Στην υποτονικότητα των νέων επενδύσεων έρχεται να προστεθεί η απότομη επιβράδυνση στο παγκόσμιο εμπόριο
Από συνέντευξη Τύπου της Κρ. Λαγκάρντ πριν την έναρξη της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας |
Πέρα από το κεντρικό πρόβλημα των νέων επενδύσεων που παραμένουν υποτονικές - παρά τα εκτεταμένα προγράμματα «νομισματικής χαλάρωσης» που εφαρμόζονται στην Ευρωζώνη και σε άλλα κέντρα - ως νέο στοιχείο της αβεβαιότητας προστίθεται και αυτό της απότομης επιβράδυνσης που εμφανίζουν οι ροές του παγκόσμιου εμπορίου, ζήτημα το οποίο εντοπίζεται και αναδεικνύεται σε όλες τις πρόσφατες εκθέσεις των ιμπεριαλιστικών οργανισμών.
Την περασμένη βδομάδα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) αναθεώρησε πτωτικά την πρόβλεψή του για το ρυθμό αύξησης του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2007, δηλώνοντας ότι θα ανέλθει μόλις στο 1,7% φέτος, από 2,8% που προέβλεπε τον Απρίλη.
Την ίδια ώρα, υπουργοί Οικονομικών από κράτη της Λατινικής Αμερικής, στο πλαίσιο της συνόδου του ΔΝΤ, διατυπώνουν ανησυχίες σχετικά με το «κλίμα προστατευτισμού» σε αναπτυγμένες οικονομίες, δηλαδή για τα μέτρα που παίρνουν διάφορες κυβερνήσεις προκειμένου να στηρίξουν την ανταγωνιστικότητα των βιομηχανιών στο εσωτερικό των χωρών τους. «Υπάρχουν τάσεις απομονωτισμού στην Ευρώπη και δυστυχώς και στις ΗΠΑ», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών της Αργεντινής, Α. Πρατ - Γκάι, στο πλαίσιο συζήτησης στη σύνοδο του ΔΝΤ.
Από την πλευρά της, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, απέφυγε να δώσει μία ευθεία απάντηση όταν ρωτήθηκε για τους κινδύνους στην παγκόσμια οικονομία, σε περίπτωση που ο Ντ. Τραμπ κερδίσει στις εκλογές στις ΗΠΑ το Νοέμβρη και τηρήσει τις δεσμεύσεις του για την επαναδιαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών και την καθιέρωση προστατευτικών εμπορικών δασμών. «Σημειώνω απλά ότι το εμπόριο ήταν κατά βάση μία μεγάλη μηχανή ανάπτυξης. Χρειαζόμαστε αυτή τη μηχανή για να στηρίξουμε και να επιταχύνουμε την ανάπτυξη», είπε η Κρ. Λαγκάρντ.
Να σημειωθεί ότι η Γερμανία θα αναλάβει την προεδρία της G-20 τον επόμενο χρόνο, γεγονός που φαίνεται να «φωτίζει» το αντιλαϊκό κάδρο των ευρύτερων ανταγωνισμών που εκδηλώνονται ανάμεσα στη γερμανική κυβέρνηση, τις ΗΠΑ και το ΔΝΤ. «Είναι η στιγμή που επελέγη από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να ασκήσουν πίεση στη Γερμανία, ώστε να θέσει ορισμένα σημεία στην ατζέντα της προεδρίας της το επόμενο έτος», τόνισε, μιλώντας στο γαλλικό ειδησεογραφικό πρακτορείο (AFP), πηγή προσκείμενη στις διαπραγματεύσεις.
Την ίδια ώρα, η Κρ. Λαγκάρντ, ανοίγοντας τις εργασίες της φθινοπωρινής συνόδου του ΔΝΤ, τόνισε: «Ορισμένες χώρες διαθέτουν δημοσιονομικά περιθώρια. Ανάμεσά τους βρίσκονται αναμφίβολα ο Καναδάς, η Γερμανία, η Νότια Κορέα». Επιπλέον, σχολιάζοντας τη μείωση φόρων που έχει εξαγγείλει η γερμανική κυβέρνηση, άφησε να εννοηθεί ότι δεν είναι επαρκής, λέγοντας: «Ελπίζουμε ότι αυτή η μείωση (φόρων) περιλαμβάνεται σε ένα ευρύτερο πακέτο μέτρων που εκμεταλλεύεται το περιθώριο δημοσιονομικών ελιγμών που διαθέτει η Γερμανία». Σύμφωνα με την ίδια, τα πολύ χαμηλά επιτόκια στις αγορές δίνουν μία ευκαιρία «σε χώρες όπως η Γερμανία» για χρηματοδότηση με χαμηλό κόστος στις αγορές «για την ανάπτυξη των υποδομών».
Βέβαια, στο επίκεντρο βρίσκονται τα αστρονομικά εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας, τα οποία στο πρόσφατο παρελθόν αποτέλεσαν πεδίο ενδοκαπιταλιστικής διαπάλης και στο εσωτερικό της ΕΕ, με στόχο βέβαια την απόσπαση μεριδίων και κερδών από το παγκόσμιο εμπόριο, το οποίο, έτσι κι αλλιώς, συνεχίζει σε ρότα υποχώρησης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.
Από την πλευρά του, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, στο πλαίσιο συζήτησης στη σύνοδο του ΔΝΤ υποστήριξε πως «η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε καλή κατάσταση, διότι τηρούμε τους κανόνες που ισχύουν στην Ευρώπη», απαιτώντας από τους ευρωενωσιακούς «εταίρους» να σεβαστούν τους ίδιους κανόνες.
Παράλληλα, το ΔΝΤ προχώρησε σε περαιτέρω υποβάθμιση των προβλέψεων, ιδιαίτερα σε σχέση με την έκθεση του Απρίλη του 2016, αλλά και σε σχέση με τις εκτιμήσεις του Ιούλη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, οι εκτιμώμενοι ρυθμοί του ΑΕΠ, για το 2016 και το 2017 αντίστοιχα, διαμορφώνονται ως εξής:
Ταυτόχρονα, σε έκθεση του ΔΝΤ για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αναφέρεται ότι μία στις τέσσερις τράπεζες των αναπτυγμένων χωρών θα παραμείνουν, ακόμη και σε περίπτωση ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας, πολύ αδύναμες για να στηρίξουν την ανάπτυξη και ευάλωτες σε μελλοντικά σοκ.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, τα χαμηλά επιτόκια, η υποτονική δραστηριότητα στις κεφαλαιαγορές, οι υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις και η «κληρονομιά» των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν συμπιέσει τα κέρδη των τραπεζών στον αναπτυγμένο κόσμο.
Σε αυτό το πλαίσιο, κομβικό ζήτημα αποτελεί η μείωση των «κόκκινων» δανείων, σε συνδυασμό με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όπως οι συγχωνεύσεις - εξαγορές. Το ΔΝΤ εκτιμά πως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις ευρωπαϊκές τράπεζες ανέρχονται σε περίπου 900 δισ. ευρώ. Επιπλέον, προτείνεται στις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε αλλαγές του νομοθετικού πλαισίου, προκειμένου να διευκολυνθεί η «απαλλαγή» των τραπεζών από τα προβληματικά δάνεια.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το παγκόσμιο χρέος του μη χρηματοπιστωτικού τομέα (περιλαμβάνει τα χρέη των κρατών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών) ανέρχεται στα 152 τρισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 225% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι το παγκόσμιο χρέος βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, ενώ θα μπορούσε να «ανατρέψει την εύθραυστη οικονομική ανάπτυξη».
Σε αυτό το φόντο εξελίσσεται και η ενδοκαπιταλιστική διαπάλη σχετικά με τη διαχείριση του ελληνικού κρατικού χρέος και με κοινή συνισταμένη την επιβολή νέων αντιλαϊκών μέτρων.
«Καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να εργάζεται με όλους τους θεσμούς, το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους παραμένει στο τραπέζι», τόνισε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζακ Λιου.
Ο ίδιος, βάζοντας ακόμα πιο ανοιχτά στο κάδρο των αντιλαϊκών διεργασιών και την κυβέρνηση των ΗΠΑ, επισήμανε: «Εχουμε εμπλακεί σε βάθος με την Ελλάδα και στα θέματα που αφορούν την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και το χρέος, εδώ και πολύ καιρό. Ευτυχώς, δεν είμαστε σε φάση άμεσης κρίσης. Το θέμα είναι τι μπορούμε να κάνουμε για να αποφύγουμε να βρεθούμε και πάλι σε φάση κρίσης».
Από την πλευρά του, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, τόνισε πως το «πρόβλημα» δεν βρίσκεται στο κρατικό χρέος, αλλά στο ζήτημα της «ανταγωνιστικότητας» που πρέπει να κερδίσει η ελληνική οικονομία, δηλαδή οι εγχώριοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Σύμφωνα με τον ίδιο, η εστίαση της συζήτησης μόνο στο θέμα του χρέους λειτουργεί αποπροσανατολιστικά...