Ο αναβαθμισμένος ρόλος που διεκδικούν τα γερμανικά μονοπώλια στη Μέση Ανατολή εκφράστηκε και με το πρόσφατο ταξίδι του Χάικο Μάας
Copyright 2018 The Associated |
Από τη συνάντηση του Γερμανού ΥΠΕΞ με τον Παλαιστίνιο Πρόεδρο, Μ. Αμπάς |
Στο επίκεντρο της επίσκεψης Μάας τέθηκαν - σύμφωνα και με τις αντίστοιχες δηλώσεις - τα εξής ζητήματα: Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (2015), την ακύρωση της οποίας ζητούν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, και η λύση στη χρόνια ισραηλινοπαλαιστινιακή διαμάχη, που έχει οξυνθεί το τελευταίο διάστημα, μετά και την αναγνώριση από πλευράς ΗΠΑ της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ.
Πάντως ο νέος Γερμανός ΥΠΕΞ, αν και προσεκτικός στις διατυπώσεις του, εμφανίστηκε να χρησιμοποιεί πιο κατευναστικούς τόνους απέναντι στο Ισραήλ, χαρακτηρίζοντας μάλιστα «τη φιλία με το Ισραήλ ένα ανεκτίμητο δώρο».
Θυμίζουμε πως από τις αρχές του προηγούμενου έτους οι σχέσεις των δύο κρατών είναι «ψυχρές». Η Γερμανίδα καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, εκφράζοντας την αντίθεσή της στην εποικιστική πολιτική του Ισραήλ στην παλαιστινιακή Δυτική Οχθη, δηλαδή τις ανησυχίες της για το ρόλο της Γερμανίας, την αύξηση της ισραηλινής επιθετικότητας και της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή, είχε μεταθέσει τις κυβερνητικές διαβουλεύσεις με το Ισραήλ σε απροσδιόριστη ημερομηνία. Επίσης ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, είχε αρνηθεί να δεχτεί τον πρώην Γερμανό ΥΠΕΞ, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, όταν ο τελευταίος είχε συναντηθεί στο Ισραήλ με ντόπιες αντικυβερνητικές οργανώσεις.
Παρότι δεν εκφράστηκε ουσιαστική μετατόπιση της Γερμανίας από τις πάγιες θέσεις της, όπως η «προσήλωση στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν», ο Μάας φρόντισε να τονίσει, κατά την επίσκεψή του στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος «Γιαντ Βασέμ» στην Ιερουσαλήμ, πως οι σχέσεις με το Ισραήλ «βρίσκονται στο επίκεντρο της εξωτερικής μας πολιτικής».
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπ. Νετανιάχου, μίλησε για «"τσουνάμι" της ιρανικής απειλής, που ανησυχεί όχι μόνο τη χώρα του, αλλά πολλές χώρες της περιοχής».
Για τον Μάας, η Γερμανία και το Ισραήλ «συμφωνούν σχεδόν πάντα» στους στόχους των πολιτικών ζητημάτων και μόνο «στο δρόμο προς τα κει» υπάρχουν διαφορές. Ανέφερε ως παραδείγματα των διαφορών με το Ισραήλ «την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν» ή «τη λύση των δύο κρατών» στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, χωρίς ωστόσο να γίνει πιο συγκεκριμένος. «Αλλά η θέση της Γερμανίας σε όλα αυτά τα θέματα θα είναι πάντοτε στην πλευρά του Ισραήλ», είπε χαρακτηριστικά. Είναι σημαντικό «να κατανοήσουμε τις επιθυμίες και τους φόβους του άλλου», σημείωσε και πρόσθεσε: «Σε μια τέτοια φιλία είναι επίσης δυνατό να μιλάμε για όσα διαφωνούμε», ενώ ταυτόχρονα διαβεβαίωσε τον Νετανιάχου - στο πλαίσιο του συνολικού παζαριού - για την «αλληλεγγύη» της Γερμανίας προς το Ισραήλ.
Τις ίδιες μέρες βρέθηκε στο Ισραήλ και ο Γάλλος ΥΠΕΞ, Ζαν Ιβ Λε Ντριάν, προσπαθώντας να διαπραγματευτεί με την ισραηλινή κυβέρνηση το να σταματήσει η τελευταία να πολεμά την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν. Τόσο οι Γάλλοι, όσο και οι Γερμανοί και άλλοι Ευρωπαίοι θέλουν να διατηρηθούν η συμφωνία και η άρση των κυρώσεων, που επιτρέπουν τη διείσδυση των μονοπωλίων στο Ιράν, ακόμη κι αν αποσυρθεί η αμερικανική κυβέρνηση. «Δίνουμε τους ίδιους αγώνες κατά της τρομοκρατίας, του αντισημιτισμού, και βεβαίως για την ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής», είπε ο Λε Ντριάν.
Μέρος αυτού του παζαριού με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ για τη διατήρηση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι και οι νέες κυρώσεις κατά του Ιράν που εξετάζει η ΕΕ, μετά από πρωτοβουλία που πήρε η γερμανική κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από Γαλλία και Μ. Βρετανία.
Οι νέες κυρώσεις που εξετάζει η ΕΕ θα είναι επικεντρωμένες στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και στον «αποσταθεροποιητικό» ρόλο του στη Μέση Ανατολή και δεν θα αφορούν περιορισμό των οικονομικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων στη χώρα. Στο στόχαστρο εμφανίζεται να είναι η εμπλοκή του Ιράν στον πόλεμο της Υεμένης, στον ανταγωνισμό κυρίως με τη Σαουδική Αραβία, στη στήριξη της κυβέρνησης Ασαντ στη Συρία και της «Χεζμπολάχ» στον Λίβανο. Οι νέες κυρώσεις ενδέχεται να αποφασιστούν μέσα στον Απρίλη, ως ένα επιχείρημα απέναντι στον Αμερικανό Πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, που έχει δώσει στους Ευρωπαίους διορία μέχρι το Μάη για την εξάλειψη των «τρομερών ελλείψεων», διαφορετικά θα επαναφέρει τις οικονομικές κυρώσεις.
Να σημειωθεί πως με τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την άρση των κυρώσεων, οι γερμανικές εξαγωγές στο Ιράν αυξήθηκαν ακόμη και κατά 40% το πρώτο τρίμηνο του 2017 και οι Γερμανοί βιομήχανοι ανησυχούν πως «εταιρείες οι οποίες από τότε (2015) έχουν αποκαταστήσει τις επιχειρηματικές τους σχέσεις με το Ιράν και είναι εξίσου δραστήριες στις ΗΠΑ, θα αναστατωθούν σε μεγάλο βαθμό από την επανεισαγωγή κυρώσεων». Ετσι, Γερμανοί και άλλοι Ευρωπαίοι θέλουν να διατηρηθεί η συμφωνία με «κάθε τίμημα».
Αλλά και μέσα στο Ισραήλ υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με τον ανταποκριτή της γερμανικής εφημερίδας «Frankfurter Allgemeine Zeitung» σε Ισραήλ και Παλαιστίνη, «κατά τη χρονική στιγμή της επίσκεψης Μάας, πολλοί πρώην αρχηγοί του στρατού και της άμυνας, όπως οι πρώην υπουργοί Αμυνας, Σαούλ Μοφάζ και Μοσέ Γιαλόν, υποστήριξαν τη διατήρηση της πυρηνικής συμφωνίας». Ο Σ. Μοφάζ ανέφερε επίσης ότι «ο πρόσφατα διορισμένος σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζον Μπόλτον, τον είχε προτρέψει να επιτεθεί στο Ιράν πριν από 12 χρόνια, ως πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ».
Στην επίσκεψη του Γερμανού ΥΠΕΞ στα παλαιστινιακά εδάφη και τη συνάντησή του με τον Παλαιστίνιο Πρόεδρο, Μαχμούτ Αμπάς, ο Χ. Μάας απέφυγε να αναφερθεί στο θέμα της κατασκευής ισραηλινών οικισμών σε Ραμάλα και Ιερουσαλήμ, που είχε πυροδοτήσει την κόντρα με το Ισραήλ.
Αν και στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Παλαιστίνιο υπουργό Εξωτερικών, Ριάντ Μάλκι, επέμεινε πως «η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέκαθεν είχε δεσμευτεί για μια λύση δύο κρατών, και αυτό δεν θα αλλάξει», συμπλήρωσε: «Αλλά συνειδητοποιώ ότι δεν έχει γίνει ευκολότερο». Η γερμανική κυβέρνηση υποστηρίζει «τη λύση δύο κρατών μετά από διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών, που θα ικανοποιεί τις νόμιμες απαιτήσεις και των δύο», ενώ «τα σύνορα του 1967 δεν πρέπει να αλλάξουν», αναφέρει το γερμανικό ΥΠΕΞ.
Ετσι, ο Μάας ζήτησε από τους Παλαιστίνιους «ετοιμότητα για διάλογο» και «σε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση, να μην ρίξουν οποιαδήποτε γέφυρα». Επιπλέον, οι Παλαιστίνιοι πρέπει να είναι πρόθυμοι για συνομιλίες με τις ΗΠΑ. Οι Παλαιστίνιοι απορρίπτουν τις ΗΠΑ ως «βασικό παίκτη» και μεσολαβητή στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, αφού αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ.
Ενδεικτική της κατάστασης είναι η απάντηση του Μάας στην ερώτηση αν εξακολουθεί να θεωρεί τη λύση δύο κρατών ένα ρεαλιστικό στόχο και αν δεν έχει σκεφτεί ποτέ εναλλακτικές λύσεις: «Τουλάχιστον στις συζητήσεις που διεξάγω εδώ, παρουσιάζονται πολύ διαφορετικές εναλλακτικές λύσεις». Ανέφερε ότι η γερμανική κυβέρνηση «βλέπει το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση μόνο μέσω της λύσης δύο κρατών, αλλά αυτό απαιτεί επίσης κοινωνικές πλειοψηφίες στα παλαιστινιακά εδάφη και στο Ισραήλ». «Δεν μπορώ να προβλέψω πώς θα αναπτυχθεί εκεί η συζήτηση», συμπλήρωσε.
Ο Ρ. Μάλκι σημείωσε ότι «η Παλαιστίνη υποστηρίζει τη λύση των δύο κρατών και δεσμευόμαστε για απευθείας διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ και για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».