Πέμπτη 3 Νοέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Χτεσινά θύματα σημερινοί θύτες

Η ταινία, του Ούγγρου Λάγιος Κολτάι, «Ενας Ανθρωπος Χωρίς Πεπρωμένο», προσφέρεται για βαθύτερες, από μια ιστορική αναπαράσταση, αναγνώσεις. Το ίδιο και ο «Ολιβερ Τουίστ» του Ρόμαν Πολάνσκι. Και αυτός έχει τη διαχρονική αξία του. Τα «τρία μικρά κομμάτια», οι τρεις μικρές ερωτικές ιστορίες, που υπογράφουν τρεις καλοί σκηνοθέτες (Αντονιόνι, Σόντερμπεργκ, Καρ-Γουάι), θα αρέσουν στους φίλους του κινηματογράφου, αφού διαθέτουν σκηνοθετικές και υποκριτικές αρετές.

Η ταινία του Μάικλ Μπάρκερ, «A Good Woman», δυστυχώς, δεν κράτησε πολλά πράγματα από τον Οσκαρ Ουάιλντ από τον οποίον «εμπνεύστηκε» (Η Βεντάλια της Λαίδης Ουίντερμιρ)! Τέλος, η «Elizabethtown» είναι μια αδιάφορη αμερικανική επαρχιακή πόλη (ταινία).

ΛΑΓΙΟΣ ΚΟΛΤΑΪ
Ενας άνθρωπος δίχως πεπρωμένο

Ο Μαρσέλ Νάγκι, ένας άνθρωπος δίχως πεπρωμένο
Ο Μαρσέλ Νάγκι, ένας άνθρωπος δίχως πεπρωμένο

Οσες ταινίες και να γυριστούν, όσα και να ειπωθούν, για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων στα γερμανικά στρατόπεδα, πάντα θα είναι ελάχιστα μπροστά στο έγκλημα! Και είναι κρίμα που η ηγεσία των Ισραηλινών, με τη μεταπολεμική στάση της, έκανε ό,τι μπορούσε να αμαυρώσει - και να ακυρώσει - αυτόν τον τεράστιο πόνο! Πολύ δύσκολα, πια, παρακολουθείς τη γενοκτονία του εβραϊκού λαού, χωρίς να πάει το μυαλό σου στο σημερινό Ισραήλ και στη φασιστική συμπεριφορά του, απέναντι σε έναν άλλο λαό!

Μετά τον αναγκαίο πρόλογο, ας έρθουμε στην ταινία! Πρόκειται για ένα μικρό κινηματογραφικό αριστούργημα. Ενα αριστούργημα, που διαθέτει όλες τις αρετές μιας καλής αμερικανικής παραγωγής, ενώ, παράλληλα, αποκαλύπτει, ας μου επιτραπεί ο «νεολογισμός», ευρωπαϊκό πολιτισμό και σκέψη! Μια σκέψη, που το απογειώνει. Που το βγάζει έξω από τα «στενά» πλαίσια του καλού, έστω, εμπορικού κινηματογράφου και το μεταφέρει στις φιλοσοφικές και κοινωνικές πραγματείες! Και όλα αυτά με έναν μοναδικό καλλιτεχνικό τρόπο!

Ισως είναι η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος, ασχολούμενος με το συγκεκριμένο θέμα, αποφεύγει την εκμετάλλευση της οργής και του μελό. Οι δημιουργοί της ταινίας, ενώ έχουν στα «χέρια» τους μια «πηγή», από την οποία μπορούν να αντλήσουν εμπορική συγκίνηση, αυτοί προτίμησαν - και κατόρθωσαν - να αποστασιοποιηθούν από τα εξωτερικά στοιχεία και να διεισδύσουν, με κώδικες ψυχανάλυσης, στην ψυχή και στο μυαλό των θυμάτων.

Κατεχόμενη Βουδαπέστη. Οι Εβραίοι καρτερικά περιμένουν τη μοίρα τους. Οι φήμες, ότι κάπου εξοντώνεται η φυλή τους, δε στέκονται αρκετές για να τους ενεργοποιήσουν! - έστω και αντανακλαστικά. Παρότι μικρό δείγμα αυτής της πραγματικότητας βιώνουν οι ίδιοι καθημερινά στο πετσί τους. Αρκετοί από αυτούς, μάλιστα, δέχονται οικειοθελώς να φύγουν για τα γερμανικά στρατόπεδα εργασίας, όπως η προπαγάνδα εμφανίζει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης! Πιστεύουν ότι έτσι μπορεί, ίσως, να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας και της πείνας! (Αλλοι, βέβαια, οι περισσότεροι, μεταφέρονται με το ζόρι)!

Θύμα αυτής της λογικής και ένας δεκατετράχρονος Εβραίος. Ο οποίος ενώ του δίνεται η ευκαιρία να το σκάσει, αυτός προτιμάει την «περιπέτεια». Μαζί με τους φίλους του επιλέγουν, τρόπον τινά, την αιχμαλωσία τους και τη μεταφορά τους στα στρατόπεδα. Νταχάου, Αουσβιτς, Μαουτχάουζεν και, τέλος, για καλή τους τύχη, το μικρό στρατόπεδο Τάιτς. (Εκεί φούρνοι δεν έκαιγαν κάθε μέρα!).

Το μικρό Εβραιόπουλο, τελικά, διασώζεται. Ομως, βγαίνοντας από την κόλαση, η ψυχή του (και το σώμα του) είναι γεμάτη πληγές και ερωτηματικά. Ερωτηματικά που φτάνουν μέχρι το αναπάντητο -μέχρι σήμερα - ερώτημα: «Γιατί οι Εβραίοι δεν αντέδρασαν; Γιατί οδηγήθηκαν σαν πρόβατα στη σφαγή;».

Επιστρέφοντας στην απελευθερωμένη Βουδαπέστη ο νεαρός Εβραίος (γέρος, πια, εσωτερικά), προσπαθεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα που τον καίει. Αντί απάντησης, όμως, καινούρια ερωτηματικά φορτώνουν τους κουρασμένους ώμους του. Η οικογένειά του διαλύθηκε, η περιουσία του εξαφανίστηκε. Ευκαιρία, λοιπόν, ήταν ο πόλεμος, για να εμφανιστούν όλες οι κακές πλευρές του ανθρώπου; Μπορεί!

Η ταινία είναι βιογραφική. Στηρίζεται στο βιβλίο του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας (1975) Ούγγρου συγγραφέα Ιμρε Κέρτες. Ελαβε επίσημα μέρος στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2005. Και σκηνοθετήθηκε, από τον, επίσης Ούγγρο, Λάγιος Κολτάι, διευθυντή φωτογραφίας πολλών πετυχημένων ταινιών (Μεφίστο, Μιλένα κλπ.).

Ακόμα και να μη νοιάζεται κάποιος για το Ολοκαύτωμα (είναι ποτέ δυνατόν;), πάλι θα υποχρεωθεί να ομολογήσει πως οι δημιουργοί της ταινίας έκαναν το καλύτερο! Η φωτογραφία και μόνον αυτή είναι αρκετή για να αποσπάσει το θαυμασμό! Η οθόνη, όμως, διαρκώς είναι γεμάτη από άρτια καλλιτεχνικά επιτεύγματα. Τα ντεκόρ, τα κοστούμια, τα πρόσωπα, οι γωνίες λήψεις, η ατμόσφαιρα σε βουτάνε από το λαιμό και σε παρασύρουν στην απίστευτη αυτή φρίκη. Ο θεατής, θέλει δε θέλει, γίνεται και αυτός μέρος της ιστορίας. Νιώθει και αυτός σαν μελλοθάνατος ή σαν πληγωμένος και μόλις μετά βίας διασωθείς.

Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο Ενιο Μορικόνε.

Παίζουν: Μαρσέλ Νάγκι, Αρον Ντιμένι, Ντανιέλ Κρεγκ.

ΜΑΪΚΛ ΜΠΑΡΚΕΡ
A good woman

Οι δημιουργοί της ταινίας ισχυρίζονται πως το έργο τους είναι εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο του Οσκαρ Ουάιλντ (1854-1900) «Η Βεντάλια Της Λαίδης Ουίντερμιρ» (1893). Η «έμπνευση» όμως, δυστυχώς, στάθηκε μόνο στα εξωτερικά στοιχεία. Αντε και σε κάποιους «πνευματώδεις» διαλόγους.

«Μεταφέροντας» το έργο έξω από το «φυσικό περιβάλλον» του, τη βικτοριανή Αγγλία (1819-1901), σε ένα καταπληκτικό, είναι αλήθεια, ιταλικό τοπίο, το Αμάλφι, και σε νεότερους χρόνους (1930) έχασε μεγάλο μέρος από την αναγκαία ατμόσφαιρα. Την ατμόσφαιρα, που σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι προσθετικό στοιχείο στο λόγο, στις κινήσεις, στα διαδραματιζόμενα.

Η ταινία του Μάικλ Μπάρκερ υπέκυψε στο τουριστικό αξιοθέατο. Αντί να το υποτάξει στις ανάγκες της ιστορίας, όπως έκανε ο Λουκίνο Βισκόντι στο «Θάνατο Στη Βενετία» (1971), ας πούμε, αυτός το έκανε κυρίαρχο! Αλλά οι «μεταφορές» των δημιουργών και οι «εμπνεύσεις» τους δε σταματάνε στο χώρο και το χρόνο. Προχώρησαν και στους ρόλους! Τρεις από τους κύριους ρόλους (Μεγκ και Στιβ Ουίντερμιρ, καθώς και η κ. Ερλιν) έγιναν ...Αμερικανοί. Και μάλιστα Αμερικανοί του 1930!

Αυτή η «μεταφορά», όπως αντιλαμβάνεστε, ακύρωσε την επικριτική ματιά του Οσκαρ Ουάιλντ για την υποκριτική βικτοριανή περίοδο. (Η Βασίλισσα Βικτώρια «αποκατέστησε» το κλονισμένο από τα σκάνδαλα της εποχής του Γεωργίου IV γόητρο της μοναρχίας, κήρυξε τη σοβαρότητα και την πίστη στην οικογένεια και «σταθεροποίησε» τις αποικιακές κτήσεις με τη «βοήθεια» του πρωθυπουργού Ντισραέλι). Η ιστορία της ...«Βεντάλιας» έχασε, πια, το βάθρο πάνω στο οποίο είχε στηθεί. Η ηθική της κοινωνίας των δυο διαφορετικών περιόδων (1850, 1930) είναι διαφορετική και τα άτομα φυσικό είναι να μην ενεργούν όμοια!

Τι θα δει, λοιπόν, ο θεατής; Θα δει ένα υπέροχο τοπίο, μερικούς θαυμάσιους ηθοποιούς, θα χαρεί κάποιους έξυπνους διαλόγους. Θα δει, τελικά, μια ιλουστρασιόν ταινία με έρωτες, απιστίες, θυσίες. Θα δει ένα κινηματογραφικό μελόδραμα!

Παίζουν: Ελεν Χαντ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τομ Γουίλκισον.

ΚΑΜΕΡΟΝ ΚΡΟΟΥ
Elizabethtown

Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα; Το ίδιο ερώτημα προκύπτει και από τη σημερινή κινηματογραφική πραγματικότητα. Το αγοραστικό κοινό διαμορφώνει τον κινηματογράφο ή ο κινηματογράφος το κοινό; Οι κινηματογραφικές βιομηχανίες λένε «αυτά θέλει ο κόσμος». Οι αντίθετοι αυτής της άποψης ισχυρίζονται πως «αυτά δίνετε στον κόσμο»! Σημασία, πάντως, έχει πως, σε πολλές περιπτώσεις, κυλάει ο τέντζερης και βρίσκει το καπάκι!

Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ταινία «Elizabethtown». Ιδανικό δείγμα για μια χαζοχαρούμενη νεολαία-καταναλωτή. Μια νεολαία-καταναλωτή, που «γουστάρει» λίγο αμφισβήτηση (λίγο όμως), λίγο έρωτα (πάλι λίγο), λίγο θρησκεία (αρκετή αυτή), λίγο οικογένεια (αρκετή και ετούτη). Ενας νεαρός χάνει τη δουλιά του και αμέσως χάνει και την κοπέλα του. Την ίδια στιγμή ο πατέρας του, που βρίσκεται στο χωριό του σε επίσκεψη, πεθαίνει ξαφνικά! Ο νεαρός άνεργος, ορφανός και παρατημένος, πηγαίνει να παραλάβει το πτώμα του πατέρα του. Στη διαδρομή γνωρίζει μια κοπέλα την οποία και ερωτεύεται αμέσως. Μαζί, πια, φροντίζουν για την κηδεία! Αλλά και για «πάρτη» τους!

Τα παραπάνω γίνονται μέσα σε χαρούμενο, σχεδόν τρελό, σκοπό! Οχι δράμα (σοβαρό), όχι σάτιρα (ανατρεπτική), πλάκα (χαζή)! Από πλάκα σε πλάκα, λοιπόν, τελειώνει η ταινία! Τελειώνει, χωρίς εσύ να ξέρεις γιατί έγινε. Οι μόνοι που ξέρουν, βέβαια, είναι οι παραγωγοί της. Λυπάσαι μονάχα για την παρουσία της Σούζαν Σάραντον! Αυτή είναι πολιτικοποιημένη, ξέρει! Δεν έχει δικαιολογία, λοιπόν, για τη συμμετοχή της. Ο καπιταλισμός δε σκοτώνει μόνον με όπλα, σκοτώνει και με ταινίες!

Παίζουν: Ορλάντο Μπλουμ, Κίρσεν Ντανστ, Σούζαν Σάραντον, Αλεκ Μπόλντγουιν, Τζέσικα Μπίελ.

ΡΟΜΑΝ ΠΟΛΑΝΣΚΙ
Ολιβερ Τουίστ

Εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια Ολιβερ Τουίστ τότε και τώρα
Εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια Ολιβερ Τουίστ τότε και τώρα

Τα γραπτά του Καρόλου Ντίκενς (1812-1870) ασκούσαν έντονη κριτική στην εγγλέζικη άρχουσα τάξη της εποχής. Ο συγγραφέας, ο οποίος είχε σχεδόν παρόμοια παιδικά χρόνια, με αυτά του Ολιβερ Τουίστ, έγραφε σχεδόν βιωμένες ιστορίες, πλημμυρισμένες, όπως είναι «φυσικό», με συναισθηματισμό. Αυτό, όμως δεν τον εμπόδιζε να είναι και ρεαλιστής. Με έναν ρεαλισμό, που θεωρείται καινοτόμος, για την εποχή του. Οι ιστορίες του, ενώ στέκονταν πιστές στην πραγματικότητα, δε δίσταζαν να προσθέτουν συμβολισμούς και άλλα «πρόσθετα» στοιχεία. Στοιχεία, όπως το «παράξενο», το τραγικό ή το κωμικό! Στοιχεία που πρόσθεταν «γοητεία» στο αφήγημα!

Ο Ρόμαν Πολάνσκι, στάθηκε πιστός στο συγγραφέα! Μετέφερε στην οθόνη όλους τους χυμούς της ιστορίας. Συναίσθημα, ρεαλισμό, συμβολισμούς, δράμα, κωμικό. Ομως, δε στάθηκε στην απλή εικονογράφηση. Επλασε έναν δικό του μυστηριώδη κόσμο. Μια δική του αυταρχική και υποκριτική βικτοριανή εποχή! Η ταινία του λειτουργεί και από μόνη της. Ο θεατής μπορεί να ευχαριστηθεί το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, έστω και αν δε γνωρίζει τον Ολιβερ Τουίστ σαν ανάγνωσμα! Αλλά και να τον γνωρίζει, δε θα αναγκαστεί να κάνει συγκρίσεις! Και τα δυο - αφήγημα και ταινία - λειτουργούν ταυτόσημα μεν, αλλά την ίδια στιγμή λειτουργούν και μεμονωμένα!

Βέβαια, τόσο το αφήγημα όσο και η ταινία, δεν απαντάνε στα σημερινά προβλήματα. Οι σημερινοί Ολιβερ Τουίστ, τόσο στον τρίτο κόσμο, όσο και στις «πολιτισμένες» κοινωνίες, υφίστανται πολύ μεγαλύτερα βασανιστήρια, βιώνουν μεγαλύτερους ψυχικούς και σωματικούς εξευτελισμούς, ενώ δεν υπάρχουν πουθενά, πια, πλούσιοι ευσπλαχνικοί και καλοί άνθρωποι, όπως στην περίπτωση του Ολιβερ Τουίστ, για να τους σώσουν! Ετσι, τόσο η ταινία, όσο και το αφήγημα, θα μπορούσε να πει κανείς, είναι εκτός εποχής.

Ομως, μπορεί να είναι εκτός εποχής, ένα κλασικό έργο; Οχι, με την έννοια πως το «ζουμί» του έργου, είναι διαχρονικό. Γιατί μιλάει για την αδικία, για την εκμετάλλευση, για την απανθρωπιά, αλλά και για τη δικαιοσύνη, για την ανθρωπιά, για την καλοσύνη, για τον αλτρουισμό...

Αυτές, λοιπόν, οι διαχρονικές αντίπαλες αξίες, είναι που κρατάνε τον Ολιβερ Τουίστ ζωντανό. Και την ταινία επίκαιρη! Ο θεατής ενώ κάνει το ταξίδι του στο βάθος του χρόνου, και μεταφέρεται σε μια άλλη εποχή (1837), και εκεί μελετάει το χώρο και το χρόνο, τους ανθρώπους και τις κοινωνικές σχέσεις, την ίδια στιγμή μπορεί (η ταινία κάνει τις νύξεις), να κάνει τους δικούς του σύγχρονους συσχετισμούς. Αλλωστε δε θα χρειαστεί πολύ κόπο. Εξω από την κινηματογραφική αίθουσα, που παρακολουθεί την ταινία, στη ζωή, στους δρόμους, στις πλατείες, στα διάφορα άσυλα, στα διάφορα στρατόπεδα και στις διάφορες φυλακές, οι Ολιβερ Τουίστ της εποχής μας, τα εκατομμύρια «ορφανά» και δυστυχισμένα παιδιά της υφηλίου, τα πεινασμένα παιδιά, τα άρρωστα παιδιά, τα παιδιά μετανάστες, περιμένουν το δικό τους συγγραφέα!

Να, λοιπόν, μια χρήσιμη ταινία! Μια ταινία που, πέρα από το κοινωνικό θέμα της και τον ανθρωπισμό της, διαθέτει και άψογη αισθητική. Μια αισθητική, η οποία είναι λειτουργική και διευκολύνει - με τον τρόπο της - τη βαθύτερη ανάγνωση του έργου. Τα ντεκόρ (πιστή κατασκευή του Λονδίνου εκείνης της εποχής), τα κοστούμια, τα χρώματα, η ομίχλη, το φως και τα σκοτάδια, η φωτογραφία, το μοντάζ, οι μουσικές και οι ήχοι, η υποκριτική των ηθοποιών, το μακιγιάζ (οι φυσιογνωμίες των ηρώων είναι πίνακες ζωγραφικής), όλες αυτές οι επιμέρους δημιουργίες ενός κινηματογραφικού έργου, στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτούργησαν συνδετικά και όλες μαζί, αλλά και η κάθε μια ξεχωριστά, παρήγαγαν ένα εξαιρετικό αισθητικό αποτέλεσμα.

Για την ιστορία θυμίζουμε, πως ο Ολιβερ Τουίστ, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1837, σε εβδομαδιαίες συνέχειες, σε περιοδικό της εποχής, με τον τίτλο: «Η πρόοδος του παιδιού της ενορίας»! Και ήταν ένα επικριτικό σχόλιο του συγγραφέα πάνω σε έναν νέο «νόμο για τη φτώχεια», που ψήφισε η τότε κυβέρνηση. (Το 1834 οι άποροι εργάτες έπαιρναν - για να επιβιώσουν - ένα μικρό «βοήθημα». Κάτι παρόμοιο με τους δικούς μας άπορους, που θα πάρουν το γνωστό «βοήθημα» για τη θέρμανση. Αλήθεια, τι έγινε αυτή η ιστορία;).

Παίζουν: Μπεν Κίνγκσλεϊ, Μπάρνεϊ Κλαρκ, Τζέιμι Φόρμαν, Εντ. Χάρντγουικ, Μάικλ Χιθ, Γκίλιαν Χάνα.

ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ - ΣΟΝΤΕΡΜΠΕΡΓΚ - ΚΑΡ ΓΟΥΑΪ
Eros

Τρία αξιοπρόσεκτα σχόλια για τον έρωτα, από τρεις μεγάλους σκηνοθέτες. Δεν πρόκειται, βέβαια, για το «άσμα ασμάτων», όμως, και αυτά έχουν την αξία τους. Ιδιαίτερα γιατί έχουν ευτυχίσει στην κατασκευή!

Ο «Eros», του Μικελάντζελο Αντονιόνι, είναι ένα αφηρημένο μικρό αισθησιακό ερωτικό στιγμιότυπο. Δεν υπάρχει κάποια ιστορία, ένας καμβάς, που πάνω του πλέκεται μια συναισθηματική κατάσταση. Οχι! Ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης χρησιμοποιώντας το χώρο, τα πρόσωπα, το φως, τις αισθήσεις, κάνει μια ευγενική και αγαπημένη αναφορά στη γυναίκα.

Φυσικά, όσοι γνωρίζουν το έργο του, ξέρουν, πως ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, τελικά, αυτό έκανε πάντα! Σε όλο το κινηματογραφικό του έργο προσπαθούσε να εξερευνήσει την ανεξερεύνητη γυναίκα!

Ο «Eros» του Στίβεν Σόντερμπεργκ είναι περισσότερο μοντέρνος και εγκεφαλικός! Είναι μια προσπάθεια ψυχαναλυτικής προσέγγισης του ζητήματος! Πουθενά δε βλέπουμε το αντικείμενο του πόθου, όμως, διαρκώς γι' αυτό γίνεται λόγος. Διαρκώς αυτό μας πληγώνει!

Στο κομμάτι αυτό της ταινίας είναι διάχυτο το χιούμορ και η ανατροπή. Οι δυο πολύ καλοί ηθοποιοί (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ - Aλαν Aρκιν) δίνουν ο καθένας το δικό του ρεσιτάλ ηθοποιίας.

Ο τρίτος «Eros» έρχεται από την ανατολή! Εδώ τα πράγματα αγριεύουν! Τα πρόσωπα είναι παθιασμένα. Οι ψυχές είναι παθιασμένες! Ακόμα και η φωτογραφία και τα ντεκόρ είναι παθιασμένα.

Ο έρωτας εδώ γίνεται τραγωδία. Οι ήρωες, του Γουόνγκ Καρ - Γουάι, δε συμβιβάζονται με τα καθιερωμένα! Το ακραίο είναι εκείνο που τους ενεργοποιεί. Το πάθος είναι ο δικός τους κόσμος. Ενα πάθος που ξεκινάει από τα δάχτυλα και περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες του κορμιού καταλήγει στην κορυφή του μυαλού!

Ο ήρωας δε γεύεται τη χαρά του ολοκληρωμένου έρωτα. Η ερωτική συγκίνηση μεταφέρεται μόνον με την αφή. Ετσι το ανεκπλήρωτο κάνει τις σχέσεις ακόμα πιο έντονες. Και την επιθυμία ακόμα μεγαλύτερη!

Το ξαναλέμε για να μην παρεξηγηθούμε. Δεν πρόκειται για μια ολοκληρωμένη ταινία. Πρόκειται για τρία κινηματογραφικά σχόλια, με καλύτερο αυτό του Γουόνγκ Καρ - Γουάι, πάνω στον έρωτα. 'Η, αν θέλετε, πρόκειται για τρία κινηματογραφικά παιχνίδια, τριών πολύ καλών δημιουργών.

Παίζουν: α) Ραφαέλ Μπερτούγκο, Στεφάν Τσαλ Γκάντζιεφ, Ζακ Μπαρ, Ντομένικο Προκάτσι, β) (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Aλαν Aρκιν, Ιλ Κιτς, γ) Γκογκ Λι Τσανγκ Τσεν.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ