Κυβερνήσεις των ιμπεριαλιστικών κρατών και συνασπισμών, πολυεθνικές και εμποροβιομήχανοι τροφίμων, με μπόλικη υποκρισία ανησυχούν για το διατροφικό μέλλον της ανθρωπότητας, με προφανή στόχο να αποπροσανατολίσουν τους λαούς και να συγκαλύψουν τις αποκλειστικές τους ευθύνες γι' αυτό το τεράστιο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που είναι διαχρονικό αλλά αυτή την περίοδο προσλαμβάνει εφιαλτικές διαστάσεις.
Μέχρι και ο Μπους άρπαξε την ευκαιρία για να δείξει τη «φιλανθρωπία του», ανακοινώνοντας ότι θα διαθέσει 770 εκατομμύρια δολάρια για επισιτιστική βοήθεια με κύριο στόχο να αυξηθεί η κατανάλωση και να αναθερμανθεί η οικονομία.
Χωρίς ίχνος ντροπής, όλοι μαζί ισχυρίζονται ότι για τη λεγόμενη διατροφική κρίση φταίει η μείωση της παγκόσμιας παραγωγής και των αποθεμάτων των δημητριακών που οφείλεται στις κλιματικές αλλαγές (πλημμύρες, ξηρασία) όπως και η αύξηση της κατανάλωσης τροφίμων από τους λαούς των αναπτυσσόμενων χωρών.
Ομως η μείωση της παγκόσμιας παραγωγής και των αποθεμάτων δημητριακών - τροφίμων οφείλεται σε συνειδητές πολιτικές επιλογές των πολυεθνικών και των καπιταλιστικών κυβερνήσεων που εκφράζουν τα συμφέροντά τους με στόχο να τους εξασφαλίζουν περισσότερα κέρδη.
Αφετηρία αυτών των πολιτικών επιλογών αποτέλεσε το γεγονός ότι η παγκόσμια κατανάλωση τροφίμων αυξανόταν με ετήσιους ρυθμούς 1%, ενώ η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων με διπλάσιους ρυθμούς (2% το χρόνο). Η δυσαναλογία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα, η μεγαλύτερη προσφορά τροφίμων σε σχέση με τη ζήτηση, να μειώνει τις τιμές και τα κέρδη των βιομηχανιών τροφίμων και η αύξηση των αποθεμάτων, να απορροφά περισσότερα κονδύλια από τους προϋπολογισμούς των κρατών, για τη συντήρησή τους ή την εκποίησή τους.
Βασικότερα από αυτά τα μέτρα ήταν:
Παρόμοια μέτρα μείωσης της παραγωγής και των αποθεμάτων των δημητριακών πήραν όλα τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, με αποτέλεσμα να μειωθεί η προσφορά και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις κερδοσκοπίας του μεγάλου κεφαλαίου στα τρόφιμα που γίνεται στα διεθνή χρηματιστήρια των προϊόντων.
Διάφοροι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι και «αναλυτές» εκτιμούν ότι το 30% των αυξήσεων στα τρόφιμα οφείλεται στη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία και ότι το 40% των βασικών ειδών διατροφής ελέγχεται από το μεγάλο χρηματιστηριακό κεφάλαιο.
Η ύπαρξη της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας επιβεβαιώνεται και από τους ξέφρενους ρυθμούς αύξησης της τιμής του ρυζιού το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή βιοκαυσίμων.
Πάνω από 850 εκατομμύρια άνθρωποι λιμοκτονούν ή υποσιτίζονται από τα οποία τα 28 εκατομμύρια στις ΗΠΑ, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και γεωργίας εκτιμάει ότι η υπάρχουσα γεωργία, και όχι η μεταλλαγμένη, μπορεί να παράγει τρόφιμα για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες διπλάσιου αριθμού ανθρώπων της Γης που σήμερα υπολογίζονται στα 6,5 δισεκατομμύρια.
Ζημιωμένα είναι όλα τα λαϊκά στρώματα, μέσα σε αυτά και οι μικρομεσαίοι αγρότες, που βλέπουν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται από την ξέφρενη αύξηση των τιμών των τροφίμων.
Στη χώρα μας η κτηνοτροφία απειλείται με κατάρρευση και οι μικρομεσαίοι κτηνοτρόφοι με χρεοκοπία επειδή μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα οι τιμές των ζωοτροφών διπλασιάστηκαν.
Ζημιωμένοι είναι και οι μικρομεσαίοι παραγωγοί σιτηρών, παρά το γεγονός ότι μπορεί να πήραν κάποια καλύτερη τιμή για την παραγωγή τους σε σχέση με προηγούμενες χρονιές. Και αυτό γιατί τη διαφορά αυτή φρόντισαν έγκαιρα να την αρπάξουν οι πολυεθνικές παραγωγής και εμπορίας των γεωργικών εφοδίων επειδή με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνονται οι τιμές των τροφίμων, αυξάνονται οι τιμές των λιπασμάτων, των φυτοφαρμάκων, των σπόρων, των γεωργικών καυσίμων κ.ά., με συνέπεια το τελικό αποτέλεσμα να είναι αρνητικό και για τους μικρομεσαίους παραγωγούς δημητριακών.
Δείχνει επίσης ότι το διατροφικό πρόβλημα δεν είναι τεχνοκρατικό ούτε συγκυριακό. Αλλά είναι καθαρά κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα. Γι' αυτό και η οριστική του λύση θα είναι πολιτική.
Οσο στην παγκόσμια και στην ελληνική οικονομική και κοινωνική ζωή κυριαρχεί το μεγάλο κεφάλαιο και τα κόμματα που το εκφράζουν, το παγκόσμιο διατροφικό πρόβλημα θα οξύνεται, η κερδοσκοπία θα ενδημεί με διάφορες διακυμάνσεις που θα εξαρτώνται από την πίεση του λαϊκού κινήματος και τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου ενώ οι κυβερνήσεις θα συμπεριφέρονται ως «Πόντιοι Πιλάτοι».
Γι' αυτό ο αγώνας κατά της ακρίβειας, κατά της κερδοσκοπίας, κατά της πείνας και του υποσιτισμού για να είναι αποτελεσματικός θα πρέπει να συσπειρώνει όλα τα λαϊκά στρώματα και όλους τους λαούς του κόσμου και να έχει ως στόχο τη ριζική αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων.
Στη χώρα μας ο αγώνας κατά της λεγόμενης διατροφικής κρίσης θα πρέπει να αναδείχνει τους υπαίτιους που είναι η πολιτική της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Να συμβάλει στη δημιουργία ενός λαϊκού μετώπου με στόχο τη λαϊκή εξουσία, η οποία με την κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής και τη συνεταιριστικοποίηση της αγροτικής οικονομίας θα μετατρέψει τα τρόφιμα από εμπορεύματα και αντικείμενα κερδοσκοπίας σε αγαθά προσιτά σε όλα τα λαϊκά στρώματα.
Θεσσαλία Ιούλης του 2007: Αρδευτικό κανάλι, χωρίς νερό! |
Νερό στη Θεσσαλία υπάρχει, αλλά δεν αξιοποιείται όπως και όσο χρειάζεται. Το κράτος δεν κατασκευάζει τα έργα υποδομής για τη συλλογή, τη συγκέντρωση και την ορθή αξιοποίηση των διαθέσιμων υδατικών πόρων. Δεν κατασκευάζονται αρδευτικά και εγγειοβελτιωτικά έργα. Επίσης, δε βοηθιούνται οι αγρότες για να εξασφαλίσουν τον απαραίτητο σύγχρονο μηχανικό και τεχνολογικό εξοπλισμό - πότισμα με σταγόνες κ.ά. - για την εξοικονόμηση του νερού που πάει για άρδευση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκτροπή του Αχελώου. Η εκτροπή του, παραπέμπεται στις «ελληνικές καλένδες», καθώς επί 30 και πλέον χρόνια εξαγγέλλεται από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αλλά - επί της ουσίας - ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Αν ποτέ ολοκληρωθεί η εκτροπή του Αχελώου, θα είναι σε θέση να λύσει, σε μεγάλο βαθμό, το πρόβλημα της λειψυδρίας, δίνοντας προοπτικές αγροτικής ανάπτυξης στην περιοχή και σταματώντας την περιβαλλοντική υποβάθμισή της. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ταμιευτήρα της Κάρλας, που εδώ και 20 χρόνια «καρκινοβατεί» και ποτέ δε γεμίζει. Και δε γεμίζει επειδή δεν κατασκευάζονται ούτε καν τα μικρά φράγματα και οι ταμιευτήρες, που θα μπορούσαν να δώσουν κάποιες - προσωρινές έστω - λύσεις σε ορισμένες αγροτικές περιοχές που, κάθε χρόνο, στεγνώνουν.
Το αίτημα για έργα υποδομής στη γεωργία τίθεται διαρκώς και σε προτεραιότητα από το αγροτικό κίνημα στη Θεσσαλία, αλλά οι κυβερνήσεις «αγρόν ηγόραζον». Εφαρμόζοντας, κατά γράμμα και με συνέπεια, την πολιτική της ΕΕ, η οποία δεν προωθεί έργα υποδομής στη γεωργία για να μην αναπτυχθεί η αγροτική παραγωγή και επικαλούμενες κάποιες ανόητες, ή και ύποπτες αντιρρήσεις που εκφράζουν, με θορυβώδη τρόπο, δήθεν «περιβαλλοντικές οργανώσεις», κωλυσιεργούν διαρκώς και δεν προχωρούν στα αναγκαία μέτρα, αφήνοντας τη Θεσσαλία στο έλεος της λειψυδρίας και στον κίνδυνο της απερήμωσης. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε και τις ευθύνες του ΣΥΝ, ο οποίος - συντασσόμενος με την ΕΕ και τις δήθεν «οικολογικές οργανώσεις» κι αδιαφορώντας για την παραγωγική συρρίκνωση και την περιβαλλοντική υποβάθμιση της Θεσσαλίας - κάνει ό,τι μπορεί για να μην προχωρήσει η εκτροπή του Αχελώου.
Eurokinissi |
Οι φτωχοί κτηνοτρόφοι, που βλέπουν μέρα με τη μέρα η τσέπη τους ν' αδειάζει και τα χρέη στην τράπεζα να διογκώνονται, βρίσκονται σε απόγνωση και έχουν επιδοθεί σ' έναν απεγνωσμένο αγώνα για να κρατηθούν. Λίγοι τα καταφέρνουν και οι περισσότεροι αναγκάζονται να ξεπουλήσουν, όσο όσο, το βιος τους και να εγκαταλείψουν την κτηνοτροφία, που πάει στα χέρια λίγων μεγαλοκτηνοτρόφων και μεγάλων εταιρειών που νέμονται το χώρο των τροφίμων, διασφαλίζοντας μυθώδη κέρδη.
Στήριξη - οι υπό κατάρρευση και αφανισμό κτηνοτρόφοι - δε βρίσκουν από την κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία αδιαφορεί πλήρως και τους εμπαίζει προκλητικά. Το ΠΑΣΟΚ - που συμφωνεί με την πολιτική χρεοκοπίας και ξεκληρίσματος - «περί άλλα τυρβάζει» και η μόνη έγνοια του είναι πώς θα εκμεταλλευτεί μικροκομματικά τη δυσαρέσκεια του κτηνοτροφικού κόσμου κατά της κυβέρνησης. Από την πλευρά του ο ΣΥΝ - κινούμενος πάντα στη «φιλοευρωπαϊκή» κατεύθυνση - λίγο ασχολείται με τους τσοπαναραίους κι όταν το κάνει είναι για να επιδείξει το όψιμο φιλολαϊκό προσωπείο του για να κερδίσει μερικούς ακόμα πόντους στα γκάλοπ.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι κτηνοτροφικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως η Ομοσπονδία Κτηνοτρόφων Λάρισας, κ.ά. Οι εν λόγω συνδικαλιστικές οργανώσεις - οι διοικήσεις των οποίων πρόσκεινται στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ - αντί να οργανώσουν την αντίσταση στην αντικτηνοτροφική πολιτική, κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να αποδυναμώσουν τις κτηνοτροφικές αντιδράσεις και να υπονομεύσουν τους αγώνες που ξεκινούν από τα κάτω.
Μόνη ελπίδα των αγροτοκτηνοτρόφων είναι η ΠΑΣΥ και το ΚΚΕ, που στέκονται πάντα στο πλευρό τους και προσπαθούν με κάθε τρόπο να οργανώσουν την πάλη τους, δίνοντας ουσιαστικό περιεχόμενο στα αιτήματα και προοπτική στον αγώνα. Αγωνιστικό στήριγμά τους είναι οι Συντονιστικές Επιτροπές Αγώνα που συγκροτούνται κατά περιοχές - όπως, π.χ., στην Ελασσόνα, στον Τύρναβο κι αλλού - και ήδη έχουν προχωρήσει σε κινητοποιήσεις.
ICON |
Εδώ και αρκετά χρόνια, η ΕΕ έπαιρνε και επέβαλλε μέτρα για τη μείωση της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα. Σ' αυτό οδηγούσαν οι αποφάσεις για στρεμματικούς και παραγωγικούς περιορισμούς στις καλλιέργειες, που συνοδεύονταν και από πρόστιμα συνυπευθυνότητας σε βάρος της χώρας μας όταν ξεπερνούσε τα πλαφόν και τις ποσοστώσεις, τα οποία και καταμερίζονταν στους παραγωγούς. Το καίριο, όμως, πλήγμα ήρθε με τη νέα ΚΑΠ, η εφαρμογή της οποίας ξεκίνησε στην αρχή του 2006. Στη Θεσσαλία, όπως και στις άλλες αγροτικές περιοχές, οι επιπτώσεις της νέας ΚΑΠ ήταν άμεσες και καταστροφικές. Δυναμικές και προσοδοφόρες καλλιέργειες συρρικνώνονται και μερικές πάνε προς εξαφάνιση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο καπνός που εξαφανίστηκε από περιοχές, οι οποίες στηρίζονταν σ' αυτόν, όπως η Ελασσόνα και πολλά χωριά των Τρικάλων και της Καρδίτσας. Στο μισό και παραπάνω μειώθηκε η τευτλοκαλλιέργεια, μετά την απόφαση της κυβέρνησης να παραδώσει στην ΕΕ το 50% του δικαιώματος παραγωγής ζάχαρης.
Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την τευτλοκαλλιέργεια χιλιάδες αγρότες της περιοχής, οι οποίοι είχαν δαπανήσει πολλά χρήματα για την απόκτηση του απαραίτητου μηχανολογικού και άλλου εξοπλισμού, που είχαν δανειστεί από την τράπεζα. Επιπτώσεις υπήρξαν και σε άλλους εργαζόμενους που η δουλειά τους σχετιζόταν με τα τεύτλα. Το εργοστάσιο ζάχαρης που λειτουργούσε στη Λάρισα έκλεισε και εκατοντάδες εργαζόμενοι σ' αυτό ζουν με την αγωνία αν θα έχουν εργασία. Το μεροκάματό τους έχασαν, επίσης, όσοι εργάζονταν στη συλλογή και τη μεταφορά του προϊόντος, τευτλοεξαγωγείς κ.ά.
Στρεμματική μείωση είχαμε και στη βαμβακοκαλλιέργεια, η οποία, πριν λίγα χρόνια, αποτελούσε την πλέον προσοδοφόρα καλλιέργεια για τους αγρότες της περιοχής. Το ίδιο συμβαίνει στο σύνολο, σχεδόν, των καλλιεργειών. Π.χ., Πέρσι πάνω από 50% ήταν η μείωση στα σιτηρά, στα ψυχανθή 70%, στις φακές και στα ρεβίθια 65%, στις δενδρώδεις καλλιέργειες - αχλάδια, κεράσια, δαμάσκηνα, αμύγδαλα, ροδάκινα κ.ά. - 50% και σε πολλές περιπτώσεις μέχρι και 60%, ενώ στην επαρχία Τυρνάβου η μείωση έφτασε εξαιτίας της ακαρπίας από 70% - 80%, στο καλαμπόκι μέχρι και 50%, στ' αμπέλια 50%, στη βιομηχανική τομάτα πάνω από 30%.
Οι εμπορικές τιμές των αγροτικών προϊόντων στο σύνολό τους παραμένουν πολύ χαμηλές - σε κάποιες περιπτώσεις είναι εξευτελιστικές - λόγω της κερδοσκοπικής βουλιμίας και ασυδοσίας των εμποροβιομηχάνων και των αθρόων εισαγωγών που επιβάλλει η ΚΑΠ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και δεν καλύπτουν καν το κόστος παραγωγής. Εξαίρεση μπορεί να χαρακτηριστεί η αύξηση που παρατηρείται, τον τελευταίο χρόνο, στα σιτηρά και στο καλαμπόκι, η οποία είναι συγκυριακή και, βεβαίως, ούτε αυτή είναι αρκετή να διασφαλίσει εισόδημα με το οποίο μπορούν να ζήσουν οι μικρομεσαίοι παραγωγοί.
Οι χαμηλές τιμές που εισπράττει ο παραγωγός δε σημαίνουν ότι τα αγροτικά προϊόντα είναι φτηνά και για τους καταναλωτές. Αυτοί, αντιθέτως, εξακολουθούν να βλέπουν τις τιμές στα σούπερ μάρκετ να ανεβαίνουν, καθώς οι έμποροι εκμεταλλεύονται κι αυτούς όσο και τους παραγωγούς. Από την άλλη, οι επιδοτήσεις που έπαιρνε ο αγρότης έχουν «πετσοκοφτεί» μετά την απόφαση της ΕΕ - με τη συμφωνία των ελληνικών κυβερνήσεων - για αποσύνδεση της παραγωγής από την επιδότηση. Το «χρονιάτικο τσεκ» που εισπράττουν οι μικρομεσαίοι παραγωγοί ως επιδότηση δεν αποτελεί παρά ένα «πενιχρό βοήθημα», που δε φτάνει ούτε για την κάλυψη των εξόδων καλλιέργειας. Αλλά κι αυτό δε δίνεται ποτέ στην ώρα του και τις περισσότερες φορές δε φτάνει καν στα χέρια των παραγωγών, καθώς το παρακρατεί η τράπεζα για την εξόφληση των αγροτικών χρεών, τα οποία ποτέ δεν τελειώνουν και διαρκώς αυγαταίνουν.
Το κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων χρόνο με το χρόνο αυξάνεται, πλήττοντας καίρια το εισόδημα των Θεσσαλών αγροτών. Τα τελευταία χρόνια, έχουμε συνεχείς ανατιμήσεις στα αγροτικά μέσα και εφόδια και είναι χαρακτηριστικό ότι φέτος, σε σχέση με πέρσι, έχουμε 60%, κατά μέσο όρο, αύξηση στις τιμές των λιπασμάτων, 20% στα φυτοφάρμακα, 10% στα σπόρια, 30% στα καύσιμα, 30% στο αγροτικό ρεύμα, 80% στις ζωοτροφές κ.ο.κ. Στην κερδοσκοπική επέλαση των εμποροβιομηχάνων βοήθησε, τα μέγιστα, η «απελευθέρωση της αγοράς», που οδήγησε στην ιδιωτικοποίηση και το ξεπούλημα των ελληνικών βιομηχανιών παραγωγής και εμπορίας αγροτικών μέσων και εφοδίων. Στην αύξηση του κόστους παραγωγής συντελεί και η απουσία έργων υποδομής στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, η υψηλή παρακράτηση του ΦΠΑ, τα υψηλά τραπεζικά επιτόκια δανεισμού κ.ά.