Κυριακή 22 Νοέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
Απάτη η "κοινωνική ευημερία" στα πλαίσια της ΕΕ - ΟΝΕ

Η κυβέρνηση Κ. Σημίτη υπερασπίστηκε την πολιτική της, και σε σχέση με τα αποτελέσματα των εκλογών στην Τοπική και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, με άξονα την κατάκτηση των προϋποθέσεων ένταξης στο ΕΥΡΩ. Η γραμμή εναρμόνισης με τις πολιτικές της ΟΝΕ και της ένταξης στο ΕΥΡΩ χαρακτηρίστηκε ως "εθνικός στόχος".

Ως τέτοιος, ουσιαστικά, δεν αμφισβητήθηκε από την πέραν του ΚΚΕ αντιπολίτευση. Η γραμμή της ΝΔ δε χρειάζεται ιδιαίτερο σχολιασμό, αφού η κριτική της αφορά την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα στην επίτευξη βασικών στρατηγικών επιλογών της κυβέρνησης (ιδιωτικοποιήσεις, εργασιακές σχέσεις, ασφαλιστικό). Η γραμμή του ΣΥΝ υπερθεματίζει για μια πολιτική διαχείρισης, που προωθεί την ΟΝΕ και την ένταξη στο ΕΥΡΩ με "κοινωνικό πρόσωπο". Ενώ η γραμμή του ΔΗΚΚΙ κριτικάρει τη "σκληρή" γραμμή κατάκτησης των ονομαστικών στόχων σύγκλισης και ένταξης στο ΕΥΡΩ, ασκεί μιαν ορισμένη αντιπολιτευτική κριτική στο πρόγραμμα σταθεροποίησης, χωρίς να αμφισβητεί γενικότερα την ΟΝΕ, καρδιά της ΕΕ.

Το ερώτημα που τίθεται, καλοπροαίρετα ή με σκόπιμο προσανατολισμό κατεύθυνσης, είναι:

Υπάρχουν περιθώρια άσκησης μιας φιλομονοπωλιακής, φιλοευρωενωσιακής ιμπεριαλιστικής πολιτικής με πιο ήπια εισοδηματική πολιτική ή με ορισμένα μέτρα "κοινωνικής προστασίας" ορισμένων από τα ασθενέστερα τμήματα των λαϊκών δυνάμεων;

Και αν ναι, ποιος είναι ο ρόλος των κομμάτων - των λεγόμενων μικρότερων - από το χώρο της αντιπολίτευσης, ως δύναμη πίεσης στη διαμόρφωση και άσκηση μιας τέτοιας πολιτικής;

Το ερώτημα που θέσαμε δεν είναι γενικά υποθετικό, αφού ήδη έχει εκφραστεί ως πολιτικός προσανατολισμός από τα μικρότερα κόμματα της σημερινής Βουλής, αλλά και πολιτικές δυνάμεις μέσα από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, ακόμη και της ΝΔ. Αλλωστε, δεν αποτελεί "ελληνική πρωτοτυπία". Παρουσιάζεται ως η πολιτική γραμμή διαφοροποίησης της Σοσιαλιστικής Ομάδας της ΕΕ από την ομάδα Φιλελεύθερων και Χριστιανοδημοκρατών.

Πριν να εξετάσουμε το "εύρος" και την "ποιότητα" τέτοιων πολιτικών διακυμάνσεων, νομίζουμε ότι οφείλουμε να επικεντρωθούμε στο ταξικό περιεχόμενο της στρατηγικής για την ΟΝΕ και τη λειτουργία του ΕΥΡΩ.

Το ταξικό περιεχόμενο της στρατηγικής της ΕΕ

Είναι η ισχυροποίησή της ως καπιταλιστικής περιφερειακής Ενωσης απέναντι στα δυο άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ - Ιαπωνία) και, μάλιστα, σε συνθήκες που οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και γίνεται πιο απειλητικό το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης κρίσης "υπερπαραγωγής". (Ηδη, έχουν στενέψει πολύ τα περιθώρια αναπαραγωγής των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων των ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνίας στις φθηνές αγορές της Ν και ΝΑ Ασίας, της Λατινικής Αμερικής, των πρώην σοσιαλιστικών χωρών).

Αδιαμφισβήτητοι, λοιπόν, άξονες της ισχυροποίησης της ΕΕ είναι:

  • Η εξασφάλιση φθηνότερης εσωτερικής αγοράς εργασίας (είναι η ουσία των αναδιαρθρώσεων, που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις, τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης).
  • Η διεύρυνση της σφαίρας δράσης του κεφαλαίου, των μονοπωλίων σε πεδία, που προηγουμένως δεν προσφέρονταν: Είτε γιατί η δημιουργία της υποδομής ήταν ασφαλέστερη - από την άποψη του μεγέθους των διατιθεμένων κεφαλαίων και του κινδύνου για εξασφάλιση προσδοκώμενου κέρδους - με την ανάληψή τους από το συλλογικό καπιταλιστή - κρατικές, δημόσιες δαπάνες (μεταφορές, ενέργεια, επικοινωνία). Είτε γιατί ήταν αποτέλεσμα του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων κεφαλαίου - εργασίας (π.χ., δημόσιος ή ημιδημόσιος χαρακτήρας υπηρεσιών αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης - παιδεία, υγεία, πρόνοια, ασφάλιση).

Οι δυο παραπάνω στόχοι, αντικειμενικά, είναι κοινοί για τη χρηματιστική ολιγαρχία (το ενοποιητικό στοιχείο υπάρχει, χωρίς να αναιρεί την όξυνση του ανταγωνισμού) και κοινή είναι η αναζήτηση μηχανισμών βίας για την καταστολή των αντιδράσεων των εργαζομένων (π.χ., Sengen, Europol, ΔΕΕ, αντιδραστικές αναθεωρήσεις Συνταγμάτων).

Οσον αφορά τους ονομαστικούς στόχους "σύγκλισης", εκφρασμένους και στο "πρόγραμμα σταθεροποίησης", αποτελούν μέσο και έχουν διπλό χαρακτήρα:

α) Εξυπηρετούν τους δυο παραπάνω στόχους.

β) Σε μεγάλο βαθμό, εκφράζουν αναγκαία μέτρα για τη σχετική εξασφάλιση μιας ισορροπίας νομισμάτων διαφορετικών καπιταλιστικών οικονομιών, με κορμό την οποία μπορεί να λειτουργήσει η νομισματική ένωση - ενιαίο νόμισμα,ΕΥΡΩ.

Το ΕΥΡΩ, ως η ενιαία νομισματική έκφραση των χρηματικών κεφαλαίων (ως μέσο κυκλοφορίας και ως μέσο πληρωμών), τα "προστατεύει" από τους κινδύνους των συναλλαγματικών ανισορροπιών. Είναι, δηλαδή, το μέσο για την επίτευξη της νομισματικής ένωσης, μέσο πιο ισχυρό από έναν οποιονδήποτε άλλο μηχανισμό καθορισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ ταυτόχρονα καθιστά την κίνηση των χρηματικών κεφαλαίων ταχύτερη και ανταγωνιστικότερη (μειώνει το "κόστος" του χρήματος, κατά την αστική ορολογία) απέναντι στην κίνηση των κεφαλαίων με άλλη νομισματική έκφραση, π.χ. δολαρίου.

Οσον αφορά το σκέλος της Οικονομικής Ενωσης, ας μην ξεχνάμε ότι αφορά ακριβώς τους δυο κοινούς στόχους της ολιγαρχίας που εκθέσαμε παραπάνω και όχι την εξάλειψη της ανισομετρίας στην ανάπτυξη των εθνικών καπιταλιστικών οικονομιών.

Εδώ βρίσκεται ο κόμβος των αντιφάσεων, σε σχέση με την ανάγκη της χρηματιστικής ολιγαρχίας, στα πλαίσια της ΕΕ να επιδιώκει τη Νομισματική Ενωση, αλλά αυτή να υπονομεύεται από τις πραγματικές ανισορροπίες της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μια μορφή εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης του αναπτυγμένου καπιταλισμού: Της βαθιάς κοινωνικοποίησης της παραγωγής, από τη μια, και της συγκέντρωσης των μέσων παραγωγής και συντήρησης σε όλο και λιγότερα χέρια, από την άλλη. Το μέγεθος της συγκεντροποίησης των κεφαλαίων και η ανάγκη εξαγωγής τους σπάει τα όρια των εσωτερικών εθνικών αγορών, αλλά, ταυτόχρονα, η αναπαραγωγή τους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανισομετρία αυτών των αγορών.

Και επειδή η πολιτική δεν είναι παθητική αντανάκλαση της οικονομίας, μπορεί να εκφράζει τις γενικές ανάγκες του κεφαλαίου σαν γενικές τάσεις που διαμορφώνονται αντικειμενικά στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, μπορεί να λειαίνει κάποιες αιχμές των αντιθέσεών του ανάλογα με τη γενικότερη συγκυρία και το συσχετισμό δυνάμεων, αλλά δεν μπορεί να ανατρέψει τους νόμους της καπιταλιστικής κίνησης, μεταξύ των οποίων είναι και η ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη.

Η αλήθεια αυτή εκφράζεται με διάφορους τρόπους και από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις:

  • Εκφράζεται με την κυβερνητική άρνηση από ισχυρά καπιταλιστικά κράτη να ενταχθούν στο ΕΥΡΩ - 11, π.χ. Σουηδία, Μ. Βρετανία, Δανία.
  • Εκδηλώνεται με την αναλυτική ανάδειξη της ανισόμετρης ανάπτυξης των καπιταλιστικών οικονομιών της ΕΕ. Πρόκειται για ανάλυση που γίνεται κυρίως από Αμερικανούς αστούς οικονομολόγους, στη βάση της οποίας στηρίζουν την, ουσιαστικά, επιφυλακτική έως αρνητική πρόβλεψη για τη δυνατότητα βιωσιμότητας του ΕΥΡΩ. Βεβαίως, πρόκειται για προβλέψεις που υπηρετούν και την πολιτική σκοπιμότητα από τη σκοπιά των συμφερόντων των ΗΠΑ στην αντίθεση δολαρίου - ΕΥΡΩ. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι χάνουν την αναλυτική αξία τους.
  • Εκδηλώνεται εντός των κόλπων της ΕΕ με την ανάπτυξη κυρίως δυο ρευμάτων:

Το ένα ρεύμα είναι αυτό που θέλει τη στήριξη ενός "σκληρού" ΕΥΡΩ, που να λειτουργεί στα πλαίσια ενός κύκλου πιο ομογενοποιημένης ενότητας εθνικών οικονομιών, ώστε να μην κινδυνεύσει άμεσα να γίνει πληθωριστικό νόμισμα.

Αυτή η πολιτική κατεύθυνση δεν παραιτείται από τη λειτουργία ευρύτερων κύκλων πρόσδεσης εθνικών νομισμάτων με το ΕΥΡΩ, ώστε να εξασφαλίζονται μερικώς κάποιοι όροι στην κίνηση των κεφαλαίων.

Το άλλο ρεύμα είναι αυτό που θέλει τη λειτουργία του ΕΥΡΩ σε μια ευρύτερη ζώνη, έστω και με χαλαρότερη ενιαία νομισματική πολιτική.

Στο έδαφος αυτό, αναπτύσσονται οι διάφορες "εναλλακτικές" πολιτικές, που εκφράζουν ένα μεγαλύτερο βαθμό ανησυχίας για τις "κοινωνικές επιπτώσεις", που διανθίζουν την πολιτική τους φρασεολογία με το στόχο του "εκσυγχρονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Δρόμου".

ΟΝΕ και "νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο";

Στα πλαίσια του παρόντος άρθρου, αρκεί να αναφερθούμε στο κείμενο που εκπονήθηκε πρόσφατα από την ομάδα των υπουργών Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΞΟΥΣΙΑ, 19/11/98, σελ. 6), στην οποία συμμετέχει και το ΠΑΣΟΚ.

Τι βαθμός αποδοχής ή αμφισβήτησης των στρατηγικών επιλογών της ΟΝΕ υπάρχει πίσω από τον απατηλό τίτλο του κειμένου "Ο νέος ευρωπαϊκός δρόμος για την Ευρώπη των λαών";

1. Επιβεβαιώνεται ο στόχος για μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης. Αυτή είναι η ουσία της "σταθερής δέσμευσης στο στόχο της κοινωνικής σταθερότητας και στη διασφάλιση της διαρκούς προσαρμογής του ευρωπαϊκού εργατικού δυναμικού σ' έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο".

Επιβεβαιώνεται η προσήλωση στη γραμμή της "Λευκής Βίβλου", στους στόχους της "συνεχούς κατάρτισης" και "απασχολησιμότητας", ορολογίες που κρύβουν τη γενίκευση της μερικής απασχόλησης και ετεροαπασχόλησης, πίσω από το μανδύα μιας αναγκαίας για το κεφάλαιο βραχύχρονης και ευκαιριακής κατάρτισης.

2. Επιβεβαιώνεται ο προσανατολισμός στις ιδιωτικοποιήσεις, μέσα από φρασεολογία γνώριμη σ' εμάς ήδη από τα ντοκουμέντα του ΠΑΣΟΚ επί ηγεσίας ακόμη του Α. Παπανδρέου. "Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ο ρόλος του κράτους και του δημόσιου τομέα έχει αλλάξει. Ενα αποτελεσματικό και αποδοτικό κράτος θα πρέπει να προσφέρει τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός σταθερού μακροοικονομικού πλαισίου και κανόνες κοινούς για ένα δίκαιο ανταγωνισμό. Αυτό προϋποθέτει συμμαχίες ανάμεσα στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Το κόστος που συνδέεται με την προσφορά δημοσίων υπηρεσιών μπορεί να δικαιολογηθεί... μόνον εάν αυτές περιορίζονται σε τομείς, στους οποίους η ύπαρξή τους είναι απολύτως απαραίτητη (υπογράμμιση δική μας) και εφόσον προσφέρονται με οικονομικά συμφέροντα τρόπο". Και, στη συνέχεια, διακηρύσσεται, με περίπλοκη για τους εργαζόμενους, αλλά σαφή για το κεφάλαιο ορολογία, ότι θα ενταθεί η ιδιωτικοποίηση στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και των τηλεπικοινωνιών (θα χρειαστεί "μια νέα κουλτούρα ρύθμισης των αγαθών που προσφέρονταν στο παρελθόν από το δημόσιο τομέα", κατά τη φρασεολογία του κειμένου).

Βεβαίως, οι λαϊκές δυνάμεις, βοηθούμενες και από την εμπειρία τους, θα χρειαστούν περισσότερη εξοικείωση για να διαβάζουν πίσω από φράσεις που "χρυσώνουν το χάπι", όπως "δίκαιος ανταγωνισμός". Οι όποιες ρυθμίσεις του ανταγωνισμού είναι μέρος της λειτουργίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, είναι έκφραση των διακρατικών μονοπωλιακών ρυθμίσεων, των συμφωνιών ανάμεσα στις ενώσεις των μονοπωλιακών ομίλων. Εκφράζουν ένα μη στατικό συσχετισμό μεταξύ τους και πάντα γίνονται σε βάρος των εργαζομένων.Οι παραπάνω θέσεις του κειμένου της Ομάδας των υπουργών Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος θα πρέπει να διαβαστούν παράλληλα με τη θέση τους "για την ενίσχυση της ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση με τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων και διευρωπαϊκών δικτύων".

Αυτό σημαίνει ότι από την υπεραξία που συγκεντρώνεται στα χέρια των κρατικών και διακρατικών οργάνων σε επίπεδο ΕΕ, με ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, εξασφαλίζεται το μέγεθος των κεφαλαίων που απαιτείται για έργα υποδομής, που τώρα δε συμφέρει τα μονοπώλια να τα αναλάβουν.

Αλλά οι συμφωνίες για τη χρηματοδότηση των έργων δεν είναι άπαξ διαμορφωμένες. Εκδηλώνονται αντιθέσεις και η τάση της συμφωνίας συνυπάρχει με την τάση αναμόρφωσής της, με βάση το μεταβαλλόμενο συσχετισμό ανάμεσα στα κράτη - μέλη της ΕΕ.

3. Επιβεβαιώνεται η αποδοχή των κατευθύνσεων, του ρόλου του Συμφώνου Σταθερότητας. "Το Σύμφωνο Σταθερότητας έχει σχεδιαστεί για να εξασφαλίζεται η δημοσιονομική πειθαρχία των χωρών - μελών της ΕΕ. Αυτό είναι ένα ζωτικό θέμα, δεδομένης της σημασίας που έχει η δημοσιονομική πειθαρχία για τη μακροοικονομική σταθερότητα και την επιτυχία της ΟΝΕ".

Αλλά Σύμφωνο Σταθερότητας σημαίνει συγκεκριμενοποίηση σε πολιτικές των στόχων της ΟΝΕ, στους οποίους αναφερθήκαμε στην αρχή του σημειώματος.

Η αναμφισβήτητη αποδοχή των στρατηγικών επιλογών της ΟΝΕ θα πρέπει να είναι το κριτήριο αποκάλυψης στα μάτια των εργαζομένων του ψευδεπίγραφου, απατηλού "κοινωνικού συμβολαίου για αλληλεγγύη, ίσες ευκαιρίες και δικαιοσύνη, που θα προσφέρει σε όλους τους πολίτες μερίδιο στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας".

Το ταξικό περιεχόμενο των αναζητήσεων "εναλλακτικών" μέτρων

Είναι φυσικό να δημιουργηθεί το ερώτημα: Η πολιτική σκοπιμότητα εξαπάτησης των εργατικών και άλλων λαϊκών δυνάμεων με ψευδεπίγραφες εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις, στα πλαίσια των στρατηγικών επιλογών της ΕΕ, δεν έχει κανένα έρεισμα σε διαφοροποιημένα προτεινόμενα μέτρα;

Κάθε άλλο, παρά θα ισχυριστούμε κάτι τέτοιο. Το ζήτημα που θέλουμε να αναδείξουμε είναι αν οι όποιες διαφοροποιήσεις σε επιμέρους μέτρα νομισματικής, φορολογικής, δημοσιονομικής πολιτικής μπορούν να συνιστούν "κοινωνική πολιτική" ή όχι. Σε τελευταία ανάλυση: Ποια σχέση μπορούν να έχουν με τα άμεσα και γενικότερα συμφέροντα της εργατικής τάξης; Ποια μπορεί και αντικειμενικά οφείλει να είναι η στάση του εργατικού κινήματος απέναντι σ' αυτές τις "εναλλακτικές" πολιτικές διαχείρισης του συστήματος, απέναντι στους πολιτικούς εκφραστές τους, σημερινούς και μελλοντικούς;

Η αναζήτηση "εναλλακτικών" μέτρων είναι αντανάκλαση: Της όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων, που στη δυναμική τους προβληματίζει, φοβίζει τις δυνάμεις του κεφαλαίου για την αδιατάρακτη εξασφάλιση της εξουσίας τους. Της όξυνσης των ενδο-ευρωενωσιακών αντιθέσεων και σε συνδυασμό με την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, ανάλογα και με τη θέση μιας καπιταλιστικής εθνικής οικονομίας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, την ιδιαίτερη θέση της στον κύκλο της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού.

Θα σταθούμε σε τέσσερα σημεία:

Πρώτον: Η συζήτηση για πιο "χαλαρή" αντιμετώπιση των ονομαστικών στόχων "σύγκλισης" δεν αμφισβητεί ούτε την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων ούτε τις ιδιωτικοποιήσεις. Στην καλύτερη περίπτωση, σημαίνει μιαν ορισμένη ευελιξία που επιτρέπει την εφαρμογή ορισμένων μέτρων για επιλεγμένα εξαθλιωμένα τμήματα, έξω από την ύπαρξη ενιαίου συστήματος κοινωνικής ασφάλειας, πρόνοιας κλπ. Π.χ., στην Ελλάδα συζητιούνται αυξήσεις 1% - 2% μεγαλύτερες στα πιο χαμηλά τμήματα των συνταξιούχων. Αφορούν ορισμένα μέτρα για τους πιο χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους, ώστε στη λογική της ανάγκης "λίγων ψίχουλων" να γίνονται φορείς ενσωμάτωσης, διάσπασης του κινήματος και παρεμπόδισης στην όξυνση της ταξικής πάλης. Είναι χαρακτηριστικές οι προτάσεις στο χώρο των συνταξιούχων, που στοχεύουν στη διάσπαση αυτού του κινήματος - συγκράτηση των μεσαίων συντάξεων, με τη μετά από δεκαετίες προοπτική ανόδου των χαμηλοσυνταξιούχων κατά 50%.

Γενικότερα, θα λέγαμε ότι αναζητούνται τρόποι παρέμβασης στην αγορά εργασίας, ώστε να υπάρχει εφεδρικός στρατός, που να ρίχνει την τιμή της εργατικής δύναμης, αλλά, ταυτόχρονα, να αναπαράγεται περιοδικά η εργατική του δύναμη, χωρίς να φθάνει σε έσχατα όρια εξαθλίωσης, που μπορεί να εξελιχθεί σε εστία συγκρούσεων με ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Δεύτερον: Η συζήτηση για πιο "χαλαρή" αντιμετώπιση αφορά ορισμένους ονομαστικούς στόχους "σύγκλισης" (π.χ., ύψος δημοσιονομικών ελλειμμάτων), που δεν ανατρέπει τους όρους δημοσιονομικής πολιτικής και πειθαρχίας. Αφορά περισσότερο έναν προβληματισμό για πιο χαλαρό τρόπο υπολογισμού του δημοσίου ελλείμματος, κάτι, που, έτσι κι αλλιώς, γίνεται με διάφορες μεθόδους της λεγόμενης "δημιουργικής λογιστικής". Αυτό δε σημαίνει ουσιαστική ανατροπή των κατευθύνσεων στη φορολογική και εισοδηματική πολιτική. Απλά, μια ορισμένη "ευελιξία" ως προς το χειρισμό των ελλειμμάτων δίνει ενδεχομένως τη δυνατότητα κάποιων χειρισμών στην πιστωτική πολιτική, ιδιαίτερα στην καταναλωτική πίστη.

Τρίτον: Το σημείο αυτό, των ενδεχομένων μέτρων "παρέμβασης", σε συνθήκες αναμενόμενης κορύφωσης της κρίσης υπερπαραγωγής, εκφράζεται και στις αναζητήσεις της κυβερνητική πολιτικής. Απ' αυτή τη σκοπιά, χρειάζεται ιδιαίτερα να προσεχτεί. Π.χ., η μείωση του ΦΠΑ στο πετρέλαιο, ο προβληματισμός για μείωση επιτοκίων καρτών πιστωτικής κατανάλωσης, καταναλωτικών δανείων, ακόμη και στεγαστικών, τι μπορεί να σημαίνει;

Σημαίνει μια κίνηση παρέμβασης, σε συνθήκες που, ήδη, έχει σημειώσει σημαντική πτώση η τιμή του πετρελαίου, λόγω σχετικής υπερπαραγωγής του (αδυναμία κατανάλωσης αποθεμάτων που οδηγεί, στη συνέχεια, στη μείωση παραγγελιών), σε συνθήκες μείωσης των κεντρικών και διατραπεζικών δανείων στις ΗΠΑ και κράτη - μέλη της ΕΕ.

Τέτοιας φύσης μέτρα και άλλα, τύπου "κουπονιών κατανάλωσης", δεν έσωσαν ούτε την Ιαπωνία από τη σημερινή κρίση ούτε τις ΗΠΑ από την κρίση του '29. Και μ' αυτήν την έννοια, είναι υπόθεση της πολιτικής του κεφαλαίου και όχι υπόθεση της πολιτικής για την εργατική τάξη και τα καταπιεσμένα λαϊκά στρώματα, ώστε να εγκλωβίζουν και να ανακόπτουν την ταξική τους πάλη στη στήριξη της μιας ή άλλης πολιτικής διαχείρισης της κρίσης.

Τέταρτον: Στον ίδιο βαθμό, η συζήτηση για πιο "σφιχτή" ή "χαλαρή" νομισματική πολιτική (βλέπε ύψος επιτοκίων) στα πλαίσια των κρατών - μελών της ΟΝΕ και του ΕΥΡΩ είναι εκδήλωση των αντιθέσεων της καπιταλιστικής περιφερειακής ένωσης, όπως ήδη αναφέραμε.

Εδώ θα συμπληρώσουμε ότι πιο χαλαρή νομισματική πολιτική θα σημαίνει πιο άμεσο κίνδυνο ανατροπής μιας διαμορφωμένης νομισματικής ισορροπίας.

Πρόκειται για αντιθέσεις στα πλαίσια της ΕΕ, τις οποίες το εργατικό κίνημα θα πρέπει να μην τις παρακολουθεί ως θεατής, αλλά με την παρέμβασή του να τις οξύνει.

Συμπεράσματα για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της

Οι σκόπιμα διάχυτες αποχρώσεις ως προς το "δρόμο ένταξης στο ΕΥΡΩ" ή γενικότερα το "δρόμο της ΟΝΕ", δηλαδή της καπιταλιστικής περιφερειακής ΕΕ, μπορούν να τροφοδοτήσουν επικίνδυνα απατηλές ελπίδες, για μια πιο ήπια αστική φιλομονοπωλιακή κυβερνητική πολιτική.

Η συμμετοχή μικροαστικών κομμάτων στη διαμόρφωση μιας αστικής κυβέρνησης με κορμό το ΠΑΣΟΚ (κάποιου τύπου κεντροαριστεράς, όπως στοχεύει ο ΣΥΝ) ή ενός κομματικά αναδιαταγμένου ανάλογου σκηνικού (κυβέρνηση κεντροαριστεράς με συμμετοχή ΔΗΚΚΙ μέσα από αναδιάταξη του χώρου του ΠΑΣΟΚ), δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ανακοπή κάποιων "σκληρών" αντιλαϊκών μέτρων, την απόσπαση κάποιων κατακτήσεων για τις λαϊκές δυνάμεις.

Η κατανόηση αυτής της θέσης συνδέεται με δυο αλληλένδετες πλευρές της ταξικής πάλης:

  • Τη συνειδητοποίηση του ταξικού χαρακτήρα της ΕΕ και της συμμετοχής του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους σ' αυτήν.
  • Την απόκτηση κοινωνικής εμπειρίας για την ανάγκη σύγκρουσης με τον ταξικό αντίπαλο, ως μόνο μέσο οποιασδήποτε παρεμπόδισης επιμέρους επιδιώξεών του (αυτό που αλλιώς μπορεί να ειπωθεί "παρεμπόδιση" στο πέρασμα ενός αντιλαϊκού μέτρου, απόσπαση κάποιας κατάκτησης κλπ.).

Σε τελευταία ανάλυση, μόνο στο πεδίο της σύγκρουσης και ρήξης, πιο ρηχής ή βαθύτερης, ασθενέστερης ή ισχυρότερης, ανάμεσα στις δυνάμεις της εργατικής τάξης και των καταπιεζομένων τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων, από τη μια μεριά, και τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, από την άλλη, σ' αυτό το πεδίο κρίνονται και οι μικρότερες κατακτήσεις. Και το πεδίο αυτό θα επεκτείνεται και μαχητικοποιείται με την ισχυροποίηση του ΚΚΕ.

Η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί εκφραστές της γνωρίζουν καλά πώς να στηρίζουν, πριμοδοτούν πολιτικές δυνάμεις, που παρεμποδίζουν την παραπάνω ανάπτυξη και διάταξη δυνάμεων. Να αξιοποιούν την πολιτική τους επιρροή ακριβώς στην κατεύθυνση της "συναίνεσης" σε εναλλακτικές πολιτικές ενσωμάτωσης. Ποντάρουν ακριβώς στο ότι συγκυριακές επιφανειακές μικροδιαφοροποιήσεις, όταν προβάλλονται από κόμματα με κάποια πολιτική επιρροή σε εξαθλιωμένα τμήματα της εργατικής τάξης και αγανακτισμένα μικροαστικά στρώματα, μπορούν κάλλιστα να λειτουργήσουν ως Δούρειος Ιππος για την αναχαίτιση της ριζοσπαστικοποίησής τους.

Η θέση των κομμάτων απέναντι στο χαρακτήρα της ΕΕ συνολικά και της ΟΝΕ είναι σήμερα όριο και κριτήριο για το ποια συμφέροντα υποστηρίζουν. Γι' αυτό το ζήτημα της εναντίωσης συνολικά στην ΕΕ και την ΟΝΕ δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτικής ζύμωσης, αλλά ταξικής πάλης σε όλα τα επίπεδα.

Το αίτημα της αποδέσμευσης συνδέεται με το ζήτημα της εξουσίας σε μια χώρα και με το γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων σε επίπεδο ΕΕ ή ευρύτερα της Ευρώπης. Οι συσχετισμοί, όμως, δεν αλλάζουν χωρίς την ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα. Γι' αυτό η προβολή του πρέπει να είναι και στόχος πολιτικής ζύμωσης και όξυνσης της ταξικής πάλης.

Ελένη ΜΠΕΛΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ