«Οι Κυριακές μου, άλλοτε, ήταν μια αναμονή από τη μια Κυριακή στην άλλη, περιμένοντας τον "Ριζοσπάστη", να αντικρίσω το φιλικό χαμόγελο του σκηνοθέτη - συγγραφέα Νίκου Αντωνάκου με το οποίο υποδεχόταν τους αναγνώστες στη στήλη του. Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε πως δεν διάβαζα τον "Ριζοσπάστη" και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας.
Αυτή η αναμονή είχε γίνει πιο έντονη μετά την προβολή της ταινίας του "Δεξιότερα της Αριστεράς", που παρακολουθήσαμε, στον κινηματογράφο "Παλλάς", δυο μεγάλες παρέες, η μια που ακολουθούσε την Αιμιλία Υψηλάντη και μια δεύτερη που ήμουν μαζί.
Είχα γνωρίσει τον Νίκο Αντωνάκο, με την επιστροφή μου στην πατρίδα μετά την πτώση της χούντας της 21ης Απρίλη του 1967. Είχα εντυπωσιαστεί και ενθουσιαστεί από τη φυσική του ομορφιά, την ιδεολογία του που εξέφραζε με γνησιότητα, τη σοβαρότητα της σκέψης του, χωρίς να του λείπει το χιούμορ που συχνά επιβεβαίωνε κάποια διήγησή του, ή ερμηνεία του.
Οι συναντήσεις μας, άλλοτε τυχαίες σε κάποιες συναντήσεις και άλλοτε συγκεκριμένες, δυνάμωναν τις συζητήσεις μας, όχι μόνο των δυο μας, αλλά και όποιων συμπλήρωναν την παρέα, που συνήθως απαρτιζόταν από ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, αναλύοντας ταυτόχρονα αυτό που τους έδινε τον τρόπο και τις αιτίες των πολιτικών τους πεποιθήσεων, που δεν απείχαν από εκείνες του Νίκου Αντωνάκου.
Στις 3 Απρίλη 2009 ο Νίκος Αντωνάκος θα μιλούσε για τον μεγάλο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο, στο Σωματείο Σκηνοθετών, στο οποίο είχε υπάρξει πρόεδρος - ελπίζω να θυμάμαι σωστά. Οταν έφτασα εκεί με την αδελφή μου Σούλα, γνωρίζονταν, εκείνος βρισκόταν ήδη εκεί ανάμεσα σε συντρόφους, ενώ εμείς καθίσαμε στην πρώτη σειρά.
Οταν ανέβηκε στο βήμα ο Νίκος, αναρωτήθηκα αστραπιαία γιατί φορούσε ακόμα το παλτό του. Λες κι εκείνος άκουσε τη σκέψη μου και πριν αρχίσει να διαβάζει την εργασία του με στοιχεία από τη ζωή του μεγάλου μας ποιητή, κάτοχου του βραβείου Λένιν, αφού καλωσόρισε τη θυγατέρα του, που είχε προηγηθεί, διευκρίνισε ότι ήταν κρυωμένος. Και σχεδόν αμέσως μετά κάλεσε τη σύντροφό του, Ελένη Ζαφειρίου, δικηγόρο και πολύ αγαπητή μου φίλη, να συνεχίσει την ομιλία του.
Ο ίδιος κατέβηκε από το βήμα και κάθισε στην πρώτη σειρά στη δεξιά πλευρά της αδελφής μου και άφησε εντελώς αθόρυβα την τελευταία του πνοή.
Η τελευταία μας συνάντηση καθώς και με τους αναγνώστες του "Ριζοσπάστη", συντρόφους, και φίλους έλαβε χώρα στο προαύλιο του Α' Νεκροταφείου της Αθήνας, ακολουθώντας τον, με τη μουσική του Μπετόβεν, που τον συνόδευε μέχρι τη στιγμή που σκεπάσαμε τον τάφο του με το χώμα της πατρίδας μας για την οποία είχε αγωνιστεί».