Αποκαλυπτήρια του Μνημείου της ΚΕ του ΚΚΕ | Θα μιλήσει ο ΓΓ της ΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας | Σήμερα Σάββατο ο Αγώνας Δρόμου της ΚΝΕ στη «Διαδρομή των Αθανάτων»
Το Μνημείο αποτελεί το τελευταίο έργο του γλύπτη Βασίλη Δωρόπουλου, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, πριν προλάβει να το δει ολοκληρωμένο στον φυσικό του χώρο.
Το Σάββατο 25 Οκτώβρη, μία μέρα πριν την κεντρική εκδήλωση στο Λαζαρέτο, οι Οργανώσεις της ΚΝΕ και του Κόμματος στην Κέρκυρα διοργανώνουν τον 1ο Αγώνα Δρόμου 5 χλμ. «Ακτίνα Θ' - Λαζαρέτο: Η διαδρομή των Αθανάτων». Η εκκίνηση θα δοθεί στις 16.00 από τις Φυλακές Κέρκυρας και ο τερματισμός θα γίνει στην πλατεία Μαντουκίου (έναντι νέου λιμένα).
Για το Μνημείο, τη σημερινή εικόνα του νησιού ως ιστορικού τόπου, τις διεκδικήσεις του Κόμματος για την πλήρη ανάδειξή του, καθώς και για το εκτεταμένο δίκτυο μνημείων και μουσείων που έχει δημιουργήσει το ΚΚΕ σε όλη τη χώρα, ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με την Κέλλυ Παπαϊωάννου, αρχιτέκτονα μηχανικό, υποψήφια διδάκτορα του ΑΠΘ, μέλος του Τμήματος Πολιτισμού και της Επιτροπής Μνημείων και Μουσείων της ΚΕ του ΚΚΕ.
Ολες οι συμμετοχές των εικαστικών και καλλιτεχνών ήταν συγκινητικές. Εκτιμούμε ότι ανταποκρίθηκαν άρτια στο περιεχόμενο της προκήρυξης, που αντλούσε την έμπνευσή της από την ίδια την ιστορία του τόπου και τη θυσία εκατοντάδων κομμουνιστών και αγωνιστών.
Το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στον γλύπτη Δωρόπουλο, ο οποίος, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να δει το έργο του τοποθετημένο και να παραβρεθεί στα εγκαίνια, όπως σχεδίαζε μέχρι τέλους.
Η γλυπτική σύνθεση είναι ένα ορειχάλκινο σύμπλεγμα ανθρώπινων μορφών που ανελίσσονται, σφιχτά δεμένες μεταξύ τους, συμβολίζοντας την ανάταση της θυσίας των εκτελεσμένων.
Αρχική πρόθεση της διακήρυξης - την οποία σεβάστηκαν απόλυτα όλοι οι καλλιτέχνες - ήταν οι γλυπτικές συνθέσεις να μην υπερβαίνουν και να μην ανταγωνίζονται τον υπάρχοντα τοίχο των εκτελέσεων, δίπλα στον οποίο θα τοποθετηθεί το έργο που απέσπασε το πρώτο βραβείο.
Ο γλύπτης Δωρόπουλος φιλοτέχνησε ένα μνημείο που στέκεται σεμνά δίπλα στον τόπο της θυσίας και ταυτόχρονα συγκινεί, αποδίδοντας το νόημα της θυσίας με έναν άρτιο καλλιτεχνικά τρόπο. Θα αποτελέσει, πιστεύουμε, αναπόσπαστο μέρος του συνόλου των μνημείων του Λαζαρέτου, μαζί με τους 115 σταυρούς των νεκρών αγωνιστών της περιόδου 1943-1954».
Ο γλύπτης και δημιουργός του Μνημείου Βασίλης Δωρόπουλος, που έφυγε πρόσφατα (21/9) από τη ζωή |
«Η πρόσβαση στο Λαζαρέτο γίνεται σήμερα μόνο με μισθωμένο πλοιάριο, καθώς δεν υπάρχει διαμορφωμένη προβλήτα και η προσάραξη είναι δύσκολη.
Στο νησί είναι τοποθετημένοι 115 σταυροί με τα ονόματα των εκτελεσμένων, την ηλικία τους και τη χρονολογία εκτέλεσης. Οι άλλοι τρεις, από τους 118 που αναφέρονται στα αρχεία, προέρχονταν από τις Φυλακές της Κέρκυρας, αλλά δεν εκτελέστηκαν στο Λαζαρέτο. Γι' αυτό και δεν υπάρχει αντίστοιχος σταυρός.
Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι οι εκτελεσμένοι στο Λαζαρέτο ξεπερνούν τους 200, στοιχείο που αναδεικνύει την ανάγκη να συνεχιστούν οι ιστορικές έρευνες.
Προχωρώντας στο νησί, συναντάμε τον τοίχο των εκτελέσεων, όπου σώζονται ορισμένα από τα τσιγκέλια στα οποία δένονταν οι χειροπέδες των αγωνιστών, με το βλέμμα στραμμένο προς τον τοίχο. Ο τοίχος αυτός αποτελεί τμήμα παλιού κτιρίου του λοιμοκαθαρτηρίου που έχει καταρρεύσει και απαιτεί άμεση αντιστήριξη, ώστε να μην καταπέσει από τα σαθρά χώματα και τη βλάστηση.
Ο περιβάλλων χώρος χρειάζεται επίσης άμεση εξυγίανση και καθαρισμό.
Απέναντι από τον τοίχο των εκτελέσεων υπάρχει ανακατασκευασμένος, διώροφος διοικητικός χώρος του λοιμοκαθαρτηρίου, διαμορφωμένος με κονδύλια ΕΣΠΑ ως μουσείο. Παρότι ο χώρος έχει διαμορφωθεί με σύγχρονες προδιαγραφές, παραμένει ημιτελής και άδειος. Υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ σύγχρονο μουσείο.
Οι Οργανώσεις του ΚΚΕ έχουν απευθύνει επανειλημμένα επιστολές προς το ΥΠΠΟΑ, τον δήμο Κέρκυρας και την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων, ζητώντας να συντηρηθούν και να επισκευαστούν όλα τα μνημεία του νησιού και να ολοκληρωθεί η κατασκευή του μουσείου, αφιερωμένου στους αγώνες του λαού μας την περίοδο εκείνη.
Το Αρχείο του Κόμματος διαθέτει πλούσιο υλικό που μπορεί να εμπλουτίσει τα εκθέματα και το περιεχόμενο του μουσείου».
Μιλώντας γενικότερα για το δίκτυο μνημείων και μουσείων που έχει δημιουργήσει το ΚΚΕ σε όλη τη χώρα, η Κέλλυ Παπαϊωάννου σημειώνει: «Η ΚΕ του ΚΚΕ, με αφετηρία κυρίως τα 100 χρόνια του Κόμματος, εγκαινίασε μια πλούσια δραστηριότητα ανάδειξης ιστορικών τόπων και μνημείων σε όλη τη χώρα, που συνδέονται με την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και την ηρωική εποχή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Κυριολεκτικά, δεν υπάρχει βουνό και κορφή που να μην είναι περπατημένη και ποτισμένη από τους αγώνες και τις θυσίες των κομμουνιστών και άλλων πρωτοπόρων αγωνιστών του λαού μας.
Σε μια ιστορική φάση που τα αστικά κράτη και τα κόμματά τους - μέσα από τα επιτελεία των ιμπεριαλιστικών οργανισμών - επιχειρούν να επιβάλουν με διάφορους τρόπους την εξίσωση κομμουνισμού - φασισμού ή, σε άλλες περιπτώσεις, τη λήθη και τη θόλωση θύτη - θύματος, το ΚΚΕ επιτελεί το καθήκον του να τιμήσει και να αναδείξει την Ιστορία των λαϊκών και ταξικών αγώνων.
Μέσα και από αυτή τη δραστηριότητα, που συνοδεύεται από ιστορικές και επιστημονικές μελέτες και εκδόσεις, αποτίεται φόρος τιμής σε όλους εκείνους που έπεσαν για το δίκιο και τη ζωή - όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και η πινακίδα του μνημείου που ανεγείρεται στο Λαζαρέτο.
Με αφετηρία τον ιστορικό τόπο του Λαζαρέτου, καλούμε όλους τους εργαζόμενους, τη νεολαία και τον λαό μας να επισκεφτούν τα μνημεία και τους ιστορικούς τόπους που διαμορφώνει το ΚΚΕ, με γνώμονα την προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας και με δέσμευση η μνήμη να γίνεται έναυσμα και κριτήριο για τους νέους αγώνες που έχουμε μπροστά μας».
Για την εκδήλωση στο Λαζαρέτο θα αναχωρήσουν λεωφορεία την Κυριακή 26 Οκτώβρη, ως εξής:
Ιωάννινα: 6.50 π.μ. από το δημαρχείο. Αρτα: 6.30 π.μ. από το «Voi Noi». Πρέβεζα: 6.30 π.μ. από τα παλιά ΚΤΕΛ. Λευκάδα: 6 π.μ. από το Πνευματικό Κέντρο.
Δηλώσεις συμμετοχής γίνονται στις Κομματικές Οργανώσεις.
Συγκέντρωση στο λιμάνι της Κέρκυρας στις 10.15 π.μ., αναχώρηση για Λαζαρέτο στις 10.30 π.μ.
Η εκδήλωση για τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου πλαισιώνεται και από πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα, που αναδεικνύει το διαχρονικό μήνυμα της θυσίας όσων στάθηκαν με παλικαριά απέναντι στον θάνατο, υπηρετώντας ανώτερα ιδανικά και αξίες.
Περιλαμβάνει την απαγγελία του ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου «Στο ΚΚΕ», από τον Σπύρο Κυανούρα, όπως και την ανάγνωση του τελευταίου γράμματος του εκτελεσμένου Ηλία Λιάκουρα από τον Γιάννη Κυριακίδη.
Ξεχωριστή στιγμή αποτελεί ο θεατρικός μονόλογος «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών» του Γ. Ρίτσου, σε διασκευή της Ρούλας Καρδάμη, με την Χάρις Αλατζά στον ρόλο και τη συμμετοχή τμήματος της Γυναικείας Χορωδίας Κέρκυρας, σε μοιρολόι του Αλέξανδρου Κουμπλή (διδασκαλία: Δήμητρα Καλογεροπούλου, επιμέλεια κίνησης: Μέλπω Καρδάμη).
Το μουσικό μέρος παρουσιάζει ο Βασίλης Γισδάκης με τους Παναγιώτη Κελάνδρια (κιθάρα), Γιάννη Κουτάγιαρ (κοντραμπάσο), Απόστολο Βαλσαμά (μπουζούκι) και Νίκο Μεταλληνό (κρουστά), περιλαμβάνοντας τραγούδια των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Θάνου Μικρούτσικου, Νότη Μαυρουδή και άλλων δημιουργών - από το «Των Αθανάτων» και το «Ποιος τη ζωή μου» έως το «Θα σημάνουν οι καμπάνες».
Η εκδήλωση θα ολοκληρωθεί με το Προσκλητήριο Νεκρών (Τ. Παπατσώρης, Γ. Κυριακίδης), το τραγούδι «Επέσατε θύματα» με την Μαρία Γκόρου και τη «Διεθνή».
Αποτελεί ακριβή αντιγραφή επιλεγμένων αποσπασμάτων από τα βιβλία των Λάμπρου Κασσελούρη («Της Λευτεριάς οι Αθάνατοι», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»), Γιάννη Ντουμένη «Ημερολόγιο ενός αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης», ιδιωτική έκδοση), Ανάστου Παπαπέτρου («Καταδικασμένοι σε θάνατο», εκδ. «Ολκός») και Σταμάτη Σκούρτη («Ωσπου να ξημερώσει», εκδ. «Ολκός»). Τα σκίτσα που συνοδεύουν το κείμενο είναι δημιουργίες του σκιτσογράφου Τάσου Χαλά (βιβλίο Λ. Κασσελούρη).
Πάνω απ' τις αγγλικές φυλακές της Κέρκυρας βαριά μελανιασμένα σύννεφα προμηνούν καταιγίδα. Κάθε μέρα πέφτει από νωρίς βαθύ σκοτάδι στα υγρά κελιά - ψυγεία. Βροχή κι αέρας, αέρας και βροχή. Οι τοίχοι υγροί, παγεροί. Τουρτουρίζεις.
Ο ύπνος όμως δεν έρχεται με το ξάπλωμα, γι' αυτό το ρίχνουμε στο κουβεντολόι.
«Αν βγεις ζωντανός από 'δω, έχεις χρέος να τα πεις όλα στους νεότερους».
Στάθη τον λένε. Εκανε στο αντάρτικο της Κρήτης και μας έλεγε διάφορες ιστορίες απ' την Κρήτη. Πιάστηκε σε μια μάχη με τρεις άλλους. Ητανε γεμάτος τραύματα.
- Με πήγανε στο νοσοκομείο, με κάνανε καλά και μετά στο στρατοδικείο και μας δίκασαν σε θάνατο. Αυτό το πράμα δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους μου, να σε τραυματίζουν, να σε γιατρεύουν και μετά να σε ντουφεκάνε. Ας είναι που λέτε...
Η μικρή λάμπα του πετρελαίου δεν φωτίζει πιότερο από ένα κερί.
- Για σκέψου ν' ασπρίσουμε αύριο το κελί και να μας πάρουν και να μη χαρώ το άσπρισμα.
- Μη κακομελετάς...
- Ε! Ο λόγος δεν φέρνει θάνατο. Πάντως για καλό δεν μας έφεραν εδώ.
Η μέρα σώθηκε...
(...) Βήματα, πολλά βήματα βιαστά και δυνατά ζυγώνουν στο κελί. Κόβουν σαν μαχαίρι τις κουβέντες της αϋπνίας σ' όλη την ακτίνα Κ' του μπουντρουμιού. Εχει - δεν έχει μία ώρα που έφυγε η 3η Νοέμβρη '47. Είκοσι φύλακες μπουκάρουν στην ακτίνα Κ'. Σαν λύκου μουγγριά τρίζει με δύναμη το κλειδί στο κελί του Σφακιανού κι ανοίγει η πόρτα (...)
- Εγώ, τι θέλετε; - Στη Γραμματεία, για κάτι στοιχεία... - Στοιχεία τέτοια ώρα; Μα δεν είναι κλειστά; - Οχι! Ελα, κάνε γρήγορα.
- Μου λέτε ψέματα... Σταθείτε μωρέ, να βάλω τα καλά μου κι έρχομαι!
- Λυπούμαστε, παιδιά, αλλά έχουμε διαταγή. Τ' άλλα τα καταλαβαίνετε...
Μια φυλακή στο πόδι. Αρχίζει να σειέται απ' άκρου σ' άκρο. Φωνές από παντού.
Χωνιά.
Πανζουρλισμός.
- Μέχρι που να με ρίξουν κι εμένα!...
Είναι κι άλλοι Κρητικοί μαζί του...
Χορεύουν. Αρχίζουν να χορεύουν όλοι μαζί σούστα, πεντοζάλη. Σαν απόστασαν κάθισαν, θυμήθηκαν τα πρώιμα νιάτα τους και 'πιάσαν τον «Ρωτόκριτο». Σαν ήρθε το απόσπασμα, τους βρήκε καθισμένους σταυροπόδι καταγής να λένε το ριζίτικο τραγούδι.
(...) Οι δολοφονικές σφαίρες στο Λαζαρέτο έσκιζαν με τον αχό τους τον αέρα σ' όλη την πόλη και τα προάστια!
Ενας κρατήρας είχε ανοίξει μες από το μπουντρούμι.
Διακόσια κελιά ύψωσαν μέχρι το πρωί φωνή τρανή!
Κάθε κελί και χωνί!
Τα παγόβουνα καίνε! Φούρνοι!
Θαρρείς και άνοιξε κάποιος κρατήρας, φωνές με χωνιά απ' όλες τις ακτίνες, από αγωνιστές ανεβασμένους στις πλάτες συναγωνιστών τους μέχρι τους φεγγίτες των κελιών στα 2,5 μέτρα απ' το δάπεδο. «Λαέ της Κέρκυρας, αυτή τη στιγμή πήραν για εκτέλεση πέντε πολιτικούς κρατούμενους» (...)
Κάθε τόσο οι φωνές - χωνιά έσκιζαν και σπάθιζαν τον κερκυραϊκό αέρα τις νύχτες. Το ένα σύνθημα διαδεχόταν τ' άλλο:
- Λαέ της Κέρκυρας, παίρνουν αγωνιστές της Αντίστασης για εκτέλεση...
- Λαέ της Κέρκυρας, μην αφήσεις τ' όμορφο νησί σου να βαφτεί μ' αίμα αθώων... (...)
Αχ, αυτό το δάχτυλο του φύλακα πάνω σου μες στη νυχτιά. Σου καρφώνεται σαν βέλος στην καρδιά. Ποιος να φανταστεί να είναι τρομερότερο από την μπούκα του κανονιού ένα δαχτυλάκι!
Μαύρη σκέψη γοργόφτερο πουλί πετρώνει τις καρδιές σαν τρίζει η κλειδαριά του κελιού προμηνώντας λύκο!
Πνίγεται σχεδόν η μιλιά στο λαρύγγι.
Αποσκεπάζει ένας την πίκρα του μ' ένα ψεύτικο γέλιο:
- Λένε πως ο δρόμος της ζωής είναι ανηφορικός και ζόρικος. Παραμύθια... Δεν υπάρχει δυσκολότερος απ' τον δρόμο του τίμιου τάφου, που πρέπει να τον ανοίξεις με τα ίδια σου τα χέρια.
Ενα αίσθημα σκεπασμένης ανησυχίας. Καθένας κρατάει για τον εαυτό του τους φόβους του. Και δεν είναι μόνο το αίσθημα του αντρισμού και της αξιοπρέπειας, που καλύπτει διακριτικά τη βαθύτερη αγωνία με το ντύμα της αδιαφορίας και της ευθυμίας. Είναι η ίδια η ανάγκη της ζωής που το επιβάλλει. Δεν μπορεί κανείς να ζήσει με αποκλειστική σκέψη τον θάνατο. Γιατί τότε θα είναι σκέτα ένα πτώμα που περπατάει.
Τούτοι οι άνθρωποι, αν σέρνουν στην πλάτη μια θανατική καταδίκη, έχουν τόσες άλλες ελπίδες, προσδοκίες, κοινωνικές και πολιτικές επιδιώξεις, για να τους ζεστάνουν. Εχουν τα νιάτα τους, που αρνούνται να υποκύψουν σε μια τελική ιδέα βιολογικής εξαφάνισης. Και το πιο σπουδαίο: Ο θάνατός τους είναι εθελοντική προσφορά στον βωμό μιας πίστης. Και θέλει κανείς για να φτάσει ως εκεί, δυστυχώς αυτή είναι η τραγικότερη αντινομία, πολλή πίστη στη ζωή (...)
Το σακάκι του μπαρμπα-Γιάννη βρέθηκε το πρωί στον προθάλαμο της ακτίνας γιατί δεν πρόλαβε να το βάλει (...) Ο Γιώργος ήταν ένας νέος από τους πραγματικούς σταυραητούς της Ρούμελης, από τους παλιούς αντάρτες και καπετανέους.
Οταν τον πήραν από την ακτίνα Θ' και τον πέρναγαν από το κουλούρι της φυλακής, φώναξε δυνατά δυο τρεις φορές το «Γεια σας ωρέ αδέρφια, ζήτω το ΚΚΕ, ζήτω η Ελλάδα» και από τη δύναμη της φωνής του βρόντηξε όλη η φυλακή (...)
Αλλη βροχή μετά, μουρμουριστή, ασταμάτητη, θλιβερή σαν κλάμα...
Ο καιρός κυλάει. Και κυλάει κανονικά. Τώρα πώς γίνεται, άλλοι να νομίζουν πως ξεδιπλώνει το βήμα του σιγανά και νυστάζικα, κι άλλοι πως φεύγει σαν αέρας, διαφορετική υπόθεση. Ανάλογα με το τι καρτεράει οι καθένας.
Οσοι δεν είναι τελεσίδικοι πεθυμάνε να διαβεί γοργά ο καιρός, να εξελιχτούν στα σβέλτα τα γεγονότα. Και η πολιτική κατάσταση να φτάσει σ' ένα χαρούμενο τέρμα. Μα γρήγορα, γρήγορα, μήπως έτσι και τους προλάβει. Οι τελεσίδικοι, δηλαδή όσοι έχουν εξαντλήσει τα ένδικα μέσα και είναι έτοιμοι για εκτέλεση, παρακαλάνε πάλι να κολλήσουν οι ρόδες του χρόνου, που ίδια νεκροφόρα τους πάει στον θάνατο.
Εναν τον είχαν κρεμάσει οι Γερμανοί και γλίτωσε.
Πήγε στην αναφορά του διευθυντή τρεις - τέσσερις φορές, σαν εκπρόσωπος των φυλακισμένων. Ζήτησε να μένουν τα κελιά περισσότερες ώρες ανοιχτά.
- Το κελί είναι για ένα, σεις μας βάζετε τρεις - τρεις. Δεν έφτανε αυτό, τώρα σε μερικά κελιά προσθέσατε και τέταρτο. Να μας αραιώσετε.
- Συμμορίτες είσαστε...
- Εσύ πού ήσουνα στην Κατοχή;
- Πού θέλεις να 'μουνα, εδώ!
- Ομως τη φυλακή αυτή την κρατούσαν οι Ιταλοί τότε...
- Ε... και τι μ' αυτό; Εμείς οι μικροί να κοιτάζουμε τα δικά μας. Να δούμε το δικό μας νιτερέσο... (...)
Σε λίγα λεπτά σπάραζε σαν το ποντίκι στα νύχια δυο πελώριων γάτων. Αντιστεκόταν στα γκλομπς, έβριζε. Του κόπηκε η ανάσα. Τα μάτια του σκοτείνιασαν.
- Δεν αποκηρύσσω, καταλαβαίνεις;
- Στα ψέματα να γράψεις ένα χαρτί πως δε...
- Δεν μου χρειάζονται εμένα τέτοιες κατεργαριές. Είμαι αγωνιστής και μπορώ να πεθάνω για τις ιδέες μου. Να μου αμφισβητούν το δικαίωμα να ζω και να πεθαίνω σαν ελεύθερος άνθρωπος το απαγορεύω, τ' ακούς;
- Μας ρωτάτε τι κάναμε. Σώσαμε την ψυχή του έθνους απ' τη λέπρα του ραγιαδισμού. Αυτό μονάχα δεν σας φτάνει; Η φυλακή μας γίνεται καινούργιο Νταχάου...
Στην απομόνωση:
- Με νόμισε για μαλακό καρύδι, που θα μπορούσε να το σπάσει εύκολα; Να καταπίνεις τον θυμό σου. Κλέφτης πρώτης γραμμής... Κλέβει το κράτος, τους προμηθευτές, τους κρατούμενους. Περιμένεις λοιπόν από κλέφτη να σεβαστεί τη συνείδηση των αλλουνών; (...)
Ολη η πληγωμένη αξιοπρέπεια έχει ξεσπάσει στην πιο αγανακτισμένη διαμαρτυρία. Κλωτσοπατάνε τη συνείδηση. Ληστρικό παζάρεμα της ανθρώπινης συνείδησης.
Ηταν έτοιμος να πεθάνει μ' όλη του την καρδιά. Να πεθάνει, αλλά να είναι σίγουρος πως θα τον σκέφτονται. Γράφει στερνό γράμμα στην κόρη του: «Τον πατέρα σου αν θέλεις να τον βρεις ψάξε μέσα στον λαό». Δεν ξέρουν αν θα φτάσει στον προορισμό του.
Το κρατάνε και το αποστηθίζουν όλοι.
- Πρέπει να συνεχίσουμε κι αύριο την αποστήθιση...
Βουβή αγωνία της ζωντανής ψυχής. Του γερού κορμιού, που καρτεράει μες τη νύχτα τον λαχνό του θανάτου.
Η φωνή του στο κελί της απομόνωσης βγήκε σκληρή κι άγρια απ' το λαρύγγι του, τόσο που του φάνηκε σαν ξένη και τρόμαξε: «Μπορείτε να μας σκοτώνετε όσο θέλετε, μα το στόμα δεν θα μας το κλείσετε ποτέ».
Ζωή που τις 20 ώρες της μέρας τις περνάει κανείς ή κοιμισμένος, ή καθιστός, κλεισμένος σ' ένα τόσο δα πέτρινο κουτί...
Στον «Γολγοθά», μ' ένα ξυλάκι άρχισε να βγάζει φλούδες του ασβέστη. Παλιά γραψίματα βγήκαν στην επιφάνεια. Οχι ολόκληρα. Εδώ μια, δυο λέξεις. Εκεί ένα όνομα. Μια ημερομηνία. Και καθώς παρατηρούν τ' άφωνα λείψανα που ο ανθρώπινος πόθος της αιωνιότητας αποτύπωσε με μια μύτη μολυβιού στον ασβεστωμένο τοίχο, ξαναζωντανεύουν όσοι πέρασαν από 'κει.
Θυμήθηκε μια όμορφη φράση που είχε διαβάσει κάποτε. Εβγαλε το μολυβάκι του και την έγραψε στον ασβεστωμένο τοίχο: «Η επανάσταση είναι τα νιάτα της ανθρωπότητας» (...)
Ο «Γολγοθάς» φωτιζόταν από μια σαραβαλιασμένη λάμπα πετρελαίου κρεμασμένη στον τοίχο. Μ' ένα καπνισμένο γυαλί. Η λάμπα ήταν το μοναδικό αντικείμενο που υπήρχε στον κατάγυμνο τούτο προθάλαμο του Αδη και του 'δινε κάποια ζωή.
Μ' αυτό το φως, καθισμένοι κατάχαμα στο τσιμέντο έγραφαν τις τελευταίες λέξεις που θα παίρναν απ' αυτούς οι δικοί τους. Την ψυχή τους, την πίστη τους, τους οραματισμούς για το μέλλον, τις ηθικοπολιτικές υποθήκες τις είχαν αποτυπώσει στο κρυφό γράμμα. Εκείνο που πριν φτάσει το θανατερό μήνυμα άφηναν στους συντρόφους τους.
- Φοβάσαι καθόλου; Θέλω να πω αν νιώθεις αυτό που λένε φόβο...
- Πώς δεν φοβάμαι! Υπάρχει άνθρωπος που δεν φοβάται;
- Κι όμως, δεν δείχνεσαι.
- Αμα φανώ, θα πει πως με πήρε ο φόβος από κάτω (...)
Απ' όλη τη φυλακή πεταγόταν προς τον ουρανό ένα πελώριο σιντριβάνι από φωνές: «Απόψε πήραν πάλι έναν αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης για εκτέλεση». Αντάριασε η νύχτα απ' τις φωνές.
Μια κουκουβάγια κλαψούριζε.
Αχός καμιονιού, μετά.
- Γεια σας αδέρφια... Γεια σας αδέρφια...
Βάνει τα χέρια χωνί κι ο πιο άρρωστος, στέλνει κι αυτός την αποχαιρετιστήρια κραυγή του:
- Γεια σας αδέρφια...α... (...)
«Τώρα τους θάβουν...».
Αρχιζε τότε μέσα στην αχτίνα μια επιτάφια τελετή. Σύντομη. Σιγανή.
Το ίδιο γινόταν σ' όλη τη φυλακή.
Κάποια προσφώνηση. Λίγα λόγια για τους εκτελεσμένους.
Σαν τέλειωνε, άρχιζαν όλοι μαζί να τραγουδούν τον Εθνικό Υμνο (...)
Κάθε φορά που γίνεται εκτέλεση δεν παίρνουν τσάι (...)
Μετά από κάθε εκτέλεση, έπεφτε ξύλο. Για τις φωνές. Για τα χωνιά.
«Αρχισε το ξύλο» είπε από μέσα του κάποιος που έμεινε πίσω και κοίταζε. «Και σαν πρώτα αντρειωμένη, χαίρε ω χαίρε Λευτεριά...».
Θες γιατί ο αρχιφύλακας ντράπηκε να δέρνει για ψεύτικη αιτία, θες γιατί κουράστηκαν, σταμάτησαν για λίγο. «Το ξύλο που ακούς ή βλέπεις να πέφτει σ' άλλον, φαντάζει πιο τρομερό απ' αυτό που τρως».
Συνέχισαν. Μπουκάρανε μέσα. Πόσοι πέσαν απάνω μου, ούτε μπορώ να λογαριάσω. Γκλομπς, βούρδουλες, κλειδιά, απ' όπου περνούσα. Το ένα μου μάτι έμεινε ανοιχτό κι έβλεπε. Καταμεσής και στις άκρες της αυλής ήταν κι οι άλλοι ξαπλωμένοι.
Οι πληγωμένοι σηκώθηκαν (...)
Δεν ξεχνούν τους σκοτωμένους: Τι είπαν φεύγοντας; Ποιο ήταν το τελευταίο αστείο τους, η τελευταία χειρονομία τους;
Οι ζωντανοί προσπαθούν να ξαναζωντανέψουν και να ξαναφέρουν ανάμεσά τους τον πεθαμένο.
(...) Απ' την ίδια τη συγκρότησή της και την ιδιότητα των μελών της, μια ομάδα ανθρώπων είχε σαν ανώτερη αρετή το κουράγιο μπροστά στον θάνατο, μπρος στην πιο μεγάλη πράξη που ο άνθρωπος μπορεί να κάνει (...)
Αχόρταγος ο Χάρος διψούσε ακόμα κι άλλο, πολύ αίμα, μα έπαιζε κρυφτό.
Μια αλαφριά τρεμούλα τού τάραξε ενός όλο το σώμα. Καταλαβαίνει πως τα δόντια του θ' αρχίσουν να χτυπάνε. Κρυώνει όλο και πιο πολύ. «Δεν είναι φόβος». Κρύο αλλιώτικο. Διαπερνάει το κορμί, και χώνεται μέχρι τα σπλάχνα του. Προχωράει και τυλίγει με την παγερή του ατονία ως και την καρδιά ακόμα.
Οι φωνές από την άλλη αχτίνα συνεχίζουν βραχνές, άγριες, μπερδεμένες. Μέσα του ξαναζωντανεύει η αποκρουστική εικόνα του Χάρου, που έπεσε μες στη φυλακή να δείξει ποιους θα πάρει (...)
Ενας πόνος τρυπάει την καρδιά του. Θαρρεί πως όλο το αίμα φεύγει απ' το υπόλοιπο κορμί του, που το νιώθει κρύο και παραλυμένο κι ανεβαίνει στο κεφάλι του. Η υποψία πως μπορεί να είναι φόβος τον έκανε να ντραπεί. Συναλλάζει μέσα του η αγωνία και η ελπίδα. Τα μυαλά, ίδια ατσάλινα τρυπάνια, βιδώνονται μέσα στον χρόνο, και αγωνίζονται να σπάσουν το φράγμα του, ν' αγγίξουν το μέλλον, να δουν νωρίτερα αυτό που θα 'ρθει. Εβρισκε την πληρότητά του στη συναδέλφωση και την ταύτισή του με τους άλλους. Είναι και το θάρρος κολλητικό, όπως ο φόβος, ο ενθουσιασμός, η λύπη, η χαρά (...)
Κάθε νύχτα στις τρεις, που περνούσε η τελευταία νυχτερινή έφοδος, κατσούλωνε τ' αυτιά του, μήπως ακούσει στον διάδρομο της φυλακής το βήμα του χάρου. Γούρλωνε τα μάτια του, μήπως δει μέσα στο σκοτάδι τ' αναμμένα μάτια και το τεντωμένο κοκαλιάρικο δάχτυλο, έτοιμο να δείξει ποιον θα πάρει. Τον περίμενε μαζί με τους άλλους. Σίγουρος πως κάποια νύχτα θα φανεί.
Επεσε πάνω του βουνό και τον πλάκωσε; Σηκώθηκε πάλι η φουρτούνα αγωνίας. Η τυφλή, η ανερμήνευτη λαχτάρα της ζωής, στάθηκε αντικριστά στις άλλες δυνάμεις του εαυτού του. Οι δύο πελώριοι στρατοί ξανάρχισαν τη συγκλονιστική τους μάχη. Δεν έμεινε ουδέτερος. Πήγε με τις άλλες, τις καλές δυνάμεις του εαυτού του.
Αν μιλήσει ίσως ζεσταθεί.
- Αμέσως μόλις παραδώσαμε τα όπλα στους Εγγλέζους με βουτήξανε. Μας πάνε για ντουφέκι...
Μιλάει συνέχεια και διηγείται δικά του κατορθώματα. Οχι φανταστικά. Μια αλυσίδα από ενέργειες, που απαιτούσαν πολλή τόλμη και αυτοθυσία.
- Το πρώτο ελληνικό απελευθερωτικό σύνθημα, που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εγώ το έγραψα. Το ξέρεις;
- Εχεις μπει μπροστά σε διαδήλωση με τη σημαία στα χέρια; Ε, εγώ μπήκα. Πίσω χιλιάδες κόσμος. Κάτω η επιστράτευση, φωνάζαμε. Μπροστά μάς περίμεναν οι Γερμανοί...
Αυτό το τέλος η σκέψη του δεν το 'χε αγγίξει, ούτε στα πιο απίθανα στριφογυρίσματά της.
Ηθελε να σταθεί άξιος να φτάσει με τις δικές του δυνάμεις στον θάνατο.
Να 'χεις κι έναν φύλακα να εκμυστηρεύεται: - Υποφέρω με τις εκτελέσεις. Χάνω τον ύπνο μου. Δεν αντέχω εγώ να παίρνω ανθρώπους για σκότωμα...
Κι όμως. «Πολύ καλός άνθρωπος». Κάποια παρηγοριά. Μεγάλη μες στη φρίκη (...)
Με τα μάτια γυρισμένα στη ζωή, ετοιμάζονταν σιγανά κι αθόρυβα για τον θάνατο.
Τρώνε για να δώσουν κάποια διέξοδο στην αγωνία τους. Η πραγματική έγνοια καθεμιανού δεν ήταν να φάει, μα ν' ακούσει. Αυτιά, μάτια, νους, όλα προσηλωμένα προς τα έξω. Ψύλλος να πετούσε στον διάδρομο θα τον άκουγαν (...)
Μια τανάλια σφίγγει πάλι την καρδιά την επόμενη μαυριδερή νυχτιά. Ετριξε η καρδιά και πέρασε μέσα κάτι σαν ρεύμα. Λάχτισε. Τινάχτηκε σαν το πουλί που φτερακάει να φύγει.
- Ερχονται πάλι!
Η μάσκα του προσώπου πετρώνει.
- Εσύ!
Κελιά κουρσεμένα...
- Πόσο τρομερό είναι να σταθεί ο χάρος ολοζώντανος μπροστά σου! (...)
Εστειλαν μ' ένα σινιάλο το μήνυμα της εκτέλεσης και στις άλλες αχτίνες. Ετσι κι απόψε που ο θάνατος είχε ρίξει τη μαύρη μπέρτα του πάνω στη φυλακή, ο κάθε μελλοθάνατος διεκδικούσε για τον εαυτό του μία δυνατότητα.
Την ώρα που θα 'ρθει να τον αρπάξει απ' τον γιακά, να μπορέσει να σηκωθεί πάνω και να βαδίσει με άτρεμο γόνα. Καθένας μάχεται. Καθένας, μόνο τον ψύχραιμο εαυτό του φυλάει για τον αντικρινό του. Κι έτσι χωρίς να το θέλουν, δημιουργούν, ο ένας με τον άλλον, μια ατμόσφαιρα παλληκαριάς που στο τέλος τους επηρεάζει και τους σηκώνει πιο ψηλά (...)
Εχθρικό περιβάλλον, σαν θηλιά γύρω από τον λαιμό: - Ολους θα σας σκοτώσουμε, κι όπως θέλουμε εμείς...
- Λαέ της Κέρκυρας, τώρα τα μεσάνυχτα παίρνουν αγωνιστές της Αντίστασης για εκτέλεση. Τρέξε, ματαίωσε το έγκλημα. Αίσχος! Ούτε οι Γερμανοί δεν άρπαζαν τα μεσάνυχτα για εκτέλεση...
Μια φωνή τενόρου που θα τη ζήλευαν ακόμα και στη Σκάλα αψηφά την πρωινή διαταγή «Οποιος φωνάζει θα τυφεκίζεται σε τρεις ημέρες στα Ιωάννινα»:
- Λαέ της Κέρκυρας, σκοτώνουν την Αντίσταση, το νέο '21...
«Λάλατο αηδόνι μ' λάλατο σ' όλα τα περιβόλια...», σκουπίζει τα δάκρυά του άλλος.
Με το χωνί έλυναν τον κόμπο στο λαρύγγι. Αγωνίζονταν για τη ζωή και την τιμή. Ενάντια στις μαύρες φτερούγες του θανάτου. Ωσπου να ξημερώσει.
Μήπως και δεν ξημερώσει...
Υψώθηκαν ποτέ στο νησί των Φαιάκων τόσο δυνατές φωνές; «Και τα μακρινότερα χωριά της Κέρκυρας θ' άκουγαν τις φωνές μας» (...)
Συχνά τους έδιναν ρέγκα σαν ήταν να πάρουν για το Λαζαρέτο. Τις ύποπτες νύχτες. Καληνύχτα ζωή; «Ρέγκα και χωνί κάνε λεβέντη υπομονή...».
Αντηχούσε η φυλακή:
- Ζήτω η ζωή!
- Ζήτω ο ελληνικός λαός!
- Ζήτω το Κόμμα!
«Κι αυτοί που πήγανε και εκείνοι που θα πάνε στο Λαζαρέτο, θα ζήσουν πιο πολύ από τους άλλους...».
Αρχιζαν πάλι τα χωνιά:
- Λαέ της Κέρκυρας, τρέξε, γιατί αύριο θα 'ναι αργά...
- Λαέ της Κέρκυρας... Σκοτώνουν, βασανίζουν...
Με το χωνί στο στόμα κι ο στερνός αποχαιρετισμός. Με στεντόρεια φωνή το χαρτί φώναζε:
- Αδέλφια, βαδίστε με το κεφάλι ψηλά και το τραγούδι στο στόμα, όπως ταιριάζει στους αγωνιστές της Αντίστασης.
- Γόνατα γερά (...)
Ολη νύχτα ο αέρας φυσάει δαιμονισμένα. Ολο το χτίριο τραντάζεται στο μούγκρισμα του αγέρα, που λες και θέλει να εξαφανίσει αυτό το στίγμα από το όμορφο νησί της Ναυσικάς. Σ' αυτόν τον τόπο, μόνο ο ξένιος Ζευς είχε κατοικήσει. Ο πολυβασανισμένος Οδυσσέας εδώ βρήκε ανθρωπιά και τρόπο να γυρίσει στους δικούς του (...)
Κάθε μέρα που περνάει κατεβαίνουμε κι ένα ακόμη σκαλοπάτι, στους ατέλειωτους κύκλους της κόλασης. Εννιά τους έφτιαξε στη Θεία Κωμωδία του ο Δάντης, εννιά μείναν τελικά και οι αχτίνες του κάτεργου (σ.σ. η δέκατη έστεκε βομβαρδισμένη απ' την Κατοχή στη μεγάλη καταστροφή της Κέρκυρας από τους ναζί).
(...) Μαγιάτικη βραδιά. Το δειλινό ήταν όμορφο. Οπως όλα τα μαγιάτικα δειλινά.
Ο ήλιος, πριν ακόμα χαθεί, πασπάλιζε με τη στερνή του χρυσόσκονη την γκριζοπράσινη μάντρα της φυλακής και της έδινε μια ιδιότροπη και μαγευτική απόχρωση.
Από νωρίς φιδοσερνόταν η φήμη μέσα στις αχτίνες πως το βράδυ θα «παίρναν».
Η φήμη επικυρώθηκε.
- Να πάμε ευγενικά και περήφανα. Οπως ταιριάζει στους αγωνιστές.
Το μυαλό είχε γίνει φαρδύ σαν πλατεία. Καθάριο σαν το κρύσταλλο:
- Τζάμπα πάω. Ο Εισαγγελέας το είπε τότε ξεδιάντροπα. «Αυτόν βρήκαμε, αυτόν θα δικάσουμε»...
- Το ξέρω, εσύ δεν έχεις σκίσει ούτε εφημερίδα.
- Μονάχα ο λαός έχει πατριωτισμό. Οι πλούσιοι πατρίδα έχουν τα λεφτά τους. Το έθνος το θυμούνται σαν είναι για το συμφέρον τους. Ο λαός πολεμούσε κι αυτοί...
Φιλί αιώνιου χωρισμού.
(...) Το κελί - Γολγοθάς τραγούδαγε όλη νύχτα χορωδιακές καντάδες της Επτανήσου.
Πόλεμος δίχως όπλα.
- Τραγουδάμε τον θάνατο;
- Οχι. Τραγουδάμε τη νίκη.
Και πάνε κι όλο πάνε χειροπιασμένοι και τραγουδώντας (...)
- Βάλε μια υπογραφή και γλίτωσε τη ζωή σου...
- Πείτε της μάνας μου, σ' όλο μας το σόι, πως δεν τους ντρόπιασα και αφού δεν μπόρεσα να γυρίσω επί Ταν, έπεσα επί Τας...
(...) Η τελευταία επιθυμία τους: «Ν' αφήνετε ανοιχτές τις πόρτες των κελιών τα μεσημέρια, αυτή είναι η επιθυμία όλων μας».
Κι αραδιαστήκανε με τις πλάτες στους ανοιγμένους τάφους. Πήραν θέση με πρόσωπο στο παρατεταγμένο απόσπασμα. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, μπλέξανε τα χέρια. Μιλάνε γρήγορα, δυνατά, κι όλοι μαζί. Ο ήλιος σαν να βιαζόταν να βγει, να ρίξει πάνω τους μιαν ακτίνα του, να τους ζεστάνει. Μόλις άρχισε να θαμποχαράζει. Μάχη της ζέστας. Ενα ντουφέκι τρέμει, κάποιο ζήτω ακούστηκε, και μαζί η φωνή του υπομοίραρχου: - ΠΥΡ! Κοκκίνισε σαν ματωμένος ο ήλιος.
Ποιος όμως θα διέσωζε στόμα με στόμα όλη τη Λεβεντιά της περιόδου μπροστά στο απόσπασμα; Ο απαίσιος απάνθρωπος διευθυντής που μόνο καμιά φορά του ξέφευγε κάτι, όπως αυτό με τους πέντε Επτανήσιους και τους δυο Αθηναίους; Το ίδιο το απόσπασμα; Ο αποσπασματάρχης της τοπικής Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών που έλεγε «Εχω εντολή να σας ρωτήσω για τελευταία φορά κι αν δεχθείτε να υπογράψετε να σας γυρίσω πίσω στη φυλακή»; Το έκανε καμιά φορά κι εκείνος, μα ένας αποσπασματάρχης λίγο μετά το «Πυρ!» που διέταξε, όπως λέγανε ψιθυριστά, αυτοπυροβολήθηκε και δεν τον ξανάδε νεκρό ούτε η μάνα του. Τη μαρτυρούσαν τη Λεβεντιά τους κι αυτοί που πυροβολούσαν, είναι αλήθεια, όπως και παπάδες (...)
«Θα μιλήσουν ο ήλιος, τα λουλούδια, τα πουλιά» (...)
Κρύο διαβολεμένο. Τα κελιά μοιάζουν με καλύβες Εσκιμώων. Τάφοι παγεροί. Βοριάς λυσσομανάει απ' το πρωί. Αγχος θανάτου. Παστωμένοι στα κελιά σαν τις σαρδέλες. Ξημεροβράδιασμα με τον θάνατο.
Ζόφος.
- Σέσκουλα πάλι...
- Τρέμουν τα πόδια μου από την πείνα.
- Αμ πώς να μην τρέμουν; Εξι φορές χόρτα και μια φορά τη 'βδομάδα ελιές... Και με τέτοιο κρύο αδερφέ μου, που θέλει να ρίχνεις πολύ μέσα σου (...)
Ξύλο και βασανιστήρια στην ημερήσια διάταξη. Χτυπούν με λύσσα. Γκλομπς μανιασμένα. Φύλακες άγρια θηρία. Αφηνιασμένα σκυλιά. Σκίζουν σπλάχνα. Γοερές κραυγές, βόγκοι.
Φτερούγισμα θανάτου με Σειρήνες και Κύκλωπες:
- Βάλε μια υπογραφή και γλίτωσε τη ζωή...
- Η ζωή δίχως τιμή είναι κίβδηλο νόμισμα...
- Σκέψου πιο ψύχραιμα, δεν τη χαραμίζει κανείς τη ζωή...
- Χίλιες ζωές αν είχα, θα τις έδινα για το Κόμμα κι αν ανασταινόμουνα τον ίδιο δρόμο θα 'παιρνα. Απ' το μνήμα μου θα φυτρώσει το δέντρο της γνώσης.
Κι άλλος:
- Εμείς πεθαίνουμε για τα ιδανικά μας. Για μια Ελλάδα ευτυχισμένη. Για μια Ελλάδα χωρίς πλούσιους και φτωχούς. Για να απολαμβάνουν όλοι ίσα τα αγαθά των κόπων τους.
- Οποιος πεθαίνει για τον Λαό και το Κόμμα κάνει τον καλύτερο θάνατο.
(...) Μόνο μερικοί λυγάνε και μερικοί παληανθρωπίζουνε σαν κήρυκες συγκέντρωσης υπογραφών μετάνοιας...
(...) Οι καρδιές χτυπάνε δυνατά και ξέφρενα. Παύει ν' ανθεί το γέλιο στα χείλη. Χίλιες παλάμες γίνονται χωνιά στο στόμα τους και μέσα από τα φινιστρίνια, τους αεραγωγούς και τους φεγγίτες τρυπούν το σκοτάδι, υψώνουν μεσούρανη φωνή διαμαρτυρίας: «Αίσχος, δολοφόνοι της Αντίστασης». Απέραντη βοή ξεχύνεται, στροβιλίζεται, ανεβαίνει, φτάνει στα σπίτια της πόλης απ' του χάρου το αλώνι. Μόνο ταμπούρι τα στήθια. Κάστρο η ψυχή. Η ζωή κονταρομάχεται τον θάνατο. «Ζήτω ο ελληνικός λαός και το Κόμμα».
(...) Μερικών οι πλάτες αναρίγησαν στιγμιαία μόνο στη σκέψη πως θα ξέσπαγε σε λίγο γενική επίθεση με γκλομπς και βούρδουλες. Τέτοιο ηθικό και τέτοια υπερηφάνεια; Αυτά «νιώθουν εκείνοι που ξέρουν να μένουν ορθοί στον δρόμο τους».
Φωνές σαν λυπητερές πασχαλιάτικες καμπάνες στου χάρου το γιουρούσι:
- Λαέ της Κέρκυρας, το όμορφο και ήσυχο νησί σου έγινε καινούργιο Χαϊδάρι...
- Πέφτουμε απόψε για ένα καλύτερο αύριο...
Εξω από τις φυλακές πάνδημη κατακραυγή, οι φύλακες εξοπλίστηκαν με αυτόματα και πολυβόλα.
Πολύς λαός της πόλης μαζεύτηκε έξω απ' τη Βαστίλη. Επιτόπου κατέφτασαν αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις με μηχανοκίνητα και διάλυσαν τους συγκεντρωμένους. Οι φωνές - χωνιά ούρλιαζαν. Ο φρούραρχος της πόλης ωρυόταν: «Εάν μέσα σε δέκα λεπτά δεν γίνει σιγή εκκλησίας, θα διατάξω πυρ εναντίον σας». Μια γυναίκα ανέβηκε σε μια ταράτσα. Αψηφώντας τα όπλα που τη σημάδευαν βροντοφώναζε: - Γουρούνια...
(...) Μια φωνή έσκισε σαν λόγχη τη νύχτα τον Φλεβάρη του 1949: «Λαέ της Κέρκυρας! Από σήμερα κατεβαίνουμε σ' απεργία πείνας! Ζητάμε να σταματήσουν οι εκτελέσεις των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης!». Φωνές, λες, μέχρι να σπάσουν οι φλέβες του λαιμού.
- Λαέ, αποφασίσαμε απεργία θανάτου.
Σαν βροντερή κατεβασιά βουερού χείμαρρου.
Μαύρο πανί πάνω απ' τον φεγγίτη.
Με τη φόδρα από σακάκι.
Φωνές ντούρες. Οπλοστάσιο ιδεολογικό.
Η απεργία έδεσε όλους με την αλυσίδα της κοινής επιδίωξης και τους ένωσε, γλυκούς και μαλακούς σαν το βούτυρο. Εσβησαν παρεξηγήσεις, κακίες, ανταγωνισμοί. Ψυχική ενότητα στις κατακόμβες του πόνου.
- Καλύτερα να μας σκοτώνουν εδώ.
(...) Επεφτε σ' όλη τη φυλακή κάποιες ώρες μια βαριά και θλιμμένη σιωπή. Οπως στα σπίτια που πριν από λίγο βγήκε λείψανο. Μόνο που τούτα τα λείψανα πηγαίνουν με τα ίδια τους τα πόδια στον τάφο.
Στο Λαζαρέτο εκτελούνται τρεις απεργοί πείνας...
Στον «Γολγοθά» αρνήθηκαν να φάνε. Πέθαναν στο Λαζαρέτο ως απεργοί (...)
Στην καγκελόφραχτη πόρτα της φυλακής, νωρίς, μια μάνα.
- Τι, εγώ; Εγώ να πω της μάνας;... Δεν γίνεται... Θαρρείς και κάποιο θηρίο στέκει στην έξω πόρτα που όποιος φύλακας πλησιάσει θα τον αρπάξει. Και δεν ξέρουν με τι τρόπο να γλιτώσουν απ' την παρουσία του. Ενα τέρας πλησιάζει τη μάνα. - Να δω τον γιο μου, γιε μου. - Δεν γίνεται. Εκτελέστηκε σήμερα το πρωί (...)
Πεθαμένοι που κάποιο θάμα τους ανάστησε σαν τον Λάζαρο, μερικές μέρες μετά. Σακατεμένοι από βίαιη σίτιση, άγρια. Αφού τίναξαν από πάνω τους τα χώματα, ξαναμαθαίνουν περπατησιά.
Σε λίγο η φυλακή έμοιαζε πάλι μ' ένα πελώριο καζάνι που κόχλαζε.
Αύγουστος... Στο προαύλιο οι φύλακες κοιτάζουν τους κατάδικους και κάτι λένε...
Κανείς δεν θέλει τούτη την ώρα να τον κοιτάξουν. Η τρικυμία της αγωνίας αναταράζει τις καρδιές. Ευλογούν τον Προμηθέα, που αφαίρεσε απ' τον άνθρωπο τη δυνατότητα να προβλέπει τον θάνατο κι έβαλε μέσα του τη γλυκιά ελπίδα. Σφίγγουν τις καρδιές τους.
Μήνυμα θανατερό!
Ο ήλιος καθώς έπεφτε, θωρούσαν πως έβαφε τ' ακρόχειλο της μεγάλης εξωτερικής μάντρας της φυλακής. Τι ομορφιά! Γυναικείο χείλος βαμμένο μέσα στο παχύ σκοτάδι...
Πνιγμένοι στον ιδρώτα, καθισμένοι πάνω στα κρεβάτια τους, πιάνουν ένα σεντόνι και το κουνάνε πάνω - κάτω για να κινήσουν τον σταματημένο αέρα του κελιού. Ο θάνατος γυροφέρνει αθόρυβα τη φυλακή. Σύννεφο αγωνίας και θλίψης σκεπάζει τον αυγουστιάτικο ουρανό της.
Η νύχτα είχε προχωρήσει. Είναι η ώρα που οι μελλοθάνατοι κρατάνε τ' αυτί στηλωμένο προς τα έξω.
Νέο ζεμάτισμα, νέο θανατικό!
Το κελί, το απαράλλαχτα όμοιο μ' όλα τ' άλλα, με την πληχτική του στενωσιά σφίγγει και πήζει την ψυχή.
Ο θάνατος τύλιξε ξανά με τις φτερούγες του τη φυλακή κι έριξε απάνω τους τον μαύρο του ίσκιο. Χοντρό κλειδί κροτάλισε μακρόσυρτα στην κλειδαριά του κελιού. Η εξουσία παίζει με την αγωνία τους καθυστέρηση; Ο θάνατος παραστέκει. Δευτερόλεπτα αιώνες!
Περνά ο χάρος θεριστής.
- Πάμε...
- Γεια σας αδέρφια. Να μας θυμάστε... Ευχόμαστε εσείς να ζήσετε. Θα πεθάνουμε σαν μαχητές της Εθνικής Αντίστασης. Να το πείτε και στους άλλους μέσα...
- Δεν παραπονιέμαι. Στο κάτω - κάτω μεγαλύτερη φιλοδοξία απ' το να βάλει ένα λιθαράκι στην παγκόσμια ευτυχία δεν μπορεί να υπάρχει για τον άνθρωπο.
«Ο Χάρος μ' άρπαξε απ' τον λαιμό...».
Βαδίζει με τη βοήθεια της λογικής και μιας πίστης από χρόνια κατασταλαγμένης σ' όλους τους πόρους της νοητικής και συναισθηματικής του ύπαρξης. Ολη η ζωή του ήταν μια συνεχόμενη παραχώρηση προς τις προσδοκίες των άλλων. Φουρτουνιασμένη πορεία για την πρόοδο.
Στολίζεται, κερνάει γλυκό, βάνει να τραγουδήσουν για τον θάνατό του. Νωρίτερα σκεφτόταν την παλληκαριά στις μάχες με τους Γερμανοϊταλούς. Δρασκελάει το μεγάλο κανάλι του Κόσμου, ρίχνει στερνό θυμητάρι:
- Δεν με πειράζει που φεύγω απ' τη ζωή. Η αγάπη μου για την Ελλάδα στάθηκε τρανότερη απ' το μπόι μου. Δεν κρατώ κακία στους φύλακες και θέλω ούτε και σεις. Σας χαιρετώ κι εύχομαι να 'μαι ο τελευταίος που πέφτει.
Πάνε με ποιήματα και τραγούδια...
- Γεια σου ήρωα.
- Θα 'ρθουμε κι εμείς... Θα 'ρθουμε κι εμείς...
Συνθήματα - γλώσσες φωτιάς ξεπηδούσαν πάλι, λες από κάποιο καμίνι.
- Με τους πολλούς ο θάνατος μοιάζει με πανηγύρι. Το κακό σαν μοιράζεται με πολλούς αλαφρώνει.
«Σύντροφε, σ' όλους τους συντρόφους της φυλακής τους τελευταίους μας χαιρετισμούς. Νιώθουμε περήφανοι που πεθαίνουμε για τα δίκαια του λαού. Μείναμε πιστοί στο χρέος μας και θα πεθάνουμε με το κεφάλι ψηλά. Το Κόμμα μάς βοήθησε να νιώσουμε τα ιδεώδη που η πάλη για την πραγματοποίησή τους εξευγενίζει τον άνθρωπο. Στέλνουμε τα τελευταία χαιρετίσματα στον λαό και στο Κόμμα».
Να το ξέρεις θάρθει κάποια μέρα
Που θα βρεθούμε όλοι μας μαζί
Δεν θα υπάρχει πόνος και φοβέρα
Πέρα ως πέρα σ' όληνε τη γη
Και θα δώσουμε όλοι μας τα χέρια
Σαν να ήμαστε χρόνια μαζί
Και θα πιάσουνε δουλειά τα περιστέρια
Πέρα ως πέρα σ' όληνε τη γη
Και θα κτίσουνε φωλιές τα περιστέρια
Πέρα ως πέρα σ' όληνε τη γη
Κέρκυρα, Ιούνης 2025
Το αδημοσίευτο αυτό ποίημα είναι του Κερκυραίου ποιητή - στιχουργού Γιώργου Μπάκολη, δημιουργού του πρώτου μελοποιημένου τραγουδιού (Το Νησί) για το Λαζαρέτο (μουσική σύνθεση - απόδοση Σπ. Μαυρόπουλος, Δημοτική Χορωδία Κέρκυρας, μουσικό σχήμα Φιλαρμονικής Μάντζαρος - Σωκρ. Ανθης, βαρύτονος Παντ. Κοντός).
Αναφορά Αστυνομικής Διεύθυνσης: Συνάντηση νοσηλευόμενων πολιτικών κρατουμένων με συνδέσμους από την πόλη με μεσολάβηση νοσοκόμας |
Μάιος 1947. Σε «Αυστηρώς Προσωπικόν» αναφορά, η Αστυνομική Διεύθυνση Κέρκυρας καταγγέλλει ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι έχουν λάβει εντολές από τους επικεφαλής των κομμουνιστικών ομάδων στην πόλη της Κέρκυρας να έρχονται σε επαφή με συνδέσμους. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι δύο νοσηλευόμενοι κομμουνιστές «κατά την αλλαγή επιδέσμων» συναντήθηκαν με γνωστούς κομμουνιστές που εισήλθαν μαζί με συγγενείς. Σημειώνεται διαμεσολάβηση νοσοκόμας από τη Λευκάδα. Οι λέξεις είναι της Αστυνομίας. Η εικόνα, όμως, λέει κάτι για την πόλη: Γύρω από το νοσοκομείο, υπάρχουν δίαυλοι αλληλεγγύης - πρόσωπα που ρισκάρουν, μια κοινότητα που βρίσκει τρόπους να στηρίξει.
Μάρτιος 1949. Οι πολιτικοί κρατούμενοι ξεκινούν απεργία πείνας στις Φυλακές Κέρκυρας. Η Διεύθυνση αναφέρει στο υπουργείο: Ο Ιατρικός Σύλλογος Κέρκυρας συμφωνεί να παρέχει γιατρούς για την περίθαλψη των ασθενών. Η Διεύθυνση υποστηρίζει ότι απαιτείται να μη γίνει καμία δημόσια δήλωση των γιατρών, γιατί λειτουργούν ως πολλαπλασιαστής πίεσης υπέρ των απεργών. Η ίδια αναφορά σημειώνει ότι το αποτέλεσμα της δημοσιότητας ανεβάζει το ηθικό και η κινητοποίηση εξαπλώνεται και σε άλλα τμήματα των φυλακών.
Πολλά ακόμα έγγραφα δείχνουν την έμπρακτη στήριξη της τοπικής κοινωνίας προς κρατουμένους/μελλοθάνατους και, ταυτόχρονα, τους διαύλους πόλης - φυλακής: Οι αρχές περιγράφουν οργανωμένη αλληλεγγύη εντός και εκτός και ζητούν κλιμάκωση μέτρων - έλεγχοι τροφίμων, επιστολών, δεμάτων, έρευνες σε δικηγόρους και γυναίκες επισκέπτριες, υψηλή επιτήρηση ακόμη και στα πρόσωπα της φρουράς και στα μαγειρεία.
Μάρτιος 1949: Στήριξη του Ιατρικού Συλλόγου Κέρκυρας στη νοσηλεία ασθενών πολιτικών κρατουμένων που βρίσκονται σε απεργία πείνας |
Ερευνα - κείμενα: Χρήστος ΚΟΡΦΙΑΤΗΣ - Κώστας ΗΛΙΑΣ
29 διοικητικά έγγραφα, προϊόν έρευνας, φωτίζουν την αγριότητα του αστικού κράτους και το μπόι όσων στάθηκαν όρθιοι απέναντι στον θάνατο
Εγγραφο της Διοίκησης Σπάρτης σε απάντηση προς την Ασφάλεια Κέρκυρας: Κατονομάζει υπάλληλο των φυλακών ως «όργανον του ΚΚΕ», με δράση από την Κατοχή και τον Δεκέμβρη '44, και τον χαρακτηρίζει «εκ των πλέον επικινδυνωτέρων κομμουνιστών» |
Το συγκλονιστικό υλικό καλύπτει την περίοδο 1946 - 1949 και προέρχεται από κρατικές υπηρεσίες. Αποτελεί υπηρεσιακή αλληλογραφία ανάμεσα στο υπουργείο Δικαιοσύνης, στις Εισαγγελίες Εφετών Κέρκυρας και Αθηνών, στη διοίκηση των φυλακών Κέρκυρας, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας (ΣΕΑΚ) και στις διοικήσεις Χωροφυλακής Κέρκυρας και Ηπείρου. Περιλαμβάνει διαταγές εκτέλεσης, μεταγωγές, εγκυκλίους, πειθαρχικές αναφορές, τηλεγραφήματα και εκθέσεις, με αριθμούς πρωτοκόλλου, υπογραφές και σφραγίδες.
Πίσω από τη «στεγνή» γλώσσα των εγγράφων διακρίνεται καθαρά η σύγκρουση δύο κόσμων: Από τη μία είναι ο κόσμος των εκμεταλλευτών, που με όπλο την κρατική μηχανή αγωνιά να συντρίψει τον θανάσιμο κίνδυνο που τον απειλεί - έναν λαό και ένα Κόμμα που αρνείται να υποταχθεί.
Από την άλλη στέκονται οι πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών Κέρκυρας, οι εκτελεσμένοι του Λαζαρέτο. Πιστοί στο δίκιο του αγώνα, με όπλο την οργάνωση μέσα στις φυλακές και την αλληλεγγύη των μαζικών οργανώσεων του λαού, διάλεξαν να μείνουν όρθιοι, αρνούμενοι τη συνθηκολόγηση. Εμπνευσμένοι από τα ιδανικά του ΚΚΕ, στάθηκαν απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα και άφησαν παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές να συνεχίσουν τον αγώνα της κοινωνικής απελευθέρωσης μέχρι τέλους.
30-31/5/1947 - Αναφορά πολιτικού κρατούμενου Παπαδόπουλου: Περιγράφει ασφυκτικό έλεγχο επικοινωνιών, ντοκουμέντο για τη λογοκρισία και την απομόνωση πριν τις εκτελέσεις |
Στα πρώτα έγγραφα φαίνεται πώς «χτίστηκε» το πλαίσιο πριν πέσουν οι πρώτες τουφεκιές των δημίων: Μαζικές μεταγωγές προς Κέρκυρα, στρατιωτική ενίσχυση φρούρησης και σφιχτός έλεγχος κάθε επαφής με τον έξω κόσμο. Η Αστυνομική Διαταγή της 26/4/1947 (αρ. 40/13/15) θεσπίζει ζώνη απαγόρευσης γύρω από τις φυλακές, παραπέμπει στον Ν. 755/1917 και ουσιαστικά «αστυνομοποιεί» τον χώρο.
Παράλληλα, οι αρχές δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν σφιχτοδεμένη οργάνωση ακόμα και μέσα στο κατάστημα κράτησης: Προτείνονται «πλήρεις έλεγχοι» σε καθετί που μπαίνει και βγαίνει (τρόφιμα, επιστολές, δέματα), σωματικές έρευνες ακόμα και σε δικηγόρους ή σε γυναίκες επισκέπτριες (από γυναίκα - υπάλληλο), έλεγχος στα πρόσωπα της φρουράς και στα μαγειρεία. Για τις αρχές, η αλληλεγγύη των κρατουμένων και της πόλης λειτουργεί ως «εσωτερικό μέτωπο», οι φυλακές σφραγίζονται και δουλεύουν σαν κλειστό σύστημα ελέγχου.
Η γενική δυσπιστία απλώνεται και μέσα στον ίδιο τον μηχανισμό: Εγγραφο της Διοίκησης Σπάρτης προς την Ασφάλεια Κέρκυρας χαρακτηρίζει υπάλληλο στις φυλακές «όργανον του ΚΚΕ» και «εκ των πλέον επικινδυνωτέρων κομμουνιστών».
Ο έλεγχος των επικοινωνιών γίνεται κεντρικός άξονας του συστήματος: Στην υπόθεση του κρατούμενου Ανδρέα Πετρόπουλου (4/6/1947) μπλοκάρεται κείμενο προς την «Ελεύθερη Ελλάδα» ως «κομμουνιστική τακτική», χαρακτηριστικό παράδειγμα λογοκρισίας στην επαφή κρατουμένων - Τύπου.
Υπουργείο Δικαιοσύνης: Το έγγραφο που θεσμοθετεί την Κέρκυρα - Λαζαρέτο ως κομβικό τόπο εκτελέσεων, εξηγώντας τη μεταφορά των εκτελέσεων και τον συντονισμό στρατού - αστυνομίας - δικαστικών αρχών |
Καθώς κορυφώνονται οι μάχες του ΔΣΕ, τα διοικητικά έγγραφα αποτυπώνουν την κλιμάκωση της καταστολής. Ενα πλήθος εγγράφων καθορίζει τη διαδικασία των πρώτων εκτελέσεων στο Λαζαρέτο.
Για παράδειγμα, στις 7/5/1947 η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας χορηγεί στον εισαγγελέα Εφετών Κέρκυρας στρατιωτικό εκτελεστικό απόσπασμα για την εκτέλεση καταδικασμένων σε θάνατο κατόπιν εντολής της VIII Μεραρχίας. Αλληλουχία εμπιστευτικών αναφορών με την ένδειξη «ΑΥΣΤΗΡΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ» αφορούν την προετοιμασία και εκτέλεση θανατικής ποινής στο Λαζαρέτο. Καταγράφονται οδηγίες για φρούρηση, απομόνωση κρατουμένων και παρουσία δικαστικού λειτουργού κατά την εκτέλεση.
Το καίριο έγγραφο της περιόδου φέρει ημερομηνία 7/7/1947 και την υπογραφή του υπουργείου Δικαιοσύνης. Αποφασίζει τη συγκέντρωση των θανατοποινιτών στην Κέρκυρα «διά λόγους ασφαλείας», μετατρέποντας το Λαζαρέτο σε ντε φάκτο κόμβο εκτελέσεων. Το επιχειρησιακό στίγμα είναι ρητό: «Παρακαλείσθε να μεριμνήσετε περί της ασφαλεστάτης εκτελέσεως».
Το 1948 η διαδικασία τυποποιείται. Στις 10/3/1948 εκδίδεται Απόρρητη Διαταγή για 9 εκτελέσεις την 3/4/1948. Ορίζονται ρητά: Απόσπασμα, ιατρός, ναυτική μεταφορά, ώρα, ταφή. Η εκτέλεση γίνεται πρωτόκολλο. Οι ημερομηνίες είναι συγκεκριμένες, οι ώρες συγκεκριμένες, οι ρόλοι συγκεκριμένοι. Ετσι, από τα πρώτα υπηρεσιακά αιτήματα - συνεννοήσεις που ορίζουν «τόπο - χρόνο» εκτέλεσης (7/5/1947) έως τις ονομαστικές καταστάσεις μελλοθανάτων και τις διαταγές εκτέλεσης (καλοκαίρι '48), η διαδικασία κωδικοποιείται. Οι εκτελέσεις γίνονται ρουτίνα, με σφραγίδες, φακέλους και ωράριο.
Χωροφυλακή Κέρκυρας: Αναφορά για απεργία πείνας μετά τις εκτελέσεις. Οι κρατούμενοι αρνούνται τροφή και απευθύνουν πολιτικό κάλεσμα προς τη φρουρά |
Την ίδια ώρα, οι ακτίνες των φυλακών «βράζουν». Σειρά εγγράφων το αποδεικνύουν: Στα αυτά της 19/1 και της 26/1/1948 η Χωροφυλακή μιλά για «στάση» στις φυλακές Κέρκυρας, αναφέρει «ανατρεπτικές κινήσεις» και πάνω από 300 θανατοποινίτες, ενώ κοινοποιεί επισήμως στον εισαγγελέα την ανάγκη μέτρων καταστολής. Λίγες μέρες μετά, η Αστυνομική Διεύθυνση προειδοποιεί για «επικείμενη επίθεση» εναντίον των φυλακών και, ως κορύφωση, τον Μάρτη ο υπουργός Δικαιοσύνης ζητά από το ΓΕΣ ενισχυμένο στρατιωτικό κλοιό γύρω από το συγκρότημα Φυλακές - Λαζαρέτο.
Παρά τις «στεγανοποιήσεις» και τις απαγορευτικές ζώνες, οι κρατούμενοι αντιστέκονται συλλογικά κάθε φορά που «αρπάζονται» οι μελλοθάνατοι για το Λαζαρέτο. Σε αναφορά της Διοίκησης Χωροφυλακής Κέρκυρας προς την Ανώτερη Διοίκηση Ηπείρου (22/11/1948) - μετά τη μεταφορά 4 καταδικασμένων και την εκτέλεσή τους στη νησίδα - σημειώνεται: «Οι λοιποί συγκρατούμενοι, υποψιασθέντες την θανάτωσιν τούτων, ηρνήθησαν να λάβουν τροφήν, δηλώσαντες ότι συλλαμβάνονται ως τέσσαρες μελλοθάνατοι των αγωνιστών της ελευθερίας, και ότι το αίμα των εχύθη υπέρ του λαού και υπέρ της Ελευθερίας του Ελληνικού Λαού... Ετόνισαν δε ότι το Λαζαρέττον έχει βαφή εκ νέου με αδελφικόν αίμα».
Η ίδια αναφορά σημειώνει και το πολιτικό κάλεσμα προς τη φρουρά: «Το δεύτερον σύνθημα ήτο όπως οι χωροφύλακες και οι φύλακες, εάν πιστεύουν ότι είναι Ελληνες, να ρίψουν τα όπλα και να ενώσουν τας χείρας των με τους κρατουμένους κομμουνιστάς, ίνα ανατρέψωσι την Κυβέρνησιν».
16/11/1948 - Απόρρητη διαταγή της ΣΕΑ Κέρκυρας για εκτέλεση τεσσάρων στο Λαζαρέτο (19/11/48): Ν. Γόδας, Φ. Κουφουδάκης, Γ. Λούβαρης, Ελ. Φραγιαδάκης |
Σε επόμενα έγγραφα της ίδιας περιόδου οι αρχές παραδέχονται ότι οι κρατούμενοι «με αυτοσχέδια μέσα προκαλούν θόρυβο, φωνές και συνθήματα», προσπαθώντας να ξεσηκώσουν κι άλλους - μια συλλογική, ηχηρή αντίσταση που ξεσπά ακριβώς όταν ανοίγει η πόρτα για τους μελλοθάνατους.
Ο,τι κι αν ακολούθησε - «ελήφθησαν αυστηρότατα μέτρα» και «συνεχίζεται στενή παρακολούθησις», όπως κλείνει η ίδια αναφορά - δεν ακυρώνει την εικόνα: Οι μελλοθάνατοι φεύγουν και πίσω μένει μια φυλακή που στέκεται όρθια, με πειθαρχία, με αξιοπρέπεια, μια αλυσίδα φωνών που φτάνει έως τη θάλασσα.
Τον Μάρτη 1949 η Διεύθυνση Φυλακών Κέρκυρας καταγράφει μαζική απεργία πείνας: Από 155 κρατούμενους ανεβαίνει στους 220, με προετοιμασία για ορούς και «υποσιτιστικά εμβόλια» στο νοσοκομείο, και με σαφή θέση ότι η κινητοποίηση δεν αναστέλλει τις εκτελέσεις. Ο εισαγγελέας την αποτιμά ως «ψυχολογικό φαινόμενον» και ζητά πειθαρχικά μέτρα, ενώ σημειώνονται προσπάθειες αναγκαστικής σίτισης.
Παράλληλα, η Χωροφυλακή εισηγείται εντατικοποίηση της «αντικομμουνιστικής διαφώτισης» και μιλά για «μεταμέλεια» πολλών, προτείνοντας να αξιοποιηθούν οι «μετανοημένοι» ως μοχλός διάβρωσης μέσα στα κελιά.
Στις 31/5/1949 καταγράφονται 469 θανατοποινίτες και προτείνεται επιτάχυνση των εκτελέσεων για πολλούς από αυτούς. Προτείνονται επίσης επιλεκτικές χάριτες «προς επίδειξιν επιεικείας». Στο επιχειρησιακό σκέλος, μία από τις διαταγές της περιόδου (ΣΕΑΚ, Γρ. Α2) ορίζει εκτέλεση την Πέμπτη 16/6/1949, ώρα 05.00, στη νησίδα Λαζαρέτο, με αναχώρηση στις 04.15 από Κόντρα - Φόσσα και με ορισμό επικεφαλής αποσπάσματος, στρατιωτικού ιατρού και ναυτικής μεταφοράς. Το πρωτόκολλο του '47 - '48 συνεχίζει να εκτελείται αυτολεξεί.
«Οι κατάδικοι κομμουνισταί, οργανωμένοι εις τας ακτίνας των φυλακών, φωνάχουσι διά χαρτίνων χωνίων (...) με συνθήματα προς τους κατοίκους της πόλεως Κερκύρας» |
Ολα τα καταγεγραμμένα γεγονότα δείχνουν την αλύγιστη στάση ανθρώπων που στάθηκαν απέναντι στο κράτος της αστικής τάξης και των συμμάχων της, που χρησιμοποίησε όλα τα μέσα για να τους υποτάξει: Τρομοκρατία, φυλακές, βασανιστήρια, εκτελέσεις.
Η στάση τους δεν ήταν μεμονωμένος ηρωισμός, αλλά συνειδητή ταξική επιλογή και συλλογική πολιτική πράξη. Στο βουνό, στις φυλακές, στις πόλεις και στα χωριά, μέσα στις ημιπαράνομες λαϊκές οργανώσεις, κομμουνιστές και χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές μάτωσαν στο καμίνι της ταξικής πάλης και άφησαν βαριά κληρονομιά: Ενα Κόμμα που δεν υπέγραψε ποτέ «δήλωση μετανοίας» στον ιμπεριαλισμό. Με το αίμα και τη ζωή τους έγραψαν την πιο λαμπρή σελίδα της ταξικής πάλης στη χώρα μας τον 20ό αιώνα.
Το Λαζαρέτο παραμένει τόπος μνήμης - και μάθημα: Πώς μετριέται το μπόι του ανθρώπου στην Ιστορία, όταν οι σφραγίδες και τα πρωτόκολλα λένε «εκτέλεση» και εκείνος επιλέγει να σταθεί όρθιος.
21/7/1948 - Εισαγγελία Εφετών Αθηνών: Υπενθύμιση εκτελέσεων 4 πολιτικών κρατουμένων στο Λαζαρέτο |