Από τη συνάντηση στο Μπουένος Αϊρες |
Στο διά ταύτα, η συνάντηση των υπουργών, που αποτέλεσε μέρος της προετοιμασίας της Συνόδου των αρχηγών κρατών τον προσεχή Νοέμβρη, χαρακτηρίστηκε από τις έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις για το εμπόριο ανάμεσα στις ΗΠΑ, την ΕΕ, την Κίνα και τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ, με την κυβέρνηση Ντ. Τραμπ, προωθούν ως πιο συμφέρουσα για το αμερικανικό κεφάλαιο (τουλάχιστον τα μονοπώλια που στηρίζουν τον Τραμπ) την τακτική του εθνοκρατικού προστατευτισμού, αν και όχι χωρίς αντιρρήσεις στο εσωτερικό, με τη λεγόμενη πολιτική τού «Πρώτα η Αμερική». Ετσι, στο όνομα ενός δήθεν «πιο δίκαιου εμπορίου», αποφασίζει επιβολή μεγαλύτερων δασμών προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις και ανησυχία σε πολλά αστικά επιτελεία για αναταραχές στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Αυτό, με δεδομένο ότι η καπιταλιστική ανάκαμψη δεν είναι δυναμική σε πολλές χώρες και υπάρχουν ανησυχίες μεσο-μακροπρόθεσμα για νέα κρίση.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο τελικό ανακοινωθέν γίνεται προσπάθεια συγκερασμού, με διατυπώσεις περί «συντονισμού ενεργειών ώστε να περιοριστούν οι αντιπαραθέσεις» και γενικολογίες, ότι «το εμπόριο αποτελεί κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη των οικονομιών». Αυτές, ωστόσο, δεν μπορούν να κρύψουν τα αντιτιθέμενα συμφέροντα, αλλά και δεν επηρεάζουν στο ελάχιστο τη δεδομένη κοινή επίθεση του κεφαλαίου που εξαπολύεται σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο ενάντια στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κείμενο που υπογράφεται από τους υπουργούς Οικονομικών, επισημαίνεται ότι η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, «αν και ισχυρή», δεν έχει συγχρονιστεί και ότι έχουν αυξηθεί οι κίνδυνοι για καθοδική πορεία βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Ως παράγοντες που αυξάνουν αυτούς τους κινδύνους εντοπίζουν «την αύξηση των εμπορικών και γεωπολιτικών εντάσεων, τις παγκόσμιες ανισορροπίες, την ανισότητα και διαρθρωτικές αδυναμίες». Επισημαίνει επίσης το γεγονός ότι «παρόλο που πολλές αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς είναι πλέον καλύτερα προετοιμασμένες να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες εξωτερικές συνθήκες, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων της μεταβλητότητας της αγοράς και της αναστροφής των ροών κεφαλαίων». Επίσης, γίνεται αναφορά στην ανάγκη «να ενισχυθεί ο διάλογος» και να αναληφθούν «ενέργειες για να περιοριστούν οι κίνδυνοι και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη».
Υπάρχουν ακόμα διατυπώσεις ότι «όλες οι πλευρές θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν όλα τα εργαλεία πολιτικής για την υποστήριξη ισχυρής, βιώσιμης, ισόρροπης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης» και μεταξύ αυτών των εργαλείων, το ανακοινωθέν αναφέρει φορολογικά μέτρα, νομισματική πολιτική, συνεχιζόμενη εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, το διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις.
Σχετικά με το λεγόμενο μέλλον της εργασίας, όπως και σε άλλα κείμενα διαφόρων οργανισμών (ΔΝΤ, ΕΕ, Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός κ.ά.), οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου εμφανίζονται να ανησυχούν για τις επιδράσεις σε αυτήν από τις τεχνολογικές μεταβάσεις και ότι δήθεν θα επιδιώξουν να τις περιορίσουν.
Κατά τα άλλα, στο κείμενο των υπουργών γίνεται αναφορά για «προόδους» στο πεδίο της φορολόγησης του ηλεκτρονικού εμπορίου και το πλαίσιο των νέων ψηφιακών νομισμάτων ή «κρυπτονομισμάτων».
Τέλος, στις αναφορές που γίνονται για την ανάπτυξη υποδομών, δικτύων, δίνεται έμφαση στις συμπράξεις ιδιωτών με «δημόσιες» επιχειρήσεις, ώστε να δοθεί ώθηση στις επενδύσεις και στην καινοτομία.
Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Στίβεν Μνούτσιν, ήταν ιδιαίτερα αποφασιστικός στην παρέμβασή του στη συνάντηση. Στο πλαίσιο της τακτικής της αμερικανικής κυβέρνησης του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, «Πρώτα η Αμερική», να επιβάλει επιπρόσθετους τελωνειακούς δασμούς στο χάλυβα και στο αλουμίνιο ενάντια στην Κίνα, βάζοντας στο στόχαστρο και την ΕΕ και τα προϊόντα που εξάγει στις ΗΠΑ, όπως και χώρες όπως η Ρωσία και το Ιράν, υπερασπίστηκε το «δίκαιο εμπόριο». Επικαλέστηκε το αρνητικό εμπορικό έλλειμμα τόσο με την Κίνα όσο και με τη Γερμανία και άλλες χώρες της ΕΕ, ενώ είχαν προηγηθεί και «βαριές κουβέντες» του Τραμπ ότι «η ΕΕ είναι εχθρός των ΗΠΑ στο εμπόριο». Η αμερικανική πλευρά έχει καταγγείλει έλλειμμα 376 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2017 με την Κίνα και ανακοίνωσε ότι δεν θα επιτρέψει να συνεχιστεί, ενώ και για τη Γερμανία υπολογίζει σε 65 δισ. δολάρια το έλλειμμα και για την ΕΕ συνολικά στα 155 δισ. Από την πλευρά τους, βεβαίως, οι Ευρωπαίοι και οι Κινέζοι, αλλά και αρκετοί Αμερικανοί αναλυτές, αμφισβητούν αυτά τα νούμερα, αφού περιλαμβάνουν μόνο το εμπόριο αγαθών και όχι τομείς των λεγόμενων υπηρεσιών, όπου δραστηριοποιούνται πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις.
Πάντως, ο Μνούτσιν μετά τη συνάντηση υπογράμμισε ότι η χώρα του θέλει ένα «πιο ισορροπημένο εμπόριο» και ζητάει οι επιχειρήσεις της να έχουν την ίδια πρόσβαση στην Κίνα με αυτή που έχουν στις ΗΠΑ οι κινεζικές εταιρείες, όπως ανάλογες αξιώσεις προβάλλει και για το εμπόριο με την ΕΕ.
Πολύ χαρακτηριστική και η δήλωση του Γάλλου υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ, που δήλωσε ότι «αρνούμαστε να διαπραγματευτούμε με το πιστόλι στον κρόταφο», τονίζοντας ότι «εναπόκειται στις ΗΠΑ να κάνουν ένα βήμα για να υπάρξει αποκλιμάκωση, να διευθετηθούν όλα αυτά». Μάλιστα, σημείωσε ότι «ο εμπορικός πόλεμος θα έχει μόνο χαμένους» και κάλεσε τις ΗΠΑ «να αναλογιστούν, να σεβαστούν τους πολυμερείς κανόνες και να σεβαστούν τους συμμάχους τους». Ταυτόχρονα, με έμφαση υπογράμμισε ότι η ΕΕ δεν μπορεί να εξετάσει να διαπραγματευτεί μια εμπορική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς η Ουάσιγκτον πρώτα να αποσύρει τους δασμούς που επέβαλε στο χάλυβα και το αλουμίνιο, που εισάγονται στις ΗΠΑ από την Ευρώπη, τον Καναδά και το Μεξικό, ενώ ανέφερε ότι δεν υπάρχει καμία διαφωνία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας για το πώς και πότε πρέπει να ξεκινήσουν οι εμπορικές συνομιλίες με τις ΗΠΑ.
Ενδεικτική και η τοποθέτηση του Ευρωπαίου επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί, που υπογράμμισε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θέλουν να έχουν «καθεστώς συμμάχου, όχι εχθρού», απαντώντας στη δήλωση του Τραμπ και ότι «η ΕΕ ασφαλώς δεν είναι υπεύθυνη για τις σημαντικότερες εμπορικές ανισορροπίες», καταλήγοντας ότι «η στοχοθέτησή μας είναι ασφαλώς ανάρμοστη» και ζητώντας να δημιουργηθούν νέες γέφυρες.
Είναι προφανές ότι οι δηλώσεις αυτές έπαιρναν υπόψη τους την επικείμενη συνάντηση στον Λευκό Οίκο του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν - Κλοντ Γιούνκερ και της επιτρόπου Εμπορίου, Σεσίλια Μάλμστρομ, με τον Πρόεδρο Τραμπ. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 25 Ιούλη και κατέληξε σε έναν νέο συμβιβασμό και υποτίθεται καταρχήν συμφωνία για άρση κάποιων δασμών (που θα εξετάσει επιτροπή που θα συσταθεί). Ουσιαστικά δηλαδή αυτό που έγινε, είναι να δοθεί μια παράταση στο διαρκές παζάρι, καθώς στο τραπέζι είναι η συνολική διαπραγμάτευση για τη λεγόμενη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ, που έχει βαλτώσει (αναλυτικά βλ. στο σχετικό πρώτο θέμα της σελίδας 17 στον σημερινό «Ριζοσπάστη»).
Επίσης η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, σημείωσε στην παρέμβασή της ότι «ο εμπορικός πόλεμος που μαίνεται εδώ και κάποιους μήνες, θα μειώσει την παγκόσμια ανάπτυξη πιθανόν κατά μισή μονάδα σε ετήσια βάση». Στο τέλος της συνάντησης του G20, απηύθυνε έκκληση για «την επίλυση των εμπορικών συγκρούσεων διά μέσου της διεθνούς συνεργασίας».
Συγκράτηση ζήτησε και η κινεζική πλευρά, που πάντως έχει δηλώσει ότι θα απαντήσει με αντίποινα στους αμερικανικούς δασμούς. Η Κίνα, που προωθεί τα φιλόδοξα σχέδια για λογαριασμό των μονοπωλίων της, στο πλαίσιο των σύγχρονων εμπορικών «δρόμων του μεταξιού» (Μια ζώνη, ένας δρόμος - Οne Belt, One Road), εμφανίζεται σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς ως υπέρμαχος του λεγόμενου «ελεύθερου εμπορίου».