Το αξιοπρόσεκτο σ' αυτή τη ΓΣ ήταν η απόλυτη σύμπνοια και η ομοφωνία των παρατάξεων ΠΑΣΚ και ΔΑΚΕ σε όλα τα ζητήματα. Διαμόρφωναν, κατέθεταν, ψήφιζαν προτάσεις με τέτοια πειθαρχία που θα τη ζήλευε και ο πιο άρτια συγκροτημένος συνδικαλιστικός χώρος. Σε κανένα θέμα της Ημερήσιας Διάταξης δε διαφοροποιήθηκαν (πλην του προγράμματος δράσης, σε επουσιώδη ζητήματα) ως άλλοθι της σύμπνοιάς τους.
Τα παραπάνω βέβαια δεν είναι κάτι το καινούριο. Αποτελεί συνέχεια της συνδικαλιστικής τους τακτικής τόσο στις προηγούμενες ΓΣ όσο και στο ΔΣ. Ετσι, τα τελευταία χρόνια έχουν αναλάβει το δύσκολο έργο να πείσουν τους εκπαιδευτικούς ότι η ΕΕ είναι μονόδρομος, που όποιος πάει κόντρα σ' αυτόν μοιάζει με αυτόν που επιμένει να κινείται με γαϊδουράκι στην εποχή των διαστημοπλοίων. Κουβέντα δεν κάνουν για τις αιτίες που γεννούν τα προβλήματα της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών, ενώ αιτήματα που χρόνια πάλευε το συνδικαλιστικό κίνημα (π.χ. το 15%) χαρακτηρίζονται ξεπερασμένα και «αποστεωμένα». Δεμένοι στο άρμα της ευρω-λαγνείας έχουν χαράξει σαν βασική τους συνδικαλιστική γραμμή το «στρογγύλεμα» των αιτημάτων έτσι ώστε να χωρούν στα πλαίσια της κυβερνητικής πολιτικής σε συνδυασμό με την προβολή δευτερευόντων αιτημάτων και την απεμπόληση βασικών.
Οσο για την πανηγυρική συνεδρίαση, σ' αυτή, τόσο ο υπουργός Παιδείας Π. Ευθυμίου όσο και ο εκπρόσωπος της ΝΔ κ. Καλός με τις τοποθετήσεις τους δεν κατάφεραν να πείσουν ότι διαφέρουν στο παραμικρό. Αντίθετα συναγωνίστηκαν στο ποιος μπορεί πιο πιστά και πιο γρήγορα να προωθήσει την κατεδάφιση της δημόσιας δωρεάν Παιδείας και την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών. Και οι δυο τους έκαναν καθαρό, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι η οποιαδήποτε ικανοποίηση οικονομικών αιτημάτων πρέπει να χωρά στη συγκεκριμένη αντιλαϊκή πολιτική. Τέλος διευκρίνισαν ότι η ΟΝΕ «απαιτεί να μεταβάλλουμε την εκπαίδευση», ώστε να «αποτελεί μοχλό ανάπτυξης», στα πλαίσια βέβαια της «παγκοσμιοποίησης» και κάλεσαν την εκπαιδευτική κοινότητα σε «διάλογο» («θεσμοθετημένο» ή μη) «αποφεύγοντας τα στερεότυπα των αντιπαραθέσεων του παρελθόντος» - δηλαδή τους αγώνες - γιατί «είναι επικίνδυνα» (;!!!). Το πώς εννοούν το διάλογο είχε φροντίσει να το δείξει πραγματικά, δυο μέρες πριν, ο υπουργός Παιδείας παρατάσσοντας ισχυρές δυνάμεις ΜΑΤ, εμποδίζοντας έτσι το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο να πλησιάσει το ΥΠΕΠΘ και να θυροκολλήσει ψήφισμα. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο εκπρόσωπος του ΣΥΝ με «κεντροαριστερές» βέβαια αποχρώσεις.
Το επόμενο διάστημα θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο για την εκπαίδευση και τους εκπαιδευτικούς: Το δεύτερο κύμα εκσυγχρονισμού είναι ήδη προ των πυλών. Εν μέσω των πανηγυρισμών για την ένταξη στην ΟΝΕ η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην εφαρμογή του Σχολείου της «μεταρρύθμισης» και της ΟΝΕ. Ενα σχολείο που βάζει και νέους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση, που απαξιώνει τις αρχές της συλλογικότητας, της κριτικής, ταξικής και αγωνιστικής στάσης. Ενα σχολείο που καλλιεργεί το «ιδανικό» του «Ευρωπαίου πολίτη» της μονόπλευρης κατάρτισης, της υποταγής, του ευρωραγιαδισμού, της απασχολησιμότητας, της ευκαμψίας και της ευελιξίας στην εργασία, που θα αποτελεί φθηνή λεία στα νύχια των εκμεταλλευτών. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση είναι έτοιμη για την εφαρμογή μέτρων που διαλύουν παραπέρα τις εργασιακές σχέσεις, που κατεδαφίζουν τα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα, που συνδέουν το μισθό με την παραγωγικότητα και εντείνουν τον αυταρχισμό και τις διώξεις όσων αγωνίζονται (βλ. αξιολόγηση).
Ενας τέτοιος στόχος απαιτεί πρώτα απ' όλα ένα άλλο συνδικαλιστικό κίνημα ταξικά προσανατολισμένο, που θα παραμερίζει τον «κοινωνικό εταιρικό» συνδικαλισμό, θα αναπτύσσει Μέτωπο Παιδείας μ' όλους τους παράγοντες της Εκπαίδευσης και πρώτα απ' όλα με το ταξικό κίνημα της εργατικής τάξης. Ενα κίνημα που μέσα από συγκρούσεις και ρήξεις θα κατακτά και επιμέρους στόχους που θα υποτάσσονται στο γενικότερο στόχο των ριζικών αλλαγών. Ενα κίνημα που θα συμβάλλει στη δημιουργία ενός μεγαλύτερου Λαϊκού Μετώπου που θα επιφέρει μεγαλύτερες και ριζικότερες αλλαγές σε κοινωνικό επίπεδο. «... Η στιγμή είναι σοβαρή και τα σημεία θλιβερά. Η ώρα του χρέους για τους ζωντανούς ανθρώπους έχει σημάνει από καιρό (Δ. Γληνός)».
Εκδήλωση - συζήτηση με θέμα «από τα αδιέξοδα της εκπαιδευτικής «μεταρρύθμισης» στην προοπτική του Ενιαίου Βασικού Δωδεκάχρονου Υποχρεωτικού Σχολείου», διοργανώνει την Πέμπτη 6 Ιούλη στις 7.30μμ, το Τμήμα Παιδείας της Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ. Η εκδήλωση θα γίνει στην αίθουσα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (Αριστοτέλους 27).
Συνέντευξη - πρόκληση μετά τον εξεταστικό μαραθώνιο έδωσε ο Π. Ευθυμίου
Κεντρικός πυρήνας της λογικής του, η απρόσκοπτη συνέχιση της μεταρρύθμισης, που ουσιαστικά αποψίλωσε το λύκειο - αφού μόνο στα 2 χρόνια εφαρμογής της 65.000 μαθητές το εγκατέλειψαν - και προώθησε την επαγγελματική πρόωρη ψευτοκατάρτιση, στα δεύτερης κατηγορίας εκπαιδευτήρια, τα ΤΕΕ, με βάση τις ανάγκες της αγοράς και των επιχειρήσεων.
Απαντώντας σε ερωτήσεις, σχετικά με επιμέρους πλευρές της μεταρρύθμισης και του εξεταστικού συστήματος (όγκος ύλης, αριθμός εξεταζόμενων μαθημάτων, σχολική αποτυχία, μετεξεταστέοι), σημειώνει χαρακτηριστικά και κυνικά τα εξής: «...δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε την εκπαίδευση με μια λογική εκπτώσεων. Το σχολείο πρέπει να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του μέλλοντος, άρα να είναι ένα απαιτητικό σχολείο. Απαιτητικό, όμως, δε σημαίνει ένα σχολείο εξετασιοκεντρικό»... «δε μιλάμε επομένως σε καμία περίπτωση για έκπτωση, το παιδί πρέπει να έχει ποικιλία γνωστικών πεδίων, έτσι ώστε να μπαίνει προετοιμασμένο στη νέα πραγματικότητα του 21ου αιώνα».
Προφανώς, ο κ. υπουργός ως σχολείο εννοεί το λύκειο, στο οποίο θα πηγαίνουν, μόνο όσοι θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στη σκληρή δοκιμασία, με τις πολλαπλές εξετάσεις, το κυνήγι του βαθμού και το πορτοφόλι για τα φροντιστήρια. Γιατί τα υπόλοιπα παιδιά θα έχουν πεταχτεί στον Καιάδα των ΤΕΕ. Αλλά και στο θέμα των μετεξεταστέων που καταργήθηκαν, ο υπουργός είναι... κατατοπιστικός. Σε σχετική ερώτηση, υπεκφεύγει απροσχημάτιστα, λέγοντας: «Ολη η εκπαιδευτική κοινότητα συμφωνεί ότι υπάρχει ένα ποσοστό σχολικής αποτυχίας, που θεωρείται κοινά αποδεκτός μέσος όρος».
Εκεί που πλέον μπορούμε να μιλήσουμε για πρόκληση ήταν η αναφορά του στα ΤΕΕ, όπου αποδίδει εύσημα στον προκάτοχό του Γερ. Αρσένη, γιατί «εγκαθίδρυσε δύο σκέλη στην εκπαίδευση». Ομως, σπεύδει να αναγνωρίσει «ότι η τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση δεν έχει αυτή τη στιγμή όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία θα την αναδείκνυαν σε μια ελκυστική βαθμίδα, που το παιδί θα τη διαλέγει επειδή ακριβώς του δίνει μια άλλη προοπτική σπουδών και ζωής». Στη συνέχεια, υπόσχεται κονδύλια που θα δοθούν για υποδομές και σπέρνει νέες αυταπάτες για το χαρακτήρα των ΤΕΕ και την ψευτοκατάρτιση, επιδιώκοντας να αυξήσει τη ροή προς αυτά.
Ο υπουργός, επίσης, επιχειρεί να προπαγανδίσει τα αποτελέσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στη Λισαβόνα, για την προώθηση του διεθνούς ανταγωνισμού, με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, Αμερική και Ιαπωνία, στον τομέα της πληροφορικής και της απασχόλησης. Ετσι παρουσιάζει το πεδίο αυτό της κερδοσκοπίας από τις πολυεθνικές ως μονόδρομο, συνδεμένο με την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ως κοσμογονία, που θα αλλάξει το σχολείο. Αναγγέλλει ότι 25.000 εκπαιδευτικοί θα παρακολουθήσουν μαθήματα στα κομπιούτερ και ότι όλα τα σχολεία θα συνδεθούν με το Ιντερνετ ως το Δεκέμβρη του 2001. Είναι, όμως, καθαρό ότι η αξιοποίηση της πληροφορικής δεν μπορεί να λύσει κανένα θεμελιακό πρόβλημα της εκπαίδευσης. Οσο παραμένει το αντιδραστικό πλαίσιο της μεταρρύθμισης, που εντείνει τους ταξικούς φραγμούς, που αποστεώνει τη γνώση, υποβαθμίζει τη γενική βασική παιδεία και προσδένει το λύκειο αποκλειστικά στην ανώτατη εκπαίδευση, τα όποια τεχνολογικά μέσα δεν μπορούν παρά να λειτουργήσουν στην ίδια κατεύθυνση. Αυτό, όμως, είναι που θέλει να κρύψει ο υπουργός με το ιδεολόγημά του.