Στην τελική ευθεία για την ενεργοποίηση του άρθρου 50 της συνθήκης της Λισαβόνας είναι πλέον η κυβέρνηση της Βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, μετά την ψήφιση σχετικού νόμου από το κοινοβούλιο και την επίσημη εξουσιοδότηση που της έδωσε στις 16 Μάρτη η βασίλισσα Ελισάβετ Β', ώστε να ξεκινήσει τα παζάρια αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.
Ωστόσο, παρότι η ενεργοποίηση του άρθρου είναι θέμα ημερών (αναμένεται πριν το τέλος του μήνα, μάλλον μετά τις εκδηλώσεις που θα γίνουν στις 25 Μάρτη για τη Συνθήκη της Ρώμης), οι κόντρες διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης στο Ηνωμένο Βασίλειο συνεχίζονται. Ερευνα που δημοσιεύτηκε προχτές στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», για λογαριασμό ελβετικής τράπεζας επενδύσεων UBS σε 600 ευρωπαϊκές εταιρείες, αναδεικνύει πως οι περισσότερες εξ αυτών (το 28%) θεωρούν πως το Brexit θα έχει τις περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις στις δραστηριότητές τους. Από αυτές, «ανησυχούν» περισσότερο για τις αρνητικές επιπτώσεις του Brexit τα μονοπώλια της βιομηχανίας διαφόρων κλάδων και παραγωγής πρώτων υλών, ενώ πιο ψύχραιμα εμφανίζονται τα μονοπώλια καταναλωτικών προϊόντων. Επιπλέον, πάνω από το 40% δήλωσε πως θα αναζητήσει μετεγκατάσταση μέρους των επιχειρήσεών τους στην ηπειρωτική Ευρώπη, σε περίπτωση που προχωρήσει η διαδικασία αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ.
Η αβεβαιότητα μέρους των μονοπωλίων για την «επόμενη μέρα» που θα «ξημερώσει» μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το Brexit (γύρω στην άνοιξη του 2019), ιδιαίτερα εφόσον οι διετείς διαπραγματεύσεις δεν καταλήξουν σε συμφωνία (πόσο δε μάλλον σε διατήρηση της πρόσβασης της Βρετανίας στην ενιαία αγορά της ΕΕ), δημιουργεί ρευστότητα εξελίξεων, αλλά και αναταράξεις για «φαινόμενο ντόμινο» στο οικοδόμημα της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, η συνοχή της οποίας είναι ήδη «τραυματισμένη» με τις πολλές ομαδοποιήσεις που υπάρχουν.
Μέσα στην επόμενη διετία, οπότε θα ξεδιπλωθούν τα παζάρια των διαπραγματευτών του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ, όλα είναι πιθανά. Είτε προς την κατεύθυνση πλήρους ρήξης και αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ, είτε προς το «πάγωμα» της διαδικασίας σε περίπτωση που κλιμακωθούν προς αυτήν την κατεύθυνση οι πιέσεις των περισσότερων μονοπωλίων, είτε ακόμη και στην ανάσχεση της διαδικασίας σε περίπτωση που οι ενδοαστικές κόντρες αυξηθούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αναγκάσουν την κυβέρνηση Μέι να παραιτηθεί και να την διαδεχτεί μία νέα αστική κυβέρνηση που θα προωθεί καλύτερα τα συμφέροντά τους.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει κανείς να παραβλέπει και τις φυγόκεντρες δυνάμεις που δημιουργούν τα επικείμενα παζάρια για το Brexit εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, με την Σκοτσέζα πρωθυπουργό, Νίκολα Στάρτζιον, να πιέζει ασφυκτικά για νέο δημοψήφισμα με στόχο την ανεξαρτησία της Σκοτίας. Ως βασικό επιχείρημα χρησιμοποιεί το γεγονός ότι το 2014 οι Σκοτσέζοι ψήφισαν υπέρ της παραμονής της Σκοτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο θεωρώντας δεδομένη την παραμονή της χώρας στην ΕΕ. Η Μέι προς το παρόν αρνείται αυτήν την περίοδο ένα τέτοιο δημοψήφισμα, μην αποκλείοντας να επιτρέψει τη διεξαγωγή του αργότερα, ενδεχομένως όταν θα έχουν ολοκληρωθεί τα παζάρια με την ΕΕ και θα είναι έτοιμη μια τελική συμφωνία.
Μπροστά σε αυτό το ρευστό τοπίο, το μόνο βέβαιο είναι η αναπόφευκτη όξυνση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού.