Μέρα φλεγόμενη. Χιλιάδες, πολλές χιλιάδες πόδια βηματίζουν στο πλακόστρωτο, στα γραφικά σοκάκια, στους εγκαταλειμμένους δρόμους. Βήματα ζωντανά, άρρυθμα, αποφασισμένα. Πίσω δεν έχει γυρισμό, δεν έχει επιλογή, δεν έχει διαφυγή. Μπροστά, μόνο μπροστά, μπορούν να προχωρήσουν. Βήματα παιδιών, μεγάλων, γυναικών, ανδρών, ανήμπορων, βήματα όλων. Βήματα γνώριμα, ίσως πρόσκαιρα ξεχασμένα. Βήματα οικεία, κατανοητά και αγαπημένα, παρά τη γλώσσα τους, που δεν είναι η δική σου.
Μέρα σκυθρωπή. Χιλιάδες, πολλές χιλιάδες πόδια. Αρματωμένα, βαριά, πληρωμένα. Ζυγιασμένα, το ένα δίπλα στο άλλο. Συντεταγμένο το βήμα, απάνθρωπος ο ήχος. Βήματα με οδηγίες, βήματα με εντολές. Βήματα ανεξέλεγκτα κατόπιν διαταγής. Βήματα γνώριμα και εχθρικά. Βήματα εκπαιδευμένα να έχουν ρυθμό, εντεταλμένο στόχο - σκοπό, να δίνουν αναφορά και να εκτελούν. Να υπερασπίζουν καταστέλλοντας δρόμους που δεν έχουν περπατήσει, και δεν πρόκειται να περπατήσουν ποτέ, για ό,τι δεν υπήρξε και δε θα είναι δικό τους.
Ο κρότος. Ξερός, σύντομος, διαπεραστικός. Ο κρότος της σφαίρας. Ο δρόμος λιώνει. Το αίμα. Η σκηνή παγώνει. Η έκπληξη. Τα μάτια πετρώνουν. Η οργή. Ο θυμός. Ο πόνος. Η απόγνωση. Ο θρήνος. Η απορία. Ο ουρανός αποστρέφει το βλέμμα. Το τοπίο ξεθολώνει. Τα χέρια ακουμπούν, αγγίζουν και πάλι τη γη. Μουδιασμένα. Ψάχνουν στήριγμα. Στο χώμα, στο δρόμο, στο αίμα.
Με μια χούφτα χώμα στη γροθιά. Σηκώνεις τα χέρια. Οχι στη γη. Οχι. Στον ουρανό. Στον ουρανό που κράτησε την τελευταία του ματιά. Με θυμό. Οχι μόνο για τα συντεταγμένα βήματα. Μα κυρίως γι' αυτούς που τα έστησαν έτσι. Για αυτούς που δημιούργησαν, τροφοδοτούν και ζουν από και με αυτό το ανθρωποφάγο σκάκι. Με οργή. Οχι για τα πιόνια. Αλλά για τους παίκτες. Που όπλισαν τα πιόνια, τους έδωσαν εντολές, τα έκαναν λιγότερο ανθρώπους, τα έκαναν εκτελεστικά όργανα.