Πέμπτη 13 Απρίλη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παίζονται ακόμα (κακώς παίζονται)
  • «Διαφορά στήθους»

του Ανμτι Φίκμαν

Μια κωμωδία που γελάς μόνον εάν κάποιος σε απειλεί με περίστροφο.

Η ταινία είναι αντιγραφή της «Αλίκης στο Ναυτικό». Κορίτσι προσποιείται τον άντρα για να κατακτήσει τον αγαπημένο της! Εδώ το κορίτσι παίζει μπάλα! Και δεν το παίρνει χαμπάρι κανείς! Τέτοια μαγκιά!

  • «Σχολή ναυτικών δοκίμων: Annapolis»

του Τζάστιν Λιν

Μια περιπέτεια με φαντάρους, με μποξέρ και με στρατιωτικές ασκήσεις.

Ενας κατατάσσεται στο στρατό για να λύσει τα οικονομικά του προβλήματα. Γρήγορα, όμως, απογοητεύεται. Ο στρατός τον καταπιέζει. Ευτυχώς συναντά έναν προπονητή και γρήγορα γίνεται νούμερο ένα μποξέρ. Και ύστερα ξύπνησε!

ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΛΟΝΚΡΕΪΝ
Firewall: Κωδικός προστασίας

Ο κόσμος των κομπιούτερ και των πάσης φύσης «λογισμικών» μπήκε για γερά στη ζωή μας. Φυσικά δε θα άφηνε ασυγκίνητο τον κινηματογράφο. Ο οποίος πετάει τη σκούφια του για «νέες ιδέες». Εδώ δεν άφησε τη «Vodaphone» και την «Ericsson», θα άφηνε εκείνον!

Μια μοντέρνα συμμορία, λοιπόν, μπαίνει στο σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών μιας μεγάλης τράπεζας. Σκοπός της είναι, χωρίς πιστόλια, μάσκες και «πέστε κάτω, ρε», αλλά με ηλεκτρονικό τρόπο, να αποσπάσει χρήματα από «χοντρούς» λογαριασμούς και να τα μεταφέρει στο δικό της. Ομως, για κακή τύχη του υπεύθυνου της τράπεζας, του κ. Κορωνιά να πούμε, η ηλεκτρονική ληστεία δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη δική του βοήθεια (κάτι παρόμοιο ακούγεται και για τις «δικές» μας υποκλοπές).

Η ηλεκτρονική συμμορία, για να έχει... δεμένο το γάιδαρό της, εισβάλλει στο σπίτι του διευθυντή και κρατάει αιχμάλωτους τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. (Μην ξεχνάμε και την... παράδοση, ε;). Ο διευθυντής προς στιγμή θεωρεί την οικογένεια μεγαλύτερη αξία από το χρήμα. Υποκύπτει και βοηθάει. Ομως, ένας Αμερικανός πολίτης δεν μπορεί να αγνοήσει και το δολάριο. Γι' αυτό, κάποια στιγμή, εκεί προς το τέλος της ταινίας, έρχεται στην επιφάνεια ολόκληρο το αμερικάνικο τρίπτυχο: πατρίς (χρήμα), θρησκεία (χρήμα πάλι), οικογένεια. Ο γνωστός Χάρισον Φορντ μεταβάλλεται σε Ιντιάνα Τζόουνς και γίνεται το έλα να δεις.

Η ταινία, χωρίς να είναι από αυτές που θα γράψουν ιστορία, παρακολουθείται, από τους θιασώτες του είδους, με αρκετό ενδιαφέρον. Καθώς έχει αρκετές ανατροπές. Ναι μεν νιώθεις πως γνωρίζεις το τέλος, αλλά ο σκηνοθέτης είναι αποφασισμένος να σε τυλίξει και εσένα στην περιπέτεια. Ιδιαίτερα από τη μέση και μετά. Οταν τα πράγματα πρέπει να καταλήξουν! Στα συν της ταινίας και οι καλοί ηθοποιοί που υποστηρίζουν τους διάφορους ρόλους. Ακόμα και ρόλους που δεν έχουν ζουμί. Οπως ο ρόλος της γυναίκας του διευθυντή (Βιρτζίνια Μάντσεν).

Παίζουν: Χάρισον Φορντ, Πολ Μπετανί, Βιρτζίνια Μάντσεν, Ρόμπερτ Πάτρικ, Αλαν Αρκιν.

Για παιδιά και μεγαλύτερα παιδιά

ΚΕΡΚ ΤΖΟΟΥΝΣ

Νάνι Μακφί - Η Μαγική Νταντά

Η, ας την πούμε «παιδική», ταινία, του Κερκ Τζόουνς, «Νάνι Μακφί - Η Μαγική Νταντά» (μπορούν να την δουν άνετα και οι μεγάλοι) ξεκινάει με ένα μεγάλο πλεονέκτημα! Διαθέτει εξαιρετικούς ηθοποιούς! Ενα δεύτερο πλεονέκτημα είναι η ατμόσφαιρα της ταινίας. Συνεισφέρει, επίσης, η ευγένεια των διαλόγων της και η «διδακτική» ιστορία της. (Το σενάριο το έγραψε η πρωταγωνίστρια της ταινίας Εμα Τόμσον. Οι χαρακτήρες των ηρώων βασίζονται στις ιστορίες - παραμύθια της γνωστής Βρετανίδας συγγραφέως Κριστιάνα Μπραντ 1907-1988).

Από το θέμα της, βέβαια, μην περιμένετε θαύματα! Πρόκειται για έναν χήρο (η γυναίκα του πέθανε) που μεγαλώνει μόνος του τα παιδιά του. Για να κερδίσει μια διαθήκη, απαραίτητη προϋπόθεση για να κρατηθεί ενωμένη η οικογένεια, πρέπει υποχρεωτικά να παντρευτεί. Και ενώ βγήκε στην αναζήτηση για νύφη, το ιδανικό πρόσωπο βρισκόταν δίπλα του. Μέσα στο σπίτι του. Ηταν η υπηρέτριά του. Ομως, για να φτάσει στην ...ανακάλυψή της, για να τον φωτίσει ο έρωτας, χρειάστηκε η βοήθεια της «Μαγικής Νταντάς» της κ. Νάνι Μακφί. Η οποία, πριν φωτίσει τον χήρο, έβαλε σε τάξη τα άτακτα παιδιά του.

Τα είπαμε. Απλά πράγματα, διασκεδαστικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τουλάχιστον δεν υπάρχει βία και κακογουστιά. Ακόμα και στη σκηνή με τις τούρτες. Μπορεί να μην έφτασε τις παλιές κωμωδίες, δεν ήταν, όμως, και αντιαισθητική.

Παίζουν: Εμα Τόμσον, Κόλιν Φερθ, Αντζελα Λάνσμπερι, Κέλι Μακντόναλντ.

ΣΤΕΦΑΝ ΦΕΛΝΤΜΑΡΚ - ΓΙΕΣΠΕΡ ΜΟΛΕΡ

Αστερίξ και οι Βίκινγκς

Για να κατατοπίσουμε καλύτερα τους μικρούς φίλους μας (και τους γονείς τους βέβαια) θα θυμίσουμε πως ο Αστερίξ είναι ένας «χάρτινος» ήρωας, ο οποίος δημιουργήθηκε το 1959, από τους Ρενέ Γκοσινί (ιστορία) και Αλμπέρ Ουντερζό (σκίτσο). Τα σχετικά βιβλία έχουν μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες, όπως επίσης και στα λατινικά και αρχαία ελληνικά.

«O Αστερίξ και οι Βίκινγκς» είναι μια ακόμα ιστορία του θρυλικού, πια, ήρωα. Αυτή τη φορά αυτός και η παρέα του θα αντιμετωπίσουν τους περίφημους πολεμιστές Βίκινγκς! Οπως και οι προηγούμενες ταινίες, έτσι και η συγκεκριμένη διαθέτει αρκετό χιούμορ. Η ιστορία που αφηγείται εξελίσσεται μέσα από κωμικοτραγικά συμβάντα και πολλά γκαγκς.

Η αλήθεια είναι πως η ταινία είναι κάπως αργή. Και τα σκίτσα της δεν είναι τέτοια που να ξεσηκώσουν τη φαντασία των παιδιών. Φαίνεται πως τους δημιουργούς της τους απασχόλησε περισσότερο η περιπέτεια και λιγότερο τα χρώματα και η καλαισθησία. Με αποτέλεσμα να μην αγαλλιάζει αβίαστα η ψυχή του θεατή.

Η ταινία θα προβάλλεται και σε μεταγλωττισμένη κόπια και τους ρόλους ερμηνεύουν οι Αργύρης Παυλίδης (Αστερίξ), Παύλος Χαϊκάλης (Οβελίξ), Αρης Σερβετάλης (Χαβαλεδίξ), Μπέτυ Μαγγίρα (Αμπα) και στο ρόλο του Κακοφωνίξ ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος.

ΝΟΑ ΜΠΑΟΥΜΠΑΧ
Δεσμοί διαζυγίου

Η ταινία ήταν υποψήφια για Οσκαρ σεναρίου. Επίσης, υποψήφια για τρεις χρυσές σφαίρες. Απέσπασε το Βραβείο σεναρίου από τους κριτικούς της Αμερικής και πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Σάντας!

Η οικογένεια του πανεπιστημιακού, και κατά φαντασία συγγραφέα, κ. Καρμέλ βρίσκεται σε κρίση. Το ζευγάρι χωρίζει. Τα ανήλικα αγόρια τους προσπαθούν να αποτρέψουν το χωρισμό. Τελικά, αποδέχονται τη «μοίρα» τους. Τρεις μέρες στον πατέρα και τρεις στη μητέρα. Στο μεταξύ, ο καθένας από τους γονείς κάνει τη ζωή του. (Η γυναίκα καθώς αποδεικνύεται την έκανε και πριν χωρίσουν). Στο τέλος όλα εξελίσσονται αμερικάνικα.

Αυτό είναι το θέμα της ταινίας. Γεμάτο «πρωτοτυπία»! Τι βράβευσαν, λοιπόν; Και να πεις, εντάξει δεν ήταν το σενάριο πρωτότυπο, ήταν όμως οι καταστάσεις. Μα αυτές ήταν χειρότερες. Με κλειστά μάτια μάντευες, τι θα συμβεί παρακάτω. Ούτε μία έκπληξη.

Προς τι λοιπόν, όλος ο κόπος; Ποιος κόπος, θα πείτε και θα έχετε δίκιο. Η ταινία, σύμφωνα με δήλωση του σκηνοθέτη, γυρίστηκε σε 23 μέρες! Σε 23 μέρες δε γυρίζεις ούτε βιντεοκασέτα! Πρόκειται για «αρπαχτή»; Ακριβώς!

Μια αρπαχτή που δεν προλάβαινε να στήσει σωστά τη μηχανή, να φωτίσει σωστά, να φροντίσει τα κάδρα, τα φόντα, την κίνηση. Μια αρπαχτή που στρίμωξε την ιστορία μέσα σε λίγους χώρους, σε σκηνικά που δεν είχαν μεγάλες απαιτήσεις. Αυτή η καραμέλα του «ανεξάρτητου» κινηματογράφου (χαμηλού κόστους) μία στις χίλιες πετυχαίνει. Τις υπόλοιπες, αφήστε καλύτερα! Οι φωτισμοί, τα «τράβελινγκ», τα σύνθετα πλάνα, ο γερανός,.. απαιτούν χρόνο και χρήμα! Και σε καμία περίπτωση δε γίνονται για να εντυπωσιάσουν. Είναι «εκφραστικά μέσα». Λέξεις κινηματογραφικές που η κάθε μια από αυτές έχει τη δική της σημειολογική αξία.

Θα μου πείτε: Δεν μπορεί να γυριστεί μια ταινία με «λιτά» μέσα; Με δυσκολία θα πω ναι. Αλλά σε αυτή τη σπάνια περίπτωση πρέπει να απευθυνθούμε σε αυθεντίες. Στον Τσάπλιν, για παράδειγμα. Στον Χίτσκοκ, ίσως. Στον Ορσον Ουέλς! Στον Τζον Κασαβέτη. Ο Νόα Μπάουμπαχ, πάντως, δε συγκαταλέγεται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Παίζουν: Τζεφ Ντάνιελς, Λόρα Λίνεϊ, Ανα Πάκουιν. Τζέσι Αϊζενμπεργκ, Οουεν Κλάιν.

ΚΙΜ ΤΖΙ ΓΟΥΝ
Γλυκόπικρη ζωή

Οποιος επιθυμεί να δει τον Αλέν Ντελόν ντυμένο Νοτιοκορεάτη, λίγο πιο άγριο, αλλά το ίδιο όμορφο, το ίδιο μοβόρο και το ίδιο λιγομίλητο, να πάει τρέχοντας να δει τη «Γλυκόπικρη Ζωή». Και δεν είναι μόνον ο πρωταγωνιστής της η πιστή αντιγραφή. Ολόκληρη η ταινία είναι μια αντιγραφή. Ενα ασιατικό φιλμ νουάρ. Που μοιάζει με τα αντίστοιχα αμερικανικά και γαλλικά φιλμ. Μοιάζει, δε, τόσο πολύ, που αναρωτιέσαι τι έχει να προσθέσει ο Κιμ Τζι-Γουν στο είδος.

Το αίμα, θα πείτε! Πράγματι εδώ παρεμβαίνει η ασιατική κουλτούρα της βίας και κάνει σκόνη τους πρώτους διδάξαντες. Εδώ δεν πέφτουν απλώς πιστολιές, μπουνιές, κλοτσιές κλπ., εδώ οι σφαίρες κόβουν δάχτυλα, μύτες, χέρια, τινάζουν μυαλά στον αέρα. Πάνε αυτά που ξέρατε: Φως και σκιές. Χαμηλωμένα καπέλα. Καπνοί. Μουσικές στο βάθος. Πρόσωπα μισοφωτισμένα. Αυτά για τον Τζι-Γουν είναι πταίσματα. Αυτός σκέφτηκε «αφού μπήκα στον κόπο, να φτάσω στα άκρα»! Και φτάνει.

Κρατάει το γνωστό θεματολογικά μοτίβο: Η μοιραία γυναίκα, την οποία διεκδικούν δυο άντρες. Οι οποίοι, με τη φορά των πραγμάτων, γίνονται από δυο χωριά χωριάτες, για να την κρατήσει ο καθένας για πάρτη του. Από εκεί και μετά το σκηνικό ανατρέπεται. Εδώ η εκδίκηση του αφεντικού, ο οποίος εμπιστεύτηκε τον υπάλληλό του και εκείνος του έκλεψε τη γυναίκα, γίνεται ιεροτελεστική πράξη. Μια πράξη που εκτελείται με αργούς, βασανιστικούς, σαδιστικούς τρόπους. Δε φτάνει να εξοντωθεί ο αντίπαλος. Αυτά είναι για την Ευρώπη και την Αμερική. Στην Ασία πρέπει να μαρτυρήσει κιόλας!

Ο παπαγαλισμός στην τέχνη ποτέ δεν έφερε καλά αποτελέσματα. Είμαι σίγουρος το ίδιο θα συμβεί και στον ζωντανό νοτιοκορεατικό κινηματογράφο, αν συνεχίσει να αντιγράφει. Ο καθένας προτιμά το πρωτότυπο!

Παίζουν: Λι Μπιοούνγκ-Χαν (πράγματι όμορφος), Κιμ Γιανγκ-Τσουλ, Σιν Μίνα.

Ο Μάης του '68 και άλλα κινηματογραφικά αφηγήματα

Η επιμονή των γραφείων διανομής να «ρίχνουν», κατ' εξακολούθηση, στην αγορά μεγάλο αριθμό ταινιών - μέσα στην ίδια εβδομάδα - αποκαλύπτει και το χαρακτήρα τους. Πρόκειται για καθαρά ανταγωνιστικές εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες, για κακή τύχη της τέχνης, εμπορεύονται τον κινηματογράφο. Αυτός ο στεγνός ανταγωνισμός ζημιώνει το θεατή, αλλά και τις ίδιες τις ταινίες. Καθώς η ποσότητα πνίγει την ποιότητα. Αφού η καλή ταινία δε γίνεται καλλιτεχνικό γεγονός. Ακόμα και η κριτική, που είναι μια παράμετρος της γνωστοποίησης της κινηματογραφικής παραγωγής, είναι αναγκασμένη να μειώσει τον κριτικό λόγο της.

Οκτώ, λοιπόν, οι νέες ταινίες (δέκα την περασμένη βδομάδα)! Από αυτές, βέβαια, μόνον η ταινία του Φιλίπ Γκαρέλ, «Συνήθεις Εραστές», ένα χρονικό για τη γαλλική νεολαία της δεκαετίας 1960-1970, διαθέτει τις προϋποθέσεις καλλιτεχνικού έργου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η νοτιοκορεατική αντιγραφή (φιλμ νουάρ) του Κιμ Τζι-Γουν, «Γλυκόπικρη Ζωή». Οι «Δεσμοί Διαζυγίου», του Νόα Μπάουμπαχ, μια οικογενειακή κωμωδία, διαθέτει - λένε - σεναριακές, αρετές. Εγώ δεν τις είδα! Οι φίλοι της αστυνομικής περιπέτειας, της περιπέτειας μόνον, θα βρουν κάποιες καλές στιγμές στην ταινία του Ρίτσαρντ Λόνγκρεϊν «Firewall: Κωδικός Προστασίας».

Την πέμπτη ταινία, «Διαφορά Στήθους», του Αντι Φίκμαν, καλύτερα να μην την κουβεντιάζουμε. Το ίδιο και την έκτη, «Σχολή Ναυτικών Δοκίμων: Annapolis», του Τζαστίν Λιν. Και οι δυο είναι για Αμερικανάκια!

Τέλος, λόγω Πάσχα έχουμε και δυο «παιδικές». Τη «διδακτική» και νατουραλιστική «Νάνι Μακφί - Η Μαγική Νταντά», του Κερκ Τζόους και τα κινούμενα σχέδια των Στέφαν Φέλντμαρκ - Γιέσπερ Μόλερ, «Αστερίξ και οι Βίκινγκς».

ΦΙΛΙΠ ΓΚΑΡΕΛ
Συνήθεις εραστές

Κλοτίλντ Χεσμέ και Λουί Γκαρέλ σε μια σκηνή της ταινίας
Κλοτίλντ Χεσμέ και Λουί Γκαρέλ σε μια σκηνή της ταινίας
Ας αρχίσουμε με τη φόρμα, για να πούμε τα περισσότερα όταν θα μιλήσουμε για το περιεχόμενο! Αλλωστε, αυτή δεν προσφέρεται για αντιρρήσεις. Η φόρμα, λοιπόν, είναι αδιαμφισβήτητα γοητευτική! Ο Φιλίπ Γκαρέλ, βοηθούμενος άριστα από την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Γουίλιαμ Λαμτσάνσκι, την εξαιρετική μουσική - σχόλιο, κυρίως στα κομμάτια του πιάνου του Ζαν - Κλοντ Βανιέρ, τα κοστούμια και την επιλογή των χώρων, αλλά και τα εκφραστικά πρόσωπα των νεαρών ηθοποιών, δημιούργησε ένα κινηματογραφικό κομψοτέχνημα! Μια ταινία που αποτυπώνεται βαθιά στο μυαλό σου. Μια ταινία με καθαρά δική της προσωπικότητα.

Εξίσου γοητευτικό είναι και το θέμα της ταινίας. Το περιεχόμενο! Πρόκειται για μια απόπειρα καταγραφής της γαλλικής νεολαίας στην πολύ ζωντανή και αρκετά ταραγμένη δεκαετία του 1960 - 1970. Με αποκορύφωμα, βέβαια, τον Μάη του '68! Δυστυχώς, αυτό το λαμπρό θέμα δεν ψάχτηκε με την ίδια σοβαρότητα, που ψάχτηκε η φόρμα. Καταναλώθηκε στην πιστή εξωτερική εικονογράφηση, αφήνοντας έξω από το φακό το εσωτερικό, το ζουμί δηλαδή των γεγονότων.

Ο Φιλίπ Γκαρέλ γεννήθηκε το 1948, έπεσε θύμα των εικόνων του. Ενώ έπλασε έναν καταπληκτικό κόσμο, έναν κόσμο που μοιάζει με ποίημα του Ρεμπό, ενώ οι ήρωές του μιλάνε για πράγματα αξίας, δε θέλησε ή δεν τόλμησε να ψάξει στο βάθος αυτών των αξιών. Να βρει και να ασχοληθεί με τις αιτίες που γεννάνε τα ιστορικά γεγονότα. Εμεινε (και αυτός) ένας ρομαντικός, και πολιτικά άμυαλος, των χαρακωμάτων. Χωρίς σαφείς στόχους και χωρίς καθαρό ιδεολογικό προσανατολισμό.

Στους διαλόγους των ηρώων του, είτε αυτοί μιλάνε για την πολιτική, είτε για τον έρωτα, είτε για την τέχνη, δεν υπάρχει ο βαθύς εκείνος προβληματισμός, που θα έκανε τα σχόλιά τους χρήσιμα για συμπεράσματα.

Είναι γνωστό πως η δεκαετία του 1960 - 1970 υπήρξε επαναστατική. Οι δυτικές κοινωνίες με τους αγώνες τους έσπρωξαν στο περιθώριο μεγάλα εμπόδια. Κάτω από την πίεση των μαζικών κινητοποιήσεων, γκρεμίστηκε μεγάλο μέρος της καπιταλιστικής ηθικής και υποκρισίας. Μεγάλα βήματα έγιναν στην ελευθερία των διαπροσωπικών σχέσεων, στον έρωτα. Και η πολιτική, όπως ήταν επόμενο, ήρθε στο προσκήνιο.

Ο Φιλίπ Γκαρέλ, στην τρίωρη ταινία του, αναφέρεται σε όλα αυτά. Μόνο που αναφέρεται με μια ανεδαφική νοσταλγία. Με έναν αδικαιολόγητο ρομαντισμό. Ο χρόνος που πέρασε, φαίνεται, δεν του έδωσε απαντήσεις, για τις αποτυχίες. Αναμασάει και αυτός τις ίδιες δικαιολογίες. Οι ήρωές του, «αναρχικοί» όλοι ως επί το πλείστον, αναπαράγουν τις γνωστές μικροαστικές θεωρίες. Οτι, δηλαδή, οι ανοργάνωτες μάζες είχαν φτάσει ένα βήμα πριν από την κατάληψη της εξουσίας. Οτι, τελικά, οι εργάτες δίστασαν την τελευταία στιγμή. Οτι ο Μάης του '68 ήταν μια ευκαιρία που χάθηκε!

Πολύς κόσμος, και ο Γκαρέλ φαίνεται, δεν έμαθαν πως το αυθόρμητο για να γίνει αποτελεσματικό απαιτεί οργάνωση και ταξική καθοδήγηση. Η ιστορία είναι γεμάτη από παρόμοια αυθόρμητα ξεσπάσματα. Οσα από αυτά έφεραν αποτέλεσμα ήταν γιατί ήταν σωστά οργανωμένα. Και σίγουρα δεν ήταν τέτοιος ο Μάης του '68.

Βέβαια, ο Φιλίπ Γκαρέλ, έστω και άθελά του, δείχνει στην ταινία του και το σκόρπισμα στους πέντε ανέμους όλου αυτού του «επαναστατημένου» κόσμου της νεαρής μικροαστικής «αναρχικής» διανόησης. Σχεδόν όλοι οι ήρωές του μετά τον «Μάη», μετά τη διάλυση των χαρακωμάτων, αναδιπλώθηκαν στα προσωπικά τους ή πνίγηκαν στα ναρκωτικά. Και άλλοι, βέβαια, ευθυγραμμίστηκαν με το σύστημα που υποτίθεται ότι πολεμούσαν. Οι εργάτες ωστόσο, και το κομμουνιστικό κίνημα, δεν εγκατέλειψαν. Και αυτό δεν το λέει η ταινία. Για να 'μαστε δίκαιοι πρέπει να πούμε πως κάνει θετική αναφορά για τον κομμουνιστή πατέρα της κεντρικής ηρωίδας.

Ας θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι αυτή η έλλειψη δεν έγινε σκόπιμα. Οτι η ταινία είναι μια αυτοβιογραφία. Ας συγχωρήσουμε τη νοσταλγία του δημιουργού. Ο θεατής, πάντως, σίγουρα δε θα χάσει, αν μπει στην αίθουσα. Σε μια περίοδο που η τέχνη σχεδόν σφυρίζει κλέφτικα, οι «Συνήθεις Εραστές», μιλάνε για την πολιτική, για την τέχνη, για τον έρωτα. Και αυτό δεν είναι λίγο!

Παίζουν: Λουί Γκαρέλ (γιος του σκηνοθέτη), Κλοτίλντ Χεσμέ, Ερίκ Ρουλιάτ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ