Ή αλλιώς: Εύηχες διακηρύξεις περί δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία, ευχολόγια εξωραϊσμού της πολιτικής τους
Ιδεολογικό στέγαστρο της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης, «ένα σχολείο για όλους», είναι η θεωρία περί κοινωνικού μοντέλου αναπηρίας. Σύμφωνα με αυτή, πολύ σύντομα, τα δεινά των αναπήρων, η περιθωριοποίησή τους, ο αποκλεισμός τους από την Εκπαίδευση, την εργασία, την Υγεία οφείλονται στην ιατρικοποίηση της αναπηρίας. Με το ιατρικό μοντέλο αναπηρίας το άτομο αντιμετωπίζεται ως ασθενής και η κοινωνία λαμβάνει μέτρα «κανονικοποίησης», τον φέρνει, δηλαδή, με ιατρικά και όχι μόνο μέσα, να προσεγγίσει το κανονικό, τη νόρμα, όπως την ορίζει κάθε φορά η κοινωνία, σε κάθε ιστορική στιγμή, εν προκειμένω, η καπιταλιστική.
Στον αντίποδα αυτής της θεώρησης προκρίνεται το κοινωνικό μοντέλο αναπηρίας, εξετάζοντας την αναπηρία ως κοινωνικό φαινόμενο που δομείται μέσα στην κοινωνία, δηλαδή, δεν είναι η τύφλωση αυτή καθεαυτή που κάνει ανάπηρο κάποιον αλλά η κοινωνία που δεν του προσφέρει όλα τα αναγκαία για να ζήσει ως ισότιμο μέλος της, να ξεπερνάει τα εμπόδια, να εφοδιάζεται με τα κατάλληλα μέσα ώστε να ζει αυτόνομος και ανεξάρτητος. Η αποδοχή, λοιπόν, της κοινωνικής διάστασης της αναπηρίας, σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση των δικαιωμάτων τους και στην ένταξή τους στην κοινωνία 1, 2, 3.
Αρα η αστική σκέψη παλινδρομεί στρεβλά, παλεύοντας να ερμηνεύσει αντιφάσεις και αδιέξοδα του ίδιου του συστήματος, κόβοντας στη μέση ένα ενιαίο βιολογικό/κοινωνικό φαινόμενο, αυτό της αναπηρίας, μια στη μία μπάντα, για πολλούς αιώνες, και τώρα στην άλλη μπάντα. Βέβαια, η ίδια η καπιταλιστική πραγματικότητα είναι πολύ πεισματάρα, καταρρίπτοντας τα δίπολα!
Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, κι αφού έχει κυριαρχήσει σε όλα τα επίσημα κείμενά τους το κοινωνικό μοντέλο αναπηρίας, για το σχολείο, η συμπερίληψη και πάει λέγοντας, πίνοντας νερό στο όνομα της διακήρυξης των δικαιωμάτων των αναπήρων, της ισότιμης ένταξης των αναπήρων στην κοινωνία και τη ζωή, αυτή, όπως δείχνουν τα ίδια τα ελλιπή, αντικρουόμενα στοιχεία, παραμένει ανεκπλήρωτη καθώς προσκρούει στους αδίστακτους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς και του κέρδους που στέλνουν τους αναπήρους στο περιθώριο, είτε αυτό είναι το ίδρυμα είτε το σπίτι τους.
Τι λείπει και από τις δύο προσεγγίσεις; Το παιδί με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές δυσκολίες και οι ανάγκες του. Λείπει από τον προσανατολισμό τους αυτό που λείπει γενικά από το αστικό σχολείο, είτε τα παιδιά έχουν αναπηρία είτε όχι, η ολόπλευρη, ισόρροπη ανάπτυξη, με όρους διαπαιδαγώγησης και μέγιστης ανάπτυξης των ικανοτήτων τους ώστε το κάθε παιδί να γίνει ολοκληρωμένος και ευτυχισμένος άνθρωπος.
Στο γενικό αυτό έλλειμμα του αστικού σχολείου η περίπτωση του μαθητή με αναπηρία είναι ακόμα πιο σύνθετη καθώς η ολόπλευρη ανάπτυξή του προϋποθέτει πολύ περισσότερα, είναι επίμοχθη και δαπανηρή.
Ετσι, η Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση προϋποθέτει τον διεπιστημονικό προσδιορισμό της κάθε αναπηρίας, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, και σε αυτό το επίπεδο η εξέλιξη των επιστημών, των τεχνολογικών μέσων, του κατάλληλου κοινωνικού πλαισίου για να υποστηριχθεί ολόπλευρα. Από κει και πέρα, ο κάθε μαθητής με αναπηρία είναι μία ξεχωριστή περίπτωση και ως εκ τούτου απαιτείται εντός του γενικού επιστημονικού πλαισίου να πραγματοποιείται εξατομικευμένος προσδιορισμός των δυνατοτήτων και των ικανοτήτων του κάθε παιδιού, ώστε η κάθε διαδικασία, εν προκειμένου η εκπαιδευτική, να υπηρετεί την ολόπλευρη ανάπτυξή του, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον του, στην πραγματική προετοιμασία και ένταξή του στη ζωή.
Με τα παραπάνω ως στοιχειώδες προαπαιτούμενο, ακολουθεί η επιλογή του κατάλληλου εκπαιδευτικού πλαισίου, είτε ειδικού είτε γενικού σχολείου, κι αυτό όχι σε αυτόματη λειτουργία αλλά προσφέροντας όλα τα αναγκαία βάσει των δυνατοτήτων της κάθε εποχής, ώστε το κάθε παιδί να υποστηρίζεται πλέρια από τη διαδικασία. Τα πάντα πρέπει να υποτάσσονται στις ανάγκες του, το προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, το κατάλληλο κτίριο, τα υποστηρικτικά τεχνολογικά, βοηθητικά μέσα, τα αναλυτικά προγράμματα κ.ά.
Και όλα τα παραπάνω δεν γίνονται με έναν συγκυριακό, τυχαίο τρόπο, δηλαδή, αν το εντοπίσουν οι γονείς, αν έχουν λεφτά να το κάνουν, αν μπορούν να το στηρίξουν συνολικότερα με βάση το πορτοφόλι τους. Αλλά πρώιμα, από τη γέννηση των παιδιών ακόμα, η κοινωνία είναι ανάγκη να φροντίζει οργανωμένα, με κάθε αναγκαία ειδικότητα (αναπτυξιολόγο, ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό), αρχίζοντας έγκαιρα τη διεπιστημονική παρέμβαση ώστε να είναι αποτελεσματική, από δομές δημόσιες και δωρεάν, από την πρώιμη προσχολική ηλικία, σε οργανωμένους χώρους που να του προσφέρεται η επιστημονική βοήθεια ταυτόχρονα με το παιδαγωγικό πλαίσιο.
Αυτό που είναι ανάγκη να μας προβληματίσει δεν είναι το «μοντέλο» και τι θα φορέσουμε μπροστά στα υπαρκτά αδιέξοδα και τις αντιφάσεις που αντιμετωπίζουν με οξυμένο τρόπο τα άτομα με αναπηρία και οι οικογένειές τους, αλλά το ίδιο το σύστημα που ενώ από τα σπλάχνα του, με τον προοδευτικό, κινητήριο ρόλο των εργαζομένων παράγονται όλα αυτά τα σύγχρονα που περιγράψαμε παραπάνω, αυτά δεν προσφέρονται καθολικά σε όσους τα έχουν ανάγκη (όπως στα σούπερ μάρκετ, είναι στα ράφια αλλά δεν αγοράζονται). Αυτά τα σύγχρονα και υπαρκτά είναι ανάγκη να μπουν στο επίκεντρο της πάλης σήμερα, των διεκδικήσεων, χωρίς να χαρίζεται τίποτα, χωρίς να κάνουμε βήμα πίσω.
Παραπέρα, ξεπερνώντας πλαστά δίπολα, «εποχικά σύνολα και μοντέλα» (μήπως και ομορφύνει ο καπιταλισμός) στοχεύουμε τον πραγματικό αντίπαλο, που είναι η ίδια η καπιταλιστική κοινωνία, παλεύοντας για την κοινωνία που θα θέσει το παιδί με αναπηρία στις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις της.
Παραπομπές:
1. Michael Oliver «Αναπηρία και πολιτική» μτφ Γιώτα Καραγιάννη, εκδ. «Επίκεντρο», 1990, σελ. 46 - 47.
2. Ο.π. σελ. 78.
3. «Τα βασικά μεγέθη για ειδική αγωγή και εκπαίδευση» μέρος Α'- ΚΑΝΕΠ - ΓΣΕΕ (2005-2006) σελ. 192.
Η ενίσχυση του γνωσιακού - διανοητικού περιεχομένου της εργασίας καθιστά την οργανωμένη, συστηματική και μακροχρόνια εκπαίδευση θεμελιώδη οδό διαμόρφωσης των εργασιακών ικανοτήτων των σύγχρονων εργαζομένων. Διαρκώς αυξανόμενο τμήμα τους θα πρέπει να κατέχει εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις και νοητικές - γνωστικές ικανότητες.
Βεβαίως, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η τάση αυτή δεν αφορά στον ίδιο βαθμό όλες τις περιοχές του πλανήτη και ότι παγκοσμίως κυρίαρχη παραμένει η μερικώς ειδικευμένη και συνεπώς στοιχειωδώς εκπαιδευμένη εργατική δύναμη, με σημαντικό ακόμη τον όγκο της ανειδίκευτης εργασίας.
Αναφορικά με τη μετατροπή της επιστήμης σε παραγωγική δύναμη και την τάση διανοητικοποίησης της εργασιακής δραστηριότητας θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δημιουργεί μιαν εξόχως αντιφατική κατάσταση για τις σχέσεις κεφαλαίου - εργασίας.
Συνακόλουθα η κεφαλαιοκρατική κοινωνία προσκρούει σε μια ανυπέρβλητη αντίθεση: Από τη μια πλευρά θα πρέπει να εκπαιδεύσει δημιουργικούς εργαζόμενους, φορείς επιστημονικών γνώσεων, διανοητικών και καλλιτεχνικών ικανοτήτων, από την άλλη θα πρέπει να τους υποτάξει σε καθεστώς εκμετάλλευσης με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας του.
Αφετέρου θα πρέπει να τους προετοιμάζει για την υπαγωγή τους στο σύστημα της μισθωτής εργασίας, ως φορείς γνώσεων και ικανοτήτων περιορισμένων στα όρια της εμπορεύσιμης «εργατικής δύναμης». Ζητούμενο συνεπώς καθίσταται να εκπαιδευτούν οι εργαζόμενοι με τρόπο ώστε να υπηρετήσουν πειθαρχημένα τα συμφέροντα των αφεντικών, εντασσόμενοι σε έναν ιεραρχικό κεφαλαιοκρατικό καταμερισμό εργασίας.
Γι' αυτό και στα εκπαιδευτικά συστήματα της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας οι άνθρωποι αποκτούν επιστημονικές γνώσεις, ενώ συνάμα παραμένουν ημιμαθείς. Η μόρφωσή τους κατακερματίζεται, η γνώση των φυσικών φαινομένων διαχωρίζεται από τη γνώση - κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων, η ικανότητα χρήσης της επιστήμης διαχωρίζεται από την ικανότητα φιλοσοφικού αναστοχασμού επί αυτής και κατανόησης των ιστορικο - κοινωνικών καθορισμών της, η καλλιέργεια ορθολογικής σκέψης σε επιμέρους πεδία συμβαδίζει με ευρεία διάδοση ανορθολογικών αντιλήψεων αναφορικά με τα γενικά χαρακτηριστικά της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Κοντολογίς, τα εκπαιδευτικά συστήματα διαμορφώνουν στους μελλοντικούς εργαζόμενους συγκεκριμένες χειριστικές ικανότητες, στερώντας τους συνάμα την ικανότητα να στοχάζονται τη θέση τους στην κοινωνία, τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους, να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως ενεργό υποκείμενο της κοινωνικής ζωής.
Εξόχως αντιφατική είναι και η θέση των εκπαιδευτικών στους σύγχρονους εκπαιδευτικούς θεσμούς, δεδομένης της εφαρμογής πολιτικών που υπονομεύουν τις συνθήκες υλοποίησης του έργου τους. Το τελευταίο, στις διδακτικές και παιδαγωγικές του διαστάσεις, αποκτά κομβική σημασία ακριβώς όταν καθίσταται αναγκαία η συστηματική εκπαίδευση των εργαζομένων ως φορέων επιστημονικών γνώσεων και νοητικών - γνωστικών ικανοτήτων.
Για τον σκοπό αυτό διαμέσου του εκπαιδευτικού έργου καλλιεργούνται συστηματικά οι νοητικές ικανότητες των νέων ανθρώπων, ώστε να μπορούν να κινούνται από τα δεδομένα της αισθητήριας γνώσης στην εννοιακή - θεωρητική και συμβολική - καλλιτεχνική σύλληψη και αναπαράσταση της πραγματικότητας. Να μάθουν με άλλα λόγια να σκέπτονται. Τοιουτοτρόπως, για να θυμηθούμε τον Λεβ Βιγκότσκι, οι εκπαιδευτικοί συμβάλλουν αποφασιστικά στη δημιουργία δυνατοτήτων μάθησης, διαμορφώνουν τις ζώνες εγγύτερης ανάπτυξης των μαθητών και μαθητριών, τις προοπτικές και κατευθύνσεις μόρφωσής τους.
Πέραν αυτών, το έργο των εκπαιδευτικών είναι κρίσιμο στην παιδαγωγική του διάσταση, δεδομένου ότι συνεισφέρει στην καλλιέργεια μαθησιακού ενδιαφέροντος, χωρίς το οποίο δεν προκύπτει αυτόβουλη μαθησιακή δραστηριότητα, αυθεντική προσπάθεια για την κατάκτηση της διδασκόμενης γνώσης. Η καλλιέργεια μαθησιακού ενδιαφέροντος συνάπτεται με τη διαμόρφωση στάσης ζωής, αρχών και ιδανικών, τα οποία συγκροτούν το βαθύτερο νόημα της μαθησιακής προσπάθειας. Εν προκειμένω, το έργο των εκπαιδευτικών συντελεί στην ευρύτερη διαμόρφωση της συνείδησης και προσωπικότητας των μαθητών και μαθητριών.
Μπορούμε συνεπώς να συμπεράνουμε ότι οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν ακριβώς ως προσωπικότητες και, προκειμένου να διδάσκουν αποτελεσματικά, θα πρέπει να αναπτύσσονται ολόπλευρα ως προσωπικότητες.
Δέον να επισημανθεί ότι στην περίπτωσή τους οι κρίσιμοι πόροι (πληροφορίες, γνώσεις, δημιουργικές ιδέες) για την αποτελεσματική υλοποίηση και βελτίωση του έργου τους προκύπτουν όχι από κάποιο συμβατικό χρόνο εργασίας, αλλά από όλες τις δημιουργικές στιγμές της κοινωνικής ζωής. Στην περίπτωση αυτή η συμβατική διάκριση μεταξύ εργάσιμου και ελευθέρου χρόνου χάνει την ουσιαστική σημασία της. Συνακόλουθα, για την αποτελεσματικότητα και βελτίωση του έργου των εκπαιδευτικών χρειάζεται οι συνθήκες εργασίας και ζωής να είναι οι βέλτιστες για την ανάπτυξή τους ως προσωπικοτήτων.
Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να εργάζονται με όρους δημιουργικής αυτοπραγμάτωσης, δυνατότητας δηλαδή να αποκαλύπτουν και να καλλιεργούν τον πλούτο της προσωπικότητάς τους, κάτι που προϋποθέτει ένα συναισθηματικά ευνοϊκό, υποστηρικτικό και βεβαίως συνεργατικό εργασιακό περιβάλλον.
Θα πρέπει να βιώνουν ικανοποίηση - συναισθηματική, νοητική, ηθική - από το ίδιο το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους. Η ικανοποίηση των εκπαιδευτικών από το έργο τους συνιστά εκ των ων ουκ άνευ όρο δημιουργικής υλοποίησής του, μιας και η δημιουργικότητα των ανθρώπων αποκαλύπτεται, όταν βρίσκουν ευνοϊκές συνθήκες, αλλά και ισχυρό νόημα για την αποκάλυψή της.
Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη παίζει η υπαγωγή των εκπαιδευτικών σε διαδικασίες αξιολόγησης, οι οποίες αποτελούν κομβικό μοχλό της συνολικής καπιταλιστικής μετάλλαξης της δημόσιας εκπαίδευσης, της μετατροπής των σχολείων σε αυτόνομες μονάδες οι οποίες υποχρεούνται μόνες τους να αναζητούν τους απαραίτητους για τη λειτουργία τους πόρους.
Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου σε συνάρτηση με την αξιολόγηση των σχολείων εισάγει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εκπαιδευτικών, τους διασπά και τους αποξενώνει. Αυξάνει τις ευθύνες τους για ευρύ φάσμα ζητημάτων που αφορούν τη λειτουργία των σχολείων, ενοχοποιώντας τους για τα προβλήματα της εκπαίδευσης, ενώ συνάμα αποστρέφει την προσοχή από τα κρίσιμα οικονομικά - ταξικά αίτιά τους, από τις ευθύνες των αστικών κυβερνήσεων για τις πολιτικές που εφαρμόζουν.
Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου εισάγει στην εκπαίδευση κατεξοχήν καπιταλιστικές μεθόδους ελέγχου των εργαζομένων. Εδράζεται στην ταξική αντίληψη των αφεντικών ότι οι εργαζόμενοι, προκειμένου να είναι παραγωγικοί, θα πρέπει να βρίσκονται υπό διαρκή επιτήρηση, εξαναγκασμό και επισφάλεια των συνθηκών εργασίας και ζωής. Οι πρακτικές αξιολόγησης σε συνάρτηση με την ευρύτερη καπιταλιστική μετάλλαξη της δημόσιας εκπαίδευσης προκαλούν μαζικά στους εκπαιδευτικούς άγχος, ψυχική εξάντληση, γρήγορη αποχώρηση από το επάγγελμα, υποχώρηση σε τακτικές προσποίησης και προβολής επιδόσεων, κομφορμισμό.
Δεδομένου ότι το έργο των εκπαιδευτικών συγκροτεί τις προϋποθέσεις και προοπτικές μάθησης των μαθητών και μαθητριών, οι κυρίαρχες πολιτικές διαχείρισής του επενεργούν καταστροφικά σε αυτό, με αρνητικές συνέπειες για την εκπαίδευση των νέων ανθρώπων.
Θα λέγαμε, εν κατακλείδι, ότι στον βαθμό που η ενασχόληση με την επιστημονική γνώση καθίσταται κρίσιμο στοιχείο της υλικής παραγωγής και η δημιουργικότητα των εργαζομένων καθοριστικός παράγοντας εξέλιξής της, οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας λειτουργούν ολοένα και περισσότερο ως εμπόδιο της κοινωνικής προόδου, με την υπέρβασή τους να αποτελεί ιστορικό ζητούμενο και αναγκαιότητα.
Με ισχυρό ΚΚΕ παλεύουμε για τις σπουδές και το μέλλον που μας αξίζουν
Ορισμένα πολύ πρόσφατα παραδείγματα:
Σε μια από τις πιο περιζήτητες σχολές, τη Νομική Θεσσαλονίκης, φοιτητής έπεσε από το παράθυρο όπου καθόταν να παρακολουθήσει το μάθημα γιατί δεν χωρούσε μαζί με άλλους συμφοιτητές του στο αμφιθέατρο.
Στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αν και υπάρχει τμήμα που ασχολείται με την προστασία της αγροτικής παραγωγής από τα φυσικά φαινόμενα, οι φοιτητές εγκλωβίζονται στους χώρους του Ιδρύματος που πλημμυρίζει με την πρώτη βροχούλα.
Την ώρα που η κα Κεραμέως κάνει βόλτες με το ηλεκτρικό λεωφορείο του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής - στο οποίο όμως δεν έχουν πρόσβαση οι φοιτητές - στήνοντας φιέστες για το «πρώτο πράσινο πανεπιστήμιο», η επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχίων τους είναι στον «αέρα», καθώς οι κυβερνήσεις, και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ που προηγήθηκε, δεν αναγνωρίζουν τα πτυχία των σχολών που οι ίδιοι έφτιαξαν!
Eurokinissi |
Ενώ οι φοιτητές στερούνται ακόμα και στοιχειώδεις παροχές επειδή «δεν υπάρχουν λεφτά», πετιούνται έξω από δωμάτια στις εστίες, μένουν χωρίς σίτιση, όπως οι φοιτητές από τα Πανεπιστήμια Πελοποννήσου και Κρήτης, διά στόματος υπουργού της κυβέρνησης, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, ομολογείται ωμά πως λεφτά υπάρχουν πολλά, αλλά για να δοθούν... πρέπει να διευρυνθούν οι συμπράξεις με επιχειρήσεις.
Οσο περισσότερο οι φοιτητές γίνονται πειραματόζωα, με αλλαγές κάθε λίγο και λιγάκι, με Τμήματα και Σχολές που ανοιγοκλείνουν και είναι σε ένα ατέρμονο κυνήγι για να συμπληρώσουν το παζλ των προσόντων, αφού η γνώση προσφέρεται στα «χίλια κομμάτια» των διαφόρων - επί πληρωμή - πιστοποιήσεων, τόσο περισσότερο μεγαλώνει η δυνατότητα της «αγοράς εργασίας» ή αλλιώς των εργοδοτών να επιλέγουν μέσα από μια «γκάμα» επιλογών τον καταλληλότερο εργαζόμενο στην πιο συμφέρουσα τιμή.
Ενώ το 1/4 των αποφοίτων είναι άνεργοι και περίπου 1/2 εργάζονται σε άσχετο με το αντικείμενο που σπούδασαν επάγγελμα, οι ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας μένουν ανεκπλήρωτες αφού δεν σχεδιάζεται η αξιοποίηση των επιστημονικά ειδικευμένων εργαζομένων. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη έκθεση της ΕΘΑΑΕ (2021), σε σχέση με τις προοπτικές αποφοίτων ανά αντικείμενο, μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Αρνητικές προοπτικές έχουν οι απόφοιτοι που σχετίζονται με επαγγέλματα όπως (...) καθηγητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης». Την ίδια στιγμή, οι μαθητές στοιβάζονται σε 25-27άρια τμήματα, μαθήματα - ακόμα και κατεύθυνσης - ξεκινούν στα μέσα της χρονιάς λόγω έλλειψης καθηγητών κ.ά.
Αυτά είναι τα αποτελέσματα της πολιτικής που εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις εναλλάξ. Πίσω από τις όμορφες λέξεις που χρησιμοποιούν για το μάρκετινγκ της πολιτικής τους, όπως «σύνδεση με την αγορά εργασίας», «εκσυγχρονισμοί», «αριστεία», «συμπερίληψη», «ελευθερία επιλογών», ακόμα και την απόφαση για την ίδρυση της ΟΠΠΙ (πανεπιστημιακή αστυνομία) την ονόμασαν «προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας» (!), κρύβονται τα μεγάλα και πιεστικά προβλήματα φοιτητών και εργαζομένων.
Στον πυρήνα της πολιτικής τους υπάρχει η συμφωνία με τις κατευθύνσεις της ΕΕ για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, η εναρμόνιση με τα «ευρωπαϊκά πρότυπα».
Αυτά υλοποίησε και ο ΣΥΡΙΖΑ, βάζοντας τη «σφραγίδα» του στην εμπορευματοποίηση της μόρφωσης, στην πολυ-κατηγοριοποίηση των πτυχίων, στην επιχειρηματική λειτουργία των ιδρυμάτων:
Η κυβέρνηση της ΝΔ ολοκληρώνει αυτά που έμειναν «στη μέση»:
Κανένας από τους δύο δεν έφερε ούτε μισό άρθρο για τη χρόνια υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των ιδρυμάτων. Ενδεικτικό του μεγέθους του προβλήματος είναι ότι αν στην αναλογία διδασκόντων - φοιτητών υπολογιστεί το σύνολο των φοιτητών, το ήδη μεγάλο 1/47 σκαρφαλώνει στο 1/69, ενώ σε ορισμένα ιδρύματα είναι πολύ οξυμένο το θέμα, π.χ. ΔΙΠΑΕ 1/138, ΕΛΜΕΠΑ 1/123 (πανεπιστημιοποιημένα επί ΣΥΡΙΖΑ), ΠΑΠΕΙ 1/129 (ΕΘΑΑΕ 2021). Αντίθετα, διατηρήθηκαν οι μειωμένοι προϋπολογισμοί, η σύνδεση της χρηματοδότησης με την αξιολόγηση των ιδρυμάτων, οι εργολαβίες για σίτιση και καθαριότητα, η λειτουργία των ΕΛΚΕ σε ρόλο ατμομηχανής της επιχειρηματικής δραστηριότητας στα πανεπιστήμια.
Την «επόμενη μέρα» θα είναι εδώ όλα αυτά, γιατί η «κοστολόγηση» των αναγκών μας και τα περιθώρια που αφήνουν οι «αντοχές της οικονομίας» σημαίνουν ότι θα την πληρώνουμε πάντα οι πολλοί για να μεγαλώνουν τα κέρδη των λίγων. Η επιχειρηματική λειτουργία των ΑΕΙ σημαίνει ότι για τις ανάγκες φοιτητών και εργαζομένων θα προβλέπεται να δοθεί «κάτι» όταν κάτι περισσεύει από τα δισ. που προορίζονται για τα διάφορα προγράμματα «αριστείας» της αγοράς, βιομηχανικών διδακτορικών κ.λπ. Κι αυτό βέβαια δεν είναι σίγουρο, αν σκεφτεί κανείς ότι η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 2023 βάζει στόχο για πλεόνασμα 58 εκατ. από τη λειτουργία των ιδρυμάτων!
Μόνο το ΚΚΕ έχει πραγματικά διαφορετική πρόταση για το πανεπιστήμιο, γιατί αντιμετωπίζει την επιστημονική γνώση ως κοινωνικό αγαθό που μπορεί και πρέπει να αξιοποιείται για τη βελτίωση της ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας κι όχι ως εμπόρευμα από το οποίο και άμεσα και έμμεσα πλουτίζουν οι λίγοι.
Γι' αυτό το ΚΚΕ αποτελεί εγγύηση, οι φοιτητές μπορούν να δουν τις ανάγκες τους στην πρόταση πάλης του.
Τη στιγμή που η λαϊκή οικογένεια πληρώνει το 95% του κρατικού προϋπολογισμού είναι λογική και αυτονόητη η διεκδίκηση τα χρήματα αυτά να επιστρέφουν στους νέους που σπουδάζουν και όχι στα μονοπώλια. Γι' αυτό το ΚΚΕ προτείνει και παλεύει για ένα πανεπιστήμιο δημόσιο και δωρεάν, που θα παρέχει ολόπλευρη στήριξη στους φοιτητές για να σπουδάζουν χωρίς εμπόδια, σε αντιπαράθεση με την πολιτική της εμπορευματοποίησης από όλες τις κυβερνήσεις. Γι' αυτό τα μέλη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στο φοιτητικό κίνημα πάλεψαν για να μην εφαρμοστεί η απαράδεκτη πρόβλεψη για διαγραφές φοιτητών, ενάντια στην πολιτική που πρώτα βάζει εμπόδια στην προσπάθεια ολοκλήρωσης των σπουδών και μετά θέλει να διαγράφει από τις σχολές όποιον «σκόνταψε» στα εμπόδια που οι ίδιοι έβαλαν. Και τα κατάφεραν.
Ηταν εκεί όταν έγινε πράξη το σύνθημα «Ολοι για έναν κι ένας για όλους», ακυρώνοντας απαράδεκτους κανονισμούς, όπως στη Φοιτητική Εστία της Θεσσαλίας, που λόγω χρεών στην εστία δεν έδιναν το πτυχίο σε φοιτητή που είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του. Και τα κατάφεραν.
Οταν πάλεψαν να γίνουν «φοιτητές ξανά», ενώ η κυβέρνηση τους κρατούσε μπροστά από μια οθόνη, μακριά και έξω από τη ζωντανή εκπαιδευτική διαδικασία. Και τα κατάφεραν.
Τη στιγμή που οι επιστημονικές και οικονομικές εξελίξεις απαιτούν οι αυριανοί επιστήμονες να είναι πλήρως ειδικευμένοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται στις κοινωνικές ανάγκες και στις μελλοντικές απαιτήσεις κάθε επαγγέλματος, είναι λογική και αυτονόητη η διεκδίκηση να αναβαθμίζονται οι σπουδές ώστε όλη η επιστημονική γνώση για την άσκηση του μελλοντικού επαγγέλματος να δίνεται μέσα στο πτυχίο.
Γι' αυτό το ΚΚΕ προτείνει και παλεύει για ένα πανεπιστήμιο που θα παρέχει ενιαία επιστημονική μόρφωση και επαγγελματική ειδίκευση, σε αντιπαράθεση με τις κυβερνήσεις που συμφωνούν και υλοποίησαν τις κατευθύνσεις της ΕΕ για πτυχία πολλών ταχυτήτων και αντικατάστασή τους με προσόντα. Γι' αυτό τα μέλη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ πάλεψαν στο φοιτητικό κίνημα και επί ΣΥΡΙΖΑ και επί ΝΔ ενάντια στην κατάργηση της παιδαγωγικής επάρκειας από τα πτυχία. Και τα κατάφεραν.
Τη στιγμή που η επιστήμη μπορεί να προοδεύσει ανεμπόδιστα όταν διασφαλίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για να διαχέονται τα πορίσματά της ελεύθερα, είναι λογική και αυτονόητη η διεκδίκηση να είναι κατοχυρωμένες οι δημοκρατικές, συνδικαλιστικές και ακαδημαϊκές ελευθερίες και να είναι ανοιχτές και διαφανείς όλες οι αποφάσεις και διαδικασίες των διοικήσεων για τη διαχείριση του πανεπιστημίου.
Γι' αυτό το ΚΚΕ προτείνει και παλεύει για ένα πανεπιστήμιο που θα προάγει τη συζήτηση, τον προβληματισμό, ανοιχτό στη διάθεση του λαού να έχει πρόσβαση στην επιστημονική γνώση, κόντρα στην πολιτική της έντασης της καταστολής, της παρέμβασης στις εσωτερικές διαδικασίες των φοιτητικών συλλόγων. Γι' αυτό τα μέλη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ οργάνωσαν την πάλη στους φοιτητικούς συλλόγους, έφραξαν με τη δράση και την αποφασιστικότητά τους την είσοδο της πανεπιστημιακής αστυνομίας στις σχολές. Και τα κατάφεραν.
Αγωνίστηκαν ενάντια στις στημένες εκλογές - παρωδία που επιχείρησε το ΥΠΑΙΘ, επιδιώκοντας τον... «διορισμό» των οργάνων στο φοιτητικό κίνημα. Και τα κατάφεραν.
Οι φοιτητές των πρώτων ετών, που ψηφίζουν για πρώτη φορά, μπορούν να κάνουν «αισθητή την παρουσία τους», δυναμώνοντας αυτούς που ξέρουν και αγωνίστηκαν μαζί και στα πρόσφατα μαθητικά τους χρόνια. Οταν δεν τσίμπησαν «ούτε στις απειλές ούτε στην κοροϊδία» και πάλεψαν για ανοιχτά και ασφαλή σχολεία την περίοδο της πανδημίας κ.ά. Να αναλογιστούν την πείρα που έχουν αποκτήσει από τους χώρους μόρφωσης, αλλά και από τους ελπιδοφόρους εργατικούς αγώνες, όπως στην COSCO, στην «e-food», στους οικοδόμους κ.ά., την πείρα που έχουν αποκτήσει από το ποιος «λερώνει τα χέρια του» όταν ο λαός βρίσκεται σε κίνδυνο από πλημμύρες και πυρκαγιές, ενώ οι κυβερνήσεις μάς αφήνουν απροστάτευτους.
Ολη αυτή η πείρα μπορεί να γίνει οδηγός και στις κάλπες που θα στηθούν το επόμενο διάστημα. Οι φοιτητές να δυναμώσουν το ΚΚΕ παντού, το μοναδικό αντίπαλο δέος στην πολιτική των κυβερνήσεων, το μοναδικό κόμμα που κρατάει ζωντανή την ελπίδα, έχει πρόταση πραγματικής προοπτικής.