Η παρέμβαση του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στο 2ο Διεθνές Συνέδριο για τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ελλάδα
Δε μας λείπουν, λοιπόν, οι σημαντικές ενεργειακές πηγές ούτε το δυναμικό υψηλής τεχνολογικής και επιστημονικής ειδίκευσης. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι πολιτικό.
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν τα πιθανά αποθέματα υδρογονανθράκων μπορούν γενικά και αόριστα να αποτελέσουν μοχλό ανάπτυξης, αλλά αν και με ποιες προϋποθέσεις θα αξιοποιηθούν για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Με άλλα λόγια: Ανάπτυξη για ποιον;
Δυστυχώς, δεν είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς ποιοι θα είναι οι σίγουρα μεγάλοι ωφελημένοι απ' την ενεργειακή πολιτική που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Ασφαλώς οι μεγαλομέτοχοι εγχώριων και ξένων ομίλων, όπως η «Exxon Mobil» και η «Total», μπορούν να είναι ικανοποιημένοι. Ομως, για τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους, τα λαϊκά στρώματα, οι αρνητικές συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής είναι φανερές και δεν μπορούν να συσκοτιστούν.
Αρκεί να διακρίνουμε 3 χαρακτηριστικούς παράγοντες που αλληλοσυνδέονται για να αντιληφθούμε το αντιλαϊκό πρόσημο της κυβερνητικής πολιτικής:
Φτάνει να δει κανείς το πλαίσιο αδειοδότησης που διαμορφώνεται, το σημερινό επίπεδο χρηματοδότησης και στελέχωσης υποδομών της ΕΔΕΥ, καθώς και τα γνωστά χρόνια προβλήματα του ΙΓΜΕ και του ΕΛΚΕΘΕ και να κάνει μια σύγκριση με τις διεθνείς πρακτικές. Στην ουσία, σήμερα, δε διασφαλίζεται ούτε η συμμετοχή, ούτε ο ουσιαστικός κρατικός έλεγχος των ερευνών ούτε η δέσμευση μέρους της πιθανής εξόρυξης απ' το ελληνικό κράτος. Η εικόνα συμπληρώνεται αν συνυπολογίσουμε ότι τα ΕΛΠΕ βρίσκονται πλέον σε πορεία ολοκλήρωσης της ιδιωτικοποίησης μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, ενώ προς νέο διαγωνισμό οδεύει ο ΔΕΣΦΑ, στον οποίο τα ΕΛΠΕ ελέγχουν το 35% του μετοχικού κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαία εξάλλου η χρονική συγκυρία που ο όμιλος Λάτση πιέζει για αλλαγές στη σύνθεση του ΔΣ των ΕΛΠΕ. Μέσα στο σημερινό πλαίσιο της «απελευθερωμένης» αγοράς, όπου οι όμιλοι ανταγωνίζονται για τα μερίδια και τη διασφάλιση του μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους, ακούγεται ως ανέκδοτο ο συνολικός ενεργειακός σχεδιασμός με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες. Μια απλή ματιά στο ποσοστό ενεργειακής φτώχειας των λαϊκών νοικοκυριών και στα πανάκριβα καύσιμα που πληρώνει ο λαϊκός καταναλωτής αρκεί για να υπογραμμίσει αυτό το συμπέρασμα. Οσο για τα περιβόητα κρατικά έσοδα που θα υπάρξουν απ' την εκμετάλλευση, αυτά θα αξιοποιηθούν μέσα στο πλαίσιο της γνωστής δημοσιονομικής πολιτικής που στηρίζει την κερδοφορία του κεφαλαίου, των δανειστών και των εγχώριων μονοπωλιακών ομίλων, θυσιάζοντας συνεχώς τα δικαιώματα και το εισόδημα των εργαζομένων. Οποια συνεισφορά υπάρξει στον τομέα της ασφάλισης θα συνοδευθεί από αφαίρεση άλλων πηγών κρατικής χρηματοδότησης, αφού η κυβερνητική πολιτική κατεδάφισης των ασφαλιστικών δικαιωμάτων είναι δεδομένη.
Παράλληλα, κατασκευάζονται και εξετάζονται για να υλοποιηθούν συγκεκριμένες υποδομές μεταφοράς φυσικού αερίου στην ΕΕ και στα Βαλκάνια, που συνδέονται άμεσα με το σκληρό ανταγωνισμό ΗΠΑ - Ρωσίας για τον ενεργειακό και ευρύτερο έλεγχο των αγορών της περιοχής. Οι διακηρύξεις για ανάδειξη της Ελλάδας σε διεθνές διαμετακομιστικό κέντρο Ενέργειας με έργα όπως ο αγωγός ΤΑΡ, ο διασυνδετήριος IGB, οι τερματικοί σταθμοί μεταφοράς LNG και το σχέδιο «East Med», δεν μπορούν να κρύψουν την αυξανόμενη εμπλοκή της Ελλάδας στο κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που οξύνονται στην περιοχή μας.
Στην πραγματικότητα, με στόχο την εδραίωση των γεωστρατηγικών και ενεργειακών συμφερόντων της αστικής τάξης, η κυβέρνηση αναλαμβάνει ρόλο σημαιοφόρου σε επιθετικά σχέδια του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή, συναινεί στην αναβάθμιση του ρόλου της βάσης της Σούδας, καλεί την αρμάδα του ΝΑΤΟ να αναλάβει τη φύλαξη του Αιγαίου, ενισχύει τον άξονα οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Υψώνει τη σημαία της γεωπολιτικής αναβάθμισης και παίζει με τη φωτιά σε μια περίοδο που αυξάνεται ο κίνδυνος διαμελισμού κρατών, επαναχάραξης συνόρων, διαμελισμού κρατών και γενίκευσης των πολεμικών αναμετρήσεων, όπως δείχνουν και οι τελευταίες επικίνδυνες εξελίξεις στη Συρία, στο Κυπριακό και η κλιμάκωση περιφερειακών διενέξεων όπως της Σαουδικής Αραβίας με το Κατάρ.
Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε αναλυτικά τα γνωστά στοιχεία για τις εθελούσιες απολύσεις, τις μειώσεις μισθών, το καθεστώς απασχόλησης στους εργολάβους, τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα στους ομίλους. Υπογραμμίζουμε, όμως, την ανησυχία μας σχετικά με την πληρότητα των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και των σχεδίων περιβαλλοντικής παρακολούθησης, πρόληψης και περιορισμού των συνεπειών πιθανών ατυχημάτων με βάση και την πρόσφατη πείρα απ' τη συζήτηση στην Περιφέρεια του Ιονίου (μια περιοχή υψηλής σεισμικότητας, με σημαντική τουριστική και αλιευτική δραστηριότητα, υδατοκαλλιέργειες, ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και προστατευόμενες φυσικές περιοχές). Στην πρόσφατη σχετική Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων δεν υπήρχαν αναφορές ακόμα και για γνωστά ζητήματα, που αφορούν τη διαρροή τοξικών απόβλητων, καθώς και την ύπαρξη βομβών απεμπλουτισμένου ουρανίου, απ' την εποχή των ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών εναντίον της Γιουγκοσλαβίας. Δεν υπήρξε επίσης δέσμευση ότι θα υπάρξει λεπτομερής καταγραφή και αποτύπωση μικροζωνικών μελετών για τις περιοχές που πρόκειται να εμπλακούν πριν αρχίσουν οι εξορύξεις. Ο περιορισμένος χρόνος δεν επιτρέπει φυσικά μια αναλυτική κριτική της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτό που θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι αυτές οι επιλογές δεν αποτελούν μονόδρομο.
Τα ελληνικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων μπορούν να αξιοποιηθούν προς όφελος της λαϊκής ευημερίας, αν ακολουθήσουμε ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες και όχι το καπιταλιστικό κέρδος. Αυτός ο δρόμος προϋποθέτει κοινωνική κρατική ιδιοκτησία στον τομέα της Ενέργειας και συνολικά στα μέσα παραγωγής, ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός, που θα υπηρετεί ένα σύνολο συνδυασμένων στόχων: Τη μείωση του βαθμού ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, την εξοικονόμηση Ενέργειας, την εξασφάλιση επαρκούς και φθηνής λαϊκής κατανάλωσης, την ασφάλεια των εργαζομένων του κλάδου.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο της εργατικής εξουσίας, των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής μπορεί να διασφαλιστεί διακρατική, αμοιβαία επωφελής συνεργασία για τη συστηματική έρευνα και αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πηγών, καθώς και για τη μεταφορά σχετικής τεχνογνωσίας. Μπορεί, επίσης, να αξιοποιηθεί σημαντικό μέρος του εγχώριου επιστημονικού δυναμικού και να θωρακιστούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Ο δρόμος που προτείνουμε είναι ασφαλώς δύσκολος, αλλά είναι ο μόνος ρεαλιστικός για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Με αυτές τις σκέψεις ευχόμαστε επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου και αναμένουμε με ενδιαφέρον τα συμπεράσματά του.