Κυριακή 23 Γενάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 35
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Συγκλίσεις και αποκλίσεις κομμάτων για τη «μετα-ΟΝΕ» εποχή

Ηκυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επαναδιαπραγματεύτηκε και συμφώνησε με τα αρμόδια όργανα της ΕΕ την αναθεώρηση της ισοτιμίας ένταξης της δραχμής στο ΕΥΡΩ. Το αποτέλεσμα ήταν η ανατίμησή της σε σχέση με τη συμφωνηθείσα ισοτιμία (358,10) στο ΜΣΙ-2 (Μάρτης του 1998) και η υποτίμησή της σε σχέση με την τρέχουσα ισοτιμία της δραχμής (331,8, κλείσιμο fixing στις 15/1) στα πλαίσια της αγοράς συναλλάγματος.

Το στοιχείο αυτό της νομισματικής πολιτικής της κυβέρνησης έγινε αντικείμενο κριτικής από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Κατά κανόνα, ο πυρήνας της κριτικής προς την κυβερνητική νομισματική πολιτική (και τώρα, αλλά και παλαιότερα με την υποτίμηση το Μάρτη του 1998) ήταν η κριτική στο «μείγμα» δημοσιονομικής/νομισματικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση για να πετύχει τους στόχους του Προγράμματος Σύγκλισης (βλέπε ένταξης) στην ΟΝΕ - ΕΥΡΩ. Αυτό, με όρους περισσότερο πολιτικής, είναι γνωστό ως δίλημμα «ονομαστική ή πραγματική σύγκλιση;».

Ο επανακαθορισμός της κεντρικής ισοτιμίας Δραχμής/ΕΥΡΩ, με βάση και τις κατευθύνσεις δημοσιονομικής πολιτικής που περιλαμβάνονται στο ανακοινωθέν της ΕΚΤ, αλλά και στην έκθεση της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία και το επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης (2000-2003), αναθέρμανε τη συζήτηση γύρω από το γνωστό δίλημμα και τη «μετα-ΟΝΕ» εποχή. Είναι, λοιπόν, μια καλή ευκαιρία να δούμε τις συγκλίσεις και αποκλίσεις των κομμάτων στην κριτική τους προς τη νομισματική πολιτική της κυβέρνησης, με άξονα τις θέσεις τους για την ΕΕ και τη «μετα-ΟΝΕ» εποχή.

Η κριτική των κομμάτων

1. Η ΝΔ προβάλλει τα αρνητικά, κυρίως ως προς την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων εμπορευμάτων, από την επιλεγείσα ισοτιμία «σκληρότερης» δραχμής. Η κριτική εστιάζεται στο ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το στόχο της ένταξης σε ΟΝΕ - ΕΥΡΩ κυρίως με μέσα νομισματικής πολιτικής και όχι με το θαρραλέο προχώρημα των απαιτούμενων αναδιαρθρώσεων (ρυθμοί και έκταση ιδιωτικοποιήσεων με αιχμή την ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ, τις αστικές συγκοινωνίες, την Εμπορική και την Εθνική Τράπεζα, την πλήρη απελευθέρωση των αγορών ενέργειας και τηλεπικοινωνιών, την αναδιάρθρωση του φορολογικού, της αγοράς εργασίας και του ασφαλιστικού). Αυτό το περιεχόμενο δίνει η ΝΔ στην «πραγματική σύγκλιση». Υποστηρίζει ότι αυτός ο δρόμος οδηγεί στην ανάπτυξη της οικονομίας (επαγγέλλεται ένα νέο αναπτυξιακό θαύμα, όπως της δεκαετίας του '60), που θα δώσει τη δυνατότητα για καλύτερη διαχείριση των δημοσίων εσόδων και για να εφαρμοστεί μια πιο δίκαιη κοινωνική πολιτική.

2. Πολιτικές δυνάμεις με ιδεολογικές ρίζες στο φιλελεύθερο αστικό πολιτικό ρεύμα, π. χ. ο πρόεδρος του κόμματος των Φιλελευθέρων κ. Μάνος, ο κ. Σουφλιάς, που τηρούν στάση ταξικής κριτικής προς την κυβερνητική πολιτική, επικεντρώνουν την κριτική τους στο ότι η κυβέρνηση δίνει έμφαση στα συναλλαγματικά εργαλεία και όχι στις διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία.

Μιλώντας όμως για τις τελευταίες, γίνονται ωμά αποκαλυπτικοί για την αναγκαιότητα να ληφθούν σκληρά μέτρα, «θυσίες» από μέρους των λαϊκών στρωμάτων.

3. Ο ΣΥΝ κάνει κριτική στην κυβέρνηση γιατί προβάλλει μονομερώς τα πλεονεκτήματα της επιλογής της και κυρίως γιατί αντιμετωπίζει ζητήματα της οικονομίας με νομισματική πολιτική. Καλεί την κυβέρνηση να ενημερώσει τη Βουλή και το λαό για τις πολύπλευρες συνέπειες και τις ευρύτερες δεσμεύσεις.

4. Το ΔΗΚΚΙ, στην τοποθέτηση του προέδρου του κ. Δ. Τσοβόλα, επισημαίνει ότι η ανατιμημένη κεντρική ισοτιμία είναι υποτίμηση (μικρότερου μεγέθους) σε σχέση με την τρέχουσα ισοτιμία στην αγορά, που έγινε με κύριο στόχο τον έλεγχο του πληθωρισμού. Αναγνωρίζει ότι θα ακολουθήσουν νέες σκληρές, μονόπλευρες, αντιλαϊκές, εισοδηματικές και δημοσιονομικές πολιτικές (ως στοιχείο που το επιβάλλει η ΕΕ στην κυβέρνηση και όχι τόσο ως στοιχείο κυβερνητικής επιλογής προς το συμφέρον της εγχώριας ολιγαρχίας). Προβλέπει δε ότι οι πολιτικές αυτές θα οδηγούν σε παραπέρα μείωση του κοινωνικού κράτους.

Το κοινό σημείο στην κριτική των κομμάτων

1. Μέχρι και το ΣΥΝ, κοινό σημείο αποτελεί η κριτική επιμέρους πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης και ιδιαίτερα της σχέσης δημοσιονομικής/νομισματικής πολιτικής με άμεση ή έμμεση αποδοχή του «μονόδρομου» της ΕΕ.

2. Στις πολιτικές δυνάμεις που οριοθετούνται προς τα δεξιά του ΠΑΣΟΚ, η κριτική συνδέεται με την αδήριτη ανάγκη να προχωρήσουν ταχύτερα και εκτεταμένα οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.

3. Στις πολιτικές δυνάμεις που οριοθετούνται προς τα αριστερά του ΠΑΣΟΚ η στάση απέναντι στις αναδιαρθρώσεις παρουσιάζει αντιφάσεις, ασάφειες και παλινδρομήσεις. Π. χ.:

Ο ΣΥΝ στήριξε τη συμφωνία του Μάαστριχτ, έγινε δεκανίκι της κυβερνητικής πολιτικής στον εγκλωβισμό του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στις κατευθύνσεις της «Λευκής Βίβλου», των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης, στην παραίτησή του από τις μορφές διεκδίκησης και αγώνα ενάντια στην εργοδοσία.Από την άλλη, κατά περίπτωση, κριτικάρει τις κυβερνητικές επιλογές στην κατεύθυνση της ένταξης.

Το ΔΗΚΚΙ κάνει κριτική στη νομισματικού τύπου συγκρότηση της ΕΕ. Διαχωρίζει το (όπως το ονομάζει) «χρηματιστηριακό» και τραπεζικό κεφάλαιο από το βιομηχανικό, θεωρώντας το (χρηματιστηριακό και τραπεζικό) ως υπεύθυνο για τη νομισματικής μορφής συγκρότηση της Ενωσης.

4. Κοινό σημείο στην κριτική όλου του φάσματος των κομμάτων (πλην ΚΚΕ) προς την κυβέρνηση είναι η άσκηση δικαιότερης κοινωνικής πολιτικής και πολιτικής διεύρυνσης της απασχόλησης. (Σημειώνουμε εδώ ότι σε αυτή την κατεύθυνση έχει ασκηθεί κριτική και εσωκομματικά στο ΠΑΣΟΚ).

Κατά κανόνα, τα κόμματα, ασκώντας κριτική στην κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης, τη συνδέουν με τη διεύρυνση των οικονομικών πόρων (π. χ. περιορισμός ελλειμμάτων και δημόσιου χρέους, αύξηση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων προϊόντων κλπ.). Βλέπουν δε τη διεύρυνση ως αποτέλεσμα της «πραγματικής» σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας προς την οικονομία της ΕΕ.

«Πραγματική» σύγκλιση και κοινωνική πολιτική στη «μετα-ΟΝΕ» εποχή

1. Το στίγμα της «μετα-ΟΝΕ» εποχής έχει ήδη δοθεί από τις ανακοινώσεις του ΣΕΒ, το ανακοινωθέν της ΕΚΤ στο επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης της κυβέρνησης, το οικονομικό πρόγραμμα της ΝΔ: Καμιά χαλάρωση μετά την ένταξη, εξασφάλιση σταθερότητας (με δικλείδες τα 5 κριτήρια ένταξης για να μπορεί να λειτουργεί το ΕΥΡΩ ως ενιαίο νόμισμα και να εξασφαλίζει την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων κλπ.), μείωση του «κόστους εργασίας» στην Ελλάδα, με γρήγορο προχώρημα των αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό. Κωδικοποιημένα δίνεται και με το στόχο της «διατηρησιμότητας» του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα. Επομένως, τα κυβερνητικά κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, θα ερμηνεύσουν την εκλογική και κοινοβουλευτική τους δύναμη ως λαϊκή συναίνεση για το προχώρημα της «μετα-ΟΝΕ» αντιλαϊκής πολιτικής.

2. Η έκταση των αντιλαϊκών συνεπειών της «μετα-ΟΝΕ» εποχής είναι αποτέλεσμα 3 παραγόντων: α) του συσχετισμού δυνάμεων σε κάθε κράτος - μέλος, β) της πορείας όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων μέσα στην ΕΕ και γενικότερα, γ) της ικανότητας του πολιτικού τμήματος του εργατικού κινήματος να αξιοποιεί τις αντιθέσεις και να συμβάλλει στη διεύρυνση των ρηγμάτων, στην κατεύθυνση αποσταθεροποίησης της αστικής πολιτικής εξουσίας.

3. Η «σύγκλιση» (με όρους οικονομίας) είναι μακρινό όραμα, που ούτε η ΕΕ δεν ισχυρίζεται τη δυνατότητα μιας μεσοπρόθεσμης κατάκτησής της. Και μόνο την εξέλιξη της ανεργίας να δούμε, επιβεβαιώνεται αυτή η εκτίμηση. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στη Συνοπτική Εκθεση της Εκτης Περιοδικής Εκθεσης για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση και ανάπτυξη των περιφερειών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (28/7/99, σελ.7-8), τα ποσοστά ανεργίας παραμένουν σταθερά περί το 4% για τις 25 ως επί το πλείστον ίδιες περιφέρειες με τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας όπως προ δεκαετίας. Αντίθετα τα ποσοστά ανεργίας στις περισσότερες πληγείσες περιφέρειες αυξήθηκαν από το 20% σε σχεδόν 24%.

4. Κατά κανόνα, τα κόμματα που αποδέχονται την αναγκαιότητα της ΕΕ (επομένως απροκάλυπτα ή συγκαλυμμένα αποδέχονται τους στόχους της), όταν μιλάνε για πιο δίκαιη κοινωνική πολιτική δεν την ταυτίζουν με γενικευμένες πολιτικές δημόσιας παροχής παιδείας, υγείας, πρόνοιας, κοινωνικής ασφάλισης κλπ. Ενδιαφέρονται για μια ορισμένη διαχείριση (αντιμετώπιση) των πιο κραυγαλέων μορφών εξαθλίωσης (π. χ. μακροχρόνια ανεργία). Γι' αυτό και αποδέχονται την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων με παράλληλη εφαρμογή μιας ορισμένης κοινωνικής πολιτικής. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που φαίνεται να παρουσιάζουν μια εναλλακτική πολιτική πρόταση. Π. χ. η πρόταση για το 35ωρο είναι κενό γράμμα, αφού δε συνοδεύεται από πολιτική αντίθεσης και σύγκρουσης με τη γραμμή των αντιλαϊκών αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις (π. χ. μη συλλογικά κατοχυρωμένος ημερήσιος και εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας, ατομική διαπραγμάτευση με εργοδότη).

5. Οσον αφορά τα «περιθώρια» στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής στα πλαίσια αποδοχής των ζωνών ΟΝΕ/ΕΥΡΩ, σε σχέση με τις ανάγκες και τις δυνατότητες του κεφαλαίου κατά την τελευταία 20ετία, θα τα διερευνήσουμε στα πλαίσια της πολιτικής υπεράσπισης του λεγόμενου κοινωνικού κράτους.

Μπορεί να επαναληφθεί η ιστορία του μεταπολεμικού «κοινωνικού κράτους» στις σημερινές συνθήκες;

Χωρίς περιστροφές θα υποστηρίξουμε ότι αυτή η ιστορία δε μπορεί να επαναληφθεί, υπολογίζοντας τις εξελίξεις στο σύγχρονο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Επισημαίνουμε:

1. Το «κοινωνικό κράτος» ήταν η μορφή διαχείρισης του συστήματος που προέκυψε ως αποτέλεσμα δύο παραγόντων: α) Μιας ευνοϊκής αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων στην Ευρώπη υπέρ του εργατικού κινήματος, αφ' ενός λόγω της εργατικής εξουσίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αφ' ετέρου λόγω της συμμετοχής της εργατικής τάξης στην ένοπλη υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και εναντίωσης στο φασισμό. β) Η μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη βασίστηκε στην εκτόνωση της βαθιάς κρίσης του μεσοπολέμου με πολύ μεγάλη καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων.

2. Ως μορφή διαχείρισης του συστήματος στηρίχτηκε: α) Στη συνύπαρξη της ιδιωτικής με την κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής (και τραπεζών), μέσω των οποίων γινόταν η διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή. β) Στην εγγενή δυνατότητα του αναπτυγμένου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού της Ευρώπης να συγκεντρώνει ένα μέρος της παραγόμενης υπεραξίας στις υπό ανάπτυξη καπιταλιστικές αγορές της Αφρικής, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής, εκμεταλλευόμενος την πολύ χαμηλή αξία της εργατικής δύναμης και σε πολλές περιπτώσεις και τις σχέσεις άμεσης ή έμμεσης πολιτικής εξάρτησης. Σε αυτή τη βάση στηρίχτηκε η δυνατότητα του λεγόμενου κοινωνικού κράτους να ασκεί πολιτική γενικευμένων «παροχών» (όχι μόνο ως κοινωνικές παροχές, αλλά και ως πολυπλόκαμους μηχανισμούς οικονομικής και πολιτικής χειραγώγησης). Αλλωστε, σε αυτή τη βάση ενσωματώθηκε το εργατικό κίνημα στο σύστημα, αποδεκατίστηκε ακόμη και η συνδικαλιστικού τύπου διεκδίκησή του.

3. Οι δυνατότητες της παλαιού σοσιαλδημοκρατικού τύπου διαχείρισης του συστήματος («κοινωνικό κράτος») έχουν εξαντληθεί από τη δεκαετία του '70. Αναφερόμαστε ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρώπης, από άποψη τόσο αναγκών όσο και δυνατοτήτων της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Τότε, η συγκεντρωμένη κρατική ιδιοκτησία έδινε τη δυνατότητα ανάπτυξης υποδομών στην ενέργεια, στις μεταφορές, στις τηλεπικοινωνίες, από την οποία επωφελούνταν η ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία. Τώρα η μεγέθυνση του κεφαλαίου, οι δυσκολίες αναπαραγωγής του σε κλάδους της μεταποίησης, αλλά και τα επίπεδα συγκέντρωσης και κερδοφορίας σε κρατικά μονοπώλια ενέργειας, μεταφορών, τηλεπικοινωνιών, επιτάσσουν το πέρασμά τους στο ιδιωτικό κεφάλαιο.

Ορισμένα στοιχεία για την εξέλιξη του ΑΕΠ παγκοσμίως, ως μέσο ετήσιο ποσοστό για χρονικές περιόδους της τελευταίας 20ετίας και για τον κύκλο εργασιών των 200 μεγαλυτέρων επιχειρήσεων (ο κύκλος εργασιών των οποίων αποτελούσε το 1998 το 26,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ) δείχνουν το βάθος της κρίσης του συστήματος.

Απατηλή και επιζήμια η επαγγελία για «κοινωνικό κράτος»

Συμπερασματικά, η παλαιού σοσιαλδημοκρατικού τύπου διαχείριση του συστήματος δεν έχει ιστορικό μέλλον, τουλάχιστον για τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Ακόμη και εκεί που ενδεχομένως γίνουν κάποιες παροχές (π. χ. σε μια διαδικασία καπιταλιστικής παλινόρθωσης όπως στη Ρωσία), αυτές γίνονται σε έδαφος που έχουν σαρωθεί οι εργατικές κοινωνικές κατακτήσεις.

Ποια, λοιπόν, μπορεί να είναι η προσφορά της άποψης δυνάμεων του ΣΥΝ για μη υποτίμηση των μεταρρυθμίσεων («μερεμέτια») στο όνομα του οράματος ενός δικαιότερου κοινωνικοοικονομικού συστήματος, καθώς και της πολιτικής πρότασης του ΔΗΚΚΙ με βάθρο το «κοινωνικό κράτος»;

Το λιγότερο αποπροσανατολίζουν τις λαϊκές δυνάμεις από το δρόμο της αντιμονοπωλιακής, αντιιμπεριαλιστικής πάλης και σύγκρουσης και αναστέλλουν την αφύπνιση της εργατικής πολιτικής συνείδησης.

Η πολιτική αποδοχή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και της ΕΕ είναι έκφραση της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στην οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων και την πολιτική εξουσία.

Οποια πολιτική δύναμη αποτρέπει την πάλη της εργατικής τάξης και άλλων λαϊκών στρωμάτων από τη σύγκρουση με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, ως φορέας πολιτικής εξουσίας θα υπηρετεί την οικονομική τους κυριαρχία. Γιατί είναι οι ανάγκες των μονοπωλίων που τα κάνει να μη συμβιβάζονται, είτε με την ύπαρξη ενός διευρυμένου δημόσιου τομέα στην παραγωγή και την πίστη, είτε με χαλάρωση στο στόχο για αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης.

Σε τελευταία ανάλυση αυτά επιβεβαιώνονται και από την πολιτική στάση ενός κόμματος, όταν προσεγγίζει τη δυνατότητα συμμετοχής σε μια αστική κυβέρνηση.

Είναι χαρακτηριστική η στάση του ΔΗΚΚΙ που δηλώνει ότι δε θα προκαλέσει κρίση πολιτικής (σε περίπτωση απώλειας της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας από το ΠΑΣΟΚ) και δε θα θέσει ζήτημα αλλαγής της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ.

Η απόσπαση κατακτήσεων είναι ζήτημα ταξικής πάλης και όχι συναίνεσης των λαϊκών δυνάμεων που «εκπροσωπούνται» με κάποιο κόμμα, σε μια αστική κυβέρνηση.

Την αλήθεια αυτή, που αρχίζει να γίνεται κατανοητή σε ένα μεγαλύτερο τμήμα εργαζομένων, επιχειρούν να κρύψουν όσοι μιλάνε για απουσία κινήματος, «αναποτελεσματικότητα» των αγώνων. Ακόμη και οι ρυθμοί που ακολούθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στις αναδιαρθρώσεις ήταν αποτέλεσμα της όποιας λαϊκής πίεσης δεχόταν.

Είναι επείγουσα ανάγκη, η συσσωρευμένη εμπειρία και γνώση να γίνουν στοιχεία αγωνιστικού ατσαλώματος και πολιτικής συνείδησης, συσπείρωσης με το ΚΚΕ, για το Λαϊκό Μέτωπο, ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, στο δρόμο για την κατάκτηση της λαϊκής εξουσίας.


Της
Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ