Τη δική του αποτίμηση του πορίσματος για τα Εργασιακά κάνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του, εκφράζοντας επί της ουσίας την ικανοποίησή του για την πλειοψηφία των συμπερασμάτων και των προτάσεων που καταθέτει η Επιτροπή.
Από τις προβλέψεις του πορίσματος, ο ΣΕΒ ξεχωρίζει ότι «η επεκτασιμότητα κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων εργασίας (προτείνεται) να είναι δυνατή μόνον εφόσον η ΣΣΕ καλύπτει το 50% των εργαζομένων, με το κριτήριο αντιπροσωπευτικότητας να πιστοποιείται από αδιάβλητο μηχανισμό» και ότι «σε κάθε περίπτωση, αναγνωρίζεται ότι οι δύο πλευρές που συνομιλούν στο επίπεδο της επιχείρησης κατανοούν τα ειδικότερα προβλήματα του χώρου τους και πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να τα επιλύουν».
Ωστόσο, χαρακτηρίζει «παραφωνία ακατανόητη» το γεγονός ότι «η Επιτροπή παραγνώρισε τον καθοριστικό ρόλο που παίζει στο σύστημά μας μία θεμελιώδης στρέβλωση, η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία που ακυρώνει στην πράξη αυτήν την ίδια την ελευθερία σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας». Καταλήγει γράφοντας, μεταξύ άλλων, ότι «η διαμόρφωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας σε χαμηλό επίπεδο στην Ελλάδα (20%), καθώς και η υπερπληθώρα μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην αγορά, δεν είναι λόγοι για να προωθούνται αναγκαστικές ρυθμίσεις».
Για το «lock out», ο ΣΕΒ στέκεται θετικά στο γεγονός ότι «συστήνεται στις ελληνικές αρχές να διευκρινισθεί η χρηστική λειτουργικότητα του αρθ. 654 του Αστικού Κώδικα που δίνει στον εργοδότη τη δυνατότητα να μην καταβάλλει μισθούς σε όσους δεν απεργούν, αλλά δεν μπορούν να ασκήσουν τα εργασιακά τους καθήκοντα λόγω της απεργίας». Εξίσου θετική κρίνεται και η άποψη της Επιτροπής για την «ανάγκη ύπαρξης ενός κατώτατου μισθού που να λαμβάνει υπόψη τη διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και ενός χαμηλότερου κατώτατου μισθού για νέους, ώστε να διευκολύνεται περαιτέρω η είσοδός τους στην αγορά εργασίας».