Πέρα από τα ποιήματα του Μαγιακόφσκι, στην έκδοση ξεχωρίζει ο πρόλογος του Γιάννη Ρίτσου για την ποίηση του Β. Μαγιακόφσκι. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αχαρο λοιπόν έργο η κριτική, όταν αντιμετωπίζει ένα έργο σαν του Μαγιακόβσκη, που την αφοπλίζει. (Τουλάχιστο αυτή η αναγνώριση κι η ομολογία ας μετριάσει την εντύπωση της αχαριστίας και της αδικίας). Αχαρο, είπαμε, και σχεδόν ακατόρθωτο, γιατί η ακτινοβολία της ποίησης του Μαγιακόβσκη είταν, και παραμένει, τόσο μεγάλη, που θαμπώνει την όραση και το λόγο του κριτικού, τόσο που να θεωρούμε τούτο το θάμβος σαν χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησής του και να μη θέλουμε να παραιτηθούμε απ' αυτό, με το φόβο μήπως απογυμνώσουμε και φτωχύνουμε κι εμάς κ' εκείνην. Εξάλλου η ποίηση του Μαγιακόβσκη είναι συνυφασμένη, φύσει και θέσει, με τη δύναμη της επανάστασης, με τη νεότητα μιας πανανθρώπινης ελπίδας, με τις προσωπικές μας συγκινήσεις και την ίδια μας τη νεότητα, σωματική, ψυχική, ιδεολογική, καλλιτεχνική. Κι ακόμη, η γενική αναγνώριση, από φίλους και αντιπάλους, της αξίας του Μαγιακόβσκη έκανε το έργο του Μαγιακόβσκη μια ουσιαστική κοινωνική, προοδευτική δύναμη, ένα όπλο πάλης, που το χρησιμοποιούσε κανείς χωρίς να 'χει τη δυνατότητα να σταθεί στη μέση της μάχης και με τα δάχτυλα ψυχρά και ουδέτερα να ψηλαφήσει και να περιεργαστεί το καυτό μέταλλό του.
Το κύρος, επιπλέον, του Mαγιακόβσκη στάθηκε μια έμπρακτη απόδειξη της αξίας της κοινωνικής ποίησης (και το θεμέλιό της, άλλωστε) κι ένα αποστομωτικό επιχείρημα των συναδέλφων του στη χώρα του, και των προοδευτικών ποιητών όλου του κόσμου, έναντι των δύσπιστων, των ταλαντευόμενων, των αναποφάσιστων ή των αμείλικτων αρνητών που αμφισβητούσαν κατά βάση τη δυνατότητα ύπαρξης μιας καθαρά κοινωνικής, ιδεολογικής, κι ακόμη περισσότερο, κομματικής ποίησης».