Τον περασμένο Μάρτη, ο Τζον Λονγκ, καθηγητής Παλαιοντολογίας στο πανεπιστήμιο Φλάιντερς της Νότιας Αυστραλίας, και ο Ρίτσαρντ Κλουτιέ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ, αποκάλυψαν ένα εξαιρετικό απολίθωμα, που είχε ανακαλυφθεί το 2010 στο Εθνικό Πάρκο Μιγκουάσα στο Κεμπέκ. Ηταν ο μήκους 1,57 μ. πλήρης σκελετός ενός ψαριού ηλικίας 375 εκατομμυρίων ετών, του Ελπιστοστεγούς γουατσόνι, που γέμισε σε μεγάλο βαθμό το κενό σχετικά με τη διαμόρφωση του χεριού των τετράποδων. Το απολίθωμα είχε άριστα διατηρημένα στα πτερύγιά του οστά, που αντιστοιχούν με αυτά που έχουμε στα δάχτυλά μας, αποδεικνύοντας ότι τα δάχτυλα προέκυψαν εξελικτικά πριν τα σπονδυλωτά βγουν από το νερό. Αυτή η ανακάλυψη ανατρέπει την καθιερωμένη αντίληψη ότι τα ανατομικά χαρακτηριστικά των άκρων των τετράποδων διαμορφώθηκαν όταν πια αυτά περπατούσαν στη στεριά.
Το 2006 ανακαλύφθηκε στην καναδική Αρκτική το απολίθωμα ενός άλλου ελπιστοστεγαλιανού ψαριού, του ηλικίας 380 εκατομμυρίων ετών Τικτααλίκ. Το Τικτααλίκ έδωσε πλειάδα πληροφοριών για το πόσο εξελιγμένα ήταν τα θωρακικά πτερύγια αυτών των ψαριών, καθώς εκτός από καλά αναπτυγμένα οστά βραχίονα και πήχη, διέθεταν και ευκίνητες αρθρώσεις καρπού. Επιπλέον, το κεφάλι του είχε χαρακτηριστικά που θυμίζουν εκείνα των τετραπόδων: Μακρύ και πλατύ ρύγχος και κρανίο προσαρμοσμένο στα ανατομικά χαρακτηριστικά του εγκεφάλου.
Ομως τόσο ο Παντεριχθύς όσο και το Τικτααλίκ δεν είχαν δάχτυλα. Κάποιες ενδείξεις δαχτύλων στον Παντεριχθύ απορρίφθηκαν στην πορεία μετά από πιο προσεκτική εξέταση, αλλά και το απολίθωμα του Τικτααλίκ δεν περιλάμβανε ολόκληρο το θωρακικό πτερύγιο. Το Ελπιστοστεγές γουατσόνι φαίνεται να είναι λίγο πιο πρόσφατος πρόγονος των τετράποδων από τα άλλα είδη ελπιστοστεγαλιανών.
Συνδυάζοντας τις παρατηρήσεις σχετικά με το σκελετό του Ελπιστοστεγούς μαζί με τη φυλογενετική του ανάλυση, αρχίζει να αποκαλύπτεται πώς προέκυψε το βασικό σχέδιο των χεριών των τετράποδων, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου. Η παρουσία σειρών μικρών οστών στα πτερύγια του Ελπιστοστεγούς υποδηλώνει ότι αυτή η διάταξη πρωτοπαρουσιάστηκε εξελικτικά στα λοβο-πτέρυγα ψάρια (με μυώδη πτερύγια) προς το τέλος της Δεβόνιας περιόδου, πριν από 380 εκατομμύρια χρόνια. Είναι πιθανό ότι εξυπηρετούσαν στη στήριξη του βάρους του σώματός τους, καθώς πολλά μικρά οστά σε διάταξη σε αυτή την περιοχή θα επέτρεπαν στο ακραίο τμήμα του πτερυγίου να έχει την ελαστικότητα και τη δύναμη να σπρώχνει το ψάρι προς τα πάνω.
Αλλά γιατί ένα ψάρι θα ωφελούνταν από κάτι τέτοιο; Το κρανίο του Ελπιστοστεγούς δίνει μια ένδειξη: Στο πίσω μέρος του υπάρχει ένα ζευγάρι από μεγάλες τρύπες, σαν αυτές του φυσητήρα της φάλαινας. Μερικά σύγχρονα ψάρια που αναπνέουν αέρα από την ατμόσφαιρα έχουν τέτοιες τρύπες. Αν αυτές εξυπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό και στο Ελπιστοστεγές, τότε η ικανότητα να χρησιμοποιεί τα πτερύγιά του για να ανασηκώνεται στα ρηχά ποταμάκια και καταφύγια όπου ζούσε, ώστε να αναπνεύσει, θα του έδινε πλεονέκτημα.
Το Ελπιστοστεγές δεν είναι σίγουρο ότι περιοριζόταν μέσα στα ρηχά νερά. Πνευμονόψαρα που ζουν σήμερα, αλλά και ορισμένα γατόψαρα μπορούν να κινηθούν για μικρό χρονικό διάστημα στη στεριά σπρώχνοντας με τα πτερύγιά τους. Με τα πολύ πιο ισχυρά πτερύγιά του, το Ελπιστοστεγές ίσως ήταν αρκετά πιο ικανό απ' αυτά έξω από το νερό. Το Ελπιστοστεγές αποκαλύπτει όμως και κάτι άλλο για τη μετάβαση από το πτερύγιο στο άκρο του τετράποδου. Επειδή εκτός από οστά του καρπού και δάχτυλα έχει και ακτίνες πτερυγίου, πρέπει να υπάρχει και κάποια επιπλέον εξελικτική φάση ανάπτυξης του χεριού, όπου χάνονται οι ακτίνες και μένουν μόνο οι φάλαγγες.