδωτό που μόλις θυμούνται, που όλο προσπαθούν να οργανώσουν πορείες επιστροφής - επιστροφής στον χαμένο χρόνο - κι αναζητούν μιαν αιθρία στο κέντρο της πόλης, έναν κήπο αναμονής μέσα στην έρημο του μπετόν κι ύστερα μια καμαρόπορτα που, ακόμα κι αν δε βγάζει στον παράδεισο, τουλάχιστον να τους βγάλει απ' την κόλαση που ζήσανε ως εδώ.

Το Ηρώο της Κυπριακής Ελευθερίας, που βρίσκεται απέναντι από το κτίριο της Αρχιεπισκοπής
Το Ηρώο της Κυπριακής Ελευθερίας, που βρίσκεται απέναντι από το κτίριο της Αρχιεπισκοπής
Αλλοι γύρισαν από ταξίδια, χωρίς να 'χουν γυρίσει κατ' ακρίβεια. Αλλοι περιπλανιούνται ακόμα σε μακρινούς προορισμούς και, τις ώρες που κάθονται στις αίθουσες αναμονής των αεροδρομίων περιμένοντας την επόμενη πτήση, ακούνε να γυρνούν μες στο κεφάλι τους κάτι ψίθυροι, νιώθουνε το ανατρίχιασμα κάποιων παλιών σπιτιών στο άγγιγμα της απογευματινής αύρας, οσφραίνονται κάτι ξεχασμένα αρώματα από χώμα και ξύλο. Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, ή προτιμούν να ρίχνονται με τα μούτρα στις εφημερίδες και τα περιοδικά μέχρι ν' ακουστεί η αναγγελία για την επιβίβαση.

Και, φυσικά, η πόλη ξαναχτίζεται εκ βάθρων, προχωρά μπλεγμένη διαρκώς στις σκαλωσιές, διχασμένη, αβέβαιη, τραυματισμένη από μπλόκα και πολυβολεία, κι εξακολουθεί ν' αποφεύγει επίμονα τη ματιά του καθρέφτη, αρνείται να στρέψει το βλέμμα της προς τα κει, προς τα κει που κάποτε, λένε, απλώνονταν οι στέγες του Ταχτακαλά παραδομένες σ' ένα φως ανεξιχνίαστο.

Κι ενώ μακριά ακούγονται πού και πού εκκωφαντικές βροντές - σημάδι πως η μπόρα πλησιάζει - προχωρούν κάθε είδους δοσοληψίες, οπισθοβουλίες, λογαριασμοί, αγωνίες. Δεν πιστεύεις στα μάτια σου: Τόσες ρωγμές, τόσο μπετόν, τόσα μίση, τόσα κλιματιστικά, τόσα τραύματα. Κι όλα τα συμπαρομαρτούντα: Αποδείξεις, συμφωνίες, τιμολόγια, απορίες, εσωτερικές αιμορραγίες.


Αλλος θυμάται ένα τραγούδι από την εποχή του Ταχτακαλά. Προσπαθεί να ξαναβρεί λίγο τα λόγια, όμως τα χάνει πριν φτάσει στο ρεφρέν και σκάει στα γέλια ή ξεσπάει σε κλάματα γοερά. Μπαίνοντας για λίγο στο σπίτι, μερικοί ξαφνιάζονται από την ακαταστασία στο εσωτερικό του και τρέχουν στ' ανθοπωλεία να πάρουν καμιά γλάστρα ή βρίσκουν διακοσμητή κάθε τόσο για να τ' αλλάξει λίγο. Κάποιοι φτάνουν στο σημείο ν' αναρωτιούνται: Αυτές οι στέγες με τα ξεθωριασμένα κεραμίδια που απλώνονταν μέσα σε φως ανεξιχνίαστο, αυτές οι γειτονιές που σου 'διναν όλο τον κόσμο - και την ίδια στιγμή γνέφανε πειθήνια υποσχόμενες έναν άλλο κόσμο - υπήρξαν ποτέ; Ηταν πραγματικότητα ή πρόκειται γι' αποκυήματα της φαντασίας;

Αλλος παθιάζεται να γεωγραφήσει τον Ταχτακαλά πάνω σε άσπρα φύλλα χαρτιού, έτσι που να μπορεί να τον κουβαλά στις βαλίτσες του σαν εικόνισμα ή σαν φυλαχτό, για να ξορκίζει το κακό και να 'χει κάτι να σφίγγει στα χέρια του την ώρα της κοσμοχαλασιάς.

Κάπου κάπου, μιλώντας με φίλους από κείνη τη μεριά της πόλης, διαπιστώνω, παρ' όλ' αυτά, πως κατά βάθος έχουν όλοι την ίδια νοσταλγία για τους παλιούς αγαπημένους οικισμούς. Ολοι συμφωνούν πως, σε κάποιες γωνιές του Ταχτακαλά, θα πρέπει σίγουρα να μπορείς ακόμα ν' αναπνεύσεις πιο καθαρόν αέρα, πως, υπό κάποιες προϋποθέσεις, είναι σίγουρα καλό να κατεβαίνεις κάπου κάπου εκεί, στα κεντράκια, στις καφετερίες που εν τω μεταξύ έχουν ανοίξει κατά δεκάδες. Είναι μια βόλτα με διάθεση ηθογραφική που, αν όχι τίποτ' άλλο, σε βοηθά ν' αντικρίσεις την υπόλοιπη πόλη με άλλο μάτι - κυρίως θαυμάζουμε τις εγκαταλελειμμένες τρώγλες, που ήδη γίνονται σπάνιο είδος, αλλά και τ' ανακαινισμένα αρχοντικά, τα νεοκλασικά με τις ψηλές πόρτες και τις διακοσμητικές σιδεριές από σφυρήλατο σίδερο, ή ακόμα και τα καινούρια σπίτια που χτίστηκαν στη θέση των προηγούμενων αντιγράφοντας τις παλιές γραφικές προσόψεις.

Κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, όλοι οι νοσταλγοί, ακόμα και οι πιο πολυταξιδεμένοι, συμφωνούν πως ο Ταχτακαλάς είναι το καλύτερο καταφύγιο για να γλιτώσεις απ' τα βάσανα, από τα ντέρτια και τα φαρμάκια, τους σεβντάδες και τους καημούς, τους πόνους, τους χωρισμούς, τη ρύπανση του αέρα αλλά και του εγκεφάλου, τις επελάσεις της βαρβαρότητας, τα μίση και τις διατυπώσεις, τις σφραγίδες, τους προεκλογικούς λόγους, τους κολικούς των εντέρων, την κούρσα των εξοπλισμών, ακόμα κι από τα φλάμπουρα των ξένων στρατών που πλαταγίζουν πάνω απ' την πόλη. Και όχι μόνον αυτό! Συμφωνούν, ακόμα, πως είναι το μόνο μέρος τελικά όπου υπάρχει πιθανότητα να τους δοθεί επιτέλους το νόημα που τόσο απελπιστικά τους λείπει.

Και πράγματι είναι. Αν ο νοσταλγός είναι άξιος. Αν, μ' άλλα λόγια, καταλάβει πως τα παλιά σπίτια, οι παλιές γειτονιές, έχουνε σκορπιστεί στον αέρα της νύχτας σαν τ' απομεινάρια απ' τα πυροτεχνήματα, σαν τις ρουκέτες που φωτίζουν για μια στιγμή το σκοτάδι κι ύστερα γίνονται σκόνη μες στη νύχτα κι εξανεμίζονται στους πέντε ανέμους, αν εννοήσει πως είν' ανώφελο να ενώνεται με τους τουρίστες που περιδιαβάζουν τα μαγαζάκια της κάτω πόλης διαλέγοντας σουβενίρ κι εξίσου ανώφελο να κοιτάζει κλεφτά από μια κλειδαρότρυπα που δεν έχει πια το κλειδί της, αν καταλάβει πως μόνο το μέλλον, το απώτερο, το μακρινό, το πολύ μακρινό, μπορεί να ξαναφέρει πίσω το παρελθόν και πως έχει μονάχα μια στιγμή για να γεννηθεί, τη στιγμή τούτη μόνο και τίποτ' άλλο, αν παραδεχτεί, εντέλει, πως για να ξαναβγεί στον Ταχτακαλά δεν του μένει παρά μονάχα ένας δρόμος, που δεν περιλαμβάνεται στους χάρτες και στους τουριστικούς οδηγούς: Να γίνει ο ίδιος βραχονησίδα καταμεσής στον ωκεανό των ανθρώπων, γυμνή, αποψιλωμένη, εκτεθειμένη στις φουρτούνες, αφήνοντας τα χτυπήματα των κυμάτων να τον λειαίνουν ώσπου να τον πλημμυρίσει ο αφρός της ειρήνης.


Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ

Μικρές σελίδες

Η παραμυθατζού νεαρή δασκάλα Μαρία Γαϊτάνου συχνά μιλά τραγουδιστά. «Γεννήθηκα, μεγάλωσα κοντά στη θάλασσα. Είχα φοβερή γιαγιά και παραμύθια στα αυτιά! Κι αν λαχανιάζω σε μια σκάλα, έγινα μια καλή δασκάλα! Πατρίδα μου η Θεσσαλονίκη. Στη Λήμνο μένω και στο νοίκι. Σε μέρη έχω μείνει χίλια, μου αρέσουν τα ταξίδια. Αγαπάω τα παιδιά, της δασκάλας τη δουλειά. Και αγάπη μου άλλη μία... η ποίηση, η λογοτεχνία».

Η αγάπη της για τα παιδιά και για το δασκαλίκι την έκανε να φτιάχνει παραμύθια και ποιηματάκια για να εξηγήσει στο παιδί «Πώς τα γράμματα θα μάθει, να τα λέει, να τα γράφει;» και να απαντήσει στην παντόφλα την Περσεφόνη που «Είναι περίεργη πολύ/ κι όλο ρωτάει τι και γιατί./ Τι είναι εκείνο που μιλάει;/ Το πουλί γιατί πετάει;/ Τι χρώμα έχει το πεπόνι;/ Μήπως πετάει σαν μπαλόνι;» (έχει μια πλούσια ανέκδοτη συλλογή έμμετρων παραμυθιών).

Κάποια στιγμή θέλησε να μάθει αν τα παραμύθια της αρέσουν και στα άλλα παιδιά. Οι αρνητικές απαντήσεις των εκδοτικών οίκων ή η απουσία οποιασδήποτε απάντησης την έκαναν να πιστεύει ότι δεν αξίζει τον κόπο. Ενας πολύ γνωστός εκδότης, μάλιστα, της είπε: «Μπορεί αυτά που μου έφερες να διαβάσω να είναι καλύτερα από κάποια του Χ, μα αυτός είναι ο Χ και ξέρω ότι θα πουλήσω»!!! «Νόμιζα ότι πήγα να πουλήσω πατάτες μα έμειναν απούλητες, γιατί δεν ήταν Νευροκοπίου!!!!».

Το πρώτο της παραμύθι ήταν καλοτάξιδο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και το δεύτερο, «τα Ξωτικοπάπουτσα», μικρά μαθήματα ζωής, που άξια φιλοδοξεί να το διαβάσουν τα παιδιά.

Ο Παραδείσης ο μπαλονοσώστης έχασε τα ξωτικοπάπουτσά του. Στο μακρινό ταξίδι της αναζήτησης που ξεκινά θα συναντήσει απίθανα πλάσματα. Θα αλλάξει τη ζωή τους, θα αλλάξει και η δική του. Στο τέλος αυτός και τα ξωτικοπάπουτσα θα γίνουν ειρηνοποιοί. «Ενα ταξίδι... μια ευκαιρία για νέους δεσμούς... μια ευκαιρία για προσφορά, έτσι όπως πρέπει να είναι η ζωή μέσα και έξω από τα παραμύθια» (εικονογράφηση Βασίλης Γρίβας, εκδόσεις «τετράγωνο»).


Ηρακλής ΚΑΚΑΒΑΝΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ