Για να προχωρήσει τα σχέδιά της κάλεσε την αστυνομία στο Δημοτικό Συμβούλιο...
Με τη... συνδρομή της αστυνομίας επιδίωξε η δημοτική αρχή στη Λαμία να προχωρήσει στη χτεσινή συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου το θέμα της εκχώρησης της αποκομιδής των απορριμμάτων και της καθαριότητας των κοινόχρηστων χώρων του δήμου σε ιδιωτική εταιρεία, με σύμβαση διάρκειας ενός έτους και κόστος που ανέρχεται σχεδόν σε 1,5 εκατ. ευρώ. Το προηγούμενο διάστημα είχε προχωρήσει στην απόλυση και των 47 συμβασιούχων που δούλευαν στην καθαριότητα.
Πριν ξεκινήσει η συζήτηση του συγκεκριμένου θέματος και χωρίς κανένα πρόσχημα, η δημοτική αρχή διέκοψε τη συνεδρίαση και κάλεσε την αστυνομία. Το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης της καθαριότητας τέθηκε για δεύτερη φορά στο Δημοτικό Συμβούλιο. Η προηγούμενη συνεδρίαση, στις 13 Ιούλη, είχε αναβληθεί λόγω των αντιδράσεων των εργαζομένων στο δήμο, μόνιμων και συμβασιούχων, αλλά και της παρέμβασης των εκλεγμένων δημοτικών συμβούλων της «Λαϊκής Συσπείρωσης». Χτες, η δημοτική αρχή, αποφασισμένη να προχωρήσει και να ολοκληρώσει την ανάθεση στον ιδιώτη, κάλεσε εντελώς απρόκλητα την αστυνομία και διέκοψε για δύο περίπου ώρες τη συνεδρίαση.
Νωρίτερα, ο εκπρόσωπος της «Λαϊκής Συσπείρωσης», Τάσος Χρονάς, είχε ζητήσει να προταχθεί η συζήτηση για το ζήτημα έναντι των άλλων θεμάτων της ημερήσιας διάταξης, παίρνοντας εκ νέου θέση ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και ζητώντας την επιστροφή των απολυμένων εργαζομένων στη δουλειά. Οταν ξανάρχισε η συνεδρίαση κατήγγειλε την παρουσία της αστυνομίας στο χώρο και ζήτησε την αποχώρησή της.
Στη συνεδρίαση, που συνεχιζόταν μέχρι αργά χτες βράδυ, ήταν παρόντες συνδικαλιστές της ΔΑΣ ΟΤΑ, εκλεγμένοι στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΟΕ ΟΤΑ. Παίρνοντας το λόγο ο Βασίλης Πετρόπουλος κάλεσε τη δημοτική αρχή να πάρει πίσω τις απολύσεις και τη σύμβαση εκχώρησης της καθαριότητας σε ιδιώτη. Αναφέρθηκε ακόμα σε καταγγελίες εργαζομένων που κάνουν λόγο για χρησιμοποίηση στην αποκομιδή των απορριμμάτων των εργαζομένων που δουλεύουν στο δήμο με τα οχτάμηνα της «κοινωφελούς εργασίας», μια πρακτική που απαγορεύεται και ευθύνεται για μια σειρά από εργατικά «ατυχήματα» που έχουν καταγραφεί.