ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ.--
Εντατικές διαπραγματεύσεις μέσα στις επόμενες μέρες, με στόχο μία γενική συμφωνία για τους όρους αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ πριν τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 14-15 Δεκέμβρη, αποφάσισαν χτες στη συνάντησή τους στις Βρυξέλλες η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της ΕΕ, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, καλλιεργώντας αμφότεροι την προσδοκία πως θα μπορούσε να επιτευχθεί σύντομα λύση που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές.
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που έδωσε με την Μέι, ο Γιούνκερ παραδέχθηκε ότι δεν κατάφεραν να καταλήξουν χτες σε οριστική συνολική συμφωνία για το Brexit, εκφράζοντας αισιοδοξία πως μπορεί να επιτευχθεί «σημαντική πρόοδος» πριν τη Σύνοδο Κορυφής. «Διαπραγματευόμαστε σκληρά και θέλουμε να προχωρήσουμε μαζί» τόνισε από τη μεριά της η Βρετανίδα πρωθυπουργός, εκφράζοντας και αυτήν την πεποίθηση πως είναι εφικτή μία συμφωνία προκειμένου να δοθεί το πράσινο φως για τη μετέπειτα διαπραγμάτευση των μελλοντικών εμπορικών σχέσεων της Βρετανίας με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Χαρακτήρισε τη συνάντησή της με τον Γιούνκερ «εποικοδομητική».
Νωρίτερα, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της ΕΕ έδειχναν πως είχε επιτευχθεί συμφωνία και στο θέμα του κόστους του «διαζυγίου» και στο καθεστώς των Ευρωπαίων πολιτών που ζουν στη Βρετανία και αντιστοίχως. Το βασικό πρόβλημα φαίνεται πως αφορούσε τα σύνορα της Ιρλανδίας με τη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς προβλεπόταν αρχικά η τελευταία να παραμείνει μέλος της τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ ακόμη και μετά το Brexit. Αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Αρλίν Φόστερ, που είναι αρχηγός του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (DUP) που στηρίζει την κυβέρνηση μειοψηφίας της Τερέζα Μέι, η οποία είπε πως «δεν θα πρέπει να υπάρχει διαφοροποίηση των κανονιστικών ρυθμίσεων μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου».